ἀπορία
English (LSJ)
Ion. ἀπορίη, ἡ, (ἄπορος)
A being ἄπορος: hence,
I of places, difficulty of passing, X.An.5.6.10.
II of things, difficulty, straits, in sg. and pl., ἐς ἀπορίην πολλὴν ἀπιγμένος, ἀπειλημένος, Hdt.1.79, 2.141; ἐν ἀπορίῃ or ἐν ἀποίῃσι ἔχεσθαι, Id.9.98, 4.131, cf. Antipho 5.66; ἀπορίῃσιν ἐνείχετο Hdt.1.190; ἀπορίην ἐρωτηθέντι παρασχεῖν Hp.VM13, cf. Lys.19.1; ἀπορια τελέθει, c. inf., Pi.N.7.105, cf. Pl. Lg.788c; εἰς φρέατα καὶ πᾶσαν ἀπορίαν ἐμπίπτων Id.Tht.174c: c. gen. rei, ἀπορία τοῦ μὴ γινώσκειν Hp.Morb.Sacr.1; ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν impossibility of keeping quiet, Th.2.49; ἀπορία τῆς προσορμίσεως Id.4.10; ἀπορία τοῦ ἀνακαθαίρεσθαι Pl.Lg.678d.
2 not providing a thing, Id.Men. 78e.
III of persons, difficulty of dealing with or getting at, τῶν Σκυθέων Hdt.4.83; τοῦ ἀποκτείναντος Antipho 2.4.2.
2 being at a loss, embarrassment, perplexity, ἀπορία τοῦ δυστυχεῖν E.Ion971, cf. Th. 7.44,75, etc.; ἀπορία ἐν τῷ λόγῷ συμβᾶσα Aeschin.2.41; distress, discomfort, in illness, Hp.Epid.5.42, Aret.SA2.5: hence metaph., ὠδίνουσι καὶ ἀπορίας ἐμπίμπλανται Pl.Tht.151a.
3 ἀπορία τινός lack of a person or thing, σοφῶν ἀνδρῶν Ar.Ra.806; τροφῆς, χρημάτων, etc., Th.1.11, 7.48; ἀπώλλυντο . . ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύοντος = for want of one to attend to them, Id.2.51; ἀπορία λόγων Pl.Ap.38d; ἀπορία πλοίων = shortage of ships, CPHerm.6.10: abs., need, poverty, Th.1.123; ἀπορία καὶ πενία And.1.144; opp. εὐπορία, Arist.Pol.1279b27: in plural, D. 19.146.
IV in Dialectic, question for discussion, difficulty, puzzle, ἀπορίᾳ σχόμενος Pl.Prt.321c; ἀ. ἣν ἀπορεῖς ib.324d; ἡ ἀπορία ἰσότης ἐναντίων λογισμῶν Arist. Top.145b1, al.; ἔχει ἀπορίαν περί τινος Id.Pol.1285b28; αἱ μὲν οὖν ἀ. τοιαῦταί τινες συμβαίνουσιν Id.EN1146b6; οὐδεμίαν ποιήσει ἀπορίαν Id.Metaph.1085a27; ἀπορίαν λύειν, ἀπορίαν διαλύειν, Id.MM 1201b1, Metaph.1062b31; ἀπορίᾳ ἀπορίαν λύειν D.S.1.37.
Spanish (DGE)
ἀπορίας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀπορίη
I dificultad de pasar οὔτε πεζῇ οὔτε κατὰ θάλατταν ἀ. X.An.5.6.10.
II 1duda, apuro, embarazo ἐς ἀπορίην ... ἀπιγμένος Hdt.1.79, Ἕλληνες ἐν ἀπορίῃ τε εἴχοντο Hdt.9.98, ἀπορίην παρασχεῖν Hp.VM 13, Plu.2.153f, 708a, ταὐτὰ ... ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει Pi.N.7.105, ἀπορίη ξυνὴ τῆς ἑκάστου χαλεπωτέρη Democr.B 287
•falta de recursos, pobreza πενία καὶ ἀπορία Critias B 44, cf. And.Myst.144, op. περιουσία Th.1.123, ἀπορίᾳ ἀπορηθήσεται ἡ γῆ LXX Is.24.19, οὐκ ἐν τῇ τυχούσῃ εἰμὶ ἀπορίᾳ PCair.Zen.599.4 (III a.C.)
