μεθίστημι
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
A causal, in pres. and impf., fut. and aor. 1, place in another way, change, τοι ταῦτα μεταστήσω I will change thee this present, i. e. give another instead, Od.4.612; μ. τὰ νόμιμα πάντα Hdt.1.65; ὄνομα, τύχην, E.Ba.296, Heracl.935; τὸ μέγα εἰς οὐδὲν χρόνος μ. Id.Fr.304 (lyr.); μ. νόμους X.HG5.4.64; ταύτην τὴν πολιτείαν Pl.R.562c; ἐκ τοῦ παρόντος κόσμου τὴν πόλιν μεταστήσας Th.8.48; ἐς ὀλιγαρχίαν μ. [τὴν πολιτείαν] X.HG2.3.24; ἐξ ὀλιγαρχίας ἐς τὸ δημοκρατεῖσθαι μ. τοὺς Βυζαντίους ib.4.8.27; τὰ ἐκεῖ πάντα πρὸς Λακεδαιμονίους ib.2.2.5; also ἐκ τῆς καθεστηκυίας ἄλλην μ. [πολιτείαν] introduce a new polity, Arist.Pol.1301b8; μ. βασιλείαν ἀντὶ τυραννίδος Pl.Ep.319d. 2 c. gen. partit., οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος he changes [nothing] of his colour, Ar.Eq.398 (lyr.). II of persons, set free, τινὰ νόσου S.Ph.463; κακῶν, πόνων, E.Hel.1442, IT991, cf. 775; ὕπνου Id.Or.133. 2 remove by killing, αὑτόν J.AJ18.6.2: so in Med., τὸν ἄνθρωπον ib.18.9.5. 3 remove from one place to another, Th.4.57; ὠστράκιζον καὶ μεθίστασαν ἐκ τῆς πόλεως Arist.Pol.1284a21; ἐς ἄλλην χθόνα μ. πόδα E.Ba.49:— aor. 1 Med. μεταστήσασθαι remove from oneself or from one's presence, Hdt.1.89, 8.101, And.1.12, Th.1.79; banish, Aeschin.3.129; μ. φρουρὰς ἐκ πόλεων Plb.18.44.4. B Pass., with aor. 1 μετεστάθην [ᾰ] E.El.1202 (lyr.), D.26.6, also aor. 2, pf., and plpf. Act.: I of persons, stand among or in the midst of, c. dat., ἑτάροισι μεθίστατο Il.5.514. 2 change one's position, τυράννοις ἐκποδὼν μεθίστασο make way for them, E. Ph.40; depart, παλαιὸν εἰς ἴχνος A.Supp.538 (lyr.); ἐκ τῆς τάξιος Hdt.9.58; ἐκ τυραννικοῦ κύκλου S.Aj.750; ἔξω τῆς οἰκουμένης Aeschin. 3.165; ἐκ φωτὸς εἰς σκότος μ. Pl.R.518a: c. gen., δεῦρ' Ἰωλκίας χθονός E.Med.551; θρόνων Id.Ph.75; μ. φυγῇ Id.Med.1295: abs., μετάσταθ', ἀπόβαθι S.OC162 (lyr.), cf. D.23.69; ὅταν μεταστῇ [ὄλβος] S.Fr.646.6. 3 c. gen. rei, change, cease from, κότου A.Eu. 900; ξηρῶν τρόπων Ar.V.1451 (lyr.), cf. Pl.365; λύπης, κακῶν, E.Alc. 1122, Hel.856; μ. βίου die, Id.Alc.21 (also μ. alone, J.AJ17.4.2, Plu. 2.1104c; ἑκὼν μ. commit suicide, Vett. Val.94.9); μ. φρενῶν change from one's former mind, change one's mind, E.Ba.944. 4 go over to another party, revolt, Th.1.35, etc.; ἀπό τινος Id.8.76; παρά or πρός τινα, Id.1.107,130. 5 to be banished, ὑπό τινων D.26.6. II of things, change, alter, either for the better, τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Hdt.1.118; ἐς τὸ λῷον . . μεθέστηκεν κέαρ E.Med.911; or for the worse, ἐξ ἧς [πολιτείας] ἡ ὀλιγαρχία μετέστη from which oligarchy arose by a change, Pl.R.553e, cf. X.HG2.3.24, Arist.Pol.1301a22, Plb.6.9.10; εἴ τι μὴ δαίμων . . μεθέστηκε στρατῷ hath changed for them, A.Pers.158 (troch.); νέος μεθέστηκ' ἐκ γέροντος E.Heracl.796. 2 Medic., of pains, change position, εἰς τὴν ἄνω χώραν Gal.16.652.
