τρια-: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(Created page with "{{grml |mltxt=τρι- και τρισ- ΝΜΑ, και τρια- Ν<br />α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων της Ε...") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[τρι-]] και [[τρισ-]] ΝΜΑ, και [[τρια-]] Ν<br />α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων της Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη [[βαθμίδα]] του αριθμ. [[τρεις]], [[τρία]] και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό υπάρχει ή γίνεται [[τρεις]] φορές (<b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>γωνος</i>, <i>τρι</i>-[[πλάσιος]], <i>τρι</i>-[[σύλλαβος]]). Συχνότατα, [[επίσης]], απαντά και η [[μορφή]] <i>τρισ</i>-, που ανάγεται στο επίρρ. [[τρίς]] και λειτουργεί συν. ως επιτ. της έννοιας του β' συνθετικού (<b>πρβλ.</b> <i>τρισ</i>-[[άθλιος]], <i>τρισ</i>-[[μέγιστος]]). Το <i>τρισ</i>- μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. δοτ. <i>tiriseroe</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τρισ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἥρως]]), όν. θεότητας με σημ. «[[τριπλός]] [[ήρωας]]» [[είτε]] [[γιατί]] ήταν πολύ [[αρχαίος]] [[είτε]] [[γιατί]] ήταν πολύ [[ισχυρός]]. Επιτατική σημ., εξάλλου, έχει ορισμένες φορές και το <i>τρι</i>- ( | |mltxt=[[τρι-]] και [[τρισ-]] ΝΜΑ, και [[τρια-]] Ν<br />α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων της Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη [[βαθμίδα]] του αριθμ. [[τρεις]], [[τρία]] και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό υπάρχει ή γίνεται [[τρεις]] φορές (<b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>γωνος</i>, <i>τρι</i>-[[πλάσιος]], <i>τρι</i>-[[σύλλαβος]]). Συχνότατα, [[επίσης]], απαντά και η [[μορφή]] <i>τρισ</i>-, που ανάγεται στο επίρρ. [[τρίς]] και λειτουργεί συν. ως επιτ. της έννοιας του β' συνθετικού (<b>πρβλ.</b> <i>τρισ</i>-[[άθλιος]], <i>τρισ</i>-[[μέγιστος]]). Το <i>τρισ</i>- μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. δοτ. <i>tiriseroe</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τρισ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἥρως]]), όν. θεότητας με σημ. «[[τριπλός]] [[ήρωας]]» [[είτε]] [[γιατί]] ήταν πολύ [[αρχαίος]] [[είτε]] [[γιατί]] ήταν πολύ [[ισχυρός]]. Επιτατική σημ., εξάλλου, έχει ορισμένες φορές και το <i>τρι</i>- ([[πρβλ]]. [[τρίπαλαι]], [[τρισέβαστος]]), ενώ ανάλογη [[χρήση]] έχουν και τα <i>πεντα</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>πεντα</i>-<i>κάθαρος</i>) και <i>τετρα</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>γερος</i>). Ειδικότερα, στη Νεοελληνική αποτελεί [[πρόθημα]] που υποδηλώνει την [[παρουσία]] σε μια χημική [[ένωση]] ενός ατόμου ή μιας χαρακτηριστικής ομάδας [[τρεις]] φορές (<b>πρβλ.