τοι: Difference between revisions
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.") |
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> Α<br /> ([[μόριο]]) ΣΗΜΑΣΙΑ-ΣΥΝΤΑΞΗ<br /> χρησιμοποιείται: 1. για να συγκεφαλαιώσει ή για να εκφράσει ένα θετικό [[συμπέρασμα]]: [[λοιπόν]], [[επομένως]], όπως βλέπεις («οὗτός τοι... ἀπὸ στρατοῡ ἔρχεται [[ἀνήρ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (συν. στους τραγικούς) για να εισαγάγει ένα [[αξίωμα]] ή μια [[αλήθεια]] κοινώς αποδεκτή («τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἥ θ' [[ὁμιλία]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[μόριο]] έχει σχηματιστεί από το θ. του ουδ. του άρθρου <i>το</i> και των δεικτικών αντωνυμιών (<b>πρβλ.</b> [[τοῖος]]). Δυσερμήνευτος [[ωστόσο]] [[είναι]] ο [[σχηματισμός]] της ληκτικής διφθόγγου -<i>οι</i>].<br /><b>(II)</b><br /> Α<br /> (εγκλιτ. [[μόριο]]) ΣΗΜΑΣΙΑ-ΣΥΝΤΑΞΗ<br /> χρησιμοποιείται: 1. για να εκφράσει την [[πίστη]] ή την [[πεποίθηση]] [[αυτού]] που μιλάει σε ό,τι λέει: [[αλήθεια]], βεβαίως, [[πράγματι]], όντως («αἰσχρόν τοι [[δηρόν]] τε μένειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> για να επιτείνει τη [[σημασία]] άλλων μορίων («[[ἀλλά]] τοι [[ἤρατο]] τῶν ἀπεόντων», <b>Πίνδ.</b>)<br /> <b>3.</b> σε δευτερεύουσες προτάσεις, [[ιδίως]] αιτιολογικές, χρονικές, υποθετικές και τελικές, ως επιτατικό [[μόριο]] (α. «μάλιστ', [[ἐπεί]] τοι καὶ σοφῆς | |mltxt=<b>(I)</b><br /> Α<br /> ([[μόριο]]) ΣΗΜΑΣΙΑ-ΣΥΝΤΑΞΗ<br /> χρησιμοποιείται: 1. για να συγκεφαλαιώσει ή για να εκφράσει ένα θετικό [[συμπέρασμα]]: [[λοιπόν]], [[επομένως]], όπως βλέπεις («οὗτός τοι... ἀπὸ στρατοῡ ἔρχεται [[ἀνήρ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (συν. στους τραγικούς) για να εισαγάγει ένα [[αξίωμα]] ή μια [[αλήθεια]] κοινώς αποδεκτή («τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἥ θ' [[ὁμιλία]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[μόριο]] έχει σχηματιστεί από το θ. του ουδ. του άρθρου <i>το</i> και των δεικτικών αντωνυμιών (<b>πρβλ.</b> [[τοῖος]]). Δυσερμήνευτος [[ωστόσο]] [[είναι]] ο [[σχηματισμός]] της ληκτικής διφθόγγου -<i>οι</i>].<br /><b>(II)</b><br /> Α<br /> (εγκλιτ. [[μόριο]]) ΣΗΜΑΣΙΑ-ΣΥΝΤΑΞΗ<br /> χρησιμοποιείται: 1. για να εκφράσει την [[πίστη]] ή την [[πεποίθηση]] [[αυτού]] που μιλάει σε ό,τι λέει: [[αλήθεια]], βεβαίως, [[πράγματι]], όντως («αἰσχρόν τοι [[δηρόν]] τε μένειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> για να επιτείνει τη [[σημασία]] άλλων μορίων («[[ἀλλά]] τοι [[ἤρατο]] τῶν ἀπεόντων», <b>Πίνδ.</b>)<br /> <b>3.</b> σε δευτερεύουσες προτάσεις, [[ιδίως]] αιτιολογικές, χρονικές, υποθετικές και τελικές, ως επιτατικό [[μόριο]] (α. «μάλιστ', [[ἐπεί]] τοι καὶ σοφῆς δεῖται φρενός», <b>Ευρ.</b><br /> β. «εἴ τοι νομίζεις [[κτῆμα]] τὴν αὐθάδιαν εἶναί τι τοῦ νοῡ [[χωρίς]]», <b>Σοφ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τη [[δοτική]] του β' προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας (<b>βλ. λ.</b> <i>τοι</i> [ΙΙΙ]), που στην αττ. διάλ. χρησιμοποιήθηκε ως βεβαιωτικό [[μόριο]] με σημ. «[[αλήθεια]], όντως» και ως επιτατικό άλλων μορίων (<b>πρβλ.</b> [[μέντοι]], [[καίτοι]])].<br /><b>(III)</b><br /> Α<br /> (δωρ., αιολ., ιων. και επικ. τ. δοτ. της προσ. αντων. β' προσ.) <b>βλ.</b> <i>εσύ</i>. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:50, 27 May 2022