•c. gen. subjet. insuficiencia de medios, pobreza μου PLeit.5.7, 14 (II d.C.)
•renuncia op. πόρος y ἐκπορίζειν Pl.Men.78e.
2 en dialéctica aporía, dificultad teórica ἀ. ... ἣν ἀπορεῖς περὶ τῶν ἀνδρῶν τῶν ἀγαθῶν Pl.Prt.324d, ἀπορίᾳ σχόμενος Pl.Prt.321c, ἡ ἀπορία ἰσότης ἐναντίων λογισμῶν Arist.Top.145b1, ἀπορίαι τοιαῦταί τινες συμβαίνουσιν Arist.EN 1146b6, ἀπορίαν ἔχειν Arist.Pol.1281b39, ἀπορίαν ποιεῖν Arist.Metaph.1085a27, ἀπορίαν λύειν, διαλύειν Arist.MM 1201b1, Metaph.1062b31, ἀπορίᾳ τὴν ἀπορίαν λύοντες D.S.1.37, ἀπορία· ἀγνωσία Hsch.
3 ret. aporía figura retórica, Rutil.2.10, Iul.Ruf.40.32, Charis.287, Isid.Etym.2.21.27.
III gener. c. gen. obj.
1 imposibilidad τοῦ μὴ γιγνώσκειν Hp.Morb.Sacr.1.4, τοῦ μὴ ἡσυχάζειν Th.2.49, τοῦ ἀνακαθαίρεσθαι τὰ τοιαῦτα Pl.Lg.678d
•imposibilidad de encontrar τῶν Σκυθέων Hdt.4.83, τοῦ ἀποκτείναντος Antipho 2.4.2.
2 ansiedad, angustia πενίας Pl.Lg.709a
•miedo ἤχους θαλάσσης Eu.Luc.21.25
•mismo sent. en constr. c. prep. o abs., en la enfermedad ἀπορίη ξὺν ὀδύνῃ Hp.Epid.5.42, ὠδύνουσι καὶ ἀπορίας ἐμπίμπλανται Pl.Tht.151a, vulnus, Gloss.3.489, ictus, Gloss.4.482.
3 necesidad c. gen. de pers. σοφῶν ἀνδρῶν Ar.Ra.806, τοῦ θεραπεύσοντος Th.2.51, δούλων Numen.26.7
•de cosas τροφῆς Th.1.11, χρημάτων Th.7.48, τῶν ἀναγκαίων Aen.Tact.14.1, πολυτελείας Plu.2.24a, πάντων Porph.Sent.37
•escasez γενναίων σοφιστῶν Philostr.VS 511, πλοίων CPHerm.6.10, ἐλαίας καλῆς PCair.Isidor.133.12 (III d.C.).
IV Ἀπορία = Aporía, indigencia personif. como diosa entre los andrios, Plu.Them.21.
German (Pape)
[Seite 321] ἡ, der Zustand eines ἄπορος, 1) Ratlosigkeit, Verlegenheit, Schwierigkeit, ἐς ἀπορίην πολλὴν ἀπιγμένος Her. 1, 79; vgl. 2, 141; ἀπορίῃσιν ἐνεί. χετο 1, 190; ἐν ἀπορίᾳ ἔχεσθαι 4, 131. 9, 98; Antiph. 5, 65; Plat. Gorg. 522 a; εἰς ἀπορίας ἐμβάλλειν Tim. 91 c; ἐμπίπτειν Theaet. 174 c; παρέχειν Lys. 19, 1. – 2) Mangel, σοφῶν ἀνδρῶν Ar. Ran. 805; τῶν οἰκείων Plat. Rep. III, 405 b; τῶν ἐπιτηδείων Xen. An. 2, 5, 9 u. öfter; Gegensatz τὸ ἀργύριον πορίζεσθαι Plat. Men. 78 e; Geldverlegenheit, Dem. 30, 10; καὶ δυσχρηστία Pol. 1, 28. 1 u. öfter. Auch τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, Mangel an Ruhe, Thuc. 2, 49. – 3) Bedenklichkeit, Zweifel, ἀπορίαν ἀπορεῖν Plat. Prot. 324 d. Die Frage, Untersuchung, ἡ περὶ σοφίαν ἀπορία καὶ ζήτησις Plat. Epin. 974 c; oft Arist., z. B. top. 6, 6, bes. ἀπορίαν λύειν.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. difficulté de passer;
II. manque de ressources :
1 manque, privation en gén. : τροφῆς THC manque de nourriture ; ἀπώλλυντο ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύοντος THC ils périssaient faute de qqn pour les soigner;
2 abs. besoin, indigence, pauvreté;
3 embarras, difficulté : ἐς ἀπορίην (ion.) πολλὴν ἀπιγμένος HDT réduit à un extrême embarras ; ἀπορίας ὕπο EUR par suite de l'embarras où l'on est ; ἀπ. τοῦ μὴ ἡσυχάζειν THC impossibilité de rester tranquille.