</b> <i>τριχλωριούχος</i><br />[χημική [[ένωση]]] αυτός που περιέχει [[τρία]] άτομα χλωρίου).Παραδείγματα σύνθ. με α' συνθετικό <i>τρι</i>- / <i>τρισ</i>-: [[τριάρμενος]], [[τριόδους]], [[τριπλάσιος]], [[τρίπλευρος]], [[τριπλός]](<i>τριπλοῦς</i>), [[τρίπους]], [[τριπρόσωπος]], [[τρίπτυχος]], [[τρισάγιος]], [[τρίσημος]], [[τρισκελής]], [[τρισπίθαμος]], [[τριπίθαμος]], [[τρίστιχος]], [[τρίστομος]], [[τρισύλλαβος]], [[τρισυπόστατος]], [[τρισχιδής]], [[τρισώματος]], [[τρίφυλλος]], [[τρίχρονος]], [[τρίχρωμος]], [[τρίχωρος]], [[τριώβολο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τρίανδρος]], [[τριάνωρ]], [[τριαυγής]], [[τριβελής]], [[τριορία]], [[τριοῦχος]], [[τρίπαις]], [[τρίπεδος]], [[τριπετής]], [[τρίπλεθρος]], [[τρίπολος]], [[τριπόνητος]], [[τρίπρατος]], [[τρίπτωτος]], [[τρίρριζος]], [[τρίρρυθμος]], [[τρισαριστεύς]], [[τρίσπονδος]], [[τρίσταθμος]], [[τριστάσιος]], [[τρίστεγος]], [[τρίστοος]], [[τρίσχημος]], [[τριφανής]], [[τριφόρος]], [[τρίχαλκον]], [[τριώρυγος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τρίαρχος]], [[τριβάρβαρος]], [[τρίπηχυς]], [[τριστάτης]], [[τριφυής]], [[τριχάρακτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τριάδελφος]], [[τρίβαθμος]], [[τριούσιος]], [[τριπέδων]], [[τρίσειρος]], <i>τρίστῳον</i>, [[τριφαής]], [[τριφεγγής]], [[τρίφθογγος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[τρίπατος]], [[τρισέγγονος]], [[τρίστυλος]], [[τρίφωτος]], [[τριώδιο]], [[τριώνυμος]], [[τρίωρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τριανδρία]], [[τρίπηχος]], [[τρίποδος]], [[τρίποντο]], [[τρίπρακτος]], [[τρισθενής]], [[τρίστηλος]], [[τρίστρατο]], [[τρίφωνος]], [[τριψήφιος]].Παραδείγματα λ. με επιτατ. <i>τρι</i>- / <i>τρισ</i>-: [[τρισάθλιος]], [[τρισκατάρατος]], [[τρισμακάριστος]], [[τρισμέγιστος]], [[τρισόλβιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τρίπαλαι]], [[τριπάνουργος]], [[τριπλανής]], [[τρισαλιτήριος]], [[τρισάνθρωπος]], [[τρισάποτμος]], [[τρισατυχής]], [[τρισβδέλυρος]], [[τρισδείλαιος]], [[τρισδύστηνος]], [[τρισευδαίμων]], [[τρισθανής]], [[τρισμέγας]], [[τρισοϊζυρός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τρισάσμενος]], [[τρισμάκαρ]], [[τριτάλας]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τρισαΐδιος]], [[τρισάναξ]], [[τρισανόητος]], [[τρισάριστος]], [[τρισεξώλης]], [[τρισέραστος]], [[τρισευκλεής]], [[τρισευλόγητος]], [[τρισευτυχής]], [[τρισόσιος]], [[τρίσοφος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[τρισέβαστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τρισαλί]](<i>μονο</i>), [[τρισάξιος]], [[τρίσβαθος]], [[τρισένδοξος]], [[τρισευτυχισμένος]], [[τρισκόταδο]], [[τρισκότεινος]], [[τρισόρφανος]], [[τρισχειρότερος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 8 May 2023
