κόπρος

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόπρος Medium diacritics: κόπρος Low diacritics: κόπρος Capitals: ΚΟΠΡΟΣ
Transliteration A: kópros Transliteration B: kopros Transliteration C: kopros Beta Code: ko/pros

English (LSJ)

ἡ,
A excrement, ordure, of men and cattle, Od.9.329, al., Hdt. 3.22, etc.: in plural, Euph.96.4; esp. as used in husbandry, dung, manure, Pl.Prt.334a, Thphr.HP2.7.4.
2 generally, filth, dirt, κυλινδόμενος κατὰ κόπρον Il.22.414, 24.640, cf. BGU1116.14 (i B. C.).
II dunghill, byre, Il.18.575, Od.10.411, Call.Dian.178; καθίσαι τινὰς ἐπὶ κόπρου Men.544.5. (In this sense oxyt. κοπρός acc. to Eust.1165.15.) (Cf. Skt. śákṛt, gen. śaknás 'excrement'.)

German (Pape)

[Seite 1483] ἡ, Mist. Excremente von Menschen u. Tieren, Dünger; Od. 9, 329. 17, 297. 306; Ar. Eccl. 360; Her. 2, 36; Plat. Prot. 334 a; Xen. de re equ. 5, 2; Folgde; übh. Schmutz, Koth, Il. 22, 414. 24, 124. 640. – Auch = der Mist- oder Viehhof, der Ochsenstall, μυκηθμῷ δ' ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε Il. 18, 575, vgl. Od. 10, 411, in welcher Bedeutung einige Grammatiker κοπρός accentuiren. – Spätere sagten auch ὁ κόπρος, Schol. Ar. Plut. 663, Schäfer Long. p. 392, u. τὸ κόπρον, vgl. Lob. zu Phryn. p. 760.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 excrément des animaux ou des hommes ; saleté, ordure;
2 endroit où s'amasse le fumier ; étable.
Étymologie: DELG dérivé d'un vieux th. i.-e., pê apparenté à σκώρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόπρος -ου, ἡ uitwerpselen, stront, uitbr. vuil, drek:. λιτάνευε κυλινδόμενος κατὰ κόπρον hij wentelde zich als smekeling in het vuil Il. 22.414. mesthoop, stal:. μυκηθμῷ δ’ ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε onder geloei draafden ze uit de stal naar de wei Il. 18. 575.

Russian (Dvoretsky)

κόπρος:
1 помет, экскременты Hom., Her.;
2 навоз, навозное удобрение Plat.;
3 грязь, мусор или прах: ἀμφὶ πολλὴ κ. ἔην κεφαλῇ τοῖο γέροντος Hom. голова старца (т. е. Приама, молящего о выдаче тела Гектора) была покрыта прахом (один из символов униженной просьбы);
4 стойло, скотный двор (αἱ βόες ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

κόπρος: ἡ, ἀποπάτημα, περιττώματα ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν, Ὀδ. Ι. 329., Ρ. 297, 306, Ἡρόδ. 2. 36, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Εὐφορ. Ἀποσπ. 49· ἰδίως ὡς χρησιμοποιουμένη εἰς τὴν γεωργίαν διὰ «κόπρισμα», Πλάτ. Πρωτ. 334Α, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 2. 7, 4. 2) καθόλου, ῥύπος, ἀκαθαρσία, κυλινδόμενος κατὰ κόπρον Ἰλ. Χ. 414, πρβλ. Ω. 164, 640. ΙΙ. κοπρία, σωρὸς κόπρου, Σ. 575, Ὀδ. Κ. 411· ἐπὶ ταύτης δὲ τῆς σημασίας τινὲς τῶν Γραμματικῶν ἔγραφον τὴν λέξιν ὀξυτόνως κοπρός. ― Μεταγενέστεροι συγγραφεῖς μετεχειρίσθησαν καὶ κόπρος, ὁ Schäf, εἰς Λόγγον 392, καὶ κόπρον, τό, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 760.

English (Autenrieth)

dung, manure, Il. 24.164; thenfarm-yard,’ ‘cow-yard,’ Il. 18.575.

