εἰλικρινής: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext=)(.*)(\n}}\n{{ntsuppl\n\|ntstxt=)(.*)}}" to "$1$2<br /><b>NT</b>: $4}}")
m (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[séparé]], [[distinct]];<br /><b>2</b> qui est dans toute sa pureté, pur ; <i>en mauv. part</i> [[εἰλικρινής]] [[ἀδικία]] XÉN injustice pure et simple, <i>càd</i> absolue, <i>sel. d'autres</i> injustice éclatante.<br />'''Étymologie:''' [[εἷλον]], [[κρίνω]].<br /><b>[[NT]]</b>: sincère
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[séparé]], [[distinct]];<br /><b>2</b> qui est dans toute sa pureté, pur ; <i>en mauv. part</i> [[εἰλικρινής]] [[ἀδικία]] XÉN injustice pure et simple, <i>càd</i> absolue, <i>sel. d'autres</i> injustice éclatante;<br /><b>[[NT]]</b>: sincère.<br />'''Étymologie:''' [[εἷλον]], [[κρίνω]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:02, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰλικρινής Medium diacritics: εἰλικρινής Low diacritics: ειλικρινής Capitals: ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ
Transliteration A: eilikrinḗs Transliteration B: eilikrinēs Transliteration C: eilikrinis Beta Code: ei)likrinh/s

English (LSJ)

ές, A unmixed, without alloy, pure, ἐκ πυρὸς τοῦ εἰλικρινεστάτου καὶ ὕδατος Hp. Vict.1.35; θέρμη, ψῦξις, Id.VM19; διὰ τὸ εἰλικρινῆ ἕκαστα εἶναι (sc. τὰ φῦλα) distinct and separate, X.Cyr.8.5.14; εἴ τῳ γένοιτο αὐτὸ τὸ καλὸν ἰδεῖν εἰ., καθαρόν, ἄμεικτον Pl.Smp.211e; τὸ ἧττον εἰ., opp. τὸ καθαρώτερον, Arist.Mete.340b8; τῶν χρωμάτων οὐδὲν ὁρῶμεν εἰ. οἷόν ἐστιν, ἀλλὰ πάντα κεκραμένα Id.Col.793b13; τὸ λευκὸν [μέλι] οὐκ ἐκ θύμου εἰλικρινοῦς Id.HA627a3; εἰ. καὶ ἀμιγής Id.de An.426b4; ἐν μεγάλῳ εἰ. καὶ κενῷ Epicur.Ep.2p.37U. (fort. καὶ εἰ.); τὸ ἓν εἰ. καὶ καθαρόν Plu. 2.393c. 2 pure, simple, absolute, αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος = by using the pure and absolute intellect, Pl.Phd.66a; ψυχὴν αὐτὴν καθ' αὑτὴν εἰλικρινῆ ἀπαλλάξεσθαι ib.81c; γνωσόμεθα… πᾶν τὸ εἰλικρινές = the pure and absolute, ib.67b; τὸ καθαρόν τε καὶ εἰλικρινές Id.Phlb.52d; τὰς τέρψεις εἰ. ἀποδιδόναι Isoc.1.46; ἡδονὴ εἰλικρινής Arist.EN1176b20; εὐπορία εἰλικρινεστάτη Epicur.Sent.14; also of evil things, sheer, absolute, ἀδικία X.Mem.2.2.3. 3 sincere, ἀπόδεξις OGI227.12 (Didyma, iii B. C.); εὔνοια ib.763.41 (Milet., ii B. C.); of persons, Ep.Phil.1.10. Adv. εἰλικρινῶς OGI441.5 (i B. C.). 4 total, ἐκλείψεις Cleom.2.5. II Adv. εἰλικρινῶς = without mixture, of itself, simply, absolutely, διὰ τὸ εἰ. εἶναι Ἕλληνας καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Pl.Mx.245d; τὸ εἰλικρινές ὄν = absolute being, Id.R.477a; εἰ. ὑπὸ τοῦ ἔρωτος ὡρμημένους Id.Smp.181c; εἰ. ὅλον λευκόν Arist.Ph.187b4; without qualification, εἰλικρινῶς Ταραντῖνοι Arr.Tact. 4.6: Ion. εἰλικρινέως, κρίνεσθαι to have a clear crisis, Hp.Epid.4.7.—The word is confined to Prose.

