δοκιμάζω
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
English (LSJ)
(δόκιμος) A assay, test, πορφύραν καὶ χρυσόν Isoc.12.39; τοὺς οἴνους Arist.EN1118a28; τὰ νομίσματα Id.HA491a21:—Med., prove for oneself, choose, χώραν X.Oec.8.10, cf. Men.532.11 (dub.):— Pass., ἐπειδὰν τὸ ἔργον… δοκιμασθῇ CIG2266.15 (Delos). 2 of persons, δ. αὐτούς put them to the test, make trial of them, Isoc.2.50; δ. τοὺς μηνυτάς Th.6.53; φίλους X.Mem.2.6.1, cf. PEleph.1.8 (iv B. C.), etc.; also of Apis-bulls, Hdt.2.38. II approve, sanction, μετὰ δεδοκιμασμένου [λόγου] μὴ ξυνέπεσθαι Th.3.38; ἐψηφίσασθε δοκιμάσαντες τοὺς νόμους, εἶτ' ἀναγράψαι τούτους οἳ ἂν δοκιμασθῶσι And.1.82; ἄρρενας ἔρωτας Plu.2.11e; ὅπῃ ταύτῃ ἀρετὴ δοκιμάζεται Pl.R.407c: c. inf., ἐκπονεῖν ἐδοκίμαζε he approved of their working, X.Mem.1.2.4; ἐπειδή… ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν Th.2.35. 2 as a political term, a approve after scrutiny as fit for an office, Lys.16.3, Pl.Lg.759d, Arist.Ath.45.3:—Pass., to be approved as fit, Lys.15.6, etc.; δοκιμασθεὶς ἀρχέτω Pl.Lg.765b; μου δοκιμαζομένου when I was undergoing a scrutiny, D.21.111; δεδοκιμασμένος [ἰατρός] PFay.106.24 (ii A. D.), cf. PGnom.201 (ii A. D.): metaph., ὃν ὁ Ἥφαιστος ἐδοκίμασεν OGI90.3 (ii B. C.); ὑπὲρ τοῦ στεφανωθῆναι δοκιμάζομαι D.18.266. b pass as fit to serve, ἱππεύειν δεδοκιμασμένος Lys.14.22, cf. X.An.3.3.20, IG22.1126.15, 1369. c examine and admit boys to the class of ἔφηβοι or ἔφηβοι to the rights of manhood, Ar.V.578 (Pass.), Arist.Ath.42.2, etc.; ἕως ἐγὼ ἀνὴρ εἶναι δοκιμασθείην D.27.5; εἰς ἄνδρας δεδοκιμασμένοι Isoc.12.28. d test an orator's right to speak (cf. δοκιμασία 4), AB310. 3 c. inf., think fit to do, Luc. Bis Acc.31, J.AJ2.7.4, etc.: with neg., refuse to do, Ep.Rom.1.28: abs., BGU248.19 (i A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 653] prüfen, die Aechtheit einer Sache untersuchen; τὴν πορφύραν καὶ τὸν χρυσὸν θεωροῦμεν καὶ δοκιμάζομεν Isocr. 12, 39; δοκίμαζε τοὺς φίλους ἐκ τῆς περὶ τὸν βίον ἀτυχίας, dem nachher βασανίζω entspricht, 1, 25; τοὺς μηνυτάς Thuc. 6, 53; τοὺς οἴνους Arist. Eth. 3, 13. – Dah. = als erprobt annehmen, billigen, annehmen, probare; τί, Xen. Mem. 1, 2, 4; δεδοκιμασμένος παρ' ἐμοί Plat. Ep. III, 316 c; ἐπειδὴ δὲ τοῖς πάλαι οὕτως ἐδοκιμάσθη, ταῦτα καλῶς ἔχειν, da sie dies gebilligt, geurtheilt haben, Thuc. 2, 35, Schol. ἐκρίθη; so bes. bei Sp. öfter. – In Athen a) von der Reuterei, mustern, d. i. prüfen, ob Einer unter der Reuterei dienen kann; δεδοκιμασμένος ἱππεύειν Lys. 14, 22, woran Xen. An. 3, 5, 20 ἵπποι καὶ ἱππεῖς έδοκιμάσθησαν εἰς πεντήκοντα, prüfen, u. auswählen, erinnert. – b) bei dem, der sich um ein Staatsamt bewirbt und durch das Loos dazu bestimmt ist, untersuchen, ob er die gesetzlichen Bestimmungen über die Geburt u. dergl. erfüllt, und dann die Wahl bestätigen; δοκιμάζειν τὸν ἀεὶ λαγχάνοντα, πρῶτον μὲν ὁλόκληρον καὶ γνήσιον κ. τ. λ. Plat. Legg. VI, 579 c; δοκιμασθεὶς ἀρχέτω ibd. 765 b; δοκιμάζονται οἱ στρατηγοί Lys. 15, 6. 