αἰχμή
English (LSJ)
ἡ, (Aeol. αἴχμα AB1095)
A point of a spear, πάροιθε δὲ λάμπετο δουρὸς αἰχμὴ χαλκείη Il.6.320; αἰχμὴ ἔγχεος 16.315.
2 generally, point, of arrows, τοξουλκὸς αἰχμή A.Pers.239; ἀγκίστρου, κεράων, Opp.H. 1.216, C.2.451.
II spear, Il.12.45, etc.; δαμασίμβροτος αἰχμή Pi.O. 9.79; πρὸς τὴν αἰχμὴν ἐτράπετο took to his spear, Hdt.3.78; αἰχμῇ εἷλε with the spear, i.e. in war, Id.5.94; otherwise rare in Prose, X.Cyr. 4.6.4.
b metaph. of the trident of Poseidon, A.Pr.925.
2 body of spear-bearers, Pi.O.7.19, E.Heracl.276.
3 war, battle, κακῶς ἡ αἰχμὴ ἑστήκεε the war went ill, Hdt.7.152; παρμένοντας αἰχμᾷ standing their ground in battle, Pi.P.8.40; θηρῶν with wild beasts, E.HF158.
4 metaph. of plague, sharpness, βρωτῆρας αἰχμάς A.Eu. 803.
III warlike spirit, αἰχμὴ νέων θάλλει Terp.6; θρέψε δ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος Pi.N.10.13; γυναικὸς αἰχμή = a woman's temper, A.Ag.483 (lyr.), cf. Ch.630 (lyr.; but perhaps = rule, cf.Pr.406). (Cf. Lith. jiešmas 'spit'.)
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. αἰχμά Pi.O.9.79
I 1 punta de arma δουρὸς αἰ. Il.6.320, Tyrt.7.20, λόγχης E.Hec.102, ἔγχεος Il.16.315, de flecha τοξουλκὸς αἰ. A.Pers.239, ἀγκίστρου Opp.H.1.216, κεράων Opp.C.2.451.
2 lanza, Il.12.45, Hes.Sc.193, Tyrt.8.36, δαμασιμβρότου αἰχμᾶς Pi.O.9.79, αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν Pi.O.13.23, cf. Nonn.D.20.360, αἰχμαῖσιν διδύμαισιν = con dos lanzas Pi.P.4.79, αἰχμὰν ταμών = tallando la lanza Pi.N.3.33, cf. I.1.23, A.Fr.99.16, αἰχμῇ εἷλες = conquistaste en la guerra Archil.123.19, cf. 156.4, Hdt.5.94, X.Cyr.4.6.4, βραχεῖα D.C.77.7.2.
3 otras armas o instrumentos puntiagudos hoz ἤμων αἰχμῇς ὀξείῃσι κορωνιόωντα πέτηλα Hes.Sc.289
• tridente de Posidón, A.Pr.925, χάσματος αἰχμάς de los dientes de un animal, Opp.H.5.141, τὴν αἰχμὴν ἄτριπτοι = que no se desgastan por la punta de los dientes, Philostr.VA 3.7.
II fig.
1 guerra, batalla δακρυόεσσάν τ' ἐφίλησεν αἰχμήν Anacr.109, ἰδὼν υἱοὺς ... παρμένοντας αἰχμᾷ = viendo a sus hijos permanecer firmes en la batalla Pi.P.8.40 (aunque tb. puede interpretarse c. el sent. de I 2), κακῶς ἡ αἰ. ἑστήκεε Hdt.7.152, ἐν αἰχμαῖς Ἄρεος E.Fr.16, θηρῶν αἰ. = lucha con fieras E.HF 158, Κρηταιεῖς ... ἀριστεύσαντες ἐν αἰχμᾷ IG 42.244.5 (II a.C.).
2 fig. de una plaga βρωτῆρας αἰχμὰς σπερμάτων ἀνημέρους A.Eu.803.
