hubris: Difference between revisions
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 40: | Line 40: | ||
Hybris (ˈhyːbris, in greco antico: ὕβϱις, hýbris) è un topos (tema ricorrente) della tragedia greca e della letteratura greca, presente anche nella Poetica di Aristotele. Significa letteralmente "tracotanza", "eccesso", "superbia", “orgoglio” o "prevaricazione". Si riferisce in generale a un'azione ingiusta o empia avvenuta nel passato, che produce conseguenze negative su persone ed eventi del presente. È un antefatto che vale come causa a monte che condurrà alla catastrofe della tragedia. | Hybris (ˈhyːbris, in greco antico: ὕβϱις, hýbris) è un topos (tema ricorrente) della tragedia greca e della letteratura greca, presente anche nella Poetica di Aristotele. Significa letteralmente "tracotanza", "eccesso", "superbia", “orgoglio” o "prevaricazione". Si riferisce in generale a un'azione ingiusta o empia avvenuta nel passato, che produce conseguenze negative su persone ed eventi del presente. È un antefatto che vale come causa a monte che condurrà alla catastrofe della tragedia. | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕβρις''': [ῠ], ἡ, γεν. εως (Ἀριστοφ. Λυσ. 425), εος (ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 465, Πλ. 1044, Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 9), Ἐπικ. ιος. (Συνήθως ἀναφέρεται εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ ἡ πρόθ. ὑπέρ, πρβλ. [[ὑπερήφανος]], [[ὑπερφίαλος]]· ἀλλ’ ὑπάρχουσιν ἐν τούτῳ δυσχέρειαι, ἴδε Κούρτ. σ. 528). Αὐθάδης βία πηγάζουσα ἐξ ὑπερβολικῆς συναισθήσεως δυνάμεως ἢ ἐκ πάθους, [[αὐθάδεια]], [[ἀλαζονεία]] [[αὐθάδης]], [[προπέτεια]], [[συχν]]. ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν μνηστήρων, μνηστήρων, τῶν [[ὕβρις]] τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει Ο. 329., Ρ. 565· μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Α. 368., Δ. 321· [[λίην]] γὰρ ἀτάσθαλον ὕβριν ἔχουσιν Π. 86· ὕβρει εἶξαι Ξ. 262., Ρ. 431· θεοί... ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες Ρ. 487· [[δίκη]] [[ὑπὲρ]] ὕβριος ἴσχει· Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 215, πρβλ. Ἀρχίλ. 79· συνημμένον | |lstext='''ὕβρις''': [ῠ], ἡ, γεν. εως (Ἀριστοφ. Λυσ. 425), εος (ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 465, Πλ. 1044, Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 9), Ἐπικ. ιος. (Συνήθως ἀναφέρεται εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ ἡ πρόθ. ὑπέρ, πρβλ. [[ὑπερήφανος]], [[ὑπερφίαλος]]· ἀλλ’ ὑπάρχουσιν ἐν τούτῳ δυσχέρειαι, ἴδε Κούρτ. σ. 528). Αὐθάδης βία πηγάζουσα ἐξ ὑπερβολικῆς συναισθήσεως δυνάμεως ἢ ἐκ πάθους, [[αὐθάδεια]], [[ἀλαζονεία]] [[αὐθάδης]], [[προπέτεια]], [[συχν]]. ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν μνηστήρων, μνηστήρων, τῶν [[ὕβρις]] τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει Ο. 329., Ρ. 565· μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Α. 368., Δ. 321· [[λίην]] γὰρ ἀτάσθαλον ὕβριν ἔχουσιν Π. 86· ὕβρει εἶξαι Ξ. 262., Ρ. 431· θεοί... ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες Ρ. 487· [[δίκη]] [[ὑπὲρ]] ὕβριος ἴσχει· Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 215, πρβλ. Ἀρχίλ. 79· συνημμένον μετὰ τοῦ ὀλιγωρίη, Ἡρόδ. 1. 106· δυσσεβίας μὲν [[ὕβρις]] [[τέκος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 534· - κατὰ Πλάτωνα [[ὕβρις]] [[εἶναι]] ἐπιθυμίας ἀρξάσης ἐν ἡμῖν ἡ [[ἀρχή]], Φαῖδρ. 238Α· [[ἐντεῦθεν]] οἱ ποιηταὶ [[συχνάκις]] συνάπτουσιν αὐτὴν μετὰ τοῦ κόρου (ἴδε [[κόρος]] Α. ἐν τέλει)· - ὡς κατηγορούμ. πράξεων, ἆρ’ οὐχ [[ὕβρις]] τάδ’; Σοφ. Ο. Κ. 883· ταῦτ’ οὐχ [[ὕβρις]] ἐστί; Ἀριστοφ. Νεφ. 1299, πρβλ. Βατρ. 21, Πλ. 886· [[ὕβρις]] τάδ’ ἐστί, κρείσσω δαιμόνων [[εἶναι]] θέλειν Εὐρ. Ἱππ. 474· - ὕβρει χλευαστικῶς, Σοφ. Ἠλέκ. 881· ἐφ’ ὕβρει Εὐρ. Ὀρ. 1581, Δημ. 526. 19, κλπ.· δι’ ὕβριν ὁ αὐτ. 527. 26 διὰ τὴν ὕβριν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 10· εἰς ὕβριν Πλουτ. Ἀλκιβ. 37, κλπ. 2) [[μάλιστα]] ἐπὶ σφοδρᾶς σαρκικῆς ἐπιθυμίας ἢ ἀσελγείας, ἀντίθετον τῷ [[σωφροσύνη]], Θέογν. 379, Ξεν. 3) ἐπὶ σφριγώντων ἵππων, τὸ ἀτίθασον, τὸ ἀχαλίνωτον αὐτῶν, Ἡρόδ. 1. 