Spanish

excremento, estiércol

Greek Monolingual

(I)
η (ΑM κόπρος, ἡ, Μ και κοπρός, ἡ και κόπρος, ὁ)
1. αποπάτημα, περίττωμα, σκατά («καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκε κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ», Ομ. Οδ.)
2. το λίπασμα που προέρχεται από τα κόπρανα, κοπριά, κόπρισμαοἷον καὶ ἡ κόπρος, πάντων τῶν φυτῶν ταῖς μὲν ῥίζαις ἀγαθὸν παραβαλλομένης», Πλάτ.)
3. συσσωρευμένη κοπριά, σωρός κοπριάς («η κόπρος του Αυγείου»)
4. κοπρώνας
5. ακαθαρσία, βρομιά
νεοελλ.
μτφ. σκάνδαλα, βρόμικες υποθέσεις, ιδίως στο δημόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα kokwr- / n- της ΙΕ ρίζας kekwr- / n- «κοπριά». Συνδέεται με τα αρχ. ινδ. śakr-t και śakn-ah «κοπριά» που εμφανίζουν την αρχική μορφή του ονόματος, δηλ. αθέματο ουδ. σε r- / n-, από το οποίο με θεματικό μεταπλασμό προέκυψε ο τ. κόπρος. Συνδέεται ίσως και με το λιθουαν. šiku, šikti «αφοδεύω».
ΠΑΡ. κόπρανα, κοπρία(-ιά), κοπρίζω, κόπρινος, κοπρώ, κοπρώδης, κοπρών
αρχ.
κοπρεαίος, κόπρειος, κοπρεύω, κοπρίας, κοπρικός, κοπροσύνη
αρχ.-μσν.
κοπρία, κόπριον, κόπρον
μσν.
κοπρέα, κοπρεών, κοπρηρός
νεοελλ.
κοπρίτης, κόπρος, ο.
ΣΥΝΘ. κοπραγωγός, κοπροβόρος, κοπροδοχείον, κοπροδόχος, κοπρολόγος, κοπρολογώ, κοπροφάγος
αρχ.
κοπραγωγώ, κοπρηγία, κοπρηγός, κοπρηγώ, κοπροβόλος, κοπροθήκη, κοπροποιός, κοπροποιώ, κοπροφαγώ, κοπροφορά, κοπροφόρος, κοπροφορώ, κοπρώνης
αρχ.-μσν.
κοπροξύστης
μσν.
κοπροαναθρεμμένος, κορποβολείον, κοπρογενής, κοπρογέννητος, κοπρογράφος, κοπροδίαιτος, κοπροδότης, κοπροζάγαρος, κοπροθέσιον, κοπρόμοχθος, κοπρόνους, κοπροπαραγέμιστος, κοπροπηλόφυρτος, κοπροπιγούνα, κοπρόφυρτος
μσν.- νεοελλ.
κοπρόστομος, κοπρώνυμος
νεοελλ.
κοπρολαγνεία, κοπρόλακκος, κοπρολαλία, κοπρόλιθος, κοπρολογία, κοπρομηχανή, κοπροπορφυρίνη, κοπρόρρυγχος, κοπροσκούληκας, κοπροσκυλιάζω, κοπρόσκυλο, κόπροσμα, κοπροστάσι, κοπροστασία, κοπροστερόλη, κοπροφαγία, κοπροφιλία, κοπροφιλίδες, κοπρόφιλος, κοπρόφτυαρο, κοπροχόος, κοπρόχωμα].
(II)
ο κόπρος (Ι)]
κοπρόσκυλο, κοπρίτης.

Greek Monotonic

κόπρος: ἡ,
I. κοπριά, λίπασμα, ακαθαρσίες, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
II. φάρμα, υποστατικό, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. (on the gender Schwyzer-Debrunner 34 n. 4)
Meaning: excrement, ordure, dung, filth (Il.).
Compounds: Compp., e. g. κοπρο-λόγος dung-gatherer (Ar.), κοπρο-φορά loaf of dung (Amorgos IVa; Fraenkel Nom. ag. 2, 187 A. 2 [S. 188]).
Derivatives: A. Subst. κόπριον = κόπρος (Heraclit., Hp., inscr., pap.) with κοπριώδης dung-like, full of dung (Hp., Thphr., pap.), κοπριακός belonging to dung (pap.); κόπρανα pl. excrements (Hp., Aret.); κοπρία dung-heap (Semon., Stratt., Arist.; Scheller Oxytonierung 44); κοπρών (Ar.), -εών (Tz.), -ιών (Gortyn) privy; κοπροσύνη manuring (pap. VIp); - Κοπρεύς herald of Eurystheus (Ο 639; Boßhardt Die Nomina auf -ευς 121); Κοπρεαῖος joking PN (Ar.); κοπρίαι pl. buffoons (D. C.; Lat. copreae). - B. Adj. Κόπρειος belonging to the demos Κόπρος (inscr.), also referring to κόπρος (Ar.), Κόπριος id. (Is.); κόπρινος living in κ. (Hp.); κοπρώδης dung-like, dirty (Hp., Pl., Arist.). - C. verbs. κοπρέω manure only fut. ptc. κοπρήσοντες (ρ 299; v.l. κοπρίσσοντες); (ἐκ-, ἐπι-)κοπρίζω id. (ρ 299 v.l., Hp., Thphr.) with κόπρισις, -ισμός manuring (Thphr., pap.); κοπρόω defile with dung (Arr.) with κόπρωσις manuring (Thphr.; ἐκκοπρόω with -ωσις Hp.); κοπρεύω = κοπρίζω (Chios V-IVa), κοπρεῦσαι φυτεῦσαι H.
Origin: IE [Indo-European] [544] *ḱokʷr dung
Etymology: Thematic form of an old r-n-stem, which is preserved in Skt. śákr̥-t, śakn-áḥ dung; so IE. *ḱoku̯r-. A primary verb is assumed in Lith. šikù, sìkti cacare, Pok. 544, W.-Hofmann s. cacō and mūscerda. S. also on σκῶρ. The Lall-word κακκάω is not cognate.

