ἀμφιβάλλω

Revision as of 12:15, 10 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

fut. ἀμφιβαλῶ, etc.:—Med., Ep. fut.
A ἀμφιβαλεῦμαι Od. 22.103:—throw round or put round, used by Hom. mostly in tmesi:
I of clothes, etc., put them on a person, c. dupl. acc. pers. et rei, ἀμφὶ δέ με χλαῖναν . . βάλεν ἠδὲ χιτῶνα Od.10.365, cf. 451; ἀμφὶ δέ μιν ῥάκος . . βάλεν 13.434: c. dat. pers., ἀμφὶ δέ μοι ῥάκος . . βάλον v.l. in 14.342; ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις . . βάλ' αἰγίδα Il.18.204; στολὴν . . ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ E.HF465; γέρας κόμαις Pi.P.5.32:—Med., put round oneself, δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι Od.6.178, cf. 22.103, etc.; ἄγραν . . ἀ. πλοκάμοις E.Ba.104.
b metaph. and half metaph., τῷ δ' ἐγὼ ἀμφιβαλὼν θάλαμον δέμον I built chamber over him, Od.23.192; ζυγὸν Ἑλλάδι ἀ. A.Pers.50, cf. 72; ἀνδράσι κρατὴρ ὕπνον ἀμφιβάλλῃ E.Ba. 385; ἐξ ὅτου λευκὴν ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα since I have put on white hair, S.Ant.1093; ἀ. νέφος θανάτου Simon.99.
c Act. in med. sense, κρατερὸν μένος ἀμφιβαλόντες [ἑαυτοῖς] 'girding themselves with strength', Il.17.742; δουλοσύναν ἀμφιβαλοῦσα κάρᾳ [ἐμαυτῆς] E.Andr.110: reversely, Med. for Act., ἀμφιβάλλεσθαι Ἀΐδαν ἐπί τινι 1191:—Pass., ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίες σι song is cast (like a net) over the minds of poets, Pi.O.1.8.
2 throw the arms round, so as to embrace, c. dat. pers., ἀμφ' Ὀδυσῆι . . χεῖρε βαλόντε Od.21.223; ἀμφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ βάλλ' Ὀδυσῆι 23.208; ἀμφὶ δὲ παιδὶ . . βάλε πήχεε 24.347; but ἀμφὶ δὲ χεῖρας βάλλομεν, of seizing or taking prisoner, 4.454; also ἀμφὶ δὲ χεῖρα . . βάλεν ἔγχεϊ grasped it, 21.433; ἀμφὶ δὲ . . βάλε γούνασι χεῖρας, as a suppliant, 7.142.
3 c. acc. pers., encompass, embrace, ἀμφιβαλόντε ἀλλήλους Il. 23.97; ἀ. τινὰ χερσί E.Ba.1363; ἀ. μαστὸν ὠλέναισι Ph.306; ἀ. μέλη Supp.70.
4 encompass, beset, δυσμενὴς ὅρι' ἀμφιβάλλει B.17.6; πόλιν φόνῳ E.Andr.799, cf. Trag.Adesp.127.6(lyr.); ἀ. φῦλον ὀρνίθων = surround them with nets, S.Ant.344; strike on all sides or hit on all sides, τινὰ βέλεσι E.HF422.
b abs., fish (cf. ἀμφίβληστρον), Ev.Marc.1.16, cf. PFlor.2.119.3 (ii A. D.).
c metaph., ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Il.10.535 (unless ἀ. be Adv.).
II force, move round, τὸ ἄρθρον v.l. for ἀμφισφάλλω (q.v.), Hp.Art.2.
III doubt, περί τινος Plb. 39.5.2: also followed by inf., Hld.5.17; by ὡς . . Ael.NA9.33; by ὅτι . . Hermog.Id.2.10; περί τινος Id.Meth.23.
IV intr., ἀμφιβάλλειν εἰς τόπον = go into another place, E.Cyc.60.
2 to be doubtful or be in dispute, Arist.EE1243a12,25; ἀμφιβάλλειν εἴωθε τὰ φίλτρα are uncertain in their action, Alciphr.1.37:—Pass., to be in dispute, Simp.in Ph.21.11.
V Med., change, μορφήν Opp.C.3.16.