189· [[ὕβρις]] ὀρθία κνωδάλων Πινδ. Π. 10. 55, πρβλ. Ν. 1. 75 (ἴδε [[ὑβρίζω]] Ι). 4) οἴνου [[ὕβρις]], ἡ [[ζύμωσις]], [[αὐτοῦ]], μνημονευόμ. ἐκ τοῦ Αἰλ. ΙΙ. [[ὕβρισμα]], [[τρόπος]] [[αὐθάδης]], [[πρᾶξις]] [[αὐθάδης]] καὶ [[ἀκόλαστος]], κακὴ [[μεταχείρισις]], [[αὐθάδεια]], [[ἀκολασία]], προσβολὴ (ἂν καὶ [[πολλάκις]] [[εἶναι]] δυσχερές νὰ χωρίσῃ τις τὴν συγκεκριμένην ἔννοιαν ἀπὸ τῆς ἀφῃρημένης), Ἰλ. Α. 203, 214· ὕβριν τῖσαι Ὀδ. Ω. 352· [[ἐνίοτε]] ὡς τὸ [[ὑβρίζω]], μετὰ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, ἀθάνατον Ἥρας μητέρ’ εἰς ἐμὴν ὕβριν Εὐρ. Βάκχ. 6· ἡ κατ’ Ἀργείους ὕ. Σοφ. Ἀποσ. 337· ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕ. Ἡρῳδιαν. 2. 4· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. ἀντικειμενικῆς, ὕ. τινος, [[πρός]] τινα, ὁ αὐτ. 1. 8, κλπ.· - ἐν τῷ πληθ. πράξεις ἀκόλαστοι καὶ αὐθάδεις, προσβολαί, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 145, Ξενοφάν. 1. 1, Εὐριπ. Βάκχ. 247, Ἡρ. Μαιν. 741, Ξεν., κλπ.· - περὶ τοῦ ὕβριν ὑβρίζειν, πρβλ. [[ὑβρίζω]] ΙΙ. 2. 2) ἀσελγὴς ὑβριστικὴ [[πρᾶξις]], Πινδ. Π. 2. 52· τὸ διαφθείρειν καὶ μοιχεύειν γυναῖκα ἔγγαμον καὶ [[οὕτως]] αἰσχύνειν μὲν τοὺς παῖδας ὑβρίζειν δὲ τὸν ἄνδρα τῆς γυναικός, Λυσί. 92. 4, κλπ.· τὸ φθείρειν ἀσελγῶς, παίδων ὕβρεις καὶ γυναικῶν αἰσχύνας Ἰσοκρ. 64D, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ, πρβλ. δὲ καὶ 89Α· ἀσελγὴς [[πρᾶξις]], [[ἀσέλγεια]], τὴν ὕ. τὴν εἰς τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[σῶμα]] Αἰσχίν. 16. 25· ὕβριν τοῦ σώματος πεπρακὼς ὁ αὐτ. 26. 41· οὕτω, πιπράσκειν τὸ [[σῶμα]] ἐφ’ ὕβρει ὁ αὐτ. 5. 5· γυναῖκας δεῦρ’ ἤγαγεν ἐφ’ ὕβρει Δημ. 440. 7· γυναικῶν ὕβρεις ἢ εἰς αὐτοὺς ἢ εἰς υἱεῖς Ἀριστ. Ρητορ. 1. 12, 35. 3) ἐν Ἀθήναις ὁ [[νόμος]] ὕβρεως (Δημ. 525. 14) ἦτο [[λίαν]] [[σπουδαῖος]] καὶ περιελάμβανε πάσας τὰς [[μᾶλλον]] σοβαρὰς προσωπικὰς βλάβας: ἡ δημοσία γραφὴ ὕβρεως εἰσήγετο πρὸς τιμωρίαν πάσης βλάβης προερχομένης ἐξ ὑβριστικῆς ἐπιθέσεως ([[ὕβρις]] δι’ αἰσχρουργίας)· καὶ ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας ἀνεφέρετο εἰς τὰς αὐτὰς ὑποθέσεις εἰς ἃς καὶ ἡ [[δίκη]] αἰκίας (ἴδε [[αἰκία]])· ὁ ἀγὼν ἦτο τιμητὸς (ἴδε ἐν λέξ.), καὶ ὡς ποινὴ ἠδύνατο νὰ ᾖ καὶ [[θάνατος]]· ἐξεδικάζετο δὲ ἐνώπιον τῶν Θεσμοθετῶν, Ἰσοκρ. 396Α, Αἰσχίν. 3. 14, Δημ. 970, 11., 1102. 18· μία τῶν ἐπισημοτάτων τούτων δικῶν γνωστὴ ἡμῖν [[εἶναι]] ἡ ὑπὸ τοῦ Δημοσθένους κινηθεῖσα κατὰ Μειδίου, [[ἔνθα]] ἴδε καὶ τὸν περὶ ὕβρεως Νόμον, 529. 15· πρβλ. Att. Process σ. 319 κἑξ., 548 κἑξ., Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὕβρις]], ἡ μετὰ προπηλακισμοῦ καὶ ἐπηρείας, [[αἰκία]] δὲ πληγαὶ μόνον, κτλ.». ΙΙΙ. κεῖται ἐπὶ κινδύνου ἐν θαλάσσῃ [[ἕνεκα]] τρικυμίας, Πίνδ. (ἴδε ἐν λ. [[ναυσίστονος]]), Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 21. Β. ὡς ἀρσ. = [[ὑβριστής]], κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν ἀνέρα, «κακοῦργον καὶ ὑβριστὴν ἄνθρωπον» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 189. ΙΙ. [[ὄνομα]] Σατύρου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8398. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:25, 20 April 2021
English (LSJ)
[ῠ by nature, ῡ by position in Ep. etc.], ἡ, gen. εως Ar.Lys. 425, Th.465 (lyr.), εος Id.Pl.1044, Eub.67.9, Ep. and Ion. ιος Hes.Op. 217, Hdt.1.189:—A wanton violence, arising from the pride of strength or from passion, insolence, hubris, freq. in Od., mostly of the suitors, μνηστήρων, τῶν ὕ. τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει 15.329, 17.565; μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕ. ἔχοντες 1.368, 4.321; λίην γὰρ ἀτάσθαλον ὕ. ἔχουσι 16.86, cf.Alc.Supp.27.10; ὕβρει εἴξαντες Od.14.262, 17.431; θεοὶ . . ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες ib.487; δίκη ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει Hes. l.c., cf. Archil.88, IG12.394 (vi B. C.), 42(1).122.98 (Epid., iv B. C.); joined with ὀλιγωρίη, Hdt.1.106; δυσσεβίας μὲν ὕβρις τέκος A.Eu.533 (lyr.); ἐπιθυμίας . . ἀρξάσης ἐν ἡμῖν τῇ ἀρχῇ ὕ. ἐπωνομάσθη Pl.Phdr. 238a; in Poets freq. joined with κόρος (v. κόρος (A) 2): predicated of actions, ἆρ' οὐχ ὕβρις τάδ'; S.OC883; ταῦτ' οὐχ ὕβρις δῆτ' ἐστίν; Ar.Nu.1299, cf. Ra.21, Pl.886; ὕβρις τάδ' ἐστί, κρείσσω δαιμόνων εἶναι θέλειν E.Hipp.474; ὕβρει in wantonness or insolence, S.El.881, Pl.Ap.26e; ἐφ' ὕβρει E.Or.1581, D.21.38, PCair.Zen.462.9 (iii B. C.), etc.; δι' ὕβριν D.21.42; διὰ τὴν ὕ. X.HG2.2.10; πρὸς ὕβριν Plu. Alc.37, etc. 2 lust, lewdness, opp. σωφροσύνη, Thgn.379, X.Cyr. 8.4.14. 