16, 3, u. öfter; u. a. Redner; ἡ ἐν Ἁρείῳ πάγῳ βουλὴ ἐκ τῶν δεδοκιμασμένων καθίσταται Xen. Mem. 3, 5, 20. – c) unter die ἔφηβοι, d. i. unter die Männer nach vorangegangener Prüfung der rechtlichen Ansprüche des Bürgers (vgl. Ar. Vesp. 578) aufnehmen; εἰς ἄνδρας δ., Lys. 32, 9; ἕως ἀνὴρ εἶναι δοκιμασθείην Dem. 27, 5, d. i. für mündig erklärt werden; vgl. Isocr. 16, 29; Harpocr. erkl. δοκιμασθείς· εἰς ἄνδρας ἐγγραφείς. – Med., Men. Stob. fl. 72, 2.
Greek (Liddell-Scott)
δοκιμάζω: μέλλ. -άσω, (δόκιμος) ὑποβάλλω εἰς δοκιμὴν ἢ δοκιμασίαν μέταλλα, ὅπως ἴδω ἂν εἶνε καθαρά, γνήσια, Ἰσοκρ. 240D· οὕτω, δ. πορφύραν αὐτόθι· τοὺς οἴνους Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 10, 9· τὰ νομίσματα ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 1. 6, 11. -Παθ., ἐπειδὰν τὸ ἔργον… δοκιμασθῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 15. -Μέσ., δοκιμάζω δι’ ἐμαυτόν, ἐκλέγω, χώραν Ξεν. Οἰκ. 8, 10, πρβλ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 3. 11. 2) ἐπὶ προσώπων, δ. αὐτούς, ὑποβάλλω εἰς δοκιμασίαν, ἐξετάζω, ἐρευνῶ, Λατ. examinare, Ἡρόδ. 2. 38· δ. τοὺς μηνυτὰς Θουκ. 6. 53· φίλους Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 1. ΙΙ. ὡς ἀποτέλεσμα τῆς τοιαύτης δοκιμῆς, ἐπιδοκιμάζω, ἐγκρίνω, Λατ. probare, comprobare, ἀντίθ. ἀποδοκιμάζω, Θουκ. 3. 38, Ἀνδοκ. 11. 22, Πλάτ., κτλ.· μετ’ ἀπαρ., ἐκπονεῖν ἐδοκίμαζε Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 4. -Παθ., ἐπειδὴ… ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν Θουκ. 2. 35. 2) ὡς πολιτικός ὅρος ἐν Ἀθήναις, α) ἐξετάζω καὶ παραδέχομαι ὡς κατάλληλον διά τι ὑπούργημα, Πλάτ. Νόμ. 759C (πρβλ. δοκιμασία)· καί ἐν τῷ παθ., ἐπιδοκιμάζομαι ὡς κατάλληλος, Λυσ. 144. 43, κτλ.· δοκιμασθεὶς ἀρχέτω Πλάτ. Νόμ. 765Β· δοκιμαζομένου, ὅτε ἐξηταζόμην, Δημ. 551. 2· μεταφ., ὑπὲρ τοῦ στεφανωθῆναι δοκιμάζομαι ὁ αὐτ. 315. 13. β) κρίνω τινὰ κατάλληλον, ἱππεύειν δεδοκιμασμένος Λυσ. 142. 36, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 3, 20, Συλλ. Ἐπιγρ. 126, 1688. 15 κ. ἀλλ. γ) ἐξετάζω καὶ δέχομαι παῖδας εἰς τὴν τάξιν τῶν ἐφήβων ἢ ἐφήβους εἰς τὴν τῶν ἀνδρῶν· ἐπιτρέπω εἰς αὐτοὺς νὰ ὑποσιῶσι τὴν δοκιμασίαν (ὃ ἴδε), Λυσ. 145. 41· καὶ ἐν τῷ παθ., ὑφαίσταμαι τὴν δοκιμασίαν, διέρχομαι δι’ αὐτῆς, ὁ αὐτ. 146. 19, Ἀριστοφ. Σφηξ. 578, κτλ.· ἕως ἐγὼ ἀνὴρ εἶναι δοκιμασθείην Δημ. 814. 20· εἰς ἄνδρας δεδοκιμασμένοι Ἰσοκρ. 238C. δ) δοκιμάζω, ἐξετάζω τὸ δικαίωμα ῥήτορος τοῦ νὰ ὁμιλήσῃ (ἴδε δοκιμασία 4), Α. Β. 310. 25.
