στέφω

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέφω Medium diacritics: στέφω Low diacritics: στέφω Capitals: ΣΤΕΦΩ
Transliteration A: stéphō Transliteration B: stephō Transliteration C: stefo Beta Code: ste/fw

English (LSJ)

Od.8.170, S.Ant.431, Hyp.Fr.103: impf.
A ἔστεφον Il.18.205, A.Th.50; στέφον Hes.Op.75: fut. στέψω S.Aj.93, E.Tr.576 (anap.): aor. ἔστεψα Pl.Phd. 58c:—Med., fut. στέψομαι Ath.15.676d: aor. ἐστεψάμην AP9.363.3 (Mel.), D.H.Rh.1.6, etc., (ἐπ-) Il. 1.470:—Pass., fut. στεφθήσομαι Gal.Protr.13: aor. ἐστέφθην E.Hel. 1360 (lyr.): pf. ἔστεμμαι A.Supp.345, Pl.Phd. 58a, etc.; Ion. pf. part. ἐστεθμένος Schwyzer 725 (Milet., vi B.C.), cf. στέθματα.—στεφανόω is more freq., especially in Prose:—put round, ἀμφὶ δέ οἱ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε δῖα θεάων Il.18.205; ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει Od.8.170; μνημεῖα πρὸς ἅρμ' Ἀδράστου χερσὶν ἔστεφον hung them round it, A.Th. 50; λάφυρα δαΐων.. ἁγνοῖς δόμοις στέψω πρὸ ναῶν ib.279:—Med., put round one's head, ποίην AP9.363 (Mel.); σκόροδα prob. in Ath.15.676d; κύκλους ἐλαίης Orph.A.325; ἰούλους Anacreont.42.10.
II encircle, crown, wreath, τινὰ ἄνθεσι Hes.Op.75; σε παγχρύσοις λαφύροις S.Aj.93; κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις E.Alc.759; ἐρίῳ Pl.R. 398a; κάρα κισσῷ E.Ba.341; σ. τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου Pl.Phd. 58c; νεκρόν Lyc.799; στήλην Call.Epigr.8, cf. AP7.657 (Leon.); ὁ στρατηγὸς ἔστεψέν [τινα] εἰς γυμνασίαρχ[ον] Wilcken Chr.41 ii 8 (iii A.D.):—Med., στέφου κάρα crown thy head, E.Ba.313; ἀμφὶ δὲ φύλλοις στεψάμενοι A.R.1.1124; βάκχοισιν κεφαλὰς περιανθέσιν ἐστέψαντο Nic.Fr. 130:—Pass., to be crowned, A.Supp.345; τινι with a thing, Id.Eu.44; τινος Nonn. D. 5.282: with acc. of the games in which the prize is won, στεφθεὶς παγκράτιον CIG4380m10 (Oenoanda); ἔστεψαι τὰ Ὀλύμπια Luc.Merc.Cond.13; ποσσάκις ἐστέφθης δρόμον; IG14.1603 (Rome); στεφθεὶς στάδιν (= στάδιον) ib.1108 (ibid.); of a magistracy, στεφέσθω Ἀχιλλεὺς κοσμητείαν PRyl.77.34 (ii A.D.):—Med., Ἴσθμια καλλικόμοις στεψάμενον πίτυσιν Orph.Fr.290; στεψάμενοι σταδίοις APl.5.371.
2 wreathe a bowl or cup with leaves, Alex.119.6, cf. Ar.Fr.380; γυλλὸς ἐστεμμένος SIG57.26 (Milet., v B.C.); γυλλοὶ ἐστεθμένοι Schwyzer l.c.
3 crown or honour with libations, χοαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν σ. S.Ant.431; τύμβον λοιβαῖσι.. στέψαντες Id.El.53; ὅπως.. αὐτὸν ἀφνεωτέραις χερσὶ στέφωμεν ib.458, cf. E.Or.1322.
III Pass., στέφανον τὸν ἐκ τῆς βύβλου στεφόμενον twined of papyrus, Ath.15.676d codd.:—Act., στέφουσα, title of a statue by Praxiteles, v.l. for στεφανοῦσα in Plin. HN34.70. (τὸ στέφειν πλήρωσίν τινα σημαίνει Arist.Fr.101 (arguing from Hom.); cf. ἐπιστέφω, ἐπιστεφής; the orig. sense and etym. are doubtful.)