3 of animals, violence, Hdt.1.189; ὕβρις ὀρθία κνωδάλων Pi.P.10.36, cf. N.1.50 (v. ὑβρίζω 1.2); ἡ ἐκ τοῦ χαλινοῦ ὕ. D.Chr.63.5. II = ὕβρισμα, an outrage (though it is freq. difficult to separate this concrete sense from the abstract), Il.1.203, 214; ὕβριν τεῖσαι Od. 24.352; ὑπὸ γυναικὸς ἄρχεσθαι ὕ. ἐσχάτη Democr.111, cf. Xenoph.1.17: sts., like ὑβρίζω, folld. by a Prep., Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν ὕβρις her outrage towards... E.Ba.9; ἡ κατ' Ἀργείων (-ους codd.Priscian.) ὕ. S.Fr.368; ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕ. Hdn.2.4.1: c. gen. objecti, ὕ. τινός towards him, Id.1.8.4, etc.: pl., wanton acts, outrages, Hes.Op.146, E.Ba.247, HF741, Pl.Lg.884a, etc.:—for ὕβριν ὑβρίζειν, cf. ὑβρίζω 11.2. 2 an outrage on the person, esp. violation, rape, Pi.P.2.28, Lys. 1.2, etc.; παίδων ὕβρεις καὶ γυναικῶν αἰσχύνας Isoc.4.114, cf. Plb.6.8.5; τὴν ὕ. τὴν εἰς τὸ ἑαυτοῦ σῶμα Aeschin.1.116; τὴν τοῦ σώματος ὕβριν πεπρακώς ib.188; so τὸ σῶμα ἐφ' ὕβρει πεπρακώς ib.29; γυναῖκας ἤγαγε δεῦρ' ἐφ' ὕβρει D.19.309; γυναικῶν ὕβρεις ἢ εἰς αὑτοὺς ἢ εἰς υἱεῖς Arist.Rh.1373a35. 3 in Law, a term covering all the more serious injuries done to the person, Isoc.20.2, Aeschin. 1.15, D.37.33, 45.4; see esp. D.21 (against Meidias); ὁ τῆς ὕβρεως νόμος ib.35 (the text is given ib.47); δίκη ὕβρεως ἢ πληγῶν PHal.1.115 (iii B. C.), cf. PHib.1.32.8 (iii B. C.), etc. III used of a loss by sea, Pi. (v. ναυσίστονος), Act.Ap.27.21. B as masc., = ὑβριστής, a violent, overbearing man, κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν ἀνέρα Hes.Op.191.
Middle Liddell
I. wantonness, wanton violence or insolence, Od., Hdt., etc.; of actions, ἆρ' οὐχ ὕβρις τάδ'; Soph.; ταῦτ' οὐχ ὕβρις ἐστί; Ar.:—adv. usages, ὕβρει in wantonness or insolence, Soph.; ἐφ' ὕβρει Eur.; δι' ὕβριν Dem.
2. of lewdness, opp. to σωφροσύνη. Theogn., Xen.
3. of over-fed horses, riotousness, restiveness, Hdt., Pind.
II. = ὕβρισμα, Hom.; sometimes like ὑβρίζω, foll. by a prep., Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν ὕβρις her outrage towards . . , Eur.; ἡ κατ' Ἀργείους ὕ. Soph.; ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕ. Hdt.; also c. gen. objecti, ὕ. τινός towards him, Hdt., etc.:—in pl. wanton acts, outrages, Hes., Eur., etc.
2. an outrage on the person, violation, Pind., attic
3. in attic law, ὕβρις comprehended all the more serious injuries done to the person, grievous assault, the slighter kind being αἰκία [ῑ]: hence ὕβρις was remedied by public indictment (γραφή), αἰκία by private action (δίκἠ.
III. a loss, damage, NTest.
B. as masc. = ὑβριστής, a violent, overbearing man, ὕβριν ἀνέρα Hes.
English (Autenrieth)
ιος (cf. ὑπέρ): insolence, arrogance, wanton violence. (Od. and Il. 1.203, 214.)
English (Slater)
ὕβρις (-ις, -ιος, -ιν.)
a arrogance ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ (O. 7.90) ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας (v. Fränkel, D & P, 520̆{24}) (P. 1.72) ἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν (P. 2.28) “ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν (P. 4.112) τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ (sc. Ἡσυχία) (P. 8.12) τίς ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν; (P. 11.55) τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοὶ ὕβριος (I. 4.9)
b violence καὶ γὰρ αὐτὰ ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων (of the snakes which attacked Herakles) (N. 1.50)
c offensiveness γελᾷ θ' ὁρῶν ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων (P. 10.36)
d pro pers. ἐθέλοντι δ' ἀλέξειν Ὕβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον (O. 13.10)
English (Strong)
from ὑπέρ; insolence (as over-bearing), i.e. insult, injury: harm, hurt, reproach.