Spanish (DGE)

• Morfología: [frec. c. tm. en Hom.; fut. ép. ἀμφιβαλεῦμαι Od.22.103]
I en cont. personales echar a ambos lados, echar c. ac. de parte del cuerpo y dat. de pers., en el abrazo ἀμφ' Ὀδυσῆϊ ... χεῖρε βαλόντε Od.21.223, cf. 23.207-208, ἀμφὶ δὲ παιδὶ ... βάλε πήχεε Od.24.347, como suplicante ἀμφὶ ... βάλε γούνασι χεῖρας Od.7.142
c. dat. de cosa y χεῖρα, -ας echar mano a ἀμφὶ δὲ χεῖρα ... βάλεν ἔγχεϊ Od.21.433
agresivamente ἀμφὶ δὲ χεῖρας βάλλομεν Od.4.454
c. ac. de pers. o parte del cuerpo e instrurn. abrazar ἀμφιβαλόντε ἀλλήλους Il.23.97, μ' ἀμφιβάλλεις χερσίν E.Ba.1364, ἀμφίβαλλε μαστὸν ὠλέναισι ματέρος E.Ph.306, sólo c. ac. μέλη E.Supp.70.
II c. ac. compl. dir. de cosa y dat.
1 colocar en torno, construir en torno τῷ δ' ἐγὼ ἀμφιβαλὼν θάλαμον construyendo la alcoba nupcial en torno suyo, Od.23.192, cf. Hes.Op.787
echar en torno βέλεσι ... <ἰόν> E.HF 422
colocar ἀμφιβαλὼν ... σάκος ἀμφοτέροισι colocando el escudo ante ambos bandos Sol.5.5.
2 cercar, rodear, sitiar χθονὸς ... ὅρι' ἀμφιβάλλει B.18.6, πόλιν ... ἀμφέβαλε φόνῳ E.Andr.799, cf. Trag.Adesp.127.6.
III en cont. de ‘vestir’ y similares
1 echar por encima o alrededor, poner, cubrir, envolver c. ac. de la prenda de vestir y dat. de pers. o parte del cuerpo ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις ... βάλ' αἰγίδα Il.18.204, στολὴν ... ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ E.HF 465, ἐπὶ νώτῳ ὑετοῦ ἀμφιβάλῃ ἀλέην Hes.Op.545
fig. c. ac. de un abstr. echar, cubrir, recubrir de γέρας ἀμφέβαλε ... κόμαις Pi.P.5.31, ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν ... Ἑλλάδι A.Pers.50, ἀνδράσι ... ὕπνον ἀ. E.Ba.385, δουλοσύναν ... ἀμφιβαλοῦσα κάρᾳ E.Andr.110
sin el dat. desplegar μένος Il.17.742.
2 en v. med. ponerse, cubrirse, echarse por encima, revestirse de c. ac. de la prenda de vestir δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι Od.6.178, cf. E.Alc.217
fig. λευκὴν ... ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα de negro el cabello se me pone blanco S.Ant.1093
ocupar, penetrar ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι Pi.O.1.8
tomar μορφὴν ἀμφεβάλλοντο Κρόνοιο Opp.C.3.16.
3 abs. echar, lanzar la red ἀμφιβάλλοντας ἐν τῇ θαλάσσῃ Eu.Marc.1.16, cf. PFlor.119.3 (III a.C.)
c. ac. int. ἀ. τὸ ἀμφίβληστρον LXX Hb.1.17
c. ac. poner redes a φῦλον ὀρνίθων S.Ant.343.
IV koiné y gr. tard.
1 c. prep. u or. complet. dudar ἀ. περὶ τῆς προτάσεως Hermog.Meth.23, c. ὡς Ael.NA 9.33, c. ὅτι Hermog.Id.2.10 (p.380), c. inf., Hld.5.17.4, c. εἴτε ... εἴτε Sch.Pall.4.
2 intr. ser dudoso, ser discutible τὰ ἐγκλήματα Arist.EE 1243a12, cf. 25, Simp.in Ph.21.11
ser de éxito dudoso ἀμφιβάλλειν εἴωθε τὰ φίλτρα Alciphr.4.10.5.
3 en v. med. disputarse, querellarse ἀμφιβαλλομένων ... περὶ ... κληρονομίας PLond.1708.18 (VI a.C.).
V gram. en v. pas. ser dudoso, ambiguo ταῦτα ὑπὸ τῆς ὁμωνυμίας ... ἀμφιβάλλεται A.D.Pron.10.12, cf. 26.22, del número ἀμφιβάλλεται ὁ ἀριθμὸς ἐν προσηγοριχοῖς A.D.Pron.105.9
part. subst. τὸ ἀμφιβαλλόμενον = lo dudoso, lo ambiguo A.D.Synt.155.24.
VI regresar εἰς αὐλάν E.Cyc.60.