German (Pape)

[Seite 940] rings od. dicht umgeben (vgl. Buttm. Lexil. I p. 96), umhüllen, umschließen; ἀμφὶ δέ οἱ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε, rings um das Haupt hüllte sie ihm eine dichte Wolke, Il. 18, 205; übertr., θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει, ein Gott umhüllt die unansehnliche Gestalt mit Redegabe, so daß jene vor dieser verschwindet, Od. 8, 170; λοιβαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει, sie über ihn ausgießen, Soph. Ant. 427; τύμβον λοιβαῖσι καὶ καροτόμοις χλιδαῖς στέψαντες, El. 53; vgl. Aesch. Ch. 93, τοῖσι πέμπ ουσιν τάδε στέφη; u. Eur. Or. 1321, τὸν τάφον στέψασα καὶ σπείσασα νερτέροις χοάς; überall der ursprüngliche Begriff des Umgebens festzuhalten. – Gew. kränzen, bekränzen; vielleicht ist so schon Hesiod. O. 75 zu nehmen, ἀμφὶ δὲ τήν γε Ὧραι καλλίκομοι στέφον ἄνθεσιν εἰαρινοῖσι, welche Stelle übrigens mit ihrer Umgebung für unächt gehalten wird; αἰδοῦ σὺ πρύμναν πόλεος ὧδ' ἐστεμμένην, Aesch. Suppl. 340; Eum. 44; u. übh. ehren, ὅπως αὐτὸν ἀφνεωτέραις χερσὶ στέφωμεν ἢ τὰ νῦν δωρούμεθα, Soph. El. 450; καί σε παγχρύσοις ἐγὼ στέψω λαφύροις, Ai. 93; Eur. στέφει κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις, Alc. 762; σὲ ἐπὶ κάρα στέψουσι καλλικόμαν πλόκαμον, I. A. 1080; ἐπειδὰν ὁ ἱερεὺς τοῦ Ἀπόλλωνος στέψῃ τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου, Plat. Phaed. 58 c; ἐρίῳ στέψαντες, Rep. III, 398 a, s. oben; Luc. vrbdt στέφεσθαι τὰ Ὀλύμπια, de merced. cond. 13.

French (Bailly abrégé)

f. στέψω, ao. ἔστεψα, pf. inus.
Pass. f. στεφθήσομαι, ao. ἐστέφθην, pf. ἔστεμμαι;
1 répandre autour : ἀμφί τινι νέφος IL une nuée autour de qqn ; entourer, ceindre, couvrir : λοιβαῖσι νέκυν SOPH, τύμβον SOPH, τάφον EUR répandre des libations sur un mort, sur une tombe ; θεὸς μόρφην ἔπεσι στέφει OD litt. le dieu enveloppe sa forme de la parole, càd lui donne l'habileté ou la grâce de la parole (qui fait oublier ce que son extérieur a de disgracieux);
2 couronner : τινά ou τί τινι qqn ou qch d'une couronne ; τινι couronner de qch.
Étymologie: R. Στεφ, entourer ; cf. lat. stips, stipo.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέφω, ep. imperf. στέφον Hes. Op. 75; aor. ἔστεψα, pass. ἐστέφθην; perf. med.-pass. ἔστεμμαι, inf. ἐστέφθαι; fut. στέψω. leggen om, hangen om, met acc. en dat.:; ἀμφὶ … οἱ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε (Athena) hing een wolk om zijn hoofd (omgaf zijn hoofd met een wolk) Il. 18.205; μνημεῖα πρὸς ἅρμ’ Ἀδράστου... ἔστεφον zij legden herinneringstekens tegen de wagen van Adrastus Aeschl. Sept. 50; overdr.. μορφὴν ἔπεσι στέφει (de godheid) legt elegantie om zijn woorden Od. 8.170. bekransen, omhangen, met acc.:; σου στέψω κάρα κισσῷ ik zal je hoofd bekransen met klimop Eur. Ba. 341; σ. τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου de achtersteven van het schip versieren met kransen Plat. Phaed. 58c; σε παγχρύσοις ἐγὼ στέψω λαφύροις ik zal u (Athena, d.w.z. haar tempel) omhangen met een geheel gouden wapenbuit Soph. Ai. 93; als eerbetoon aan een overledene; τὸν τάφον σ. het graf bekransen Eur. Or. 1322; van atleten, pass. met acc. v. h. inw. obj.:; ἔστεψαι τὰ Ὀλύμπια je draagt de Olympische krans (d.w.z. je hebt gewonnen bij de Olympische spelen) Luc. 36.13; med. zich bekransen met acc. resp..; στέφου κάρα bekrans je hoofd Eur. Ba. 313; met acc. v. h. inw. obj.. γαῖα... ἐστέψατο ποίην de aarde bekranste zich met gras AP 9.363.3. overdr. eren, m. n. van doden met offerandes of plengoffers:. ὅπως … αὐτὸν ἀφνεωτέραις χερσὶ στέφωμεν om ervoor te zorgen dat we hem met rijkere handen zullen eren Soph. El. 458.