English (Thayer)
ὑβρισεως, ἡ (from ὑπέρ (see Curtius, p. 540); cf. Latin superbus, English 'uppishness')), from Homer down, the Sept. for גָּאון, גַּאֲוָה, זָדון, etc.;
a. insolence; impudence, pride, haughtiness.
b. a wrong springing from insolence, an injury, affront, insult (in Greek usage the mental injury and the wantonness of its infliction being prominent; cf. Cope on Aristotle, rhet. 1,12, 26; 2,2, 5; see ὑβριστής): properly, plural Hesychius ὕβρεις. τραύματα, ὀνείδη); tropically, injury inflicted by the violence of a tempest: τήν ἀπό τῶν ὀμβρων ὕβριν, Josephus, Antiquities 3,6, 4; δείσασα θαλαττης ὕβριν, Anthol. 7,291, 3; (cf. Pindar Pythagoras 1,140)).
Wikipedia EN
Hubris (/ˈhjuːbrɪs/, from ancient Greek ὕβρις) describes a personality quality of extreme or foolish pride or dangerous over confidence, often in combination with (or synonymous with) arrogance. In its ancient Greek context, it typically describes behavior that defies the norms of behavior or challenges the gods, and which in turn brings about the downfall, or nemesis, of the perpetrator of hubris.
The adjectival form of the noun hubris is "hubristic". Hubris is usually perceived as a characteristic of an individual rather than a group, although the group the offender belongs to may suffer collateral consequences from the wrongful act. Hubris often indicates a loss of contact with reality and an overestimation of one's own competence, accomplishments or capabilities.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
tout ce qui dépasse la mesure, excès, d’où
I. comme sentiment;
1 orgueil, insolence : ὕβριν τῖσαι OD expier son orgueil, sa témérité ; ὕβρει, ἐφ’ ὕβρει par orgueil ; αἱ ὕβρεις pensées ou actions orgueilleuses;
2 fougue, ardeur excessive, impétuosité, emportement : ὅθιπερ πάρος ὕβριν ἔχεσκον OD là où auparavant ils exerçaient leur insolence ; ὕβρει εἶξαι OD s’abandonner à sa violence ; ὕβρις οἴνου ÉL bouillonnement ou fermentation du vin ; en gén. tout excès ; acte de désespoir;
II. comme action mauvais traitement, outrage, insulte, injure, sévices ; particul. violence sur une femme ou sur un enfant : ὕβρεως δίκη ou γραφή procès pour sévices.
Étymologie: ὑπέρ.
Wikipedia FR
L’hybris, ou hubris, du grec ancien ὕϐρις / hybris, est une notion grecque qui se traduit souvent par « démesure ». C'est un sentiment violent inspiré des passions, particulièrement de l'orgueil. Les Grecs lui opposaient la tempérance et la modération. Dans la Grèce antique, l’hybris était considérée comme un crime. Elle recouvrait des violations comme les voies de fait, les agressions sexuelles et le vol de propriété publique ou sacrée. On en trouve deux exemples bien connus : les deux discours de Démosthène, Contre Midias et le Contre Conon. C'est la tentation de démesure ou de folie imprudente des hommes, tentés de rivaliser avec les dieux. Cela vaut en général de terribles punitions de la part de ces derniers.
Wikipedia ES
La hibris (en griego antiguo ὕβρις hýbris) es un concepto griego que puede traducirse como ‘desmesura’. No hace referencia a un impulso irracional y desequilibrado, sino a un intento de transgresión de los límites impuestos por los dioses a los hombres mortales y terrenales. En la Antigua Grecia aludía a un desprecio temerario hacia el espacio personal ajeno unido a la falta de control sobre los propios impulsos, siendo un sentimiento violento inspirado por las pasiones exageradas, consideradas enfermedades por su carácter irracional y desequilibrado, y más concretamente por Ate (la furia o el orgullo). Como reza el famoso proverbio antiguo, erróneamente atribuido a Eurípides: «Aquel a quien los dioses quieren destruir, primero lo vuelven loco».
Wikipedia DE
Die Hybris [ˈhyːbʀɪs] (altgriechisch ὕβρις hýbris ‚Übermut‘, ‚Anmaßung‘) bezeichnet eine extreme Form der Selbstüberschätzung oder auch des Hochmuts. Man verbindet mit Hybris häufig den Realitätsverlust einer Person und die Überschätzung der eigenen Fähigkeiten, Leistungen und Kompetenzen, vor allem von Personen in Machtpositionen.
Wikipedia IT
Hybris (ˈhyːbris, in greco antico: ὕβϱις, hýbris) è un topos (tema ricorrente) della tragedia greca e della letteratura greca, presente anche nella Poetica di Aristotele. Significa letteralmente "tracotanza", "eccesso", "superbia", “orgoglio” o "prevaricazione". Si riferisce in generale a un'azione ingiusta o empia avvenuta nel passato, che produce conseguenze negative su persone ed eventi del presente. È un antefatto che vale come causa a monte che condurrà alla catastrofe della tragedia.