English (LSJ)
prop. ethical dative of σύ (q.v.), but used as an enclit. Particle, A let me tell you, mark you, look you (in Engl. we freq. convey the impression by means of emphasis or tone), implying a real or imagined audience, freq. in Hom. and always in speeches (exc. ὃς δή τοι Il.10.316, Od.20.289), αἰσχρόν τοι δηρόν τε μένειν κτλ. Il.2.298; ἀλλ' ἐφομαρτεῖτε· πλεόνων δέ τοι ἔργον ἄμεινον 12.412 codd.; τοῦτο δέ τοι ἐρέουσα ἔπος . . εἶμι surely I will go, 1.419; ταύτης τοι γενεῆς . . εὔχομαι εἶναι (recapitulating) 6.211 (so at the close of a narrative, Theoc. 11.80); οὗτός τοι . . ἀπὸ στρατοῦ ἔρχεται ἀνήρ here comes, look you... Il.10.341 (vulg., οὗτός τις Aristarch., etc.); freq. it is hard to distinct from the Ep. dat., as in ποῦ τοι ἀπειλαὶ οἴχονται; 13.219; so in Hes.Op. 287 (addressed to Perses),347,719, cf. Emp.17.14 (addressed to Pausanias), Pi.P.2.72 (addressed to Hiero), al.; and so in Trag. dialogue, A.Eu.729, etc.; σέτοι κικλήσκω S.OC1578 (lyr.); between chorus and actor, Id.Ph.855 (lyr.), etc.; folld. by a plural, Tyrt.10.11 (cf. 13); so ἄρσενάς τοι τῆσδε γῆς οἰκήτορας εὑρήσετε A.Supp.952: hence, as addressed to an imaginary audience, without personal reference, introducing a general sentiment or maxim, Thgn.153; τὸ συγγενές τοι δεινόν A.Pr.39, al. II in subordinate clauses, 1 temporal and causal, ἐπεί τοι h.Merc.138, Pi.I.2.45, S.Tr.321; freq. ἐπεί τοι καί E.Med.677, Ar.Ach.933, Pl.Tht.142b, etc.; ὅτι τοι Id.R.343a. 2 conditional, εἴ τοι... ἐὰν δέ τοι... S.OT549,551, Ant.327; in apodosi, εἰ γὰρ κτενοῦμεν... σύ τοι πρώτη θάνοις ἄν Id.El.582, cf. Il.22.488. 3 final, ὅπως . . τοι S.El.1469, cf. Hp.Morb.2.33. III freq. combined with other Particles, ἀλλά τοι Thgn.656, Pi.P.3.19, etc.; ἀλλὰ . . τοι A.Pers.795, Ag.1304, etc.; γάρ τοι (γάρ A. 11.9); γέ τοι (γε 1.5); ἤτοι, καίτοι (v. sub vv.); μέν τοι (μέν B. 11.4); μή τοι, οὔ τοι; cf. also τοιγάρ, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, τοίνυν; so in τοι ἄρα, τοι ἆρα, which however are mostly contracted by crasis into τἆρα; as also τοι ἄν into τἄν, μέντοι ἄν into μεντἄν. B Position: τοι usually stands early in the sentence (or clause), e.g. Ζεύς ἐστιν αἰθήρ, Ζεὺς δὲ γῆ, Ζεὺς δ' οὐρανός, Ζεύς τοι τὰ πάντα A.Fr.70, etc. 2 hence τοι is sometimes placed between Art. and Subst. or Adj., or between Prep. and Subst., τό τ. μέγιστον Pl.Sph.261c; ἐπί τ. Ἀκράγαντι Pi.O.2.90, cf. Ar.Ec.972, etc.; also after Prep. in compd. Verb, ἔκ τ. πέπληγμαι E.Hipp.934, cf. Or.1047, Ar.V.784. 3 τοι repeated, σύ τ. σύ τ. κατηξίωσας S.Ph.1095 (lyr.).τοι, Dor., Aeol., Ion., and Ep. dat. sg. of σύ (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