Middle Liddell

κόπρος, ἡ,
I. dung, ordure, manure, Hom., Hdt., etc.
II. a farm-yard, home-stead, Hom.

Frisk Etymology German

κόπρος: {kópros}
Grammar: f. (zum Genus Schwyzer-Debrunner 34 A. 4)
Meaning: Mist, Dünger, Kot, Schmutz, Düngerplatz, Viehhof (seit Il.).
Composita: Kompp., z. B. κοπρολόγος Unratsammler (Ar.), κοπροφορά ‘Dünger(last)’ (Amorgos IVa; Fraenkel Nom. ag. 2, 187 A. 2 [S. 188]).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. A. Subst. κόπριον = κόπρος (Heraklit., Hp., Inschr., Pap. u. a.) mit κοπριώδης mistähnlich, voll von Mist (Hp., Thphr., Pap.), κοπριακός zum Dünger gehörig (Pap.); κόπρανα pl. Exkremente (Hp., Aret.); κοπρία Misthaufen (Semon., Stratt., Arist. usw.; Scheller Oxytonierung 44); κοπρών (Ar. usw.), -εών (Tz.), -ιών (Gortyn) Abtritt; κοπροσύνη Düngen (Pap. VIp); — Κοπρεύς Herold des Eurystheus (Ο 639; Boßhardt Die Nomina auf -ευς 121); Κοπρεαῖος scherzhafter PN (Ar.); κοπρίαι pl. Possenreißer (D. C.; lat. copreae). — B. Adj. Κόπρειος [[dem Κόπρος genannten Demos gehörig]] (Inschr.), auch mit Beziehung auf κόπρος (Ar.), Κόπριος ib. (Is. u. a.); κόπρινος ‘in κ. lebend' (Hp.); κοπρώδης mistähnlich, schmutzig (Hp., Pl., Arist.). — C. Verba. κοπρέω düngen nur Fut. Ptz. κοπρήσοντες (ρ 299; v.l. κοπρίσσοντες); (ἐκ-, ἐπι-)κοπρίζω ib. (ρ 299 v.l., Hp., Thphr. u. a.) mit κόπρισις, -ισμός das Düngen (Thphr., Pap.); κοπρόω mit Mist verunreinigen (Arr.) mit κόπρωσις das Misten (Thphr.; ἐκκοπρόω mit -ωσις Hp.); κοπρεύω = κοπρίζω (Chios V-IVa), κοπρεῦσαι· φυτεῦσαι H.
Etymology: Thematische Umbildung eines alten r-n-Stammes, der in aind. śákr̥-t, śakn-áḥ Mist erhalten ist; idg. somit *ḱoqr-. Ein primäres Verb wird in lit. šikù, sìkti cacare vermutet. WP. 1, 381, Pok. 544, W.-Hofmann s. cacō und mūscerda m. reicher Lit. S. auch zu σκῶρ. Das Lallwort κακκάω ist damit nicht verwandt.
Page 1,914-915

Chinese

原文音譯:kopr⋯a 可普里阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:肥料 相當於: (אַשְׁפֹּת‎) (דֹּמֶן‎)
字義溯源:肥料,糞,堆肥;源自(κοπρία / κόπριον / κόπρος)X*=排泄物);或出自(κόπτω)=砍*),
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編
1) 糞(2) 路13:8; 路14:35