Greek (Liddell-Scott)
ὕβρις: [ῠ], ἡ, γεν. εως (Ἀριστοφ. Λυσ. 425), εος (ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 465, Πλ. 1044, Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 9), Ἐπικ. ιος. (Συνήθως ἀναφέρεται εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ ἡ πρόθ. ὑπέρ, πρβλ. ὑπερήφανος, ὑπερφίαλος· ἀλλ’ ὑπάρχουσιν ἐν τούτῳ δυσχέρειαι, ἴδε Κούρτ. σ. 528). Αὐθάδης βία πηγάζουσα ἐξ ὑπερβολικῆς συναισθήσεως δυνάμεως ἢ ἐκ πάθους, αὐθάδεια, ἀλαζονεία αὐθάδης, προπέτεια, συχν. ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν μνηστήρων, μνηστήρων, τῶν ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει Ο. 329., Ρ. 565· μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Α. 368., Δ. 321· λίην γὰρ ἀτάσθαλον ὕβριν ἔχουσιν Π. 86· ὕβρει εἶξαι Ξ. 262., Ρ. 431· θεοί... ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες Ρ. 487· δίκη ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει· Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 215, πρβλ. Ἀρχίλ. 79· συνημμένον μετὰ τοῦ ὀλιγωρίη, Ἡρόδ. 1. 106· δυσσεβίας μὲν ὕβρις τέκος Αἰσχύλ. Εὐμ. 534· - κατὰ Πλάτωνα ὕβρις εἶναι ἐπιθυμίας ἀρξάσης ἐν ἡμῖν ἡ ἀρχή, Φαῖδρ. 238Α· ἐντεῦθεν οἱ ποιηταὶ συχνάκις συνάπτουσιν αὐτὴν μετὰ τοῦ κόρου (ἴδε κόρος Α. ἐν τέλει)· - ὡς κατηγορούμ. πράξεων, ἆρ’ οὐχ ὕβρις τάδ’; Σοφ. Ο. Κ. 883· ταῦτ’ οὐχ ὕβρις ἐστί; Ἀριστοφ. Νεφ. 1299, πρβλ. Βατρ. 21, Πλ. 886· ὕβρις τάδ’ ἐστί, κρείσσω δαιμόνων εἶναι θέλειν Εὐρ. Ἱππ. 474· - ὕβρει χλευαστικῶς, Σοφ. Ἠλέκ. 881· ἐφ’ ὕβρει Εὐρ. Ὀρ. 1581, Δημ. 526. 19, κλπ.· δι’ ὕβριν ὁ αὐτ. 527. 26 διὰ τὴν ὕβριν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 10· εἰς ὕβριν Πλουτ. Ἀλκιβ. 37, κλπ. 2) μάλιστα ἐπὶ σφοδρᾶς σαρκικῆς ἐπιθυμίας ἢ ἀσελγείας, ἀντίθετον τῷ σωφροσύνη, Θέογν. 379, Ξεν. 3) ἐπὶ σφριγώντων ἵππων, τὸ ἀτίθασον, τὸ ἀχαλίνωτον αὐτῶν, Ἡρόδ. 1. 189· ὕβρις ὀρθία κνωδάλων Πινδ. Π. 10. 55, πρβλ. Ν. 1. 75 (ἴδε ὑβρίζω Ι). 4) οἴνου ὕβρις, ἡ ζύμωσις, αὐτοῦ, μνημονευόμ. ἐκ τοῦ Αἰλ. ΙΙ. ὕβρισμα, τρόπος αὐθάδης, πρᾶξις αὐθάδης καὶ ἀκόλαστος, κακὴ μεταχείρισις, αὐθάδεια, ἀκολασία, προσβολὴ (ἂν καὶ πολλάκις εἶναι δυσχερές νὰ χωρίσῃ τις τὴν συγκεκριμένην ἔννοιαν ἀπὸ τῆς ἀφῃρημένης), Ἰλ. Α. 203, 214· ὕβριν τῖσαι Ὀδ. Ω. 352· ἐνίοτε ὡς τὸ ὑβρίζω, μετὰ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, ἀθάνατον Ἥρας μητέρ’ εἰς ἐμὴν ὕβριν Εὐρ. Βάκχ. 6· ἡ κατ’ Ἀργείους ὕ. Σοφ. Ἀποσ. 337· ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕ. Ἡρῳδιαν. 2. 4· ὡσαύτως μετὰ γεν. ἀντικειμενικῆς, ὕ. τινος, πρός τινα, ὁ αὐτ. 1. 8, κλπ.· - ἐν τῷ πληθ. πράξεις ἀκόλαστοι καὶ αὐθάδεις, προσβολαί, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 145, Ξενοφάν. 1. 1, Εὐριπ. Βάκχ. 247, Ἡρ. Μαιν. 741, Ξεν., κλπ.· - περὶ τοῦ ὕβριν ὑβρίζειν, πρβλ. ὑβρίζω ΙΙ. 2. 2) ἀσελγὴς ὑβριστικὴ πρᾶξις, Πινδ. Π. 2. 52· τὸ διαφθείρειν καὶ μοιχεύειν γυναῖκα ἔγγαμον καὶ οὕτως αἰσχύνειν μὲν τοὺς παῖδας ὑβρίζειν δὲ τὸν ἄνδρα τῆς γυναικός, Λυσί. 92. 4, κλπ.· τὸ φθείρειν ἀσελγῶς, παίδων ὕβρεις καὶ γυναικῶν αἰσχύνας Ἰσοκρ. 64D, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ, πρβλ. δὲ καὶ 89Α· ἀσελγὴς πρᾶξις, ἀσέλγεια, τὴν ὕ. τὴν εἰς τὸ ἑαυτοῦ σῶμα Αἰσχίν. 16. 25· ὕβριν τοῦ σώματος πεπρακὼς ὁ αὐτ. 26. 41· οὕτω, πιπράσκειν τὸ σῶμα ἐφ’ ὕβρει ὁ αὐτ. 5. 5· γυναῖκας δεῦρ’ ἤγαγεν ἐφ’ ὕβρει Δημ. 440. 7· γυναικῶν ὕβρεις ἢ εἰς αὐτοὺς ἢ εἰς υἱεῖς Ἀριστ. Ρητορ. 1. 12, 35. 3) ἐν Ἀθήναις ὁ νόμος ὕβρεως (Δημ. 525. 14) ἦτο λίαν σπουδαῖος καὶ περιελάμβανε πάσας τὰς μᾶλλον σοβαρὰς προσωπικὰς βλάβας: ἡ δημοσία γραφὴ ὕβρεως εἰσήγετο πρὸς τιμωρίαν πάσης βλάβης προερχομένης ἐξ ὑβριστικῆς ἐπιθέσεως (ὕβρις δι’ αἰσχρουργίας)· καὶ ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας ἀνεφέρετο εἰς τὰς αὐτὰς ὑποθέσεις εἰς ἃς καὶ ἡ δίκη αἰκίας (ἴδε αἰκία)· ὁ ἀγὼν ἦτο τιμητὸς (ἴδε ἐν λέξ.), καὶ ὡς ποινὴ ἠδύνατο νὰ ᾖ καὶ θάνατος· ἐξεδικάζετο δὲ ἐνώπιον τῶν Θεσμοθετῶν, Ἰσοκρ. 396Α, Αἰσχίν. 3. 14, Δημ. 970, 11., 1102. 18· μία τῶν ἐπισημοτάτων τούτων δικῶν γνωστὴ ἡμῖν εἶναι ἡ ὑπὸ τοῦ Δημοσθένους κινηθεῖσα κατὰ Μειδίου, ἔνθα ἴδε καὶ τὸν περὶ ὕβρεως Νόμον, 529. 15· πρβλ. Att. Process σ. 319 κἑξ., 548 κἑξ., Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὕβρις, ἡ μετὰ προπηλακισμοῦ καὶ ἐπηρείας, αἰκία δὲ πληγαὶ μόνον, κτλ.». ΙΙΙ. κεῖται ἐπὶ κινδύνου ἐν θαλάσσῃ ἕνεκα τρικυμίας, Πίνδ. (ἴδε ἐν λ. ναυσίστονος), Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 21. Β. ὡς ἀρσ. = ὑβριστής, κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν ἀνέρα, «κακοῦργον καὶ ὑβριστὴν ἄνθρωπον» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 189. ΙΙ. ὄνομα Σατύρου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8398.