τοι: ἐγκλιτ. μόριον χρησιμεῦον εἰς ἔκφρασιν πεποιθήσεως ἢ πίστεως τοῦ λέγοντος εἰς ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον λέγει, τῇ ἀληθείᾳ, ἀληθῶς, τῷ ὄντι, βεβαίως, ἀναμφιβόλως, σὲ βεβαιῶ (ἂν καὶ πολλάκις μένει ἀμετάφραστον, ἀποδιδόμενον ἐν τῇ συνηθείᾳ μόνον διὰ τοῦ τόνου τῆς φωνῆς)· ἐνίοτε δὲ καὶ εἰς ἔκφρασιν θετικοῦ συμπεράσματος, λοιπόν, ἑπομένως· ― σύνηθες ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς, αἰσχρόν τοι δηρόν τε μένειν, εἶναι αἰσχρὸν τῇ ἀληθείᾳ..., Ἰλ. Β. 298· ἀλλ’ ἐφομαρτεῖτε· πλεόνων δέ τοι ἔργον ἄμεινον, ἀλλ’ ἀναμφιβόλως..., Μ. 412· τοῦτο δέ τοι ἐρέουσα ἔπος... εἶμι, βεβαίως θὰ ὑπάγω, Α. 419· ταύτης τοι τῆς γενεῆς... εὔχομαι εἶναι (συγκεφαλαιωτικὸν) Ζ. 211· οὗτός τοι... ἀπὸ στρατοῦ ἔρχεται ἀνήρ, ἔρχεται οὗτος, ὡς βλέπεις..., Κ. 341· κλπ.· ― (συχνάκις εἶναι δύσκολον νὰ διακρίνῃ τις τοῦτο τὸ μόριον τοι ἀπὸ τῆς Ἐπικ. δοτ., οἷον ἐν τῷ ποῦ τοι ἀπειλαὶ οἴχονται Ν. 219)· ― παρὰ τοῖς Τραγικ. εὕρηται πολλάκις εἰσάγον γενικὸν ἀξίωμα ἢ ἀλήθειαν κοινῶς παραδεδεγμένην, τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἢ θ’ ὁμιλία Αἰσχύλ. Πρ. 39· τοῖς νοσοῦσί τοι γλυκὺ τὸ λοιπὸν ἄλγος προὐξεπίστασθαι τορῶς αὐτόθι 698, Πέρσ. 827, Θήβ. 438, κλπ.· ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐριπ. Ἑκ. 228, Valck εἰς Εὐρ. Φοιν. 1455· ― σπανίως εἰς δήλωσιν τῆς ἀποδόσεως, ὡς ἐν Ἰλ. Χ. 488. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. τὸ τοι συχνάκις τίθεται μετὰ τοὺς ὑποθετικοὺς συνδέσμους, εἴ τοι..., ἐὰν δέ τοι... Σοφ. Ο. Τ. 549, 551, Ἀντ. 327· καὶ ἐν τῇ ἀποδόσει, εἰ γὰρ κτενοῦσιν..., σύ τοι πρῶτος θάνοις ἂν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 582· ― ὡσαύτως μετὰ τοὺς αἰτιολογικοὺς συνδέσμους, ἐπεί... τοι ὁ αὐτ. ἐν Τραχ.· 321, Πλάτ.· ὅτι... τοι Πλάτ. Πολ. 343Α. 2) συχνάκις ὡσαύτως εἶναι ἐν χρήσει εἰς ἐπίτασιν ἄλλων μορίων, οἷον, ἀλλά... τοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 795, Ἀγ. 1303· γάρ τοι (γὰρ IV. 9)· γέ τοι (γε Ι. 5)· ἤτοι, καίτοι (ἴδε τὰς λέξ.)· μέν τοι (μὲν Β. ΙΙ, 4)· μή τοι, οὔ τοι· πρβλ. ὡσαύτως τὰ τοιγάρ, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, τοίνυν· οὕτως ἐν τοῖς τοι ἄρα, τοι ἆρα, ἄπερ ὅμως ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συγκιρνῶνται εἰς τἆρα; oὕτω καὶ τὰ τοι ἂν εἰς τᾶν, μέντοι ἂν εἰς μεντἂν ― διότι τὸ τοι δὲν πάσχει ἔκθλιψιν ἐν τούτοις, Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 322, Σοφ. Ο. Κ. 1351, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 863. (Κατά τινας εἶναι παλαιὸς τύπος τῆς δοτ. τῷ, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, λοιπόν, ὅθεν· ἀλλ’ ἡ ἐτυμολογία αὕτη δὲν ἱκανοποιεῖ τὴν κοινὴν χρῆσιν. Εἶναι ἴσως ἀρχαία δοτ. τῆς ἀντων. σύ, καὶ κεῖται ὡς ἠθικὴ δοτικ., ὅπως δώσῃ βεβαιότητα).