3 ardor guerrero, bravura, valor αἰ. νεῶν θάλλει Ps.Terp.4, ἔνθα (en Esparta) ... νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί Pi.Fr.199.2, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς Pi.P.1.66, θρέψε δ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος Pi.N.10.13, cf. I.5.33.
4 imperio, dominación γυναικός A.A.483, cf. Ch.630, Pr.405.
III batallón de lanceros τρίπολιν νᾶσον ... ναίοντας Ἀργείᾳ σὺν αἰχμᾷ Pi.O.7.19, cf. E.Heracl.276.
• Diccionario Micénico: a3-ka-sa-ma.
• Etimología: Cf. ἄκων.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
A. I. pointe de lance de javelot;
II. p. ext. 1 lance;
2 combat, lutte, guerre;
3 domination : γυναικὸς αἰχμή ESCHL domination d'une femme;
B. p. anal. 1 pointe d'un trait;
2 le trident de Poséidon;
3 sceptre.
Étymologie: p. *ἀκίμη, de ἀκίς.
German (Pape)
ἡ, die eherne Lanzenspitze (vgl. ἀκή und ἀΐσσω), ἔγχεος Il. 16.505, δουρὸς αἰχμὴ χαλκείη 6.320; λόγχης Eur. Hec. 99. Übh. Spitze, κεράων Opp. C. 2.451; χάσματος, des Rachens, die Zähne, H. 5.141. Dah. die Lanze selbst, Il. 12.45; Her. 7.77, der λόγχαι die Spitzen nennt. Öfter Pind. und Trag.; τοξουλκός, der Pfeil, Aesch. Pers. 235; selten in att. Prosa, Xen. Cyr. 8.1.8. Vom Zepter, Aesch. Prom. 404, vgl. γυναικὸς αἰχμή, Frauenherrschaft, Ag. 470, Ch. 621; τρίαινα, Poseidons Dreizack, Prom. 972; αἰχμὴν τριγλώχινα Opp. C. 1.152. übertragen der Krieg Aesch. Pers. 960; Soph. Phil. 1291; Pind. P. 8.42; Her. 5.94 und Sp., bes. Plut.
Russian (Dvoretsky)
αἰχμή: дор. αἰχμά ἡ
1 наконечник или острие копья (ἔγχεος, δουρός Hom.; λόγχης Eur., Her.);
2 копье Hom., Her., Xen.: αἰ. ἡ Ποσειδῶνος Aesch. копье, т. е. трезубец Посидона;
3 стрела (τοξουλκὸς αἰ. Aesch.);
4 отряд копейщиков Pind.: ἥξω πολλὴν λαβὼν αἰχμήν Eur. я приеду с многочисленным отрядом копейщиков;
5 война, сражение, бой (πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Her.): κακὸς πρὸς αἰχμήν Soph. трусливый в бою; θηρῶν αἰ. Eur. бой со зверями;
6 воинственность (Ἀμφιτρύωνος Pind.);