Greek Monotonic
ὕβρις: [ῠ], γεν. -εως και -εος, Επικ. -ιος,
Α. I. 1. κακοβουλία, αυθάδεια, αυθάδεια από αίσθηση δύναμης ή αναίδεια, προπέτεια, θρασύτητα, ιταμότητα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για ενέργειες, πράξεις, ἆρ' οὐχ ὕβρις τάδ', σε Σοφ.· ταῦτ' οὐχ ὕβρις ἐστί;, σε Αριστοφ.· επιρρ., χλευαστικά, ὕβρει, με αυθάδεια ή αναίδεια, σε Σοφ.· ἐφ' ὕβρει, σε Ευρ.· δι' ὕβριν, σε Δημ.
2. λέγεται για λαγνεία, ασέλγεια, αντίθ. προς το σωφροσύνη, σε Θέογν., Ξεν.
3. λέγεται για υπερβολικά θρεμμένο άλογο, ατίθασο, αχαλίνωτο, σε Ηρόδ., Πίνδ.
II. 1. = ὕβρισμα, σε Όμηρ.· μερικές φορές όπως το ὑβρίζω, ακολουθ. από πρόθ. Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν ὕβρις, η αυθάδειά της προς..., σε Ευρ.· ἡ κατ' Ἀργείους ὕβρις, σε Σοφ.· ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕβρις, σε Ηρόδ.· επίσης με γεν. αντικ., ὕβρις τινός, προς κάποιον, στον ίδ. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις ακόλαστες, αυθάδεις, προσβολές, σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ.
2. προσβολή, προσβλητική ενέργεια, παραβίαση, βεβήλωση, καταπάτηση, σε Πίνδ., Αττ.
3. στην Αττ. νομοθεσία, η ὕβριςπεριελάμβανε τις πιο σοβαρές βλάβες που διαπράττονταν εναντίον κάποιου, υβριστική, ελεεινή επίθεση, προσβολή· η πιο ελαφριά μορφή της είναι η αἰκία [ῑ]· γι' αυτό η ὕβρις, επανορθωνόταν με δημόσια έγκληση, μήνυση (γραφή), ενώ η αἰκία με ιδιωτική επενέργεια (δίκη).
III. απώλεια, ζημιά, βλάβη, φθορά, σε Καινή Διαθήκη Β. ως αρσ., = ὑβριστής, βίαιος, αυταρχικός, δεσποτικός, κακούργος άνθρωπος, ὕβριν ἀνέρα, σε Ησίοδ.
Greek Monolingual
ύβρις
(I)
-εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και -εος και επικ. και ιων. τ. -ιος
1. έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου
2. (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά απέναντι στους θεούς ή σε εκπροσώπους τών θεών (α. «τα λόγια που απηύθυνε ο βασιλιάς Οιδίποδας στον μάντη Τειρεσία αποτελούσαν ύβρι» β. «ὕβρις τόδ' ἐστί, κρείσσω δαιμόνων εἶναι θέλειν», Ευρ.)
3. φρ. α) «ὕβρεως γραφή»
(αττ. δίκ.) γραφή, αγωγή με την οποία εισαγόταν σε δίκη όποιος είχε προσβάλει με λόγια ή με έργα κάποιον και η οποία συνεπαγόταν, σε περίπτωση αποδοχής της, ποινές που ήταν χρηματικό πρόστιμο, η ελαφρότερη, ή θάνατος η σκληρότερη, όπως συνέβαινε λ.χ. σε περίπτωση προσβολής ανηλίκου ή γυναίκας
β) «ύβρεως λίθος»
(στην αρχ. Αθήνα) το εδώλιο τού κατηγορουμένου στον Άρειο Πάγο
γ) «ύβρεως ἀγωγή»
ρωμ. δίκ. αγωγή ασκούμενη από τον πατέρα-αρχηγό τής οικογένειας σε περίπτωση προσβολής τών τέκνων ή τής συζύγου
αρχ.
1. αυθάδεια, αναίδεια («δυσσεβείας μὲν ὕβρις τέκος», Αισχύλ.)
2. (κυρίως στην Οδ. σχετικά με τους μνηστήρες) αυθάδης βία, αλαζονική και προπετής διαγωγή κάποιου, που πηγάζει από έντονο πάθος ή από υπερεκτίμηση τής δύναμής του («μνηστήρων, τῶν ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἴκει», Ομ. Οδ.)