German (Pape)

[Seite 136] (s. βάλλω), umwerfen, Hom. öfter, fut. med. Ionisch ἀμφιβαλεῦμαι Od. 22, 103; meist Tmesis; nicht selten vom Bekleiden, τινά τι Iliad. 24, 588 Od. 3, 467. 10, 365. 13, 434, τινί τι Iliad. 18, 204 Od. 14, 342; med. sich ein Kleid oder dgl. umthun, Od. 6, 178 δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι, Iliad. 2, 45 ἀμφὶ δ' ἄρ' ὤμοισιν βάλετο ξίφος, 5, 738 ἀμφὶ δ' ἄρ' ὤμοισιν βάλετ' αἰγίδα, Od. 17, 197 ἀμφ' ὤμοισιν ἀεικέα βάλλετο πήρην; das act. Homerisch anstatt des med. Od. 4, 245 σπεῖρα κάκ' ἀμφ' ὤμοισι βαλών, Iliad. 17, 742 κρατερὸν μένος ἀμφιβαλόντες, sich Kraft umthun, wie μεγάλην ἐπιειμένος ἀλκήν; – Od. 21, 223 ἀμφ' Ὀδυσῆι δαΐφρονι χεῖρε βαλόντε, umarmen; 24, 347 ἀμφὶ δὲ παιδὶ φίλῳ βάλε πήχεε; 23, 207 ἀμφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ βάλλ' Ὀδυσῆι, Homerisch βάλλε statt des aor. u. δειρῇ Ὀδυσῆι statt τῇ τοῦ Ὀδυσσέως δειρᾷ; Iliad. 23, 47 ἀμφιβαλόντε ἀλλήλους, einander umarmen, vgl. Scholl. Nicanor.; Od. 7, 142 ἀμφὶ δ' ἄρ' Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς; Od. 17, 344 ἄρτον τ' οὖλον ἑλὼν καὶ κρέας, ὥς οἱ χεῖρες ἐχάνδανον ἀμφιβαλόντι, so viel er in den Händen fassen konnte; 21, 433 ἀμφὶ δὲ χεῖρα φίλην βάλεν ἔγχεϊ; 4, 454 ἀμφὶ δὲ χεῖρας βάλλομεν, wir packten ihn; – Iliad. 13, 36 ἀμφὶ δὲ ποσσὶ πέδας ἔβαλε, legte Fesseln um die Füße; 5, 722 Ἥβη δ' ἀμφ' ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα, –, σιδηρέῳ ἄξονι ἀμφίς, steckte die Räder an die Wagenachse; – Od. 23, 192 τῷ (τῷ θάμνῳ) δ' ἐγὼ ἀμφιβαλὼν θάλαμον δέμον, baute das Gemach um den Stamm; – Iliad. 10, 535 ἵππων μ' ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει, umtönt mein Ohr. – Pind. γέρας ἀμφέβαλε κόμαις P. 5, 31; Aesch. ζυγόν τινι Pers. 50; Eur. στολὴν κάρᾳ Herc. Fur. 465; φάρεά σε El. 1231; δουλοσύναν κάρᾳ Andr. 110; ἀνδράσι κρατὴρ ὕπνον ἀμφιβ. Bacch. 384; Soph. τρίχα λευκήν, sich in weißes Haar kleiden, Ant. 1080; Pind. Ol. 1, 8 ὅθεν ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι, das Lied schwingt sich um den Geist, umtönt ihn; ἀμφιβάλλειν τινὰ χερσίν, ὠλἔναις, Eur. Bacch. 1361 Pheen. 313; μαστὸν ὠλέναισι Phoen. 313; fangen, φῦλον ὀρνίθων Soph. Ant. 343; ἄγραν πλοκάμοις Eur. Bacch. 103; – intrans., hineingehen, εἰς αὐλάν Eur. Cycl. 60; vgl. εἰς τέκνα καὶ δόμον ἀμφιβαλέσθαι Andr. 1192. – In sp. Prosa: von allen Seiten betrachten, bezweifeln, περί τινος Polyb. 40, 10; Ael. H. A. 9, 33; Alciphr. 1, 37.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀμφέβαλλον, f. ἀμφιβαλῶ, ao. ἀμφέβαλον, pf. ἀμφιβέβληκα;