German (Pape)
[Seite 113] (s. ἵστημι), 1) trans., anders-, umstellen, ἐγώ τοι ταῦτα μεταστήσω, Od. 4, 612, wo Menelaos dem Telemach andere Geschenke zu geben verspricht, als er anfänglich gesagt hatte; καί σε δαίμονες νόσου μεταστήσειαν, Soph. Phil. 461, sie mögen dich in einen andern Zustand, als die Krankheit ist, versetzen, wie ἀπαλλάσσειν construirt, d. i. sie mögen dich von der Krankheit befreien; vgl. μετάστησον ἡμᾶς κακῶν Eur. Hel. 1458; μεταστήσουσ' ὕπνου τόνδ' ἡσυχάζοντα, Or. 133, d. i. sie werden ihn aus dem Schlafe aufwecken; πόδα εἰς ἄλλην χθόνα, d. i. auswandern, Bacch. 49; μεθιστάναι τοὺς τρόπους, geradezu verändern, I. A. 346, vgl. Alc. 172; Ar. Vesp. 748; ὄνομα μεταστήσαντες, Eur. Bacch. 296; μετέστησε τὰ νόμιμα, Her. 1, 65; auch = von einem Orte weg nach einem andern hinbringen, vertreiben, verjagen, μετάστησόν με θεᾶς σφαγίων, Eur. I. T. 775, vgl. εἰς ἄλλην χθόνα μεταστήσω πόδα, Bacch. 49. Auch in Prosa, μεταστῆσαί τινος, Thuc. 4, 57, ἐκ τοῦ παρόντος κόσμου τὴν πόλιν μεταστήσας, nachdem er die gegenwärtige Verwaltung umgeändert, 7, 48, wie Plat. τὴν πολιτείαν μεθίστησι, Rep. VIII, 562 c; τῶν νέων τὰ ἤθη, Legg. VII, 797 c; πολιτείαν, νόμους, Xen. Hell. 2, 3, 17. 5, 4, 46; Folgde; τὴν δυναστείαν εἰς ἑαυτόν, übertragen, Pol. 22, 21, 1. – 2) in den intrans. tempp. u. im med. sich umstellen, anderswohin gehen, ἑτάροισιν μεθίστατο, er trat zu den Freunden hin, Il. 5, 514; παλαιὸν δ' εἰς ἴχνος μετέσταν, Aesch. Suppl. 533; μετάσταθ' ἀπόβαθι vrbdt Soph. O. C. 160; ἐκ τυραννικοῦ κύκλου Κάλχας μεταστάς, Ai. 737, er trat aus dem Kreise; übtr., μεθίσταμαι κότου, ich trete vom Groll weg, lasse ab, Aesch. Eum. 860; μεθέστηκεν φυγῇ, Eur. Mad. 1295; u. dem act. entsprechend, μετέστημεν φόβου, μεταστήτω κακῶν, Rhes. 295 Mel. 862; auch βίου, Alc. 21; sich entfernen, τυράννοις ἐκποδὼν μεθίστασο, Phoen. 40; pass., μετασταθεῖσα τῶν φρενῶν, Bacch. 1269, wie μεθέστηκας φρενῶν, 942, du bist von Sinnen gekommen; βίον, sterben, Alc. 21; μετέστη ξηρῶν τρόπων, Ar. Vesp. 1451, wie μεθέστηχ' ὧν πρότερον εἶχε τρόπων, Plut. 365, hat sich vom frühern Sinn geändert; τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης, da sich das Glück gut gewendet hat, Her. 1, 118; μετεστήκει, er hatte sich davon gemacht, 8, 81, wie μετιστάμενοι ἐκ τάξιος, 9, 58; von Staatsveränderungen, ἡ ὀλιγαρχία μετέστη, Plat. Rep. VIII, 553 e; ἐκ φωτὸς εἰς σκότος μεθισταμένων, VII, 518 a; χωρία τὰ πρὸς Λακεδαιμονίους μεθεστηκότα, die zu den L, übergegangen sind, Xen. Hell. 1, 4, 9; ἀπό τινος, Thuc. 8, 76; μετάστητε ἔξω, entfernt euch, Dem. 25, 23; μετασταθεὶς Ἀριστείδης ἐν Αἰγίνῃ διέτριβε, verbannt, 26, 6; μεθίστασθαι, verändert werden, Pol. 6, 9, 10; – Ar. sagt auch κοὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος, Equ. 397, er verändert nicht die Farbe. – 3) aor. I. med. von sich wegstellen, μεταστησάμενος τοὺς ἄλλους, nachdem er die andern hatte abtreten lassen, Her. 1, 89. 8, 101, wie Thuc. 1, 79; Xen. Hell. 4, 1, 5 u. sonst; auch τὰς φρουρὰς ἐκ τῶν πόλεων, sie abmarschiren lassen, Pol. 18, 27, 4; auch = verbannen, Aesch. 3, 129; Plut. Aristid. 7.