Léxico de magia

excremento, estiércol para ofrendas: de papión καρκίνον ποτάμιον καὶ στῆρ ποικίλης αἰγὸς παρθένου καὶ κυνοκεφάλου κόπρον, ... ταῦτα βάλε εἰς ὅλμον un cangrejo de río, grasa de una cabra virgen de piel moteada y excremento de papión, echa todo esto en un mortero P IV 2460 ἡ δεῖνά σοι θύει ... κόπρον κυνοκεφάλοιο ὠόν τε ἴβεως νεᾶς fulana te ofrece excremento de papión y un huevo de ibis joven P IV 2586 de musaraña ἡ δεῖνά σοι ἐπιθύει, θεά, ἐχθρόν τι θυμίασμα, ... σκόρδον τε μυγαλοῦ κόπρον, κυνοκεφάλειον αἷμα fulana te ofrece, diosa, una mezcla odiosa: ajo y excremento de musaraña, sangre de papión P IV 2651 de caballo ἐπίθυε δὲ τῷ θεῷ σφάγνον μετὰ αἰλούρου καρδίας καὶ κόπρου ἱππίας ofrece al dios salvia con un corazón de gato y estiércol de caballo P IV 3097 de paloma λαβὼν ῥύπου ἀπὸ σανδαλίου σου καὶ ῥητίνης καὶ κόπρου περιστερᾶς λευκῆς ἴσα ἰσῶν ἐπίθυε toma suciedad de tu sandalia, resina y excremento de una paloma blanca a partes iguales y haz la ofrenda P VII 485 para ungirse de golondrina μετὰ κόπρου χελιδόνος σὺν μέλιτι περίχρισαι úngete con excremento de golondrina y miel SM 83 2

Translations

dung

Albanian: bajgë; Arabic: رَوْث‎, سَمَاد‎, بِرَاز‎; Egyptian Arabic: زبل‎; Moroccan Arabic: غبار‎, مازير‎; Armenian: գոմաղբ; Aromanian: baligã; Azerbaijani: peyin, gübrə; Belarusian: гной; Bengali: সার; Bulgarian: естествен тор, тор, гюбре; Burmese: မြေဩဇာ; Catalan: fem; Chamicuro: tuki; Chinese Mandarin: 肥料, 糞肥, 粪肥, 糞, 粪; Czech: hnůj; Dalmatian: lotum; Danish: møg, gødning; Dutch: mest; Esperanto: sterko; Estonian: sõnnik; Finnish: lanta, sonta; French: fumier, purin; Galician: estrume, esterco, cuito; Gallo: fien; Georgian: ნეხვი, ნაკელი, ფუნე; German: Mist, Dung, Odel; Gothic: 𐌼𐌰𐌹𐌷𐍃𐍄𐌿𐍃; Greek: κοπριά; Ancient Greek: κοπριά, κόπρος, σπέλεθος; Hebrew: זֶבֶל‎; Hindi: खाद, पांस; Hungarian: trágya; Icelandic: mykja; Indonesian: pupuk; Irish: aoileach; Italian: letame, stallatico; Japanese: 肥, 肥料; Kazakh: көң; Khmer: ជីហរិត, ជីអាចម៍សត្វ; Korean: 비료(肥料), 똥, 똥거름; Kurdish Central Kurdish: پەیین‎; Northern Kurdish: peyîn; Kyrgyz: көң, кык; Lao: ໂຄທາ; Latin: stercus, fimum, fimus; Latvian: mēsli; Lithuanian: mėšlas; Low German: Mischt; Luxembourgish: Mëscht; Macedonian: лепешка, ѓубриво, ѓубре; Malay: baja; Maltese: demel; Manx: eoylley; Maori: wairākau, maniua; Mongolian Cyrillic: аргал; Moroccan Amazigh: ⴰⵎⴰⵣⵉⵔ; Norman: conré, feunmyi; Norwegian Bokmål: møkk, gjødsel; Nynorsk: møkk; Ojibwe: moo; Pashto: غوشېړ‎, مېزر‎, ډېرۍ‎; Persian: کود‎, سرگین‎; Plautdietsch: Mest; Polish: nawóz, gnój; Portuguese: estrume, esterco; Quechua: wanu; Romagnol: aldàn; Romanian: baligă; Russian: навоз, удобрение, гной; Scottish Gaelic: buachar, leasachadh, todhar; Serbo-Croatian Cyrillic: балега, гно̑ј; Roman: baléga, gnȏj; Slovak: hnoj; Slovene: gnoj; Spanish: estiércol, abono; Sundanese: manur; Swahili: mbolea; Swedish: gödsel; Tajik: пору, саргин; Tamil: இயற்கை உரம்; Tashelhit: ⴰⵎⴰⵣⵉⵔ; Thai: ปุ๋ย, ปุ๋ยคอก; Tocharian B: weṃts; Turkish: gübre; Turkmen: dökün; Ukrainian: гній; Urdu: کھاد‎; Uyghur: چىلە‎, ئوغۇت‎; Uzbek: oʻgʻit, goʻng; Venetian: leame, grasa; Vietnamese: bón phân, phân chuồng; Walloon: ansene; Welsh: tail; Westrobothnian: göning