7 власть, господство (γυναικός Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμή: ἡ (ἴδε ἐν τέλ.), ἡ αἰχμή, ὅ ἐ. τὸ ἄκρον τοῦ δόρατος, λόγχης, Λατ. cuspis, πάροιθε δὲ λάμπετο δουρὸς αἰχμὴ χαλκείη, Ἰλ. Ζ. 319· οὕτως αἰχμὴ ἔγχεος, Π. 315· τὸ δὲ ξύλον ὠνομάζετο ξυστόν, Ἡρόδ. 1. 52. 2) ἡ αἰχμή, τὸ ὀξὺ ἄκρον οἱουδήποτε πράγματος, ἀγκίστρου, κεράτων, Ὀππ. Ἁλ. 1. 216C. 2. 451. ΙΙ. λόγχη, δόρυ, Ἰλ., Ἡρόδ., καὶ Τραγ.· πρὸς τὴν αἰχμὴν ἐτράπετο, ἔδραμεν, ἐστράφη πρὸς τὸ δόρυ αὐτοῦ, Ἡρόδ. 3. 78· αἰχμῇ εἷλε, διὰ τοῦ δόρατος, ὅ ἐ. ἐν πολέμῳ (ἴδε κατωτέρω 3), ὁ αὐτ. 5. 94· τοξουλκὸς αἰχμή, ἐπὶ βέλους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 239· ἴδε κατωτέρω 3· σπάνιον παρὰ πεζοῖς τῶν Ἀττ., Ξεν. Κύρ. 4. 6, 4. β) ἴσως μετὰ τῆς σημασίας τοῦ σκήπτρου, Αἰσχύλ. Πρ. 405, 925· ἴδε κατωτέρω ΙΙΙ. 2) σῶμα ἀνδρῶν φερόντων δόρυ, ὡς τὸ ἀσπίς, Πινδ. Ο. 7. 35, Π. 8. 58. Εὐρ. Ἡρακλ. 276· πρβλ. ἀσπίς Ι. 2. 3) πόλεμος, μάχη, κακῶς ἡ αἰχμὴ ἑστήκεε, ὁ πόλεμος ἔκλινε κακῶς, Ἡρόδ. 7. 152· θηρῶν, μάχη μετὰ ἀγρίων θηρίων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 158: - ἰδίως ἐν τοῖς συνθέτοις, ὡς, αἰχμάλωτος, μεταίχμιος, ὁμαιχμία· πρβλ. δόρυ. 4) μεταφ., ἐπὶ λοιμικῆς νόσου, λοιμοῦ καὶ τῶν ὁμοίων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 803 (ἐὰν ἡ λέξις δὲν εἶναι ἐφθαρμένη). ΙΙΙ. φιλοπόλεμον πνεῦμα, διάθεσις, αἰχμὰ νέων θάλλει, Τέρπαν. 6· θρέψε δ’ αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος, Πινδ. Ν. 10. 23· οὕτως ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 483., Χο. 625, γυναικὸς ἢ γυναικεία αἰχμά, φαίνεται = γυναικεῖον πνεῦμα, γυναικεία διάδεσις· ἀλλ’ ὁ Ἕρμαν. ἑρμηνεύει: imperium, κράτος, κυριαρχίαν, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 1. (Ἴσως ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ ἀΐσσω, ὡς τὸ δραχμὴ πρὸς τὸ δράσσομαι, Δοναλσ. Νέος Κρατ. σ. 224. Ὁ Κούρτιος ὑπολαμβάνει ὅτι ἔγεινεν ἐξ ὑποθετικῆς λέξεως ἀκιμή, παραχθείσης ἐκ τῶν ἀκή, ἀκίς).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
η (Α αἰχμή)
1. η αιχμηρή απόληξη, το άκρο κάθε μυτερού αντικειμένου (δόρατος, ξίφους, αγκίστρου, βελόνας κ.λπ.)
2. το ακρότατο σημείο, η κορύφωση (αιχμή μιας αρρώστιας, αιχμή της οικονομικής κρίσης, αιχμή της κυκλοφορίας)
αρχ.