I. tr. 1 envelopper : ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι ESCHL jeter sur la Grèce le joug de la servitude ; fig. κράτερον μένος ἀμφιβαλόντες IL s'étant ceints d'un robuste courage ; χεῖρας γούνασιν ἀ. OD embrasser comme suppliant les genoux de qqn;
2 envelopper (pour attaquer, s'emparer de) : ἀ. φῦλον ὀρνίθων SOPH prendre les oiseaux avec un filet;
II. intr. balancer, être dans le doute;
Moy. ἀμφιβάλλομαι (f. ἀμφιβαλοῦμαι) jeter autour de soi, s'envelopper de : δὸς δὲ ῥάχος ἀμφιβαλέσθαι OD donne mes haillons, que je les revête ; κυνέην ἐπὶ κροτάφοις ἀμφιβάλλεσθαι OD se couvrir les tempes de son casque ; λεύκην ἐκ μελαίνης ἀ. τρίχα SOPH revêtir une chevelure blanche au lieu d'une noire, càd voir ses cheveux blanchir;
NT: jeter un filet.
Étymologie: ἀμφί, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιβάλλω: тж. med.
1 набрасывать, накидывать, надевать (τί τινα Hom. и τί τινι Aesch., Eur.): λευκὴν ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλεσθαι τὴν τρίχα Soph. становиться из черноволосого седым; ὕπνον ἀ. τινί Eur. наводить сон на кого-л.; ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι Hom. одеться в рубище;
2 окружать, обхватывать, обнимать (τινὰ χερσί Eur.): ἀ. θάλαμόν τινι Hom. построить помещение вокруг чего-л.; χεῖράς τι ἀμφιβαλεῖν in tmesi Hom. охватить что-л. руками; ὕμνος ἀμφιβάλλεται μητίεσσι Pind. песнь кружит над мыслями, т. е. зреет в душе;
3 ловить (сетями) (sc. ὄρνιθας καὶ θηρία Soph.);
4 покрывать, забрасывать (ὕδραν βέλεσι Eur.);
5 возвращаться, переходить (εἰς αὐλάν Eur.): ἐγκλήματα ἀμφιβάλλοντα Arst. взаимные обвинения;
6 колебаться, сомневаться (περί τινος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιβάλλω: μέλλ. -βαλῶ, κτλ. (ἴδε βάλλω): ― Μέσ., Ἐπ. μέλλ. ἀμφιβαλεῦμαι Ὀδ. Χ. 103. ― Περιβάλλω, περιτίθημι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τμήσει. Ι. ἐπὶ ἐνδυμάτων, κτλ., περιβάλλω, ἐνδύω, ὡς τὸ Λατ. circumdare, ὁμοίως τῷ ἀμφιέννυμι, μετὰ διπλ. αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., ἀμφὶ δέ με χλαῖναν… βάλεν ἠδὲ χιτῶνα Ὀδ. Κ. 365, πρβλ. 451· ἀμφὶ δέ μιν ῥάκος… βάλεν Ν. 434· ὡσαύτως μ. δοτ. προσ., ἀμφὶ δέ μοι ῥάκος… βάλον Ξ. 342· ἀμφὶ δ’ Ἀθήνη ὤμοις… βάλ’ αἰγίδα Ἰλ. Σ. 204· στολήν... ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 465· γέρας κόμαις Πινδ. Π. 5. 