Spanish (DGE)

εἰλικρινές
• Alolema(s): εἱλικρινής Chrysipp.Stoic.2.111, Ph.2.140
I 1puro, sin mezcla de concr. πυρὸς τοῦ εἰλικρινεστάτου καὶ ὕδατος Hp.Vict.1.35, cf. Posidon.17, θέρμη εἰ. el calor solo en estado puro Hp.VM 19, πύον Hp.Morb.1.13, τῶν χρωμάτων οὐδὲν ὁρῶμεν εἰλικρινὲς οἷόν ἐστιν, ἀλλὰ πάντα κεκραμένα Arist.Col.793b13, τὸ λευκὸν (μέλι) οὐκ ἐκ θύμου εἰλικρινοῦς Arist.HA 627a3, (καρποί) εἰλικρινεῖς (frutos) no adulterados Thphr.CP 6.13.1, cf. HP 1.12.2, φῶς Vett.Val.238.12
subst. τὸ εἰλικρινὲς τοῦ αἰθέρος Cleom.2.3.89
de abstr. εἰ. τις ἂν εἴη ἀδικίαἀχαριστία; ¿sería entonces la ingratitud una pura injusticia? X.Mem.2.2.3, εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος Pl.Phd.66a, (τὸ καλόν) εἰλικρινές, καθαρόν, ἄμεικτον Pl.Smp.211e, ψυχὴν αὐτήν καθ' αὑτὴν εἰλικρινῆ ἀπαλλάξεσθαι Pl.Phd.81c, τέρψεις εἰλικρινεῖς Isoc.1.46, cf. 6.81, ἧττον εἰλικρινές op. καθαρώτερον Arist.Mete.340b8, ἡδονή Arist.EN 1176b20, εἰλικρινεστάτη γίνεται ἡ ... ἀσφάλεια Epicur.Sent.[5] 14, ἁρμονία D.H.Dem.37.1, ὁ τῶν ὅλων νοῦς Chrysipp.l.c., προαίρεσις Plb.2.38.6, del número, entre los pitagóricos, Buther.p.59, τὸ δ' ἓν εἰ. καὶ καθαρόν Plu.2.393c, ἀπόρροια LXX Sap.7.25, καθαρώτεραι καὶ εἱλικρινέστεραι αἰσθήσεις Ph.2.227, cf. Arist.de An.426b4
subst. γνωσόμεθα ... πᾶν τὸ εἰ. Pl.Phd.67b, τὸ καθαρόν τε καὶ εἰ. Pl.Phlb.52d, cf. Eus.HE 4.24
ref. pers., en posición pred. separado, no mezclado διὰ τὸ εἰλικρινῆ ἕκαστα εἶναι τὰ φῦλα X.Cyr.8.5.14.
2 de pers. y abstr. auténtico, genuino τοῦτ' ἐστὶν εἰ. γεωργὸς Ἀττικός Men.Dysc.604, cf. Plu.2.831b
sent. moral puro, intachable ἵνα ἦτε εἰλικρινεῖς Ep.Phil.1.10
puro, sincero ref. sentimientos y actitudes personales εἰλικρινῆ καὶ βεβαίαμ ποιουμένους ὑμᾶς πρὸς τοὺς φίλους ἀπόδειξιν Didyma 493.12 (III a.C.), cf. FAmyzon 15B.22 (II a.C.), πρὸς ἡμᾶς ἐκτενε[στάτην τε καὶ] εἰλικρινῆ τὴν εὔνοιαν Milet 1(9).306.41 (II a.C.), εὐσέβεια πρὸς τοὺς θεοὺς εἰ. Didyma 252.9 (III d.C.), στοργή PMasp.310re.15, cf. 151.132 (ambos VI d.C.)
desapasionado, imparcial λογισμοὶ εἰλικρινεῖς razonamientos imparciales I.AI 19.321, Ph.2.140.
3 total ἐν ταῖς εἰλικρινέσι τῶν ἐκλείψεων (σελήνης) Cleom.2.1.287, 5.3.
II adv. εἰλικρινῶς, jón. εἰλικρινέως
1 sin mezcla, en estado puro, genuinamente τοὺς εἰ. ὑπὸ τούτου τοῦ ἔρωτος ὡρμημένους Pl.Smp.181c, διὰ τὸ εἰ. εἶναι Ἕλληνας καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Pl.Mx.245d, εἰ. μὲν γὰρ ὅλον λευκὸν ... οὐκ εἶναι no existe en estado puro un todo absolutamente blanco Arist.Ph.187b4, τὸ δὲ μὴ εἰ. αὐτῆς (συλλαβῆς) βραχύ ref. a una sílaba c. grupo consonántico inicial, D.H.Comp.22.21.
2 absolutamente, del todo τὸ εἰ. ὄν op. τὸ μηδαμῇ ὄν Pl.R.477a, οὐ κρινόμενοι εἰ. de afecciones que no llegan a hacer crisis del todo Hp.Epid.4.7, cf. 1Ep.Clem.32.1.
3 sinceramente, auténticamente πρὸς ἡμᾶς πί[σ] τιν εἰ. τετηρηκότας IStratonikeia 505.5 (I a.C.), τὴν σωφροσύνην ἐρριζωμένην εἰ. τῇ ψυχῇ Gr.Naz.Ep.244.4.
• Etimología: Dud., quizá comp. de εἴλωhacer girar’ y κρίνω qq.u., prob. en el sent. de ‘cribado’ < ‘seleccionado por medio del giro (de la criba)’.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 séparé, distinct;
2 qui est dans toute sa pureté, pur ; en mauv. part εἰλικρινής ἀδικία XÉN injustice pure et simple, càd absolue, sel. d'autres injustice éclatante;
NT: sincère.
Étymologie: εἷλον, κρίνω.