1. το άκρο, η λόγχη του δόρατος
2. το ίδιο το δόρυ
3. σώμα στρατιωτών που έφεραν δόρυ, οι αιχμοφόροι
4. πόλεμος, μάχη, συμπλοκή
5. (για αρρώστιες)
δριμύτητα, οξύτητα
6. φιλοπόλεμο πνεύμα, αλλά και γενικά οξυθυμία, ευέξαπτος χαρακτήρας
7. η τρίαινα του Ποσειδώνος
8. (δοτ. εν.) αἰχμῇ
με το δόρυ, δηλ. στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη κυρίως ποιητική. Στον πεζό λόγο της αρχαίας με εξαίρεση τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα τόσο η ίδια η λ. αἰχμὴ όσο και τα παράγωγά της δεν χρησιμοποιούνται. Χρησιμοποιείται μόνον ευρύτερα το σύνθ. αιχμάλωτος (< αἰχμὴ + ἁλωτὸς < ἀλίσκομαι «συλλαμβάνω, κυριεύω») σε συνεχή χρήση μέχρι σήμερα. Η λέξη αἰχμὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα αἰκ- «δόρυχτυπώ με αιχμηρό όπλο» (πρβλ. λιθουαν. iēšmas, αρχ. πρωσσ. aysmis «λόγχη»). Ήτοι αἰκ-σμᾱ > αἰχ-μά / αἰχ-μὴ (ο τ. με -ς- μαρτυρείται από τα Μυκηναϊκά: aikasama = αἰκ-σμᾱ). Αρχική σημ. της λ. ήταν η δήλωση του «αιχμηρού, μυτερού άκρου, της αιχμής» — εν συνεχεία σήμανε συνεκδοχικά «το ακόντιο» και μεταφορικά «τη μάχη». Ομόρριζα του αἰχμὴ είναι η γλώσσα του Ησυχίου αἶκλοι («αἱ γωνίαι τοῦ βέλους») και τύποι με μηδενισμένη (χωρίς α) βαθμίδα θέματος (πρβλ. λατ. ico «βάλλω, κτυπώ»), όπως κυπρ. ἰκμαμένος (= «αιχμημένος», πληγωμένος), ἰκτέα («ακόντιον») στον Ησύχιο, ἴκταρ, επίρρ. «στην άκρη του, μόλις ακουμπώντας, κοντά», πιθ. και τα ἴγδις, ἴγδη «το γουδί».
ΠΑΡ. αρχ. αἰχμάζω, αἰχμητήρ, αἰχμητής, αἰχμήεις
νεοελλ.
αιχμηρός, αιχμικός.
ΣΥΝΘ. αιχμάλωτος, αρχ. αἰχμόδετος, αἰχμοφόρος
νεοελλ.
αιχμοφιδής, αιχμοφοβία].
Greek Monotonic
αἰχμή: ἡ (ἀκή I ή ἀΐσσω),
I. άκρη δόρατος, αιχμή λόγχης, Λατ. cuspis, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
II. 1. λόγχη, δόρυ, στο ίδ. κ.λπ.· τοξουλκὸς αἰχμή, λέγεται για βέλος, σε Αισχύλ.
2. σώμα, ανδρών που φέρουν δόρυ, σε Πίνδ., Ευρ.· πρβλ. ἀσπίς.
3. πόλεμος, μάχη· κακῶς ἡ αἰχμὴ ἐστήκεε, ο πόλεμος είχε άσχημη τροπή, σε Ηρόδ.
III. φιλοπόλεμο πνεύμα, παρορμητική διάθεση, σε Πίνδ.· ομοίως, σε Αισχύλ., η φράση γυναικὸς ή γυναικεία αἰχμὰ φαίνεται να σημαίνει «γυναικείο πνεύμα».
IV.ηγεμονία, κυριαρχία, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: point of a spear, spear (Il.). On its use in Homer s. Trümpy Fachausdrücke 52ff.
Dialectal forms: Myc. aikasama /aiksma/.
Compounds: αἰχμ-άλωτος prisoner-of-war (Pi.)
Derivatives: αἰχμητής spearman, warrior (Il.). - Denominativum: αἰχμάζω throw the spear, arm with a spear (Il.).
Origin: IE [Indo-European] [15] *h₂eiḱ- spear
Etymology: Mycenaean proves *aiksma. The word was connected with αἶκλοι αἱ γωνίαι τοῦ βέλους H. and with Lith. iẽšmas, OPr. aysmis spit (< -ḱ(s)m-); the original meaning must have been point. In Greek further Cypr. ἰκμαμένος wounded (Ruijgh El. ach. 136), ἰκτέα ἀκόντιον H.and perhaps ἴκταρ near. Uncertain: ἴγδις f. (Sol.), ἴγδη (Hp.) mortar.
Middle Liddell
[ἀκή I, or ἀΐσσω
I. the point of a spear, Lat. cuspis, Il., etc.
II. a spear, Il., etc.; τοξουλκὸς αἰχμή, of an arrow, Aesch.
2. a body of spearmen, Pind., Eur.; cf. ἀσπίς.