Russian (Dvoretsky)

στέφω: (fut. στέψω; pass.: aor. ἐστέφθην, pf. ἔστεμμαι)
1 окружать, окутывать, обвивать (вокруг чего-л.) (νέφος ἀμφὶ κεφαλῇ τινι Hom.): μορφὴν ἔπεσι σ. Hom. затмевать (невзрачную) наружность красноречием;
2 украшать венками, увенчивать (ἄνθεσιν εἰαρινοῖσι Hes.; τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου Plat.): κεκράτηκας καὶ ἔστεψαι τὰ Ὀλύμπια Luc. ты победил и увенчан олимпийским венком;
3 обматывать, обвивать (ἐρίῳ Plat.; λήνει ἐστεμμένος Aesch.);
4 окроплять (τύμβον λοιβαῖσι Soph.).

English (Autenrieth)

(cf. stipo): properly to stuff or set close around, put on as a crown, crown with (cf. στεφανόω), Il. 18.205; fig., Od. 8.170.

English (Slater)

στέφω put around “δοιὰ βοῶν θερμὰ πρὸς ἀνθρακιὰν στέψαν” fr. 168. 3.

Spanish

coronar, poner una corona, ir adornado con una corona

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και στέπτω Α
περιβάλλω κάποιον ή κάτι με στέφανο, στεφανώνω
νεοελλ.
1. επιθέτω το στέμμα στην κεφαλή ηγεμόνα που μόλις ανήλθε στον θρόνο, τελώ την επίσημη τελετή της ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο («ο Ναπολέων στέφθηκε αυτοκράτορας το 1804»)
2. τοποθετώ το γαμήλιο στέφανο στο κεφάλι κάποιου κατά την ιεροτελεστία του γάμου («στέφεται ο δούλος του θεού»)
3. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ ως ουσ.) οι εστεμμένοι
οι βασιλείς ή οι ηγεμόνες πριγκιπικού οίκου
μσν.
(για τους χριστιανούς ιερομάρτυρες) ανακηρύσσομαι νικητής στον αγώνα εναντίον του κακού
μσν.-αρχ.
μέσ. στέφομαι
(για νικητή σε αγώνα) παίρνω στέφανο ως έπαθλο («στεφθείς παγκράτιον», επιγρ.)
αρχ.
1. θέτω ολόγυρα, περιβάλλω («ἀμφὶ δὲ οἱ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε δῑα θεάων», Ομ. Ιλ.)
2. (σχετικά με άρχοντα) απονέμω αξίωμα με στέψη της κεφαλής («ὁ στρατηγὸς ἔστεψεν εἰς γυμνασίαρχον τὸν δεῖνα», πάπ.)
3. στεφανώνω ποτήρι ή φιάλη με φύλλα
4. τιμώ κάποιον κάνοντας σπονδές («χοαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει», Σοφ.)
5. παθ. συστρέφομαι, περιτυλίσσομαι
6. (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) στέφουσα
ονομασία αγάλματος του Πραξιτέλους, η στεφανοῦσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχική σημ. του ρ. στέφω «τοποθετώ ολόγυρα, περιβάλλω» (από όπου προήλθε η σημ. «περιβάλλω με στεφάνι, στεφανώνω») θα επέτρεπε πιθ. την αναγωγή του στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας steb(h)- «στηρίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. stabhnāti «στερεώνω, συγκρατώ, στηρίζω»). Το ρ. στέφω εμφανίζει σημασιολογική διαφορά σε σχέση με τη ρίζα, η οποία μπορεί να παραβληθεί με την εξέλιξη της σημ. της λ. ἄμπυξ «διάδημα» (< πύκα «συμπαγώς, στερεά», πυκάζω «περιβάλλω, ασφαλίζω»), Σύμφωνα με την άποψη αυτή, στην ίδια ρίζα αλλά με έρρινο ένθημα stem-b(h)- θα μπορούσαν να αναχθούν οι τ.: στέμδώ «κινώ εδώ και εκεί», ἀστεμφής «αμετακίνητος, άκαμπτος», στόμφος (πρβλί και αρχ. ινδ. stambha- «στήριγμα, στύλος», λιθουαν. stambas «στέλεχος, κορμός»)
βλ. και λ. στέμβω.