Étymologie: ἄπορος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορία: ион. ἀπορίη ἡ
1 непроходимость, трудность перехода (πεζῇ καὶ κατὰ θάλατταν Xen.);
2 недостаток, нехватка, скудость, отсутствие (τροφῆς Thuc.; ἐπιτηδείων Xen.; σοφῶν ἀνδρῶν Arph.): ἀπορίᾳ τινός Thuc. за недостатком чего-л.;
3 нужда, бедность Thuc., Arst.;
4 недород, бесхлебица (ἰσχυρᾶς ἀπορίας γενομένης Plut.);
5 безвыходное положение, стесненные обстоятельства (ἐς ἀπορίην ἀπιγμένος Her.; (ἐν) ἀπορίᾳ ἔχεσθαι Her., Plat.): ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν Thuc. невозможность отдохнуть;
6 трудность, затруднение, недоумение (ἀπορίαν λύειν или διαλύειν Arst.): ἀπορίαν ἀπορεῖν Plat. быть в недоумении, колебаться; πολλὴν ἀπορίαν παρέχειν τινί Plut. поставить кого-л. в тупик.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορία: Ἰων. -ίη, ἡ, (ἄπορος), ἔλλειψις πόρου, δυσχέρεια, ὅθεν Ι. ἐπὶ τόπων, δυσκολία διαβάσεως, τὸ δύσβατον, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 10. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμηχανία, δυσχέρεια, καθ’ ἑνικ. καὶ πληθ., ἐς ἀπορίην ἀπιγμένος Ἡρόδ. 1. 79., 2. 141· ἐν ἀπορίῃ ἢ ἐν ἀπορίῃσι ἔχεσθαι ὁ αὐτ. 9. 98., 4. 131, πρβλ. Ἀντιφῶντα 137. 12· ἀπορίῃσι ἐνείχετο Ἡρόδ. 1. 190· ἀπορίην παρασχεῖν Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· ἀπορία τελέθει, μετ’ ἀπαρεμφ., Πινδ. Ν. 7. 154, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 788C· εἰς φρέατα καὶ πᾶσαν ἀπ. ἐμπίπτων Πλάτ. Θεαίτ. 174C: ― μετὰ γεν. πράγμ., κατὰ μὲν τὴν ἀπορίην τοῦ μὴ γιγνώσκειν κτλ. Ἱππ. περὶ Ἱερῆς Νόσου 301· ἀπ. τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, τὸ ἀδύνατον τοῦ νὰ μείνῃ τις ἥσυχος, Θουκ. 2. 49· ἀπ. τῆς προσορμίσεως ὁ αὐτ. 4. 10· ἀπ. τοῦ ἀνακαθαίρεσθαι Πλάτ. Νόμ. 678. 2) τὸ νὰ μὴ ἔχῃ προνοήσῃ τις περί τινος πράγματος, νὰ διατελῇ ἄνευ αὐτοῦ, ὁ αὐτ. Μένων 78Ε. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, τὸ ἀκοινώνητον ἢ ἀπροσπέλαστον, καταλέγων τῶν Σκυθέων τὴν ἀπορίην (πιθαν. ἐνταῦθα νὰ σημαίνῃ τὴν ἔνδειαν) Ἡρόδ. 4. 83· τοῦ ἀποκτείναντος Ἀντιφῶν 119. 27. 2) ἔλλειψις μέσων ἢ εὐκολιῶν, δυσχέρεια, ἀμηχανία, ἀμφιβολία, δυσκολία, Εὐρ. Ἴων 971, Ἀριστοφ. Βάτρ. 806, Θουκ. 7. 44, 75· συχν. παρὰ Πλάτ. καὶ Ξενοφ.· ἀπ. ἐν τῷ λόγῳ Αἰσχίν. 33. 30· ἀνία, στενοχωρία, ἀνησυχία, ἐν ἀσθενίᾳ, Ἱππ. 1153Β, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 5. 3) ἀπορία τινὸς, ἔλλειψις προσώπου ἢ πράγματος, σοφῶν ἀνδρῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 806· τροφῆς, χρημάτων κτλ., Θουκ. 1. 