3. war, battle, κακῶς ἡ αἰχμὴ ἐστήκεε the war went ill, Hdt.
III. warlike spirit, mettle, Pind.; so, in Aesch., γυναικὸς or γυναικεία αἰχμά seems to be a woman's spirit.
IV. a sceptre, Aesch.
Frisk Etymology German
αἰχμή: {aikhmḗ}
Meaning: Lanzenspitze, Lanze, übertr. Krieg (ep. poet., Hdt., sonst selten in d. Prosa; zum Gebrauch bei Homer s. Trümpy Fachausdrücke 52ff.).
Composita: Ein festes Kompositum ist αἰχμάλωτος Kriegsgefangener (ion. att.) mit mehreren Ableitungen: fem. αἰχμαλωτίς, Adj. αἰχμαλωτικός, Abstr. αἰχμαλωσία. Dazu zwei Denominative, beide hell. und spät: αἰχμαλωτίζω und (seltener) αἰχμαλωτεύω. Von αἰχμαλωτίζω: αἰχμαλωτιστής und αἰχμαλωτισμός.
Derivative: Ableitungen: αἰχμήεις lanzenbewaffnet (A., Opp.); αἰχμητής Lanzenschwinger (ep. poet.), daneben αἰχμητά Ε 197 (zur Erklärung Schwyzer 560), fem. αἴχμητις EM; sekundär αἰχμητήρ (Opp., Q. S., Nonn.); — αἰχμητήριος lanzenbewaffnet, kriegerisch (Lyk. 454 am Versende, vgl. Chantraine Formation 45). — Denominativum: αἰχμάζω die Lanze schwingen, auch mit Lanze bewaffnen (ep. poet.).
Etymology: Wegen αἶκλοι· αἱ γωνίαι τοῦ βέλους H. auf *αἰκσμα zurückzuführen und mit lit. iẽšmas, apreuß. aysmis Bratspieß (< -ḱ(s)m-) am nächsten verwandt. Schmidt Zur Geschichte d. idg. Vokalismus 1, 76, weitere Lit. bei Bq, WP. 1, 7f., Pok. 15. — Ein anderer Ablaut liegt vor in kypr. ἰκμαμένος (= ἰχμ-? oder sogar = ἰγμ-? Bechtel Dial. 1, 448) verwundet, ἰκτέα· ἀκόντιον H., ἴκταρ (ep. lyr.) nahe, eig. "anstoßend", vgl. zur Bed. aind. ghanám nahe zu han- schlagen. In Betracht kommen ferner: ἴγδις f. (Sol., Dsk. u. a.), ἴγδη (Hp., Hdn.) Mörser, das von λίγδος ib. beeinflußt worden ist (Osthoff bei Solmsen Wortf. 172, Güntert Reimwörter 158), auch ἴξ, s. d. Mit demselben Ablaut wahrscheinlich lat. ico treffen, verwunden, vgl. W.-Hofmann s. v.