Greek Monotonic

στέφω: μέλ. στέψω, αόρ. αʹ ἔστεψα — Παθ., αόρ. αʹ ἐστέφθην, παρακ. ἔστεμμαι·
1. περιβάλλω, περικλείω, περιθέτω, Λατ. circumdare, ἀμφὶ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε δῖα θεάων, σε Ομήρ. Ιλ.· θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., θέτω γύρω από το κεφάλι μου στεφάνι, στεφανώνομαι, σε Ανθ.
II. 1. περιβάλλω, επιστέφω, στεφανώνω, τινὰ ἄνθεσι, σε Ησίοδ.· μυρσίνης κλάδοις, σε Ευρ. — Μέσ., στέφου κάρα, φόρεσε στεφάνι στο κεφάλι σου, σε Ευρ. — Παθ., στεφανώνομαι, επιστέφομαι, σε Αισχύλ.
2. στεφανώνω, δηλ. επιβραβεύω, τιμώ με σπονδές, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

στέφω: Ὀδ. Θ. 170, Σοφ. Ἀντ. 431, Ὑπερείδ.· παρατ. ἕστεφον Ἰλ. Σ. 205, Αἰσχύλ. Θήβ. 50· μέλλ. στέψω Σοφ. Αἴ. 93, Εὐρ. Τρῳ. 576· - ἀόρ. ἔστεψα Ἀττ. - Μέσ., μέλλ. στέψομαι Ἀθήν. 676D· ἀόρ. ἐστεψάμην Ἀνθ. Π. 9. 363, 3, Διον. Ἁλ., κλπ., (ἐπ-) Ἰλ. Α. 470. -Παθ., μέλλ. στεφθήσομαι Γαλην.· ἀόρ. ἐστέφθην Εὐρ. Ἑλ. 1360· πρκμ. ἔστεμμαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 344, Πλάτ., κλπ. - στεφανόω εἶναι συνηθέστερον, μάλιστα παρὰ πεζογράφοις. (Ἐκ τῆς √ΣΤΕΠ ἴδε κατωτ.) παράγονται καὶ τὰ στέφος, στεφ -άνη, στέφ -ανος· πρβλ. Σανσκρ. sthâp- ayimi (stare facio, colloco)· Λατ. stip-s, stip-o, stip-ulor, stip-es· Ἀρχ. Γερμ. stif-t. Παραβάλλοντες τὰς Λατ. λ΄ξεις πρὸς τὴν Ὁμηρικὴν χρῆσιν τοῦ ἐπεστέψαντο (ἴδε ἐν λέξ. ἐπιστέφω), καὶ πρὸς τὸ ἐπιστρφὴς παρ’ Ἀρχιλ. δυνάμεθα νὰ εἰκάσωμεν ὅτι ἡ πρώτη σημασία τῆς λέξ. ἦν τοῦ πληροῦν, γεμίζειν καλῶς, «πατητά», τὸ στέφειν πλήρωσίν τινα σημαίνει Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 108· πρβλ. stipatores ἐκ τοῦ stipo). Ἐν τῇ χρήσει ἡ λέξις σημαίνει περιτίθιμι, Λατ. circumdar, ἀμφί δὲ οἱ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε δῖα θεάων Ἰλ. Σ. 205· ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει Ὀδ. Θ. 171· μνημεῖα χερσίν ἔστεφον πρὸς ἅρμ’ Ἀδράστου, ἀνήρτων ὁλόγυρα περὶ αυτὸ, Αἰσχύλ. Θήβ. 50· λάφυρα δαΐων... ἀνγοῖς δόμοις στέψω πρὸ ναῶν αὐτόθι 278· - Μέσ., βάλλω περὶ τὴν κεφαλὴν μου, ποίην, ῥόδα Ἀνθ. Π. 9. 