excrement

Arabic: غَائِط‎, بِرَاز‎, خَرَاء‎, خِرَاء‎; Armenian: կղկղանք; Azerbaijani: nəcis; Balinese: tai; Belarusian: спаражнення, экскрыменты, кал, фекаліі; Bulgarian: изпражнение, фекалии, екскременти; Burmese: မစင်, ချေး, အညစ်အကြေး; Catalan: femta; Chinese Cantonese: 屎; Dungan: дафын, сы; Mandarin: 大便, 屎, 糞, 粪; Czech: výkal, stolice; Danish: ekskrement, afføring; Dutch: uitwerpselen; Esperanto: feko, ekskremento; Fijian: dā; Finnish: lanta, uloste; French: excrément; Galician: excremento; Gamilaraay: guna; Georgian: ექსკრემენტები, ფეკალია, განავალი; German: Ausscheidungen, Kot; Greek: περίττωμα; Ancient Greek: ἄποδος, ἀποπάτημα, ἀπόπατος, ἀπόρρυσις, ἀπόψυγμα, ἀφόδευμα, ἀφόδημα, ἄφοδος, ἀφόρδιον, βόβλιτον, βόλβιθος, βόλβιτον, βόλβυθον, διαφόρημα, διαχώρημα, ἔκκρισις, ἔκπατος, κάκκη, κόπρανα, κόπρανον, κοπρία, κόπριον, κόπρος, μίνθος, ὄνθος, πέλεθος, περίσσευμα, περίσσωσις, περίσσωμα, περίττωμα, περίττευμα, περίττωσις, προχώρημα, σκατός, σκύβαλον, σκῶρ, σπατίλη, ἡ τῆς ξηρᾶς τροφῆς ὑπόστασις, ὑποχώρημα, ὑποχώρησις, χέσμα; Gujarati: ગૂ, હગાર, હંગણ, છી; Higaonon: ta-i; Hindi: टट्टी, मल, गू, गूह, गुह, गोबर, पाखाना, विष्ठा; Hawaiian: kūkae; Hungarian: ürülék; Ido: exkremento; Indonesian: tahi; Italian: escremento; Japanese: 便, 大便, うんこ, うんち, 糞; Javanese: tai; Khmer: គូទ, វច្ច, ឧច្ចារ, លាមក; Korean: 똥, 뒤, 대변; Lao: ອາຈົມ, ອຸດຈາຣະ, ຂີ້; Latin: fimum, egeries, stercus; Lü: ᦃᦲᧉ; Macedonian: измет, екскремент; Malay: air besar, tahi, tinja; Malayalam: മലം, തീട്ടം, കാട്ടം; Maori: tūtae, hamuti, paru, paranga, karaweta, paraweta; Mongolian: баас, шээс; Navajo: chąąʼ; Ngarrindjeri: kunar; Norwegian Bokmål: avføring; Nynorsk: avføring; Ojibwe: moo; Old East Slavic: говьно; Oromo: udaan; Pitjantjatjara: kuna; Plautdietsch: Kak; Polish: kał, ekskrementy, odchody; Portuguese: excremento, fezes; Quechua: q'awa, aka; Romagnol: càca; Romanian: excrement, materii fecale, fecale; Russian: кал, экскременты, испражнения, фекалии; Samoan: tae; Sanskrit: गूथ; Serbo-Croatian Cyrillic: екскремент, измет; Roman: ekskrement, izmet, izmetine; Slovak: výkal; Slovene: blato, iztrebek, izloček; Spanish: excremento; Swedish: avföring; Tausug: tai; Tedim Chin: eek; Tetum: teen; Thai: อาจม, อุจจาระ, ขี้; Tocharian B: weṃts; Turkish: dışkı; Ukrainian: випорожнення, екскременти, кал, фекалії; Uzbek: najas, axlat; Vietnamese: phân, cứt; Warlpiri: kuna; Zazaki: gi; Zhuang: haex