French (Bailly abrégé)
f. δοκιμάσω, ao. et pf. inus.
Pass. ao. ἐδοκιμάσθην, pf. δεδοκίμασμαι;
1 éprouver, mettre à l’épreuve, acc.;
2 approuver, juger bon, acc. ; à Athènes, vérifier l’aptitude ou l’éligibilité.
Étymologie: δόκιμος.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): beoc. -άδδω IG 7.3172.68 (Orcómeno III a.C.)
• Morfología: [fut. δοκιμάσω Herm.Mand.11.7, contr. δοκιμῶ LXX Ie.9.6; tes. v. pas. part. dat. plu. δοκιμασθέντεσσι IG 9(2).1228.19 (Falana III a.C.)]
A gener.
I 1c. ac. de pers. o de abstr. ref. pers. examinar, probar, poner a prueba, someter a examen τοὺς μηνυτάς para distinguir los que decían la verdad de los que mentían, Th.6.53, a los amigos δοκίμαζε τοὺς φίλους ἐκ τῆς περὶ τὸν βίον ἀτυχίας Isoc.1.25, cf. X.Mem.2.6.1, δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν pruébese el hombre a sí mismo para ver si come el pan y bebe el cáliz del Señor digna o indignamente, 1Ep.Cor.11.28, para distinguir al verdadero del falso οὕτω δοκιμάσεις τὸν προφήτην καὶ τὸν ψευδοπροφήτην Herm.Mand.11.7, τοὺς νέους ἡδοναῖς τισι para comprobar su resistencia, Aristid.Quint.59.25, cf. Aen.Gaz.Ep.17
•en v. pas., esp. en perf., c. valoración positiva implícita ἐν πολλῷ χρόνῳ ... δεδοκιμασμένος (φίλος) (un amigo) puesto a prueba durante mucho tiempo Arist.EN 1157a22, ἀνὴρ δεδοκιμασμένος ... ἐπί τε τῇ τέχνῃ τῆς ἰατρικῆς IM 113.9 (I d.C.), de cargos eclesiásticos διακόνους ἀξίους τοῦ κυρίου, ἄνδρας ... ἀληθεῖς καὶ δεδοκιμασμένους Didache 15.1, cf. Const.App.7.31.1, εὐσεβείᾳ δεδοκιμασμένοι ἄνδρες hombres de probada piedad Eus.VC 4.51, cf. 2.63
•c. ac. de abstr. ref. pers. examinar, investigar, poner a prueba αὐτοῦ τὴν ψυχήν X.Ages.6.2, τὰς ψυχάς (Dios en el juicio final) Apoc.Petr.1.3, οὐ κατ' ἐπιταγὴν λέγω ἀλλὰ ... τὸ τῆς ὑμετέρας ἀγάπης γνήσιον δοκιμάζων no hablo en tono de mando sino poniendo a prueba la autenticidad de vuestra caridad 2Ep.Cor.8.8, τὴν πίστιν ὑμῶν Gr.Naz.Ep.4.3, en v. pas. ψυχαὶ ἀπείραστοι καὶ μὴ δοκιμασθεῖσαι ἐν διαφόροις θλίψεσιν Mac.Aeg.Serm.B.20.2.2.