363, Ἀθήν. 676D, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 323· στ. ἰούλους Mehlh, εἰς Ἀνακρ. 32. 10· - πρβλ. ἀμφιπεριστέφω. II. περιβάλλω, περικυκλῶ, περιστέφω, τινὰ ἄνθεσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 75· παγχρύσος λαφύροις Σοφ. Αἴ. 93· μυρσίνης κλάδοις Εὐρ. Ἄλκ. 759· ἐρίῳ Πλάτ. Πολ. 398Α· κάρα κισσῷ Εὐρ. Βάκχ. 341· στ. τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου Πλάτ. Φαίδων 58C· νεκρὸν Λυκόφρ. 799· στήλην Καλλ. Ἐπιγράμμ. 7, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 657. - Μέσ., στέφου κάρα, στέψον τὴν κεφαλήν σου, Εὐρ. Βάκχ. 313· στέψασθαι φύλλοις, στεφανώνω ἐμαυτὸν μὲ ..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1124· κεφαλάς τινι Νικ. Ἀποσπ. 38. - Παθ., στεφανώνομαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 344· τινι, μέ τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. Εὐμ. 44· τινος Νόνν. Δ. 5. 282· μετ’ αἰτιατ. τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀγῶνος καθ’ ὃν τὸ βραβεῖον ἐλήφθη, στεφθεὶς παγκράτιον Συλλ. Ἐπιγρ. 4380. 10· ἔστεψαι τὰ Ὀλύμπια Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 13· ἐστέφθη δρόμον [ὁ ἵππος] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 625· στεφθεὶς στάδιον αὐτόθι 947. 3· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, στέψασθαι Ἴσθμια, καὶ Νεμέοις ... πίτυσιν Ὀρφ. Ἀποσπ. 15· στεψάμενοι σταδίοις Ἀνθ. Πλαν. 371. 2) στεφανώνω ποτήριον ἢ φιάλην μὲ φύλλα, Ἄλεξ. ἐν «Κύκν.» 1. 6, πρβλ. Ἀριστοφ. παρ’ Ἀθην. 479C, καὶ ἴδε ἐπιστέφω Ι. 3) στεφανώνω, δηλ. τιμῶ διὰ σπονδῶν, λοιβαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στ. Σοφ. Ἀντ. 431· τύμβον λοιβαῖσι ... στέψαντες ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 53· ὅπως ... αὐτὸν ἀφνεωτέραις χερσὶν στέφωμεν αὐτόθι 458· πρβλ. στεφανόω ΙΙ. 5, στέφος 2, Εὐρ. Ὀρ. 1322. ΙΙΙ. Παθητ., στέφανος ἐκ βύβλου στεφόμενος, συνεστραμμένος ἐκ βύβλου, Ἀθήν. 676D, πρβλ. Πλίν. 34. 19.