11, κτλ.· ἀπώλλυντο… ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύοντος, δι’ ἔλλειψιν ἀνθρώπου ὅστις νὰ περιποιηθῇ αὐτούς, ὁ αὐτ. 2. 51· ἀπορία λόγων Πλάτ. Ἀπολ. 38D· κτλ.: ― ἀπολ., στέρησις, χρεία, ἔνδεια, πενία, Θουκ. 1. 123, 4. 32· ἀπ. καὶ πενία Ἀνδοκ. 18. 42· ἐν ἀντιθ. πρὸς το εὐπορία, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 8. 4· κατὰ πληθ., Δημ. 386. 15. IV. ἐν τῇ διαλεκτικῇ, ἀπορία, δυσχέρεια, δυσκολία τις, ἀπορίᾳ ἐχόμενος Πλάτ. Πρωτ. 321C, πρβλ. Ἀριστ. Τοπ. 6. 6, 20, κ. ἀλλ.· ἔχει τι ἀπορίαν περί τινος ὁ αὐτ. Πολιτικ. 3. 15, 14· αἱ μὲν οὐν ἀπορίαι τοιαῦταί τινες συμβαίνουσιν ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 7. 2, 12· οὐδεμίαν ποιεῖ ἀπ. ὁ αὐτ. Μεταφ. 12. 9, 5, κτλ.· ἀπορίᾳ ἀπορίαν λύειν Διόδ. 1. 37, πρβλ. ἀπόρημα.
English (Slater)
ᾰπορία desperation, uselessness ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει (N. 7.105)
English (Strong)
from the same as ἀπορέω; a (state of) quandary: perplexity.
English (Thayer)
ἀποριας, ἡ (ἀπορέω, which see), the state of one who is ἄπορος, perplexity: Pindar and) Herodotus down; the Sept..)
Greek Monolingual
η (AM ἀπορία, Α κ. ἀπορίη) άπορος
1. έλλειψη διεξόδου, αμηχανία, αδιέξοδο
2. έλλειψη πόρων, πενία
3. δύσκολη θέση
μσν.- νεοελλ.
1. έκπληξη, ξάφνιασμα
2. δυστυχία
αρχ.
1. (για τόπο) δυσκολία διάβασης
2. (για πρόσωπα) δυσκολία επικοινωνίας ή προσπέλασης
3. (για αρρώστια) στενοχώρια, ανησυχία
4. (στη διαλεκτική) θέμα προς συζήτηση, δυσκολία, πρόβλημα.
Greek Monotonic
ἀπορία: Ιων. -ίη, ἡ (ἄ-πορος)·
I. λέγεται για τόπους, δυσκολία προσπελάσεως ή διαβάσεως, σε Ξεν.
II. λέγεται για πράγματα, δυσχέρεια, δυσκολίες, αμηχανία ή έλλειψη πόρων για κάτι· ἐς ἀπορίην ἀπιγμένος, ἀπειλημένος, ἐν ἀπορίῃ ἔχεσθαι ἀπορίῃσιν ἐνέχεσθαι, σε Ηρόδ.· ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, αδύνατον να παραμείνει κάποιος ήσυχος, σε Θουκ.
III. 1. λέγεται για πρόσωπα, δυσκολία χαρακτήρα, δυστροπία, δυσχέρεια στην κοινωνική συναναστροφή, τινός, σε Ηρόδ.
2. έλλειψη μέσων, πόρων ή αποθεμάτων, αμηχανία, δυσχέρεια, αμφιβολία, ενδοιασμός, περιπλοκότητα, σε Πλάτ. κ.λπ.
3. ἀπορία τινός, έλλειψη προσώπου ή πράγματος, σε Αριστοφ. κ.λπ.
4. απόλ., πενία, φτώχεια, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἄπορος
I. of places, difficulty of passing, Xen.
II. of things, difficulty, straits, ἐς ἀπορίην ἀπιγμένος, ἀπειλημένος, ἐν ἀπορίηι or ἐν ἀπορίηισι ἔχεσθαι, ἀπορίηισιν ἐνεχέσθαι Hdt.; ἀπ. τοῦ μὴ ἡσυχάζειν impossibility of keeping quiet, Thuc.