Greek (Liddell-Scott)
μεθίστημι: Α. Μεταβ., κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., μέλλ. καὶ ἀόρ. α΄, τοποθετῶ κατ’ ἄλλον τρόπον, μεταλλάσσω, μεταβάλλω, μεταστήσω τοι ταῦτα, θά σοι τὰ ἀλλάξω, δηλ. θά σοι δώσω ἄλλα (δῶρα) ἀντ’ αὐτῶν, Ὀδ. Δ. 612· μ. τὰ νόμιμα πάντα Ἡρόδ. 1. 65· ὄνομα, τύχην, κτλ., Εὐρ., κτλ.· τὸ μέγα εἰς οὐδὲν μ. χρόνος Εὐρ. Ἀποσπ. 306· μ. νόμους Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 64· ταύτην τὴν πολιτείαν Πλάτ. Πολ. 562C· μ. τὴν πόλιν ἐκ τοῦ παρόντος κόσμου Θουκ. 8. 48· ἐς ὀλιγαρχίαν μ. [τὴν πολιτείαν] Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 24· ἐξ ὀλιγαρχίας ἐς τὸ δημοκρατεῖσθαι μ. τοὺς Βυζαντίους αὐτόθι 4. 8, 27· τὰ ἐκεῖ πάντα πρὸς Λακεδαιμονίους αὐτόθι 2. 2, 5· ὡσαύτως, ἐκ τῆς καθεστηκυίας ἄλλην μ. [πολιτείαν], εἰσάγειν νέον πολίτευμα, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 1, 8, πρβλ. Πλάτ. Ἐπιστ. 319D. 2) μετὰ γενικ. διαιρ., καὶ οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος, καὶ [[[οὐδόλως]]] μεταβάλλει τὸ χρῶμά του, κατὰ λέξιν «οὐδὲν μέρος τοῦ χρώματος μεταβάλλει», Ἀριστοφ. Ἱππ. 398. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀπαλλάττω, ἐλευθερώνω, τινὰ νόσου Σοφ. Φιλ. 463· κακῶν, πόνων Εὐρ. Ἑλ. 1442, Ι. Τ. 991· ὕπνου ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 133. 2) μετακινῶ ἀπὸ τόπου τινὸς εἰς ἕτερον, μεταθέτω, Θουκ. 4. 57· ὠστράκιζον καὶ μεθίστασαν ἐκ τῆς πόλεως Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 15· μ. ἐκ βαρβάρου γῆς Εὐρ. Ι. Τ. 775· εἰς ἄλλην γῆν μ. πόδα ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 49· - οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ. α΄ μεταστήσασθαι, διατάσσω τινὰ νὰ ἀπομακρυνθῇ, νὰ ὑπάγῃ εἰς ἄλλο μέρος τῆς οἰκίας, μεταστησάμενος δὲ τοὺς ἄλλους εἴρετο Κροῖσον Ἡρόδ. 1. 89., 8. 101, Ἀνδοκ. 39. 38, Θουκ. 1. 79, κτλ. Β. Παθ., ἀόρ. α΄ μετεστάθην [ᾰ] Εὐρ. Ἠλ. 1201, Πλάτ., ὡσαύτως μετ’ ἀορ. β΄, πρκμ., καὶ ὑπερσ. ἐνεργ.· Ι. ἐπὶ προσώπων, ἵσταμαι μεταξὺ ἢ ἐν τῷ μέσῳ..., μετὰ δοτ., ἑτάροισι μεθίστατο Ἰλ. Ε. 514. 2) ἀποσύρομαι, κάμνω τόπον νὰ περάσῃ τις, ὦ ξένε, τυράννοις ἐκποδὼν μεθίστασο Εὐρ. Φοίν. 40· ἀποσύρομαι, ἀπέρχομαι, ἀπομακρύνομαι, παλαιὸν εἰς ἴχνος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 538· ἐκ τῆς τάξεως Ἡρόδ. 9. 58· ἐκ τυραννικοῦ κύκλου Σοφ. Αἴ. 749· ἔξω τῆς οἰκουμένης Αἰσχίν. 77. 19· μετὰ γεν., δεῦρ’ Ἰωλκίας Χθονὸς Εὐρ. Μήδ. 551· θρόνων ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 75· μ. φυγῇ ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1295· ἀπολ., μετάσταθ’ ἀπόβαθι Σοφ. Ο. Κ. 162· ὅταν μεταστῇ [[[ὄλβος]]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 576. 6. 