French (Bailly abrégé)
English (Slater)
τοι particle, normally in second position, often hard to differentiate from the pronoun: it implies that the point of a statement should be familiar to the listener.
1 in princ. cl.,
a emphasising a positive statement, esp. the point of a myth or narrative. ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν (P. 3.24) ὦ θεόμορ' Ἀρκεσίλα, σύ τοι (P. 5.6) σύ τοι σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρός, ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν (P. 6.19) ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἀέθλων παῖς ἐναγώνιος (N. 6.11) βοαθοῶν τοι παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός (N. 7.33) ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν (I. 7.44) “χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον (Pae. 4.42) ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς (Pae. 6.132) πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 1.
b in emphatic positive statement, following impv. μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ' ἀπὸ Καλλιάνακτος· Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις (O. 7.93) τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι. μέγα τοι κλέος αἰεί, ᾧτινι (O. 8.10) ἴσθι, γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο (N. 5.48) (cf. (N. 7.77) ) Ζεῦ πάτερ, ἀγλαίαισιν δ' ἀστυνόμοις ἐπιμεῖξαι λαόν. ἐντί τοι φίλιπποί τ αὐτόθι (N. 9.32) καὶ παλαισμάτων λάβε φροντίδ· ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει (N. 10.22) (cf. (N. 10.82) ) εἶξον, ὦ Ἀπολλωνιάς· ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος (I. 1.6)
c in emphatic neg. statement, esp. following impv. πτερόεντα δ' ἵει γλυκὺν Πυθῶνάδ ὀιστόν· οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι (O. 9.12) στάσομαι· οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής (N. 5.16) μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν, μηδὲ τούσδε ὕμνους· ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν (I. 2.46) μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισιν γενεὰν Κλεονίκου ἐκμαθών· οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν (I. 5.56) οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.
d in proverb, maxim. οὐ ψεύδει τέγξω λόγον· διάπειρά τοι βροτῶν ἔλεγχος (O. 4.18) Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ (O. 8.72) καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός (P. 2.72) λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται ὁ μέγας πότμος (P. 3.85) Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἄνδρων φίλων (P. 5.122) σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος (N. 8.17)
e affirmative, answering quest. ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ· τίνα βάλλομεν ; ἐπί τοι Ἀκράγαντι τανύσαις αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ (O. 2.90) τέρας δ' ἑὸν εἶπέν σφι· τρέω τοι πόλεμον (Pae. 4.40)
f in wish, σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνὴρ τράποι (P. 1.69)
g in apodosis, εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν (P. 1.87) εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων, ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον παρασχεῖν (P. 3.65)
2 in subord. rel. cl. κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον, ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (ἅν τοι Fennel: τάν οἱ codd.: ἅν οἱ Hermann) (O. 1.57) (Πιτάναν) ἅ τοι λέγεται παῖδα ἰόπλοκον Εὐάδναν τεκέμεν (O. 6.29) τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 1.
3 combined with other particles,
a δέ τοι, ἐγὼ δέ τοι φίλαν πόλιν μαλεραῖς ἐπιφλέγων ἀοιδαῖς (O. 9.21) εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν (N. 4.79) especially in maxims, τὸ διδάξασθαι δέ τοι εἰδότι ῥᾴτερον (O. 8.59) ποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος (P. 2.94) σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν (P. 5.12) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον (I. 5.12) dub., †ἔστι δέ τοι χέκων κακίει καπνός (δὲ τειχέων coni. Boeckh) fr. 185. [[[μάλα]] δέ τοι (codd.: οἱ Boeckh) (O. 10.87) ]
b ἀλλά τοι, ἀλλά τοι ἤρατο τῶν ἀπεόντων (P. 3.20) ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων (I. 4.37), cf. (N. 10.82)
c καίτοι, καί τοι, and yet καί τοί ποτ' Ἀνταίου δόμους προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ (καί τοι ποτ v.l.) (I. 4.53)
d γάρ τοι, (P. 3.85), (N. 8.17), cf. ἐπεί τοι (I. 2.46)
e ἦ τοι, ἤ τοι, v. ἤτοι.