III. of persons, difficulty of dealing with, τινός Hdt.
2. want of means or resource, embarrassment, difficulty, hesitation, perplexity, Plat., etc.
3. 3 ἀρ. τινός want of a person or thing, Ar., etc.
4. absol. poverty, Thuc.
Chinese
原文音譯:¢por⋯a 阿-坡利阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:不-走
字義溯源:困惑,混亂,憂慮,狼狽,困難,痛苦,慌慌不定;源自(ἀπορέω)=無路可走),由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不,無)與(πορεύομαι)=走過)組成,其中 (πορεύομαι)出自(πεῖρα)=試驗), (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊,經過), (πέραν)又出自(πειράω)X*=刺透)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 慌慌不定(1) 路21:25
English (Woodhouse)
awkwardness, bewilderment, deficiency, difficulty, doubt, embarrassment, helplessness, irresolution, lack, need, perplexity, poverty, scantiness, trouble, want, wavering, difficulties, difficulty doubt, narrow means, perplexily, straitened circumstances, straits
Translations
difficulty
Arabic: صُعُوبَة; Asturian: dificultá; Azerbaijani: çətinlik; Belarusian: цяжкасць, труднасць; Bulgarian: трудност, мъчнотия; Catalan: dificultat; Chinese Mandarin: 困難, 困难; Crimean Tatar: mesele, qıyınlıq; Czech: obtížnost; Danish: sværhed, vanskelighed; Dutch: moeilijkheid; Esperanto: malfacileco, malfacilo; Finnish: vaikeus, hankaluus; French: difficulté; Galician: dificultade; German: Schwierigkeit; Greek: δυσκολία; Ancient Greek: ἄκανθα, ἀμηχανία, ἀμύξ, ἄναντες, ἀπόρημα, ἀπορησία, ἀπόρησις, ἀπορία, ἀπορίη, ἀργαλεότης, ἀσχολία, ἀτεραμνότης, διαπορία, δυσέργεια, δυσέργημα, δυσεργία, δυσκολία, δυσοδία, δυσχέρεια, δυσχρήστημα, δυσχρηστία, δυσχωρία, ἔνστασις, ἐπίστασις, ἐρυμνότης, περισκέλεια, περισκελία, περίστασις, πιεσμός, πλάνη, πρόβλημα, στεῖνος, στενοχώρημα, στενοχώρησις, στενοχωρία, στένωσις, τὰ ἄπορα, τὰ δυσχερῆ, ταλαιπώρημα, ταλαιπωρία, ταλαιπωρίη, τὸ ἄπορον, τὸ δυσεργές, τὸ δύσκολον, τὸ δυσπετές, τὸ δυσχερές, χαλεπότης, ψῦξις; Greenlandic: sapernassuseq; Haitian Creole: difikilte; Hebrew: קושי; Hindi: कठिनाई, मुसीबत, दिक़्क़त, दिक्कत; Hungarian: nehézség; Indonesian: kesukaran; Irish: deacracht; Italian: difficoltà; Japanese: 難しさ; Korean: 어려움; Kyrgyz: кыйындык; Kyrgyz: кыйындык; Ladino: difikultad, difikoltá; Latin: difficultas; Macedonian: тешкотија; Malayalam: ബുദ്ധിമുട്ട്, കഷ്ടപ്പാട്; Maori: papatoieketanga, uauatanga; Middle English: resistence; Navajo: ił nanitłʼah; Norwegian Bokmål: vanske; Nynorsk: vanske; Occitan: dificultat; Plautdietsch: Schwierichkjeit; Polish: trudność; Portuguese: dificuldade; Romanian: dificultate; Russian: трудность, сложность; Scottish Gaelic: duilgheadas, cruas, cruadal, spàirn, docaireachd, èiginn, teanntachd, staing; Serbo-Croatian Cyrillic: тешко̀ћа; Roman: teškòća; Slovak: obtiažnosť; Slovene: težavnost; Spanish: dificultad; Swedish: svårighet, besvär; Telugu: కష్టం; Tocharian B: āmāskai; Turkish: zorluk; Ukrainian: важкість, трудність, тяжкість; Urdu: مشکل, کٹھنائی