Greek Monolingual
τρι- και τρισ- ΝΜΑ, και τρια- Ν
α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων της Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα του αριθμ. τρεις, τρία και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί-γωνος, τρι-πλάσιος, τρι-σύλλαβος). Συχνότατα, επίσης, απαντά και η μορφή τρισ-, που ανάγεται στο επίρρ. τρίς και λειτουργεί συν. ως επιτ. της έννοιας του β' συνθετικού (πρβλ. τρισ-άθλιος, τρισ-μέγιστος). Το τρισ- μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. δοτ. tiriseroe (< τρισ- + ἥρως), όν. θεότητας με σημ. «τριπλός ήρωας» είτε γιατί ήταν πολύ αρχαίος είτε γιατί ήταν πολύ ισχυρός. Επιτατική σημ., εξάλλου, έχει ορισμένες φορές και το τρι- (πρβλ. τρίπαλαι, τρισέβαστος), ενώ ανάλογη χρήση έχουν και τα πεντα- (πρβλ. πεντα-κάθαρος) και τετρα- (πρβλ. τετρά-γερος). Ειδικότερα, στη Νεοελληνική αποτελεί πρόθημα που υποδηλώνει την παρουσία σε μια χημική ένωση ενός ατόμου ή μιας χαρακτηριστικής ομάδας τρεις φορές (πρβλ. τριχλωριούχος
[χημική ένωση] αυτός που περιέχει τρία άτομα χλωρίου).Παραδείγματα σύνθ. με α' συνθετικό τρι- / τρισ-: τριάρμενος, τριόδους, τριπλάσιος, τρίπλευρος, τριπλός(τριπλοῦς), τρίπους, τριπρόσωπος, τρίπτυχος, τρισάγιος, τρίσημος, τρισκελής, τρισπίθαμος, τριπίθαμος, τρίστιχος, τρίστομος, τρισύλλαβος, τρισυπόστατος, τρισχιδής, τρισώματος, τρίφυλλος, τρίχρονος, τρίχρωμος, τρίχωρος, τριώβολο
αρχ.
τρίανδρος, τριάνωρ, τριαυγής, τριβελής, τριορία, τριοῦχος, τρίπαις, τρίπεδος, τριπετής, τρίπλεθρος, τρίπολος, τριπόνητος, τρίπρατος, τρίπτωτος, τρίρριζος, τρίρρυθμος, τρισαριστεύς, τρίσπονδος, τρίσταθμος, τριστάσιος, τρίστεγος, τρίστοος, τρίσχημος, τριφανής, τριφόρος, τρίχαλκον, τριώρυγος
αρχ.-μσν.
τρίαρχος, τριβάρβαρος, τρίπηχυς, τριστάτης, τριφυής, τριχάρακτος
μσν.
τριάδελφος, τρίβαθμος, τριούσιος, τριπέδων, τρίσειρος, τρίστῳον, τριφαής, τριφεγγής, τρίφθογγος
μσν.- νεοελλ.
τρίπατος, τρισέγγονος, τρίστυλος, τρίφωτος, τριώδιο, τριώνυμος, τρίωρος
νεοελλ.
τριανδρία, τρίπηχος, τρίποδος, τρίποντο, τρίπρακτος, τρισθενής, τρίστηλος, τρίστρατο, τρίφωνος, τριψήφιος.Παραδείγματα λ. με επιτατ. τρι- / τρισ-: τρισάθλιος, τρισκατάρατος, τρισμακάριστος, τρισμέγιστος, τρισόλβιος
αρχ.
τρίπαλαι, τριπάνουργος, τριπλανής, τρισαλιτήριος, τρισάνθρωπος, τρισάποτμος, τρισατυχής, τρισβδέλυρος, τρισδείλαιος, τρισδύστηνος, τρισευδαίμων, τρισθανής, τρισμέγας, τρισοϊζυρός
αρχ.-μσν.
τρισάσμενος, τρισμάκαρ, τριτάλας
μσν.
τρισαΐδιος, τρισάναξ, τρισανόητος, τρισάριστος, τρισεξώλης, τρισέραστος, τρισευκλεής, τρισευλόγητος, τρισευτυχής, τρισόσιος, τρίσοφος
μσν.- νεοελλ.
τρισέβαστος
νεοελλ.
τρισαλί(μονο), τρισάξιος, τρίσβαθος, τρισένδοξος, τρισευτυχισμένος, τρισκόταδο, τρισκότεινος, τρισόρφανος, τρισχειρότερος.