3. κακομεταχείριση, προσβολή που έχει ως αφετηρία την αυθάδεια ή την αλαζονεία
4. σφοδρή επιθυμία για σαρκική επαφή, ακολασία
5. ασελγής πράξη
6. μοιχεία
7. κάθε αισχρή και ασελγής πράξη και, κυρίως, ο βιασμός γυναικών
8. (για ζώα) η βαρβατίλα, το ατίθασο, η αγριότητα
9. τρικυμία που συνεπάγεται κίνδυνο για τους ναυτιλλομένους
10. (η δοτ. ως επίρρ.) ὕβρει
με αλαζονεία, με προπέτεια
11. φρ. «οἴνου ὕβρις» — η ζύμωση τού κρασιού (Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές και σημασιολογικές δυσχέρειες, η λ. ὕ-βρις είναι σύνθ. από τον τ. ὑ, ισοδύναμο τού επί (βλ. ὑ), και το θ. τής λ. βριαρός «δυνατός, στιβαρός» (βλ. λ. βρίθω), οπότε η σημ. τής λ. θα πρέπει να έχει προέλθει από μια αρχική σημ. «ορμώ, πέφτω πάνω σε κάτι με όλη μου τη δύναμη». Η παλαιότερη σύνδεση τής λ. με τον τ. ὑπέρ, με την έννοια τής υπέρβασης τών ορίων, δεν θεωρείται και πολύ πιθανή από μορφολογική, κυρίως, άποψη. Έχει διατυπωθεί επίσης η άποψη ότι η λ. είναι δάνειο από κάποιον ανάλογο τ. τής Χεττιτικής
Λουβιτικής. Η λ. ὕβρις κατέχει σημαντική θέση στον χώρο τής ηθικής και τού δικαίου τών Αρχαίων και δηλώνει την παραβίαση τών κανόνων, την υπέρβαση τών ορίων τού ανθρώπου, που προκαλείται από το πάθος, την αλαζονεία, την αυθάδεια, και συνδέεται σε ορισμένες περιπτώσεις με τη λ. κόρος, η οποία αναφέρεται στην αλαζονεία, στην ύβρι που προέρχεται από την πληθώρα, την αφθονία αγαθών].
(II)
-εως, ὁ Α
(ποιητ. τ.)
1. υβριστής
2. όνομα σατύρου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ὕβρις, ἡ, με αλλαγή γένους].
Wikipedia EL
Η ύβρις ήταν βασική αντίληψη της κοσμοθεωρίας των αρχαίων Ελλήνων. Όταν κάποιος, υπερεκτιμώντας τις ικανότητες και τη δύναμή του (σωματική, αλλά κυρίως πολιτική, στρατιωτική και οικονομική), συμπεριφερόταν με βίαιο, αλαζονικό και προσβλητικό τρόπο απέναντι στους άλλους, στους νόμους της πολιτείας και κυρίως απέναντι στον άγραφο θεϊκό νόμο -που επέβαλλαν όρια στην ανθρώπινη δράση-, θεωρούνταν ότι διέπραττε «ὕβριν», δηλ. παρουσίαζε συμπεριφορά με την οποία επιχειρούσε να υπερβεί τη θνητή φύση του και να εξομοιωθεί με τους θεούς, με συνέπεια την προσβολή και τον εξοργισμό τους.
Η βίαια, αυθάδης και αλαζονική αυτή στάση/συμπεριφορά, που αποτελούσε για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο παραβίαση της ηθικής τάξης και απόπειρα ανατροπής της κοινωνικής ισορροπίας και γενικότερα της τάξης του κόσμου, πιστευόταν ότι (επαναλαμβανόμενη, και μάλιστα μετά από προειδοποιήσεις των ίδιων των θεών) οδηγούσε τελικά στην πτώση και καταστροφή του «ὑβριστοῦ» (ὕβρις > ὑβρίζω > ὑβριστής).
Αποδίδοντας την αντίληψη σχετικά με την ύβρη και τις συνέπειές της, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται στην αρχαιότερή της μορφή, με το σχήμα ἄτη → ὕβρις → νέμεσις → τίσις μπορούμε να πούμε ότι οι αρχαίοι πίστευαν πως μια «ὕβρις» συνήθως προκαλούσε την επέμβαση των θεών, και κυρίως του Δία, που έστελνε στον υβριστή την «ἄτην», δηλαδή το θόλωμα, την τύφλωση του νου. Αυτή με τη σειρά της οδηγούσε τον υβριστή σε νέες ύβρεις, ώσπου να διαπράξει μια πολύ μεγάλη α-νοησία, να υποπέσει σε ένα πολύ σοβαρό σφάλμα, το οποίο προκαλούσε την «νέμεσιν», την οργή και εκδίκηση δηλαδή των θεών, που επέφερε την «τίσιν», δηλ. την τιμωρία και τη συντριβή/καταστροφή του.
Από την κλασική εποχή και μετά, σε πολλές περιπτώσεις οι έννοιες Άτη, Δίκη και Νέμεσις φαίνεται να αποκτούν στη συνείδηση των ανθρώπων ισοδύναμη σημασία, αυτήν της θείας τιμωρίας.
Wiktionary EL
hubris
- συνήθως στον πληθυντικό ύβρεις: βρισιές
- στην αρχαία ελληνική τραγωδία: η τυφλή προσήλωση του πρωταγωνιστή στο προσωπικό του πάθος, η οποία εκλαμβάνεται από τους άλλους ως υπερηφάνεια, αλαζονεία, έπαρση κτλ., επίσης η συμπεριφορά του θνητού πρωταγωνιστή ως θεού, η οποία αποτελεί ύβρη, δηλαδή προσβολή, γιά τους θεούς του Ολύμπου.
- Η χρηματοπιστωτική κρίση επί των ήμερών μας αποτελεί ύβρη των εχόντων απέναντι στους μη έχοντες καθότι, αφού οι πρώτοι πλούτισαν με κόλπα στους κόλπους των χρηματιστηρίων ανά τον κόσμο, οι δεύτεροι καλούνται να πληρώσουν τη λυπητερή στο πεδίο της λεγόμενης πραγματικής οικονομίας.
- η ύβρις προϋποθέτει αφ' ενός μεν την ελευθερία σκέψεων και πράξεων, αφ' ετέρου την απουσία προ-καθορισμένων «νορμών», πολύ δε περισσότερο την απουσία κάποιας «νόρμας των νορμών», την απουσία εσχάτων νόμων για τις ανθρώπινες πράξεις (Γιώργος Οικονόμου: Δημοκρατία, φιλοσοφία και τραγωδία κατά τον Κ. Καστοριάδη, Νέα Κοινωνιολογία, Φθινόπωρο 2000, 31, σ.32)
- Η λέξη ύβρις σε σχέση με τα συνώνυμά της αντιστοιχεί σε επίσημο, λόγιο επίπεδο λόγου.