Frisk Etymological English

-ομαι
Grammatical information: v.
Meaning: to surround closely, to enclose tightly, to encase, to wreathe, to honour (with libations) (for it, esp in prose, often στεφανόω).
Other forms: Aor. στέψαι, -ασθαι (Il.), pass. στεφθῆναι, fut. στέψω, -ομαι, perf. ἔστεμμαι (IA.; ἐστεθμένος Miletos VIa; cf. στέθματα below).
Compounds: Also w. περι-, ἐπι-, κατα- a.o. As 2. member a.o. in χρυσο-στεφής consisting of a golden garland (S.), but most verbal, e.g. καταστεφ-ής wreathed (: κατα-στέφω, S., A. R.).
Derivatives: 1. στέφος n. wreath, garland (Emp., trag., late prose), metaph. honouring libation (A. Oh. 95); 2. στέμμα, most pl. -ατα n. band, wreath (Il.), also as ornament of Rom. figures or ancestors, family tree (Plu., Sen., Plin.), guild (late inscr.) with -ματίας surn. of Apollon (Paus.), -ματιαῖον meaning uncertain (H., AB), -ματόω to wreathe (E.); on the byform στέθματα τὰ στέμματα H. s. Schwyzer 317 Zus. 1 (w. lit.). 3. στέψις f. the wreathing (pap. IIIp). 4. στεπτικόν n. wreath-money, -toll (pap. IIIp). 5. στεπτήρια στέμματα, α οἱ ἱέται ἐκ τῶν κλάδων ἐξῆπτον H.; Στεπτήριον n. name of a Delphic feast (Plu.). 6. στεφών m. summit (Ephesos IIIa), = ὑψηλός, ἀπόκρημνος H.; after κολοφών a.o. -- 7. στεφάνη f. fillet, edge of a helmet also helmet (Trümpy Fachausdrücke 43. also Hainsworth JHSt. 78, 52), edge of a rock, wall-pinnacle (esp. ep. poet. Il., also hell. a. late prose). 8. στέφανος m. wreath, frame, wreath of victory or honour, honour (since Ν 736) with several derivv.: -ιον, -ίσκος, -ίς, -ικός, -ιαῖος. -ίτης, -ιτικός, -ίζω, -ίξαι; esp. -όομαι, -όω, also w. περι- a.o., to form a wreath, to wreathe, to crown, to decorate, to honour (Il.), from where -ωμα, -ωματικός, -ωσις, -ωτής. -ωτίς and -ωτρίς (Fraenkel Nom. ag. 1, 164), -ωτικός.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As the basic meaning of στέφω, from which all other formations ar serived, clearly is closely, fest surrounded, enclosed, there is no reason not to connect, Skt. stabhnā́ti, perf. tastámbha make fest, hold fest, support, stiffen, stem, as already appears from πύκα close, fest, πυκάζω make fest, enclose narrowly, ἄμ-πυξ (and Av. pusā) band of the forehead, diadem [but see s.v.]. Of the many further representatives of this great and difficult to limit wordgroup may only still be mentioned Skt. stambha- m. making fest, stem, support, post, pillar, Lith. stam̃bas stump, stalk of a plant, Latv. stabs pillar, Germ. e.g. OHG stabēn be fixed, stiff (Eastfris. staf stiff, lame), OWNo. stefja stem, OHG stab, OWNo. stafr staff; IE *stebh-, stembh- (WP. 2, 623ff., Pok. 1011 ff.). -- As Skt. stambha- can also mean bumptiousness, pretentious being, the question has arisen, whether also στόμφος bombastic, highflown speech belongs here; cf. on στέμβω. With stabhnā́ti etc. are often connected στέμβω [wrongly, s.v.], ἀστεμφής etc. assuming a meaning complex press, stamp, stem, support, post etc. (s. WP. and Pok. l. c.), a combination, which goes beyond what can be proven. -- Diff. on στέφω, στέφανος Lidén Streitberg-Festgabe 224ff.: to NPers. tāǰ corona, diadema regium, Arm. t`ag id., ev. also to Osset. multiplicative suffix -daɣ (W. Oss. dudaɣ) with a basic meaning wind, wrap, fold; would be IE *(s)tegʷʰ-. == Frisk's discussion is completely dated. It is hampered by Pok. 1011, where (*stebh-. *stembh- and *step- are conbined; this is impossible in IE, so the grouping can best be completely dismissed (presence beside absence of a nasal is impossible, as is bh/b/p.) Skt. stabhnáti has a root *stembhH-/*stm̥bhH-, which cannot give Gr. στεφ-, not στεμβ-. It might be found in ἀστεμφής. = σταφυλή and στέμφυλον are a Pre-Greek group and have nothing to do with IE. = The argumentation around ἄμπυξ (s.v.) can better be abandoned. = For στέφω one expects *stebh- (without nasal), but no such root has been found; the Geranic words for staff (Stab) have a quite diff. meaning. = So στέφω has no etym.