poverty
Albanian: varfëri; Arabic: فَقْر; Egyptian Arabic: فقر; Armenian: աղքատություն; Asturian: probeza; Azerbaijani: yoxsulluq, kasıblıq, səfalət; Bashkir: ярлылыҡ, фәҡирлек; Belarusian: бедната, беднасць, убоства, галеча, галота, нэ́ндза, бяднота, бядота; Bengali: দারিদ্র্য; Bulgarian: бедност, нищета, мизерия, немотия, сиромашия; Burmese: ဆင်းရဲခြင်း; Catalan: pobresa; Chinese Cantonese: 貧窮, 贫穷; Mandarin: 貧窮, 贫穷, 貧困, 贫困; Classical Nahuatl: icnōpillōtl, icnōtlācayōtl, icnōyōtl; Corsican: puvertà, puvartà; Czech: chudoba; Danish: fattigdom, armod; Dutch: armoede; Esperanto: malriĉeco; Estonian: vaesus; Finnish: köyhyys, puute; French: pauvreté; Friulian: puaretât; Galician: pobreza; Georgian: სიღარიბე, სიდუხჭირე, სიღატაკე; German: Armut; Gothic: 𐌿𐌽𐌻𐌴𐌳𐌹; Greek: φτώχια, αδεκαρία; Ancient Greek: ἀκληρία, ἀκτημοσύνη, ἀπορία, ἀπορίη, ἀσθένεια, ἀσθένεια βίου, ἀχρημοσύνη, ἔνδεια, λυπρότης, μετριοσύνη, πενία, πενίη, πενιχρότης, πτωχεία, πτωχηΐη, πτωχότης, χέρνα, χέρνη, χρεία, χρείη, χρημοσύνη, χρησμοσύνη; Gujarati: ગરીબાઈ, દળદર; Hebrew: עוני \ עֹנִי \ עֳנִי, דַּלּוּת; Hindi: ग़रीबी; Hungarian: szegénység, nyomorúság, nincstelenség; Hunsrik: Aarmut; Icelandic: fátækt; Ido: povreso; Indonesian: kemiskinan; Interlingua: povressa; Irish: bochtaineacht; Italian: povertà; Japanese: 貧乏, 貧困; Kannada: ಬಡತನ; Kazakh: кедейлік, жарлылық; Khmer: ភាពក្រ; Korean: 가난, 빈곤(貧困); Kurdish Central Kurdish: ھەژاری; Northern Kurdish: xizanî, hejarî, feqîrî; Kyrgyz: кедейлик, жакырчылык; Ladino: provedad; Lao: ຄວາມທຸກຍາກ; Latin: paupertas, pauperies; Latvian: nabadzība; Lithuanian: skurdas; Macedonian: сиромаштија; Malay: kemiskinan; Malayalam: ദാരിദ്ര്യം; Maltese: faqar; Maore Comorian: usikini; Maori: pōharatanga, tuakokatanga, hāhoretanga, hahoretanga; Mongolian Cyrillic: ядуурал; Mongolian: ᠶᠠᠳᠠᠭᠤᠷᠠᠯ; Navajo: téʼéʼį́; Ndzwani Comorian: shizaya; Ngazidja Comorian: umasikini; Norman: pouôrreté; Norwegian: armod; Bokmål: fattigdom; Nynorsk: fattigdom; Occitan: pauretat; Old English: iermþu; Oromo: hiyyummaa; Pashto: فقيري, فقر; Persian: فقر; Plautdietsch: Oamoot; Polish: bieda, ubóstwo, niedostatek; Portuguese: pobreza; Quechua: muchuy, usuy; Romanian: sărăcie, mizerie, paupertate; Russian: бедность, нищета, нужда, беднота; Scots: puirtith; Scottish Gaelic: bochdainn, truaighe; Serbo-Croatian Cyrillic: сиромаштво, неимаштина; Roman: siromáštvo, neimáština; Sicilian: puvirtà, puvirtati; Sinhalese: දිළිඳුබව; Slovak: chudoba, bieda; Slovene: revščina; Sorbian Lower Sorbian: chudoba; Upper Sorbian: chudoba; Spanish: pobreza, pauperismo; Swahili: ufukara, umaskini; Swedish: fattigdom; Tagalog: karukhaan; Tajik: фақр, факирӣ, камбағалӣ; Tamil: வறுமை; Tatar: ярлылык, фәкыйрьлек; Telugu: పేదరికం, బీదరికం; Thai: ความจน, ความยากจน; Turkish: fakirlik, yoksulluk; Turkmen: garyplyk; Ukrainian: біднота, бі́дність, мізерність, убозтво; Urdu: غریبی, فقر; Uyghur: نامراتلىق, يوقسۇللۇق; Uzbek: kambagʻallik, faqirlik, qashshoqlik; Vietnamese: sự nghèo nàn; Yiddish: דלות, אָרעמקייט