2 examinar para comprobar o estimar el valor o calidad de objetos o materiales valiosos, mediante examen o comparación:
a) el vino τῆς γὰρ γεύσεώς ἐστιν ἡ κρίσις τῶν χυμῶν, ὅπερ ποιοῦσιν οἱ τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες lo propio del gusto es el discernir los sabores, como hacen los catadores de vinos Arist.EN 1118a28;
b) materiales preciosos ὥσπερ τὴν πορφύραν καὶ τὸν χρυσόν θεωροῦμεν καὶ δοκιμάζομεν Isoc.12.39, χωνείᾳ τε καὶ πυρὶ δοκιμάζοντες (τὴν ὕλην) de estatuas de dioses en materiales preciosos, Eus.VC 3.54, en v. pas. ὥσπερ χρυσὸν ἐν καμίνῳ δοκιμασθείς Gr.Naz.M.35.897C;
c) monedas: mediante comparación con objetos de su valor, Arist.HA 491a21, para desechar las falsas o con una aleación inadecuada, en uso abs. ὁ δὲ δοκιμαστὴς ὁ δημόσιος ... δοκιμαζέτω κατὰ ταῦτα que el verificador público realice la comprobación (de las monedas) de acuerdo con estos criterios, SEG 26.72.6 (Atenas IV a.C.).
3 c. valor institucional examinar, investigar, someter a examen o escrutinio a candidatos a algún cargo, magistratura, actividad profesional o estatus civil o relig., etc. (frec. difícil de distinguir de A II 1):
a) candidatos a magistraturas τοὺς ἐξηγητάς Pl.Lg.759d, en v. pas. αἱ κληρωταὶ ἀρχαὶ οὐκ ἀδοκίμαστοι, ἀλλὰ δοκιμασθεῖσαι ἄρχουσι Aeschin.3.15, βουλεύειν γε δοκιμασθείς Lys.26.11, cf. D.21.111, ἣν (δοκιμασίαν) οἱ ἐννέα ἄρχοντες δοκιμάζονται Lycurg.Fr.18;
b) personas que pretenden acceder a la condición de ciudadanos, en v. pas. δίδοσθαι δὲ αὐτῷ καὶ πολιτείαν δοκιμασθέντι ἐν τῷ δικαστηρίῳ κατὰ τοὺς νόμους IG 22.850.15 (III a.C.);
c) exiliados que recuperan sus bienes, en v. pas. δοκιμάζεσθαι καὶ αὐτὰς καὶ τὸς ἐς ταιννὶ ἐσγόνος τὰ πατρῷα καὶ τὰ ματρῷα que sean objeto de una investigación, ellas y sus descendientes, relativa a sus bienes paternos y maternos, SIG 306.55 (Tegea IV a.C.);
d) los efebos δοκιμάζει τοὺς ἐγγραφέντας ἡ βουλή Arist.Ath.42.2, en v. pas. ἐπὰν δὲ δοκιμασθῶσιν οἱ ἔφηβοι Arist.Ath.42.2, cf. Ar.V.578;
e) examinar, someter a revisión leyes, And.Myst.82, en v. pas. And.Myst.85
•verificar, comprobar δοκιμάσουσι ... κατὰ μέρος ἕκαστον τῶν ἔργων καὶ συμπάντων τῶν ἔργων συμπᾶσαν τὴν ἐργασίαν verificarán cada uno de los trabajos y la realización en su conjunto de todos ellos para comprobar que se ajustan al contrato ID 502A.22 (III a.C.), en v. pas. ἐπειδὰν συντελεσθῇ τὸ ἔργον ... καὶ δοκιμασθῇ κατὰ τὴν συγγραφήν ID 502A.15 (III a.C.);
f) supervisar, examinar, someter a examen animales para determinar si son aptos o no para el sacrificio τοὺς βοῦς Hdt.2.38.1, δ. δὲ τὰ ἱερεῖα τοὺς προβούλους IG 12(5).647.14 (Ceos III a.C.), τὴν δὲ ψυχὴν δοκιμάζουσι τοῖς μὲν ταύροις ἄλφιτα ... παρατιθέντες Plu.2.437b, en v. pas. τὸ κτῆνος Hdt.2.38.3.