Middle Liddell

I. to put round, Lat. circumdare, ἀμφὶ κεφαλῆι νέφος ἔστεφε δῖα θεάων Il.; θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει Od.:—Mid. to put round one's head, Anth.
II. to surround, crown, wreath, τινὰ ἄνθεσι Hes.; μυρσίνης κλάδοις Eur.:—Mid., στέφου κάρα crown thy head, Eur.:—Pass. to be crowned, Aesch.
2. to crown with libations, Soph.

Frisk Etymology German

στέφω: -ομαι
{stéphō}
Forms: Aor. στέψαι, -ασθαι (seit Il.), Pass. στεφθῆναι, Fut. στέψω, -ομαι, Perf. ἔστεμμαι (ion. att.; ἐστεθμένος Miletos VIa; vgl. στέθματα unten),
Grammar: v.
Meaning: ‘dicht umgeben, fest umschließen, umhüllen, umkränzen, bekränzen, (mit Spenden) ehren’ (dafür, namentlich in d. Prosa, öfter στεφανόω).
Composita: auch m. περι-, ἐπι-, κατα- u.a.,
Derivative: Ableitungen: 1. στέφος n. Kranz, Girlande (Emp., Trag., sp. Prosa), übertr. ehrende Spende (A. Oh. 95); als Hinterglied u.a. in χρυσοστεφής aus einem goldenen Kranz bestehend (S.), aber meist verbal, z.B. καταστεφής bekränzt (: καταστέφω, S., A. R.). 2. στέμμα, meist pl. -ατα n. Binde, Kranz (seit Il.), auch als Schmuck der röm. Ahnenbilder, Stammbaum (Plu., Sen., Plin.), Gilde (sp. Inschr.). mit -ματίας Bein. des Apollon (Paus.), -ματιαῖον Bed. unklar (H., AB), -ματόω bekränzen (E.); zur Nebenform στέθματα· τὰ στέμματα H. s. Schwyzer 317 Zus. 1 (m. Lit.). 3. στέψις f. das Bekränzen (Pap. IIIp). 4. στεπτικόν n. ‘Kranzgeld, -gebühr’ (Pap. IIIp). 5. στεπτήρια· στέμματα, ἃ οἱ ἱέται ἐκ τῶν κλάδων ἐξῆπτον H.; Στεπτήριον n. N. eines delphischen Festes (Plu.). 6. στεφών m. Berggipfel (Ephesos IIIa), = ὑψηλός, ἀπόκρημνος H.; nach κολοφών u.a. — 7. στεφάνη f. Stirnband, Helmrand auch Helm (Trümpy Fachausdrücke 43. auch Hainsworth JHSt. 78, 52), Rand eines Felsens, Mauerzinne (vorw. ep. poet. seit Il., auch hell. u. sp. Prosa). 8. στέφανος m. ‘Kranz, Einfassung, Sieges-, Ehrenkranz, Ehre’ (seit Ν 736) mit zahlreichen Ablegern: -ιον, -ίσκος, -ίς, -ικός, -ιαῖος. -ίτης, -ιτικός, -ίζω, -ίξαι; bes. -όομαι, -όω, auch m. περι- u.a., einen Kranz bilden, umkränzen, bekränzen, krönen, schmücken, ehren (seit Il.), wovon -ωμα, -ωματικός, -ωσις, -ωτής. -ωτίς und -ωτρίς (Fraenkel Nom. ag. 1, 164), -ωτικός.
Etymology: Da die Grundbed. von στέφω, wovon alle übrigen Bildungen ausgehen, offenbar dicht, fest umgeben, umschließen ist, steht nichts im Wege, an aind. stabhnā́ti, Perf. tastámbha festmachen, festhalten, stützen, steifen, hemmen Anschluß zu suchen, wie schon aus πύκα dicht, fest, πυκάζω festmachen, eng umschließen, ἄμπυξ (und aw. pusā) Stirnband, Diadem hervorgeht. Von den zahlreichen weiteren Vertretern dieser großen und schwer zu umgrenzenden Wortsippe seien nur noch angeführt aind. stambha- m. das Festmacnen, Hemmen, Stütze, Pfosten, Pfeiler, lit. stam̃bas Pflanzenstrunk, Stengel, lett. stabs Pfeiler, Säule, germ. z.B. ahd. stabēn starr, steif sein (ostfries. staf steif, lahm), awno. stefja hemmen, hindern, ahd. stab, awno. stafr Stab; idg.stebh-, stembh- (WP. 2, 623ff., Pok. 1011 ff.). — Da aind. stambha- auch Aufgeblasenheit, anspruchsvolles Wesen heißen kann, ist die Frage gestattet, ob nicht auch στόμφος schwülstige, hochtrabende Rede hier unterzubringen ist; vgl. zu στέμβω. Mit stabhnā́ti usw. werden sonst στέμβω, ἀστεμφής usw. zusammengestellt unter Annahme eines Bedeutungsumfangs drücken, pressen, stampfen, hemmen, stützen, Pfosten (s. WP. und Pok. a. O.), eine Kombination, die gewiß nicht unmöglich ist aber über das Beweisbare hinausgeht. Wenn richtig, würde somit auch στέφω mit στέμβω, ἀστεμφής zusammengehören. — Anders über στέφω, στέφανος Lidén Streitberg-Festgabe 224ff.: zu npers. tāǰ corona, diadema regium, arm. t‘ag ib., ev. auch zum osset. Multiplikativsuffix -daɣ (w. oss. dudaɣ) mit einer Grundbed. winden, wickeln, falten; idg. (s)tegʷh-.
Page 2,794-795