3) μετὰ γεν. πράγμ., παύομαι, κότου Αἰσχύλ. Εὐμ. 900· ξηρῶν τρόπων Ἀριστοφ. Σφ. 1451, πρβλ. Πλ. 365· λύπης, κακῶν Εὐρ. Ἄλκ. 1122, Ἑλ. 856· μ. βίου, ἀποθνήσκω, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 21· μ. φρενῶν, παραφρονῶ, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 944. 4) μεταβαίνω, εἰς ἑτέραν φατρίαν, ἀποστατῶ, ἀφίσταμαι, Θουκ. 1, 35, κλτ.· ἀπό τινος 8. 76· παρὰ ἢ πρός τινα 1. 107, 130. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, ἐνίοτε ἐπὶ τὸ βέλτιον, τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Ἡρόδ. 1. 118, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 911· ὡσαύτως καὶ ἐπὶ τὸ χεῖρον, ἐξ ἧς [μεταβολῆς] ὀλιγαρχία μετέστη Πλάτ. Πολ. 553Ε, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 25, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 1, 1· ἐκ φωτὸς εἰς σκότος μ. Πλάτ. Πολ. 518Α· εἴ τι μὴ δαίμων... μεθέστηκε στρατῷ, ἐὰν μὴ ἔχῃ μεταβληθῇ ἡ τύχη διὰ τὸν στρατόν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 158.
French (Bailly abrégé)
f. μεταστήσω, ao. μετέστησα, etc.
Pass. f. μετασταθήσομαι, ao. μετεστάθην, etc., v. ἵστημι;
I. tr., aux temps suiv. : prés., impf., f., ao. et à l’ao. Moy. μετεστησάμην;
1 déplacer : τινά transporter, exiler qqn;
2 changer : τὰ νόμιμα HDT les lois ; τοὺς τρόπους EUR les mœurs ; avec le gén. : χρώματος AR changer de couleur ; avec un double rég. : τινα νόσου SOPH délivrer qqn d’une maladie;
II. intr. aux temps suiv. : ao. μετέστην, pf. μεθέστηκα, pqp. μεθειστήκειν ; Moy. prés. μεθίσταμαι, impf. μεθιστάμην, f. μεταστήσομαι;
1 changer de place, se déplacer : μετάσταθ’ ἀπόβαθι SOPH va ! éloigne-toi ; ἐκ τῆς τάξιος HDT quitter son poste ; ἔξω τῆς οἰκουμένης ESCHN quitter la terre ; poét. avec le dat. seul : στρατῷ ESCHL abandonner l’armée ; particul. passer d’un camp ou d’un parti dans un autre, faire défection : ἀπό τινος abandonner le parti de qqn ; παρά τινα, πρός τινα passer dans le parti de qqn ; χωρία πρὸς Λακεδαιμονίους μεθεστηκότα XÉN les pays qui avaient passé du côté des Lacédémoniens ; τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης HDT la fortune ayant favorablement tourné;
2 fig. sortir d’un état, d’une situation : βίου EUR quitter la vie ; εἰς δουλείαν PLUT voir sa situation changée en servitude;
Moy. μεθίσταμαι;
1 (tr., à l’ao. μετεστησάμην) déplacer, éloigner de soi, faire sortir : τινα qqn ; particul. exiler, bannir;
2 (intr. aux temps suiv. : prés. μεθίσταμαι, impf. μεθιστάμην, f. μεταστήσομαι) se tenir au milieu de ou parmi : ἑτάροισι au milieu de ses compagnons.
Étymologie: μετά, ἵστημι.
English (Autenrieth)
fut. μεταστήσω, mid. ipf. μεθίστατο: substitute, i. e. exchange, Od. 4.612; mid., stand over among, ‘retire’ among, Il. 5.514.
English (Strong)
or (1 Cor. 13:2) methistano from μετά and ἵστημι; to transfer, i.e. carry away, depose or (figuratively) exchange, seduce: put out, remove, translate, turn away.