German (Pape)

ές (εἵλη, also richtiger εἱλικρινής, wie sich in den mss. des Plat. oft findet, s. Schneider zu Plat. Rep. II p. 123), eigtl. = am Sonnenlicht betrachtet, genau geprüft und echt befunden, überhaupt = rein, tadellos; τὸ καθαρόν τε καὶ εἰλ. Plat. Phil. 52d; Symp. 211e; τὸ ἐντὸς ἡμῶν πῦρ εἰλ. ἐποίησαν Tim. 45b; διάνοια Phaed. 66a; ψυχή 81c; τέρψεις, reine Freuden, Isocr. 1.46; διὰ τὸ εἰλικρινῆ τὰ φῦλα εἶναι, unvermischt, Xen. Cyr. 8.5.14; von Farben, im Gegensatz von κεκραμένα ἑτέροις, Theophr.; – ὄντος φωτὸς εἰλικρινοῦς Pol. 8.33.1; vom Golde, Poll. 7.98; – sonnenklar, deutlich, ἀδικία Xen. Mem. 2.2.3, einzeln bei Sp.
• Adv. εἰλικρινῶς, Plat. Symp. 181c und öfter.

Russian (Dvoretsky)

εἰλικρῐνής: v.l. εἱλικρινής 2 εἵλη
1 чистый, беспримесный (τὰ στοιχεῖα Arst.);
2 чистый, непорочный (τέρψεις Isocr.; ἡδονή Arst.);
3 ясный: ὄντος φωτὸς εἰλικρινοῦς Polyb. когда уже совсем рассвело;
4 тщательно обособленный, непереметанный (τὰ φῦλα Xen.);
5 чистый, неэмпирический, абсолютный (διάνοια Plat.);
6 истый, подлинный (ἀδικία Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰλῐκρῐνής: -ές, ἄμικτος, ἄνευ συμμίξεως, καθαρός, Λατ. sincerus, ἐκ πυρὸς τοῦ εἰλικρινεστάτου καὶ ὕδατος Ἱππ. 351. 4, πρβλ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· διὰ τὸ εἰλικρινῆ ἕκαστα εἶναι (ἐνν. τὰ φῦλα), οὐχὶ ἀναμεμιγμένα, ἀλλ’ ἄμικτα καὶ κεχωρισμένα, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 14· εἴ τῳ γένοιτο αὐτὸ τὸ καλὸν ἰδεῖν εἰλικρινές, καθαρόν, ἄμικτον Πλάτ. Συμπ. 211Ε· τὸ ἧττον εἰλικρινές, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καθαρώτερον, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 20· τῶν χρωμάτων οὐδὲν ὁρῶμεν εἰλικρινὲς οἷόν ἐστιν, ἀλλὰ πάντα κεκραμένα ἐν ἑτέροις ὁ αὐτ. π. Χρωματ. 3. 10· τὸ λευκὸν μέλι οὐκ ἐκ θύμου εἰλικρινοῦς π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48· εἰλ. καὶ ἀμιγὴς π. Ψυχ. 3. 2, 13· τὸ δὲ ἓν εἰλ. καὶ καθαρὸν Πλούτ. 2. 393C. 2) καθαρός, ἁπλοῦς, ἀπόλυτος, ἀσχέτως θεωρούμενος, αὐτῇ καθ’ αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος Πλάτ. Φαίδων 66Α· ψυχὴν αὐτὴν καθ’ αὑτὴν εἰλικρινῆ ἀπαλλάξεσθαι αὐτόθι 81C· γνωσόμεθα... πᾶν τὸ εἰλ., τὸ καθαρὸν καὶ ἀπόλυτον, αὐτόθι 67Β· τὸ καθαρόν τε καὶ εἰλ. ὁ αὐτ. Φίληβ. 52D· τὰς τέρψεις εἰλ. ἀποδιδόναι Ἰσοκρ. 