Mantoulidis Etymological

Ἀπό ἀρχικό θέμα στεπ-, μέ τροπή τοῦ π σέ φ → στεφ+ω → στέφω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στεφάνη, στεφανηφόρος, στεφανίτης, στέφανος, στεφάνιον, στεφανόω -ῶ, στεφάνωμα, στεφανωματικός, στεφάνωσις, στεφανωτής, στεφανωτικός, ἀστεφάνωτος, στέφος (=στεφάνι), στέμμα, στέψις.

Léxico de magia

1 coronar, poner una corona a una figura de Hermes στέφε δὲ αὐτὸν τῇ ἔξω καὶ ἐπίθυσον αὐτῷ ἀλέκτορα corónalo por la parte de fuera y ofrécele un gallo en sacrificio P IV 2370 2 en v. med. ir adornado con una corona el mago, c. ac. ἐστεμμένος στέφανον ἀνθῶν τῶν τοῦ καιροῦ llevando una corona de flores de la estación P III 381 τὸ<ν> δὲ κλάδον στέφου adórnate con la rama P VII 845 ἐστεμμένος οὐρὰν αἰλούρου ἐπὶ ὥρας εὼ llevando como corona una cola de gato en la hora quinta P VII 847 c. dat. ἐστεμμένος δαφνίνῳ στεφάνῳ adornado con una corona de laurel P III 306 P VII 804 σὺ δὲ αὐτὸς στεψάμενος κισσῷ μέλανι ... κατακλίθητι ἄνω βλέπων y tú corónate con hiedra negra y túmbate mirando hacia arriba P IV 172 ἐστεμμένος τὴν κεφαλήν σου κλωνὶ ἐλαίας coronada tu cabeza con una rama de olivo P IV 934 P VII 525 στεψάμενος τὴν κεφαλήν σου τῷ αὐτῷ κλῶνι coronada tu cabeza con la misma rama P IV 955 ἐστέφθω δὲ ἡ κεφαλὴ τοῦ πράττοντος ἐλαΐνοις que la cabeza del que realiza la práctica esté coronada con ramas de olivo P IV 3198 P VII 524 σὺ δὲ ἐν λίνοις ἴσθι καθαροῖς ἐστεμ<μ>ένος ἐλαΐνῳ στεφάνῳ tú ve con ropas de lino limpio y adornado con una corona de olivo P XIII 96 P XIII 651 ἐστεμμένος τὰς χεῖρας τῷ ἀκμάζοντι στεφάνῳ con las manos adornadas con una corona de flores de la estación P XIII 1005