42: ― Μέσ. = περιτίθεμαι, περιβάλλομαι, Λατ. accingi, δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι Ὀδ. Ζ. 178, πρβλ. Χ. 103, κτλ., στεφάνοις... ἀμφ. πλοκάμοις Εὐρ. Βάκχ. 104: ― Ἐντεῦθεν, β) ἐν χρήσει κατὰ ποκίλους μεταφ. καὶ ἡμιμεταφορ, τρόπους· τῷ δ’ ἐγὼ ἀμφιβαλὼν θάλαμον δέμον, ἔσω περιλαβών, περικλείσας, ᾠκοδόμουν θάλαμον, Ὀδ. Ψ. 192· ζυγὸν Ἑλλάδι ἀμφ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 50, πρβλ. 72· ὁπόταν ἀνδράσι κρατὴρ ὕπνον ἀμφιβάλλῃ Εὐρ. Βάκχ. 384· ἐξ ὅτου λευκὴν ἐγὼ τήνδ’ ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα, ἀφ’ ὅτου ἐκ μελαίνης ἔχω τὴν λευκὴν ταύτην τρίχα, ἥτις περιβάλλει τὴν κεφαλήν μου, Σοφ. Ἀντ. 1093· ἀμφ. νέφος θανάτου Σιμων. 154. γ) ἀντὶ τοῦ μέσου ἐνίοτε ἐν χρήσει τὸ ἐνεργ., κρατερὸν μέλος ἀμφιβαλόντες [ἑαυτοῖς], ὡς τὸ ἐπιειμένοι ἀλκὴν Ἰλ. Ρ. 742· δουλοσύναν ἀμφιβαλοῦσα κάρᾳ [ἑαυτῆς] Εὐρ. Ἀνδρ. 110· καὶ τἀνάπαλιν τὸ μέσ. ἀντὶ τοῦ ἐνεργ., ἀμφιβαλέσθαι Ἀΐδαν ἐπὶ σοὶ ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 1191: ― Παθ., ὅθενπολύφατος ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι, ὕμνος περιρρίπτεται (ὥς τι δίκτυον), ἢ ἐφαπλοῦται ἐπάνω εἰς τὰς διανοίας τῶν σοφῶν (τῶν ποιητῶν δηλ.), ὥστε κελαδεῖν αὐτοὺς Κρόνου παῖδα Πινδ. Ο. 1. 14. 2) ῥίπτωἐκτείνω καὶ θέτω τὰς χεῖράς μου περί τινα ὅπως ἐναγκαλισθῶ αὐτόν, μ. δοτ. προσ., ἀμφ’ Ὀδησῆι… χεῖρε βαλόντε Ὀδ. Φ. 223· ἀμφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ βάλλ’ Ὀδυσῆι Ψ. 208· ἀμφὶ δὲ παιδί... βάλε πήχεε Ω. 347· ἀλλά, ἀμφὶ δὲ χεῖρας βάλλομεν, συλλαμβάνομεν, λαμβάνομεν αἰχμάλωτον, Δ. 454· ὡσαύτως, ἀμφὶ δὲ χεῖρα… βάλεν ἔγχεϊ, ἥρπασε τὸ δόρυ, Φ. 433· ἀμφὶ δέ... βάλε γούνασι χεῖρας, ὡς ἱκέτης, Η. 142: 3) τἀνάπαλιν, μετ’ αἰτ. προσώπ., περιβάλλω, περιπτύσσομαι, ἀμφ. τινὰ χερσί, ὠλέναις Εὐρ. Βάκχ. 1363, Φοίν. 306· ὡσαύτως ἁπλῶς, ἀμφ. τινά, περιπτύσσομαι, ἐναγκαλίζομαί τινα, ὁ αὐτ. Ἱκ. 70· κουφονόων τε φῦλον ὀρνίθων ἀμφιβαλὼν ἄγει, περικλείσας διὰ δικτύων, Σοφ. Ἀντ. 344· κτυπῶ, πλήττω ἁπανταχόθεν, τινὰ βέλεσι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 422. β) μεταφ. ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Ἰλ. Κ. 535. ΙΙ. βιάζω ἢ κινῶ πέριξ, περιστρέφω, τὸ ἄρθρον Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 780Η. ΙΙΙ. ἀμφιβάλλω, ἔχω ἀμφιβολίαν, δισταγμὸν περί τινος, Πολύβ. 40. 10, 2: ὡσαύτως ἀκολουθοῦντος ἀπαρ., ὡς..., ἢ εἰ... Αἰλ. περὶ Ζ. 9. 33, Κλήμ. Ἀλ. IV. ἀμετ., ἀμφ. εἰς τόπον, μεταβαίνειν εἰς ἕτερον τόπον, Εὐρ. Κύκλ. 60. 2) δὲν ἔχω βεβαιότητα, ἔχω ἀμφιβολίαν ἢ δισταγμὸν περί τινος, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 10, 17, Ἀλκίφρ. 1. 37.