4 juzgar, considerar bueno o digno de algo, c. part. o inf. τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν, ὃν ἐδοκιμάσαμεν ... σπουδαῖον ὄντα 2Ep.Cor.8.22, κέρδος οὐχ ὑμᾶς Θεοτίμῳ, Θεότιμον δὲ ὑμῖν εἶναι δοκιμάζω Synes.Ep.99, θεὸς ... καιρὸν εὔκαιρον εἶναι ... ἐδοκίμαζε Eus.VC 4.52, εἰ δοκιμάσειας καλῶς ἔχειν Ath.Al.Decr.32, en v. pas. ἐπειδὴ δὲ τοῖς πάλαι ... ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν Th.2.35, πρέσβεις ... δεδοκιμασμένους ἀξίους τῆς πόλεως εἶναι Aeschin.2.113, τιμῆς τε καὶ διαθέσεως ἄξιος δοκιμάζεται Eus.VC 3.60.
II c. valoración positiva
1 c. valor institucional aprobar, dar por bueno y más frec. en aor. o perf. pas. superar el examen, ser admitido, aprobado, dado por bueno para algún cargo, magistratura, actividad profesional o estatus civil o relig. (frec. difícil de distinguir de A I 3):
a) candidatos a magistraturas ἡ βουλὴ ... δοκιμάζει τοὺς βουλευτὰς ... καὶ τοὺς ἐννέα ἄρχοντας Arist.Ath.45.3, en v. pas. πάντες γὰρ καὶ οἱ κληρωταὶ καὶ οἱ χειροτόνητοι δοκιμασθέντες ἄρχουσιν Arist.Ath.55.2, ἀρχὰς ἔλαχεν καὶ ἦρξεν δοκιμασθείς obtuvo por suerte unas magistraturas y las desempeñó después de superado el examen D.57.25, cf. Lys.15.6, 14.22;
b) los efebos para pasar a la edad viril, en v. pas. ἐπειδὴ δεδοκίμασαι καὶ ἀνὴρ γεγένησαι Lys.32.9, cf. D.27.5, οἱ εἰς ἄνδρας δεδοκιμασμένοι Isoc.12.28;
c) testigos ἐπιδειξάτω δὲ Ἡρακλείδης ὅ τι ἂν ἐγκαλῇ Δημητρίᾳ ἐναντίον ἀνδρῶν τριῶν, οὓς ἂν δοκιμάζωσιν ἀμφότεροι que Heraclides pruebe sus acusaciones contra Demetria delante de tres hombres aceptados por ambas partes, PEleph.1.8 (IV a.C.);
d) candidatos a desempeñar una actividad profesional, en v. pas.: para dirigir los coros δοκιμασθεὶς ... τῶν χορῶν ἀρχέτω κατὰ νόμον Pl.Lg.765b, médicos δεδοκιμασμένος (ἰατρός) PFay.106.24 (II d.C.), notarios PSI 1105.4 (II d.C.);
e) cargos religiosos, en v. pas. μοσχοσφραγισταὶ ... δοκιμάζονται PGnom.201 (II d.C.);
f) candidatos a asociaciones religiosas IG 22.1361.23 (IV a.C.), 1369.34 (II d.C.), en v. pas. μηδενὶ ἐξέστω ἰόβακχον εἶναι ... εἰ μὴ πρῶτον δοκιμασθῇ ὑπὸ τῶν ἰοβάκχων ψήφῳ, εἰ ἄξιος φαίνοιτο ... τῷ Βακχείῳ IG 22.1368.35, cf. 1369.32 (ambas II d.C.), 7.2808b.9 (Hieto III d.C.);
g) de Ptolomeo V, ‘aprobado’ y legitimado por Hefesto-Pta ὃν ὁ Ἥφαιστος ἐδοκίμασεν OGI 90.3 (II a.C.).