12Β· ἡδονῆς εἰλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 6, 4· -ὡσαύτως ἐπὶ κακῶν πραγμάτων, οὔκουν, εἴγε οὕτως ἔχει τοῦτο, εἰλικρινής τις ἂν εἴη ἀδικίαἀχαριστία; Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 3. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, καθαρῶς, ἀπολύτως, διὰ τὸ εἰλ. εἶναι Ἕλληνες καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Πλάτ. Μενέξ. 245D· τὸ εἰλ. ὄν, τὸ ἀπολύτως ὑπάρχον, ὁ αὐτ. Πολ. 477Α, πρβλ. Συμπ. 181C· εἰλ. ὅλον λευκὸν Ἀριστ. Φυσ. 1. 4, 5. - Ἡ λέξις εὕρηται μόνον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ. Ἡ ἀρχικὴ σημασία τῆς λέξεως εἶναι φανερὰ ἐκ τῶν ἀνωτέρω παραδειγμάτων· ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει βεβαιότης περὶ τῆς ἀρχῆς ἢ παραγωγῆς τοῦ πρώτου συνθετικοῦ μέρους, εἰλι-. Κοινῶς ἀναφέρεται εἰς τὰς λέξεις εἵλη, κρίνω, ὡς εἰ κατ’ ἀρχὰς ἐσήμαινεν ἐξετασθεὶς διὰ τοῦ φωτὸς τοῦ ἡλίου. Ἀλλ’ ἡ λέξις εἵλη σημαίνει θάλπος, οὐχὶ φῶς· καὶ δὲν ὑπάρχει ἔνδειξις τοιαύτης σημασίας παρ’ οὐδενὶ συγγραφεῖ. Ἄλλοι θέλουσιν ὅτι τὸ εἰλι- παράγεται ἐκ τῆς √ΕΛ, εἱλίσσω, ὥστε ἡ πρώτη σημασία τοῦ εἰλικρινὴς θὰ ἦτο, κεχωρισμένος ἢ κοσκινισμένος διὰ περιδινήσεως, ἄμικτος, καθαρός. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ παραγωγὴ δὲν ἱκανοποιεῖ. Ἐν χειρογρ. τοῦ Πλάτ. γράφεται εἱλ-, ὅπερ ἔχει ὀρθῶς δι’ ἑκατέραν τῶν παραγωγῶν).

English (Strong)

from heile (the sun's ray) and κρίνω; judged by sunlight, i.e. tested as genuine (figuratively): pure, sincere.

English (Thayer)

ἐιλικρινες (on the breathing see WH's Appendix, p. 144; Liddell and Scott, under the word, at the end); commonly supposed to be from εἴλη or ἕλη, sunlight, and κρίνω, properly, found pure when unfolded and examined by the sun's light; hence, some write εἰλικρινής. (see references above); according to the conjecture of others from ἐιλος, ἐίλειν, properly, sifted and cleansed by rapid movement or rolling to and fro), pure, unsullied, sincere; of the soul, an εἰλικρινής man: διάνοια, Trench, § lxxxv.); (Hippocrates), Xenophon, Plato (Aristotle, Plutarch), Polybius, Philo (others).) [ SYNONYMS: εἰλικρινής, καθαρός: According to Trench as above the former word expresses freedom from the falsehoods, the latter from the defilements, of the flesh and of the world.]