English (Autenrieth)

aor. 2 part. ἀμφιβα- λών, mid. fut. ἀμφιβαλεῦμαι, aor. inf. ἀμφιβαλέσθαι: I. act., throw about, embrace; τῷ δ' ἐγὼ ἀμφιβαλὼν θάλαμον δέμον (i. e. the chamber was built around the tree), Od. 23.192 ; ἀμφιβαλόντε ἀλλήλους, Il. 23.97; κρέας, ὥς οἱ χεῖρες ἐχάνδανον ἀμφιβαλόντι (as much as his hands could hold ‘in their elasp’), Od. 17.344; met., κράτερον μένος ἀμφιβαλόντες (cf. ἐπιέννῦμι), Il. 17.742.—Il. mid., throw about oneself, δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι, ζ 1, Od. 22.103.

English (Slater)

ἀμφιβάλλω put τι around τινι, crown with γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις (P. 5.31) met., ὁ πολύφατος ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι crowns i. e. occupies the thoughts (O. 1.8) frag. ]ἀμφιβαλ[ ?fr. 337. 5.

Greek Monolingual

ἀμφιβάλλω)
1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι
2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι
αρχ.
(στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι
1. (για ρούχα) ντύνω κάποιον, του φορώ (πρβλ. ἀμφι-έννυμι)
2. περιβάλλομαι, αποκτώ, γεμίζω από κάτι
3. ρίχνω τα χέρια μου γύρω από κάποιον, αγκαλιάζω, εναγκαλίζομαι
4. πιάνω, αρπάζω
5. περιστοιχίζω, περικυκλώνω, περικλείω
6. πλήττω, χτυπώ από παντού
7. συλλαμβάνω ως αιχμάλωτον, αιχμαλωτίζω
8. (στην ιατρ., για μέλη του σώματος) κινώ ή συστρέφω απότομα
9. φρ. «ἀμφιβάλλω εἰς τόπον», πάω σε άλλον τόπο, μετακινούμαι
«ἀμφὶ δέ... βάλε γούνασι χεῖρας», πρόσπεσε στα πόδια κάποιου ως ικέτης, τον παρακάλεσε
μέσ.
1. περιβάλλομαι, ντύνομαι
2. περιβάλλω
3. (για ύμνους) ρίχνομαι, απλώνομαι γύρω από κάποιον σαν δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασία «αμφιβάλλω, δεν είμαι βέβαιος, αμφιταλαντεύομαι» του ρ. είναι ήδη αρχαία. Απαντά στον Αριστοτέλη και σαφέστερα στον Πολύβιο. Η σημασιολ. εξέλιξη από τη σημ. «ρίχνω εδώ κι εκεί, γύρω» στη συνηθ. «αμφιβάλλω» πρωτοαπαντά στο επίθ. ἀμφίβολος «αμφισβητούμενος, διφορούμενος, ασαφής» ήδη στον Πλήμωνα (Κρατ. 437α) αλλά και στους Θουκυδίδη, Ξενοφώντα κ.ά. < ἀμφι- + βάλλω.
ΠΑΡ. αμφίβολος
αρχ.
ἀμφίβλημα, ἀμφίβληστρον, ἀμφίβλητος, ἀμφιβολεύς, ἀμφίβολη].