English (Thayer)
and (in R G WH (cf. ἵστημι)) μεθιστάνω; 1st aorist μετέστησα; 1st aorist passive subjunctive μετασταθῶ; from Homer down; properly, to transpose, transfer, remote from one place to another: properly, of change of situation or place, ὄρη, τινα εἰς τί, τινα (T Tr WH add ἐκ, so L in brackets) τῆς οἰκονομίας, to remove from the office of steward, passive τῆς χρείας, τινα ἐκ τοῦ ζῆν, to remove from life, Diodorus 2,57, 5; 4,55, 1; with ἐκ τοῦ ζῆν omitted, to depart from life, to die, Euripides, Alc. 21; Polybius 32,21, 3; Heliodorus 4,14). metaphorically, τινα, without adjunct (cf. German verrücken (English pervert), i. e. to lead aside (A. V. turn away) to other tenets: τήν καρδίαν τοῦ λαοῦ, Joshua 14:8).
Greek Monolingual
(Α μεθίστημι και μεθιστάνω και μεθιστῶ)
(το μέσ.) μεθίσταμαι
1. μετακινούμαι σε άλλο σημείο, μεταφέρομαι
2. μεταβαίνω σε άλλη παράταξη, αποστατώ, αποσκιρτώ, αυτομολώ, μεταπηδώ («τελικά μετέστη στο αντίπαλο κόμμα»)
νεοελλ.
φρ. «μετέστη εις τας αιωνίους μονάς» — υπέκυψε στο μοιραίο, απεβίωσε, πέθανε
αρχ.
1. τοποθετώ με άλλο τρόπο, αλλάζω τη θέση ενός πράγματος, αντικαθιστώ («μετέστησε τὰ νόμιμα πάντα», Ηρόδ.)
2. (με γεν.) μεταβάλλω, αλλάζω («καὶ οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος», Αριστοφ.)
3. μετακινώ από έναν τόπο σε άλλο, μετατοπίζω, μεταθέτω
4. (για πρόσωπα) απαλλάσσω, ελευθερώνω («καί σε δαίμονες νόσου μεταστήσειαν», Σοφ.)
5. παθ. (για πράγματα) μεταβάλλομαι, αλλοιώνομαι προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο («τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης», Ηρόδ.)
6. μέσ. α) απομακρύνω κάποιον από κοντά μου («μεταστησάμενος δὲ τοὺς ἄλλους εἴρετο Κροῑσον», Ηρόδ.)
β) διώχνω μακριά, εκβάλλω, εξορίζω
γ) απομακρύνομαι, αποσύρομαι, αποχωρώ
δ) σταματώ, καταπαύω («θέλξειν μ' ἔοικας και μεθίσταμαι κότου», Αισχύλ.)
ε) μεταφέρομαι, πηγαίνω
7. φρ. α) «μεθίσταμαι τοῦ βίου» — πεθαίνω
β) «μεθίσταμαι φρενῶν» — παραφρονώ, τρελαίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἵστημι.
Greek Monotonic
μεθίστημι:Α. I. μτβ., σε ενεστ. και παρατ., μέλ. και αόρ. αʹ,
1. τοποθετούμαι με διαφορετικό τρόπο, αλλάζω στάση, αλλάζω· μεταστήσω τοι ταῦτα, θα σου δώσω ένα άλλο δώρο αντί γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· μεθίστημι τὰ νόμιμα πάντα, σε Ηρόδ.· ὄνομα, κ.λπ., σε Ευρ.
2. με γεν. διαιρ., οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος, δεν έχει αλλάξει τίποτε στη στάση του, σε Αριστοφ.
II. 1. λέγεται για πρόσωπα, απαλλάσσομαι, νόσου, από αρρώστια, σε Σοφ.· κακῶν, ὕπνου, σε Ευρ.
2. μετακινώ, στον ίδ., σε Θουκ.· ομοίως στον Μέσ. αόρ. αʹ, μεταστήσασθαι, μετακινούμαι ή απομακρύνομαι από κάποιον παρόντα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. Β. Παθ., αόρ. αʹ μετεστάθην [ᾰ], με αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. με Ενεργ. σημασία·
I. 1. στέκομαι μεταξύ ή στο μέσον, ἑτάροισι μεθίστατο, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αλλάζω τη στάση κάποιου, απομακρύνω, αναχωρώ, σε Ηρόδ., Αττ.· μετεστάθην τυράννοις ἐκπόδων, εκδιώκω τους τυράννους, σε Ευρ.