Greek Monolingual

-ές (AM εἰλικρινής, -ές)
ευθύς, τίμιος, ανυπόκριτος
μσν.
καθαρός, αμόλυντος
αρχ.
1. καθαρός, αμιγής
2. απλός, απόλυτος
3. ολικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο του οποίου το β' συνθετικό προέρχεται από το θ. του κρίνω με επίθημα -es- (πρβλ. ευκρινής). Το α' συνθετικό είναι αβέβαιης προελεύσεως, πιθ. όμως να προέρχεται από τη λ. είλη, το δε -ι να είναι συνδετικό φωνήεν (πρβλ. αιγιπόδης). Η σημασία της λέξεως ειλικρινής θα ήταν «ευδιάκριτος από τον ήλιο», η λ. είλη όμως σημαίνει «θερμότητα του ήλιου», το δε Felā στη δωρική διάλεκτο αναφέρεται στο «φως». Έτσι δεν αποκλείεται το α' συνθετικό της λέξεως να προέρχεται από το ρ. είλω «γυρίζω, στρέφω, κάνω κάτι να γυρίσει»].

Greek Monotonic

εἰλῐκρῐνής: -ές,
I. αυτός που δεν έχει αναμειχθεί, που είναι χωρίς πρόσμειξη, καθαρός, αγνός, Λατ. sincerus, σε Ξεν., Πλάτ.· εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος, αυτός που χρησιμοποιεί καθαρή νόηση, νοημοσύνη, στον ίδ.· εἰλ. ἀδικίας, εμφανής αδικία, σε Ξεν.
II. επίρρ. -νῶς, χωρίς ανάμειξη, από μόνο του, απλά, καθαρά, απόλυτα, σε Πλάτ. (η προέλ. του εἰλι- αμφίβ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: pure, absolute, real (Hp., Att.).
Other forms: (εἱ-)
Derivatives: εἰλικρίνεια purity, εἰλικρινέω purify (hell.), εἰλικρινότης (gloss.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Expressive word without convincing etymology. Mostly taken as compound of κρίνω and εἴλη (with compositional , Schwyzer 447f.;?), so prop. "distinguished by the sun"; one takes εἴλη not as normally heat of the sun but as sunlight, a meaning only known for Dor. Ϝέλα and which will not be old. Connection with 1. or 2. εἰλέω makes no sense. Difficult suggestion by DELG.

Middle Liddell

εἰλῐ-κρῐνής, ές
I. unmixed, without alloy, pure, Lat. sincerus, Xen., Plat.; εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος using pure intellect, Plat.; εἰλ. ἀδικία sheer in justice, Xen.
II. adv. -νῶς, without mixture, of itself, simply, absolutely, Plat. [The origin of εἰλι- is uncertain.]

Frisk Etymology German

εἰλικρινής: {eilikrinḗs}
Meaning: (εἱ-) rein, lauter, absolut, echt (Hp., att. Prosa, hell. u. spät).
Derivative: Davon εἰλικρίνεια Reinheit, εἰλικρινέω reinigen (hell. u. sp.), εἰλικρινότης (Gloss.).
Etymology: Expressives Wort ohne überzeugende Etymologie. Gewöhnlich als Kompositum von κρίνω (mit σ-Stammflexion, Schwyzer 523) und εἴλη (mit kompositionellem -ι, Schwyzer 447f.) erklärt, somit eig. "von der Sonne unterschieden, in der Sonne beurteilt" o. ä.; man hat dabei εἴλη nicht wie sonst im Sinn von Sonnenhitze aufzufassen sondern als ‘Sonne(nlicht)’, eine Bedeutung die nur für dor. ϝέλα belegt ist und in Anbetracht der Etymologie sekundär sein muß. Anknüpfung an 1. oder 2. εἰλέω gibt keinen Sinn; ein Versuch in dieser Richtung wird von Bq mit Recht abgelehnt.
Page 1,459

Chinese

原文音譯:e„likrin»j 誒利-克里尼士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:日光-審判的
字義溯源:經日光察驗過的,真實的,純潔的,清白的,誠實的;由(εἰκών)X*=射線)與(κρίνω)*=辨別)組成。參讀 (ἅγιος)同義字
出現次數:總共(2);腓(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 誠實的(1) 彼後3:1;
2) 誠實(1) 腓1:10

English (Woodhouse)

absolute, pure, sheer, simple, unadulterated, unmixed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἐξετάστηκε κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ ἥλιου, καθαρός). Ἴσως ἀπό τίς λέξεις εἵλη + κρίνω. Ἤ τό πρῶτο συνθετικό εἰλινά παράγεται ἀπό τή ρίζα ελτοῦ εἱλίσσω.