4 ]νδε τοι οἴκοθεν fr. 6b. a.
Greek Monolingual
(I)
Α
(μόριο) ΣΗΜΑΣΙΑ-ΣΥΝΤΑΞΗ
χρησιμοποιείται: 1. για να συγκεφαλαιώσει ή για να εκφράσει ένα θετικό συμπέρασμα: λοιπόν, επομένως, όπως βλέπεις («οὗτός τοι... ἀπὸ στρατοῡ ἔρχεται ἀνήρ», Ομ. Ιλ.)
2. (συν. στους τραγικούς) για να εισαγάγει ένα αξίωμα ή μια αλήθεια κοινώς αποδεκτή («τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἥ θ' ὁμιλία», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μόριο έχει σχηματιστεί από το θ. του ουδ. του άρθρου το και των δεικτικών αντωνυμιών (πρβλ. τοῖος). Δυσερμήνευτος ωστόσο είναι ο σχηματισμός της ληκτικής διφθόγγου -οι].
(II)
Α
(εγκλιτ. μόριο) ΣΗΜΑΣΙΑ-ΣΥΝΤΑΞΗ
χρησιμοποιείται: 1. για να εκφράσει την πίστη ή την πεποίθηση αυτού που μιλάει σε ό,τι λέει: αλήθεια, βεβαίως, πράγματι, όντως («αἰσχρόν τοι δηρόν τε μένειν», Ομ. Ιλ.)
2. για να επιτείνει τη σημασία άλλων μορίων («ἀλλά τοι ἤρατο τῶν ἀπεόντων», Πίνδ.)
3. σε δευτερεύουσες προτάσεις, ιδίως αιτιολογικές, χρονικές, υποθετικές και τελικές, ως επιτατικό μόριο (α. «μάλιστ', ἐπεί τοι καὶ σοφῆς δεῖται φρενός», Ευρ.
β. «εἴ τοι νομίζεις κτῆμα τὴν αὐθάδιαν εἶναί τι τοῦ νοῡ χωρίς», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τη δοτική του β' προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας (βλ. λ. τοι [ΙΙΙ]), που στην αττ. διάλ. χρησιμοποιήθηκε ως βεβαιωτικό μόριο με σημ. «αλήθεια, όντως» και ως επιτατικό άλλων μορίων (πρβλ. μέντοι, καίτοι)].
(III)
Α
(δωρ., αιολ., ιων. και επικ. τ. δοτ. της προσ. αντων. β' προσ.) βλ. εσύ.
Greek Monotonic
τοι: Δωρ., Ιων. και Επικ. αντί σοί, δοτ. ενικ. του σύ· πάντα εγκλιτ.
• τοι: εγκλιτ. μόριο που χρησιμεύει στην έκφραση πεποίθησης ή πίστης του λέγοντος σ' αυτό που λέει,
I. άφησέ με να σου πω, βεβαίως, πράγματι, ενίοτε χρησιμοποιείται και για την έκφραση θετικού συμπεράσματος, λοιπόν, επομένως, σε Όμηρ.· και στους Τραγ., λέγεται για να εισάγει γενικό αξίωμα ή αλήθεια κοινώς αποδεκτή.
II. συχνά χρησιμοποιείται στην επίταση άλλων μορίων, γάρ τοι, ἤτοι, καίτοι, μέντοι, τοιγάρτοι κ.λπ.· πρβλ. τἆρα, τἄν, μεντἄν.
Middle Liddell
I. enclit. Particle, serving to express belief in an assertion, let me tell you, surely, verily, used to express an inference, then, consequently, Hom.; and in Trag., to introduce a general sentiment.
II. to strengthen other Particles, γάρ τοι, ἤτοι, καίτοι, μέντοι, τοιγάρτοι, etc.: cf. τἆρα, τἄν, μεντἄν.
Frisk Etymology German
τοι: {toi}
Forms: (dor. auch τοί)
Meaning: dir ep. ion. dor. äol. Dat. sg. (ion. att. σοί) von σύ (s.d.),
Etymology : = aind. te. Daraus att. τοι als enklit. Part. etwa ja, doch, fürwahr. — Daneben am Satzanfang und orthotoniert τοὶ γάρ, τοιγάρ (ep. poet.), für das Zusammenhang mit dem Demonstr. το- vermutet worden ist; s. Schwyzer-Debrunner 580 ff., wo auch über die verstärkten τοιγάρτοι, τοιγαροῦν ebenso wie über τοίνυν, μέντοι usw.
Page 2,907-908