2 considerar aceptable, juzgar oportuno, juzgar adecuado o juzgar conveniente c. inf. ταῦτα ἱκανῶς ἐκπονεῖν ἐδοκίμαζε X.Mem.1.2.4, περιλαμβάνειν γὰρ οὐκ ἐδοκίμαζον ... ἄνθρωπον pues no consideraba aceptable estrechar en mis brazos a un hombre Macho 371, πάντι ... τῷ στρατῷ πολεμεῖν Ph.2.129, τὰ ὀνόματα δηλῶσαι τούτων οὐκ ἐδοκίμαζον I.AI 2.176, οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει Ep.Rom.1.28, abs. ὡς ἐὰν δοκιμάζῃς γεινέσθω que suceda del modo que a tí te parezca bien, BGU 248.19 (I d.C., cf. BL 1.32).
3 apreciar, juzgar valioso, valorar positivamente δοκιμάζεις τὰ διαφέροντα κατηχούμενος ἐκ τοῦ νόμου Ep.Rom.2.18, en v. pas. ὅπῃ ταύτῃ ἀρετὴ ἀσκεῖται καὶ δοκιμάζεται dondequiera que la virtud se practica y se la tiene en consideración Pl.R.407c, ἀργύρου κλῖναι πρὸς ἄνθρωπον δοκιμαζόμεν' Lyr.Adesp.70, δεδοκιμάσμεθα ὑπὸ τοῦ θεοῦ πιστευθῆναι τὸ εὐαγγέλιον hemos sido juzgados dignos por Dios de que se nos confiase el evangelio 1Ep.Thess.2.4.
4 aprobar, dar por bueno, reconocer como tal οἳ ἄρρενας ἐδοκίμασαν ἔρωτας Plu.2.11e, en v. pas. μετὰ δεδοκιμασμένου (λόγου) μὴ ξυνέπεσθαι ἐθέλειν Th.3.38, μέλεσι καὶ ῥυθμοῖς καὶ χορείαις ἐχρῶντο δεδοκιμασμέναις empleaban cantos, ritmos y danzas corales establecidos Aristid.Quint.59.3.
B en v. med.
1 decidir, elegir después de valorar, preferir χώραν δοκιμασώμεθα τὴν προσήκουσαν ἑκάστοις ἔχειν decidamos que cada cosa tengo un lugar adecuado X.Oec.8.10, δοκιμάζεται πᾶς οὐ πεπλασμένος φίλος φιλίαν φίλου στέργοντος, οὐ τὰ χρήματα Men.Comp.1.169.
2 examinar, poner a prueba a la futura esposa, Men.Fr.804.11.
English (Strong)
from δόκιμος; to test (literally or figuratively); by implication, to approve: allow, discern, examine, X like, (ap-)prove, try.
English (Thayer)
(δοκιμασία) δοκιμασίας, ἡ, a proving, putting to the proof: πειράζειν ἐν δοκιμασία to tempt by proving, L T Tr WH. (Lysias), Xenophon, Plato, Demosthenes, Polybius, Plutarch, others; λίθος δοκιμασίας, Sirach 6:21.)
Greek Monolingual
και δικιμάζω (AM δοκιμάζω
Μ και δικιμάζω) δόκιμος
1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες»)
2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει τις δυνάμεις του», «ο θεός δοκιμάζει την πίστη μας», «δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ θεοῦ ἐστι»)
3. δοκιμάζομαι
α) υποβάλλομαι σε δοκιμασία για να ελεγχθεί η ικανότητα μου ή η αξία μου
β) υποβάλλομαι σε δοκιμασίες, ταλαιπωρούμαι
5. (μτχ. παθ. παρακμ.) (δε)δοκιμασμένος, -η, -ο (AM δεδοκιμασμένος, -η, -ον)
εκείνος που έχει αποδειχθεί άξιος ή ικανός μετά από δοκιμασία
μσν.- νεοελλ.
1. αποκτώ πείρα κάποιου πράγματος («δοκίμασε την τύχη του στα χαρτιά», «δεν δοκίμασε τον έρωτα», «ἠθέλησε νὰ πολεμήση ἵνα δοκιμάσῃ τὴν τύχην»)
2. (με αντικ. λέξη που φανερώνει συναίσθημα ή ψυχική κατάσταση) δοκίμασα χαρά, λύπη, ικανοποίηση, κατάπληξη κ.λπ.