Greek Monotonic

ἀμφιβάλλω: μέλ. -βαλῶ — Μέσ. Επικ. μέλ. ἀμφιβαλεῦμαι·
I. 1. περιβάλλω ή περιθέτω· λέγεται για ρούχα, τα φορώ σε κάποιον, Λατ. circumdare, με διπλή αιτ. προσ. και πράγμ., ἀμφὶ δέ με χλαῖναν βάλεν, σε Ομήρ. Οδ.·
2. επίσης με δοτ. προσ., ἀμφὶ δέ μοι ῥάκος βάλον, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., λευκὴν ἀμφιβάλλομαι τρίχα, αποκτώ, έχω λευκά μαλλιά, σε Σοφ.
3. αντί της Μέσ. χρησιμ. η Ενεργ. μερικές φορές, κρατερὸν μένοςἀμφιβαλόντες [ἑαυτοῖς], σε Ομήρ. Ιλ.
II. ρίχνω γύρω τα χέρια, αγκαλιάζω, περιβάλλω, με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Οδ.
III. επίσης με αιτ. προσ., περιβάλλω, σε Ευρ.

Middle Liddell


I. to throw or put round: of clothes, to put them on a person, Lat. circumdare, c. dupl. acc. pers. et rei, ἀμφὶ δέ χλαῖναν βάλεν Od.; also c. dat. pers., ἀμφὶ δέ μοι ῥάκος βάλον Il.:—Mid. to put round oneself, put round one, put on, Od.
2. ἀμφιβαλὼν θάλαμον having thrown a chamber over him, Od.; ζυγὸν Ἑλλάδι ἀμφ. Aesch.:—Mid., λευκὴν ἀμφιβάλλομαι τρίχα I put on, get white hair, Soph.
3. for the Mid. the Act. is sometimes used, κρατερὸν μένος ἀμφιβαλόντες [ἑαυτοῖς] Il.
II. to throw the arms round, to embrace, c. dat. pers., Od.
III. also, c. acc. pers. to embrace, Eur.