3. με γεν. πράγμ., μεταβάλλω ή πτύω κάτι, κότου, σε Αισχύλ.· λύπης, κακῶν, σε Ευρ.· μετεστάθην βίου, πεθαίνω, στον ίδ.· μετεστάθην φρενῶν, τρελαίνομαι, στον ίδ.
4. περνώ σε άλλη πολιτική παράταξη, στασιάζω, σε Θουκ.
II. λέγεται για πράγματα, μεταβάλλω, τροποποιώ, κάποιες φορές προς το καλύτερο, τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης, σε Ηρόδ.· ή προς το χειρότερο, δαίμων μεθέστηκε στρατῷ, η τύχη έχει μεταβληθεί αρνητικά για το στράτευμα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μεθίστημι: ион. μετίστημι
1) реже med. (из)менять (τὰ νόμιμα Her.; ὄνομα, τοὺς τρόπους Eur.): μ. χρώματος Arph. менять цвет; μ. εἰς δουλείαν Plut. попадать в рабство;
2) перемещать: μ. πόδα εἰς ἄλλην χθόνα Eur. отправляться в другую страну; μετάστησόν (με) θεᾶς σφαγίων Eur. увези меня от кровавой богини; μεταστῆναι ἐν Αἰγίνῃ Dem. быть сосланным в Эгину;
3) переносить (τὴν δυναστείαν εἰς ἑαυτόν Polyb.);
4) выводить (из какого-л. состояния): μ. τινὰ ὕπνου Eur. пробудить кого-л. ото сна; μ. τινὰ νόσου Soph. исцелить кого-л. от болезни;
5) переубеждать или совращать (ἱκανὸν ὄχλον NT);
6) выходить, уходить, покидать (ἐκ τῆς τάξιος Her.; στρατῷ Aesch.; ἔξω τῆς οἰκουμένης Aeschin.): μ. βίου и βίον Eur. уходить из жизни, умирать; μετάσταθ᾽, ἀπόβαθι! Soph. уходи!; ἐκ κύκλου μεταστάς Soph. вышедший из круга;
7) удалять, устранять (τινά NT, med. Her., Thuc. etc.); pass. быть отстраняемым (τῆς οἰκονομίας NT);
8) переходить (ἔκ τινος εἴς τι Plat.; ἀπό τινος, παρά и πρός τινα Thuc.; εἰς ἕτερον τόπον Plat.; med.-pass.: ἑτάροισι Hom.; πρὸς τοὺς ὑπερδεξίους τόπους Polyb.): χωρία πρὸς Λακεδαιμονίους μεθεστηκότα Xen. страны, перешедшие на сторону лакедемонян;
9) (пере)меняться, поворачивать (εἰς τὸ λῷον Eur.; τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Her.);
10) уходить, исчезать (μεθέστηκεν χόλος Eur.);
11) тж. med.-pass. переставать, прекращать: μεθίσταμαι κότου Aesch. я уже не сержусь; μ. φόβου Eur. переставать бояться; μ. κακῶν Eur. освободиться от страданий;
12) выходить, возникать (πολιτεία ἐξ ἦς ἡ ὀλιγαρχία μετέστη Plat.).
Middle Liddell
A. Causal, in pres. and imperf., fut. and aor1, to place in another way, to change, μεταστήσω τοι ταῦτα I will give thee another present instead of this, Od.; μ. τὰ νόμιμα πάντα Hdt.; ὄνομα etc., Eur.
2. c. gen. partit., οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος he changes nothing of his colour, Ar.
II. of persons, to set free, νόσου from disease, Soph.; κακῶν, ὕπνου Eur.
2. to remove, Eur., Thuc.:—so in aor1 mid., μεταστήσασθαι to remove from oneself or from one's presence, Hdt., Thuc., etc.
B. Pass., aor1 μετεστάθην [ᾰ], with aor2, perf., and plup. act.:
I. to stand among or in the midst of, ἑτάροισι μεθίστατο Il.
2. to change one's position, remove, depart, Hdt., attic; μ. τυράννοις ἐκποδών to make way for them, Eur.
3. c. gen. rei, to change or cease from, κότου Aesch.; λύπης, κακῶν Eur.; μ. βίου to die, Eur.; μ. φρενῶν to go mad, Eur.
4. to go over to another party, to revolt, Thuc.
II. of things, to change, alter, sometimes for the better, τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Hdt.; or for the worse, δαίμων μεθέστηκε στρατῷ fortune hath changed for the army, Aesch.