- (α΄επίπεδο γλώσσας: λογοτεχνία, πολιτική, δημοσιογραφία)
- Ξαφνικά η τρελή εξαπέλυσε τέτοιες ύβρεις, που απομείναμε ενεοί. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
- (β΄επίπεδο γλώσσας: "ευγενική" καθομιλουμένη)
- Ξαφνικά η τρελή αμόλησε κάτι βρισιές, που μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Άβυσσος κτλ...
- (γ΄επίπεδο γλώσσας: καθομιλουμένη μεν, αλλά κομματάκι χυδαία και αργκό)
- Ξαφνικά η τρελή έριξε κάτι μπινελίκια, που μείναμε ξεροί. Άβυσσος κτλ...
- (δ΄επίπεδο γλώσσας: χυδαία και αργκό καθομιλουμένη)
- Ξαφνικά η τρελή έριξε κάτι γαμοσταυρίδια, που μείναμε κάγκελο. Ἀβυσσος κτλ...
- Η λέξη ύβρις χρησιμοποιείται σ΄όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες, με την έννοια της υπέρμετρης αλαζονείας. (παρεμπιπτόντως η λέξη θέατρο επίσης)
Russian (Dvoretsky)
ὕβρις:
I εως и εος, ион. ιος ἡ
1) наглость, нахальство, дерзость, грубость, глумление: ὕβρει Soph., δι᾽ ὕβριν и διὰ τὴν ὕβριν Dem., Xen., ἐφ᾽ ὕβρει Eur., εἰς ὕβριν Arst. или πρὸς ὕβριν Plut. из дерзости или в насмешку;
2) бесчинство, насилие, оскорбление: ὕβριν ὑβρίζειν εἴς τινα Eur. наносить кому-л. обиду; ὕβρεις τινός и εἴς τινα Isocr., Arst. насилия над кем-л.; ὕ. τοῦ σώματος Isocr. физическое насилие; ὕ. τινὸς εἴς τινα Eur. оскорбление, нанесенное кем-л. кому-л.; νόμος ὕβρεως Dem. закон против насилий; ὕβρεως γραφή или δίκη Isocr., Aeschin., Dem. иск о причинении насилия;
3) (о животных) строптивость, горячность Pind., Her.;
4) ущерб, вред NT.
II ὁ Hes. = ὑβριστής.
Wikipedia RU
Ги́брис, хю́брис (др.-греч. ὕβρις — дерзость) — высокомерие, гордыня, спесь, гипертрофированное самолюбие. В древнегреческой культуре персонифицированное свойство характера, позже — важная этическая концепция.
В античной традиции хюбрис — излишне самоуверенное поведение лидера, которое боги рассматривают вызовом себе. Как считали древние греки, такое поведение предшествует и, как правило, приводит к перипетии (греч. περιπέτεια) — внезапному исчезновению удачи и в дальнейшем к божественному возмездию — немезису (др.-греч. Νέμεσις)).
Впервые слово появляется ещё у Гомера и Гесиода. В гомеровской традиции хюбрис — нарушение божественной воли в сочетании с желанием (или нежеланием, в зависимости от воли языческих божеств) собственного обожествления. За такое смертным полагается возмездие (немесис). Таково, к примеру, поведение Ахилла и Одиссея. Эта же линия проявляется в мифах о Прометее, Сизифе, Эдипе и других. Сходные персонажи есть в монотеистических религиях (Адам и Ева, строители Вавилонской башни).
Для Гесиода же хюбрис — скорее этическое понятие. Его проявляет каждый человек, одержимый пороками, особенно же — страстью к приобретению богатства. Следы гесиодовской концепции мы находим у Солона и Аристотеля. Термин «хюбрис» использовался также в юриспруденции в значении «оскорбление словом или действием».
Wikipedia BG
Хюбрис (на гръцки: ὕβρις) означава арогантност и надменност, липса на връзка с реалността, надценяване на собственото положение и обида към боговете, което води до последващо наказание и поражение. В Древна Гърция смисълът на това понятие има конкретиката на грешната постъпка за надпоставяне на някого над боговете или забравяне да им се отдаде благодарност, когато са оказали помощ. Хюбрисът е най-страшната постъпка в Древна Гърция, която е последвана и от най-страшни наказания и разрушение. Хюбрисът е смятан и за най-голям грях в Древна Гърция защото се противопоставя на дике или с други думи справедливостта. Също така се асоциира с нарушаване на социалните норми. Това чувство често показва загуба на контакт с реалността и надценяване на собствената компетентност или способности, особено, когато засегнато лице е във властови позиции. Така хюбрисът е признак за упадък или дори падение. Хюбрисът в древногръцките трагедии води до незабавно наказание не само на извършителя, но на цялата негова общност. Унищожението от боговете може да се случи дори в рамките на един ден. Тук престъплението може да бъде и по асоциация ("виновен поради асоциация") или с други думи заради асоцииране на някого с виновните.
Wikipedia JA
ヒュブリス(英語: Hubris, Hybris)とは、神話に由来した言葉であり、神に対する侮辱や無礼な行為などへと導く極度の自尊心や自信を意味する。通常は後で厳しく罰せられる。この神話上の言葉は、非常に受け容れ難く傲慢で侮辱的な行動が、古代神話(例:エディプス)において説明されているような行動の一つを想起させるようなやり方で、道徳的規範と向き合うことを示すためにしばしば用いられる
Wikipedia ZH
傲慢(古希臘語:ὕβρις,英语:Hubris或 hybris),一種極度自信與驕傲的心理狀態,以致於擁有這種心態的人會脫離現實,對自己的能力、成就、競爭力與處境有過度正面的評價,認為自己優於他人。擁有權力與地位的人,通常會出現這種心態。在古希臘的傳說中,挑戰神明的行為,通常會被用這個形容詞來加以形容,這種行為常會帶來惡運與神明的報復。