doubt
Albanian: dyshim; Arabic: شَكّ; Egyptian Arabic: شك; Aragonese: dubda; Armenian: կասկած, տարակույս, երկմտանք, երկբայություն, երկբայանք, կասկածելիություն; Assamese: সন্দেহ; Asturian: duda, dulda; Azerbaijani: şübhə, şəkk; Bashkir: шикләнеү, шөбһәләнеү, икеләнеү, шик, шөбһә; Belarusian: сумнеў, сумненне; Bengali: সন্দেহ; Bulgarian: съмнение; Burmese: သံသယ; Catalan: dubte; Chechen: шеко; Chinese Mandarin: 懷疑, 怀疑, 疑惑, 疑問, 疑问; Czech: pochyba, pochybnost; Danish: tvivl; Dutch: twijfel; Esperanto: dubo; Estonian: kõhklus, kahtlus; Faroese: ivi; Finnish: epäily, epäilys; French: doute; Old French: doutance; Galician: dúbida; Georgian: ეჭვი; German: Zweifel; Greek: αμφιβολία; Ancient Greek: ἀμφιβολία, ἀμφιβολίη, ἀμφίγνοια, ἀμφιλογία, τὸ ἀμφίλογον, ἀμφίλογον, ἀμφισβήτησις, ἀπιστία, ἀπιστίη, ἀπορία, ἀπορίη, διαγνοία, διάκρισις, διαλογισμός, διαμφισβήτησις, διαπόρησις, διαφόρησις, δίσταγμα, δισταγμός, διστασία, δίστασις, διστασμός, διψυχία, δοιή, εἰκασία, εἰκασίη, ἐνδοίασις, ἐνδοιασμός, ἐνδυασμός, ἐπαπόρημα, τὸ ἄπιστον, τὸ διστακτικόν, φόβος; Hebrew: סָפֵק; Hindi: संदेह, शक; Hungarian: kétely, kétség; Icelandic: efasemd, efi, vafi; Ido: dubito; Indonesian: kebimbangan, keraguan; Interlingua: dubita; Irish: aincheas; Italian: dubbio, perplessità; Japanese: 不審, 疑問, 疑い; Kazakh: күмән, шүбә, шек; Khmer: កង្ខា; Korean: 의혹(疑惑); Kurdish Northern Kurdish: guman, gûş, hulhul, şik, şube, şûf; Kyrgyz: күмөн, шек; Lao: ສົງໄສ; Latin: dubitas, dubitatio, dubium; Latvian: šaubas; Lithuanian: abejonė, dvejonė; Luxembourgish: Zweiwel; Macedonian: сомнеж, сомневање; Malay: keraguan; Malayalam: സംശയം; Manx: dooyt, ourys; Maori: kumukumu; Mongolian Cyrillic: сэжиг, эргэлзээ, дамжиг; Norwegian: tvil; Occitan: dobte; Old English: twēo; Oromo: mamii, shakkii; Pashto: شک, شبهه; Persian: شک; Polish: wątpliwość; Portuguese: dúvida, incerteza; Romanian: dubiu, îndoială; Russian: сомнение; Scottish Gaelic: amharas, mì-chinnt, teagamh; Serbo-Croatian Cyrillic: сумња; Roman: súmnja; Sicilian: dùbbitu; Slovak: pochybnosť; Slovene: dvom; Spanish: duda, incertidumbre; Swahili: shaka; Swedish: tvekan, tvivel; Tagalog: duda, alinlangan; Tajik: шак, шубҳа; Tamil: சந்தேகம், ஐயம்; Tatar: шик; Telugu: సందేహము, శంక; Thai: สงสัย; Tocharian B: sklok; Turkish: kuşku, şüphe, şek, güman; Turkmen: şübhe; Ukrainian: сумнів; Urdu: شک; Uyghur: شۈبھە, گۇمان, شەك; Uzbek: shubha, gumon, shak; Vietnamese: nghi ngờ; Volapük: dot; Welsh: amheuaeth; West Frisian: twivel; Yiddish: צווייפֿל; Zazaki: şek