Page 1,48
Mantoulidis Etymological
(=ἡ ἄκρη τοῦ δόρατος). Πιθανόν ἀπό τό ἀΐσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
spear
Abkhaz: аԥса; Adyghe: пчы, пщы; Afrikaans: spies; Albanian: shtizë; Arabic: رُمْح, حَرْبَة; North Levantine Arabic: رمح; Egyptian Arabic: خشت; Tunisian Arabic: دبور; Moroccan Arabic: حربة; Armenian: նիզակ; Asturian: llanza; Avar: хеч; Azerbaijani: nizə, mizraq, cida; Basque: lantza; Belarusian: дзі́да, пі́ка; Bengali: বর্শা; Bulgarian: кóпиe; Burmese: လှံ; Catalan: llança; Cebuano: bangkaw; Chechen: гоьмукъ; Chichewa: mkondo; Chinese Mandarin: 矛; Chukchi: пойгын; Cornish: guw; Czech: kopí; Danish: spyd; Dupaningan Agta: pisga; Dutch: speer, spies, lans, geer; Esperanto: lanco; Estonian: oda; Evenki: гида; Faroese: spjót; Finnish: keihäs; French: lance; Middle French: dart; Old French: dart; Friulian: lance; Galician: lanza, falarica, aste; Georgian: შუბი, ჰოროლი, ლახვარი; German: Speer; Greek: δόρυ, λόγχη; Ancient Greek: ἔγχος, δόρυ, αἰχμή, ἀρίγων, ἐγχείη, κοντάριον, λόγχη, μελία, ξυστόν, σιβύνη, σιγύνης, χαλκός; Hausa: mashi; Hawaiian: ʻō; Hebrew: חֲנִית; Higaonon: bangkaw; Hindi: भाला, शूल, नेजा, बरछा, सूरी; Hungarian: dárda, lándzsa; Icelandic: spjót; Ido: lanco; Indonesian: tombak; Ingush: гебагӏа; Irish: ga, sleá; Old Irish: gae; Italian: lancia, asta, alabarda, picca; Japanese: 槍, 鑓; Kabardian: бжы; Kalmyk: җид; Kazakh: найза, сүңгі; Ket: усь; Khmer: លំពែង; Kikuyu: itimũ Korean: 창; Koryak: пойгын; Kriol: barragarl, burdagul; Kurdish Central Kurdish: ڕم; Northern Kurdish: rim; Kyrgyz: найза; Lakota: wahúkheza; Lao: ຫອກ; Latgalian: škāps, dzyds; Latin: hasta, lancea; Latvian: šķēps; Lithuanian: ietis; Macedonian: копје; Malay: lembing; Maltese: lanza; Manchu: ᡤᡳᡩᠠ; Maori: kōpeo; Middle English: spere; Mongolian: жад; Nanai: гида, сугбэ; Navajo: tsiiʼdétáán, tsin anáhálghą́hí; Ngarrindjeri: kykie; Ngazidja Comorian: fumu; Nivkh: ӄʼаӽ; Northern Altai: копьё, чыда; Northern Yukaghir: йуолдэвчэ; Norwegian Bokmål: spyd; Nynorsk: spyd, spjut; Occitan: lança; Old Church Slavonic Cyrillic: копиѥ; Old English: spere; Oneida: yeya'akta̲; Oromo: eeboo; Ossetian: арц; Persian: نیزه, ژوبین; Pitjantjatjara: kuḻaṯa; Plautdietsch: Spiess; Polish: dzida, włócznia, oszczep, kopia; Portuguese: lança; Rapa Nui: pātia; Romanian: lance, suliță; Russian: копьё, пика, дротик; Sanskrit: शक्ति, शल्य; Sardinian: lantza, lancia; Saterland Frisian: Speer; Scottish Gaelic: sleagh, brod, gath; Serbo-Croatian Cyrillic: копље; Roman: koplje; Sicilian: lanza; Sidamo: urde; Sinhalese: හෙල්ල; Slovak: kopija, oštep; Slovene: kopje; Somali: waran; Southern Altai: найза, јыда; Southern Ohlone: hipor; Spanish: lanza, venablo; Sumerian: 𒀉𒁍𒁕; Swahili: mkuki; Swedish: spjut; Tajik: найза; Tatar: сөнге; Telugu: శూలం, బల్లెం; Thai: หอก; Tibetan: མདུང; Turkish: mızrak, kargı, cirit; Turkmen: naýza; Tuvan: узун чыда, копьё; Ugaritic: 𐎎𐎗𐎈; Ukrainian: спис, пі́ка; Urdu: نیزہ; Uzbek: nayza; Venetian: lansa; Vietnamese: thương, giáo; Vilamovian: pik; Walloon: lance, dår; Welsh: gwaywffon, gwayw; West Frisian: spear; Wutunhua: ddong; Yakut: үҥүү; Yiddish: שפּיז; Zulu: umkhonto; ǃXóõ: ǃōo a̰a