Chinese

原文音譯:b£llw 巴羅
詞類次數:動詞(125)
原文字根:投 相當於: (נָפַל‎) (שָׁלַח‎)
字義溯源:拋*,投,丟,拈,探,放,擲,撒,扔,裝,摔,躺,跳,打,存,撲,澆,收,吐,帶,倒,落,垂,餵,種,除
同源字:1) (ἀμφιβάλλω)四圍投拋 2) (ἀμφίβληστρον)網 3) (ἀναβάλλω)推諉 4) (ἀναβολή)延期 5) (ἀντιβάλλω)寒喧 6) (ἀποβάλλω)丟棄 7) (ἀπόβλητος)捨棄 8) (ἀποβολή)丟棄 9) (βάλλω / ἀμφιβάλλω)拋 10) (βελόνη)標槍 11) (βέλος)火箭 12) (βελτίων)較佳的 13) (βλητέος)被安排 14) (βολή)拋 15) (βολίζω)拋投鉛錘 16) (βολίς)箭 17) (διαβάλλω)詆毀 18) (διάβολος)詆毀者 19) (ἐκβάλλω)逐出 20) (ἐκβολή)放逐 21) (ἐμβάλλω)拋出 22) (ἐπιβάλλω)拋上 23) (ἐπίβλημα)補并 24) (καταβάλλω)摔下去 25) (καταβολή)堆積 26) (λιθοβολέω)拋石頭 27) (μεταβάλλω)放棄 28) (πάλη)角力 29) (παραβάλλω)停靠 30) (παραβολή)比喻 31) (παρεμβάλλω)從旁拋進 32) (παρεμβολή)從旁投入 33) (παρεμβάλλω / περιβάλλω)披裹 34) (περιβόλαιον)圍裹 35) (προβάλλω)向前拋 36) (σκύβαλον)丟給狗的 37) (συμβάλλω)聯結 38) (τρίβολος)鐵蒺藜 39) (ὑπερβαλλόντως)過度地 40) (ὑπερβάλλω)超越 41) (ὑπερβολή)極其優越 42) (ὑποβάλλω)偷偷地投出來參讀 (ἀποτίθημι)同義字
出現次數:總共(124);太(35);可(19);路(18);約(17);徒(5);雅(1);約壹(1);啓(28)
譯字彙編
1) 丟(12) 太3:10; 太5:13; 太7:19; 太13:42; 太13:48; 太13:50; 太15:26; 路3:9; 路12:28; 約15:6; 啓8:7; 啓14:19;
2) 下(8) 太18:30; 路12:58; 路23:25; 約3:24; 徒16:23; 徒16:24; 徒16:37; 啓2:10;
3) 投(7) 太21:21; 可11:23; 可12:41; 路21:1; 路21:2; 路21:4; 約21:7;
4) 扔(7) 可9:22; 可9:42; 約15:6; 啓14:16; 啓14:19; 啓18:21; 啓20:3;
5) 撒(5) 太4:18; 太13:47; 可1:16; 可4:26; 約21:6;
6) 放(4) 太27:6; 約5:7; 約13:2; 啓4:10;
7) 探(4) 可7:33; 約20:25; 約20:25; 約20:27;
8) 被丟(4) 太5:29; 太18:8; 太18:9; 可9:47;
9) 把⋯裝(4) 太9:17; 太9:17; 可2:22; 路5:37;
10) 拈(4) 太27:35; 太27:35; 可15:24; 約19:24;
11) 被扔(4) 啓8:8; 啓19:20; 啓20:10; 啓20:14;
12) 丟掉(4) 太5:29; 太5:30; 太18:8; 太18:9;
13) 所投的(2) 可12:43; 路21:3;
14) 被摔下去(2) 啓12:9; 啓12:9;
15) 都投上了(2) 可12:44; 路21:4;
16) 投入(2) 可12:41; 可12:42;
17) 躺(2) 太8:6; 可7:30;
18) 牠⋯被摔(1) 啓12:13;
19) 必⋯被扔下去(1) 啓18:21;
20) 她⋯澆(1) 太26:12;
21) 投⋯的(1) 可12:43;
22) 將⋯亂丟(1) 太7:6;
23) 他就被扔(1) 啓20:15;
24) 吐出(1) 啓12:15;
25) 他們⋯撒(1) 啓18:19;
26) 吐出來(1) 啓12:16;
27) 可以⋯跳(1) 路4:9;
28) 你⋯下(1) 太5:25;
29) 把⋯丟(1) 路12:49;
30) 就可⋯打(1) 約8:7;
31) 已被摔下去了(1) 啓12:10;
32) 我們⋯放(1) 雅3:3;
33) 收⋯罷(1) 約18:11;
34) 將⋯放(1) 啓2:14;
35) 我⋯丟(1) 啓2:22;
36) 他們⋯丟棄(1) 路14:35;
37) 下⋯的(1) 路23:19;
38) 我⋯放(1) 啓2:24;
39) 他們⋯拈(1) 路23:34;
40) 他們⋯撒下去(1) 約21:6;
41) 拋揚(1) 徒22:23;
42) 垂(1) 太17:27;
43) 放給(1) 太25:27;
44) 餵(1) 可7:27;
45) 落(1) 可9:45;
46) 帶(1) 太10:34;
47) 是帶(1) 太10:34;
48) 可以跳(1) 太4:6;
49) 就丟(1) 太6:30;
50) 躺著(1) 太8:14;
51) 躺著的(1) 太9:2;
52) 投上(1) 可12:44;
53) 加上(1) 路13:8;
54) 除(1) 約壹4:18;
55) 落下(1) 啓6:13;
56) 倒(1) 啓8:5;
57) 摔(1) 啓12:4;
58) 撲衝下來(1) 徒27:14;
59) 他倒(1) 約13:5;
60) 種(1) 路13:19;
61) 被放(1) 路16:20;
62) 打(1) 約8:59;
63) 存入的錢(1) 約12:6;
64) 牠被摔(1) 啓12:9