3. επιδιώκω, προσπαθώ («δοκίμασε να προχωρήσει», «ἐδοκίμασεν ἀποδιῶξαι τοὺς ἐρχομένους»)
νεοελλ.
1. προσπαθώ να εξακριβώσω τις σκέψεις, τα συναισθήματα ή τις προθέσεις κάποιου («το έκανα για να τον δοκιμάσω»)
2. (για φαγητό) γεύομαι λίγο προσπαθώντας να εξακριβώσω την καταλληλότητα, τη νοστιμιά κ.λπ.
3. (για αντικείμενα καθημερινής χρήσης) χρησιμοποιώ δοκιμαστικά μικρή ποσότητα («θα δοκιμάσω το νέο υγρό καθαρισμού»)
4. (για ενδύματα και υποδήματα) φοράω για να εξακριβώσω αν μού κάνουν στο μέγεθος και στο χρώμα
μσν.
αποφασίζω, καθορίζω («πρόστιμον... ὅσον ὁ δικαστὴς δοκιμάσῃ εὔλογον ὄν»)
αρχ.-μσν.
θεωρώ κατάλληλο να κάνω κάτι
αρχ.
1. εξετάζω, ερευνώ
2. εγκρίνω, επιδοκιμάζω («ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν»)
3. (με άρνηση) «οὐ δοκιμάζω» — αποδοκιμάζω, αρνούμαι
4. δοκιμάζομαι
δοκιμάζω για να χρησιμοποιήσω, εκλέγω («χώραν δοκιμασώμεθα τὴν προσήκουσαν ἑκάστοις ἔχειν», Ξεν.)
5. (ως πολιτικός όρος) α) εξετάζω και παραδέχομαι ως κατάλληλο για δημόσιο αξίωμα («δοκιμάζει [η βουλή]... καὶ τοὺς ἐννέα ἄρχοντας», Αριστοτ.)
β) κρίνω κάποιον ικανό, κατάλληλο («ἱππεύειν δεδοκιμασμένος», Λυσ.)
γ) εξετάζω και δέχομαι τα παιδιά στην τάξη τών εφήβων ή τους έφηβους στην τάξη τών ανδρών («δοκιμάζει τοὺς ἐγγραφέντας ἡ βουλή», Αριστοτ.)
δ) εξετάζω το δικαίωμα ρήτορα να μιλήσει στη βουλή.
Greek Monotonic
δοκιμάζω: μέλ. -άσω (δόκιμος)·
I. υποβάλλω σε δοκιμή μέταλλα προκειμένου να ελεγχθεί η γνησιότητά τους, η καθαρότητά τους, σε Ισοκρ. κ.λπ.
II. λέγεται για πρόσωπα, ανακρίνω, υποβάλλω σε δοκιμασία, εξετάζω, ερευνώ, σε Ηρόδ., Θουκ.· έπειτα, εγκρίνω, επιδοκιμάζω, στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., ἐκπονεῖν ἐδοκίμαζε, ενέκρινε τη δουλειά τους, σε Ξεν.
III. 1. στην Αθήνα, εξετάζω και εγκρίνω ως κατάλληλο για ένα αξίωμα, και στην Παθ., εγκρίνομαι, επιδοκιμάζομαι ως κατάλληλος, σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., ἱππεύειν δεδοκιμασμένος, σε Ξεν.
2. εξετάζω και επιτρέπω την εισαγωγή αγοριών στην τάξη των ἐφήβων ή ἐφήβων στην τάξη των ανδρών· και στην Παθ., υφίσταμαι τη δοκιμασία, εισάγομαι μ' αυτό τον τρόπο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἕως ἀνὴρ εἶναι δοκιμασθείην, σε Δημ.
IV. με απαρ., θεωρώ κάποιον ικανό να κάνει κάτι ή με αρνητ., θεωρώ κάποιον ακατάλληλο να, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
δοκῐμάζω:
1) пробовать, испытывать, проверять (τινά Thuc., Xen., Isocr., Arst. и τι Isocr., Arst.);
2) (в результате проверки) признавать годным, одобрять, утверждать (τινά Arst., Plut. и τι Plat., Arst., Dem., Plut.): δεδοκιμασμένος (sc. ἱππεύειν) Lys. признанный годным к службе в коннице; ἵπποι καὶ ἱππεῖς ἐδοκιμάσθησαν εἰς πεντήκοντα Xen. было отобрано 50 лошадей и всадников; τοῖς πάλαι οὕτως ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν Thuc. у древних это было сочтено или считалось правильным;
3) считать нужным, важным (οὐκ ἐδοκίμασαν θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει NT): οὐκ ἐδοκίμαζε φράζειν αὑτόν, ὅστις εἴη, πρότερος Plut. он не пожелал сразу же открыть, кто он такой;
4) (в Афинах) подвергать докимасии, т. е. гражданско-правовой проверке: δοκιμασθείς (sc. εἰς ἄνδρας) Lys. внесенный в списки совершеннолетних, достигший совершеннолетия; δοκιμασθεὶς ἀρχέτω κατὰ νόμον Plat. прошедший проверку пусть управляет согласно закону.
Middle Liddell
δόκιμος
I. to assay or test metals, to see if they be pure, Isocr., etc.
II. of persons, to put to the test, make trial of, scrutinise, Hdt., Thuc.: —then, to approve, Thuc., Plat., etc.; c. inf., ἐκπονεῖν ἐδοκίμαζε he approved of their working, Xen.
III. at Athens, to approve as fit for an office, and in Pass. to be approved as fit, Plat., etc.; c. inf., ἱππεύειν δεδοκιμασμένος Xen.
2. to examine and admit boys to the class of ἔφηβοι or ἔφηβοι to the rights of manhood; and in Pass. to be so admitted, Ar., etc.; ἕως ἀνὴρ εἶναι δοκιμασθείην Dem.
IV. c. inf. to think fit to do, or with negat. to refuse to do, NTest.
Chinese
原文音譯:dokim£zw 多企馬索
詞類次數:動詞(23)
原文字根:看來好像(化) 相當於: (בָּחַן) (חָקַר) (צָרַף)
字義溯源:試驗,細察,分辨,舉薦,證明,嘗試,檢查,省察,察驗,驗申,以為,認可,試一試;源自(δόκιμος)=可接受的);而 (δόκιμος)出自(δοκέω)*=想)。這字用在材料或銀幣的真假檢驗上。此外,有些人也要受檢查,察驗;如果通過了檢查,就認為是可接受的
同源字:1) (ἀδόκιμος)未被認可的 2) (ἀποδοκιμάζω)不贊成 3) (δοκέω)想,以為 4) (δοκιμάζω / δοκιμασία)試驗 5) (δοκιμή)考驗 6) (δοκίμιον)檢驗 7) (δόκιμος)可接受的參讀 (ἀνακρίνω)同義字
出現次數:總共(23);路(3);羅(4);林前(3);林後(3);加(1);弗(1);腓(1);帖前(3);提前(1);來(1);彼前(1);約壹(1)
譯字彙編:
1) 試驗(4) 林後8:8; 腓1:10; 來3:9; 約壹4:1;
2) 察驗(3) 羅12:2; 帖前2:4; 帖前5:21;
3) 分辨(2) 路12:56; 路12:56;
4) 受察驗(1) 提前3:10;
5) 試驗過(1) 彼前1:7;
6) 你們⋯舉薦的(1) 林前16:3;
7) 我們⋯察驗過了(1) 帖前2:4;
8) 我們⋯試驗過(1) 林後8:22;
9) 你們要察驗(1) 弗5:10;
10) 他們⋯察驗(1) 羅1:28;
11) 試驗:(1) 林後13:5;
12) 能察驗(1) 羅2:18;
13) 試一試(1) 路14:19;
14) 他所認可(1) 羅14:22;
15) 要試驗(1) 林前3:13;
16) 當省察(1) 林前11:28;
17) 當察驗(1) 加6:4
English (Woodhouse)
examine, test, test as to eligibility for office