ἔξοδος

English (LSJ)

(A), ἡ,
A going out, opp. εἴσοδος, S.Aj.798, 806, etc.; ἐκ τῆς χώρης Hdt.1.94; ἔστι . . λήθη μνήμης ἔξοδος Pl.Phlb.33e; λήθη ἐπιστήμης ἔξοδος Id.Smp.208a; ἔξοδος τοῦ βίου PLond.1.77.57 (vi A. D.).
2 marching out, military expedition, Hdt.9.19; κοιναὶ ἔξοδοι ib.26; ἔξοδον ποιεῖσθαι Th. 3.5, etc., cf. Ar.Nu.579; τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι, of Leonidas, Hdt.7.223; ἔξοδον ἐξελθεῖν X.HG1.2.17; ἐξόδους ἕρπειν κενάς S.Aj.287; τὴν ἐπ' Ὠρεὸν ἔξοδον D.18.79; ἔξοδοι πεζαί ib.100 (s. v.l.).
3 procession, Hdt.3.14; especially of women of rank with their suite, ἔξοδοι γυναικεῖαι Pl. Lg.784d, cf. Thphr. Char.22.10; ἐξόδους λαμπρὰς ἐξιοῦσαν D.48.55, cf. Lex Solonisap.Plu.Sol.21.
4 divorce, BGU1105.24 (i B.C.).
II way out, outlet, διὰ τῶν στεγέων Hdt.2.148 (pl.), cf. Th.1.106, 2.4(sg.); πυλῶν ἐπ' ἐξόδοις A. Th.33, cf. 58, 285; πρὸς θυρῶνος ἐξόδοις S.El.328; εἴσοδοι καὶ ἔξοδοι = entrances and exits, POxy.241.20 (i A. D.); of a river, ἔξοδος ἐς θάλασσαν Hdt.7.130; ἡ Ἀρκαδία οὐκ ἔχει ἐξόδους τοῖς ὕδασιν εἰς θάλατταν Arist.Pr.947a19.
b especially of the Jewish Exodus, LXX Ex. tit., etc.
2 way out of a difficulty, Pl.R.453e.
3 of orifices in the body, ἡ ἔξοδος τοῦ περιττώματος, of the vent or anus, Arist.PA 675b9; τῆς τροφῆς Id.HA507a32, cf. 532b6; so of other orifices in the body, ib.511a27, etc.
4 delivery, ἡ τοῦ ἐμβρύου ἔξοδος Id.GA777a27, cf. 752b12; πρὸς ἔξοδον ἔχειν Lyd.Ost.44.
5 emission of semen, Arist.HA586a15, al.; κοιλίης ἔξοδοι discharges from the bowel, Aret. SD2.3.
III end, close, ἐπ' ἐξόδῳ εἶναι (of a truce) Th.5.14; ἐπ' ἐξόδῳ τῆς ἀρχῆς X.HG5.4.4; ἐπ' ἐξόδῳ (ἐξόδου vulg.) τοῦ ζῆν J.AJ4.8.2; ἔξοδος τοῦ βίου PLond.1.77.57: abs., departure, death, Ev.Luc.9.31, 2 Ep.Pet. 1.15, Arr.Epict.4.4.38.
2 end, issue of an argument, Pl.Prt. 361a.
b decision of a court, BGU168.15 (ii A. D.).
3 end of a tragedy, i.e. all that follows the last choral ode, Arist.Po.1452b21; ἔξοδον αὐλεῖν play the chorus off the stage (their exit being led by an αὐλητής), Ar.V.582, cf.Sch.
IV outgoing, payment of money, IG14.422 (Tauromenium), 5(1).1390.50 (Andania, i B. C.), Plb.6.13.2; opp. εἴσοδος, Test.Epict.6.34: pl., D.H.10.30.
V street, LXX 2 Ki.22.43.

(B), ον,
A promoting the passage, λίθων Aret.CD2.3.

German (Pape)

[Seite 884] ἡ, der Ausgang, 1) der Ort zum Hinausgehen, πυλῶν ἔξοδος Aesch. Spt. 33. 58; Eur. Rhes. 514; θυρῶνος Soph. El. 320; Thuc. 1, 106 u. Folgde. Übh. eine Öffnung, durch welche Etwas herauskommt, z. B. von den Schamteilen, Arist. Von der Mündung eines Flusses, Her. 7, 130. – 2) die Handlung des Ausgehens, das Fortgehen, Soph. Ai. 785 u. öfter; Ἡράκλειος, des Herakles, Trach. 51; Gegensatz εἴσοδος, Eur. Herc. Fur. 623; übertr., λήθη μνήμης ἔξ., das Ausgehen, Verschwinden, Plat. Phil. 33 e, vgl. Conv. 208 e; bes. – a) von kriegerischen Auszügen, eine Expedition, Feldzug, Her. 9, 19 Thuc. 2, 10 u. die folgdn Historiker, sowohl übh. ins Feld, als zur Schlacht, od. übh. nur von einem Orte weg; ἔξοδον ποιεῖσθαι, einen Feldzug, auch einen Ausfall machen, Thuc. 3, 5; Lys. 16, 18; Xen. Cyr. 1, 5, 14 u. öfter; ἐξελθεῖν Hell. 1, 2, 17. – b) ein Festaufzug, Her. 3, 14; bes. vom pomphaften Ausgange vornehmer Frauen mit Gefolge, Dem. 48, 55; vgl. Plat. Legg. VI, 784 d; auch vom Auszuge der Braut aus dem väterlichen Hause, D. Hal. rhet. 4. – c) das Weggehen des Chores in den Tragödien, ἔξοδον αὐλεῖν τινι, Jemandem zum Fortgehen aufspielen, Ar. Vesp. 582, wo der Schol. zu vergleichen; nach Arist. poet. 12 ἔξοδος μέρος ὅλον τραγῳδίας, μεθ' ὃ οὐκ ἔστι χοροῦ μέλος, der Schluß der Tragödie; übh. Schluß, Ende, ἐπ' ἐξόδῳ εἶναι, am Ende sein, Thuc. 3, 14; λόγων, der Schluß, das Resultat, Plat. Prot. 361 c; vgl. Xen. Hell. 5, 4, 4. – 3) vom Gelde, das Ausgeben, der Aufwand (Gegensatz von εἴσοδος), ἔξοδον ποιεῖν εἴς τι, Pol. 6, 13, 2; N.T. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

1ου (ἡ) :
I. passage pour sortir, issue ; fig. moyen de sortir;
II. action de sortir :
1 sortie, départ : ἐπ' ἐξόδῳ SOPH pour sortir ou sur le point de sortir ; ἀσφαλεῖ σὺν ἐξόδῳ SOPH avec la promesse que je m'en irai sain et sauf ; fig. ἔξοδος τῆς ἀρχῆς XÉN sortie de charge;
2 t. milit. expédition au dehors, marche à l'ennemi, sortie d'assiégés;
3 procession, pompe, cortège;
NT: décès ; Exode.
Étymologie: ἐξ, ὁδός.
2ος, ον :
qui favorise le passage ou la sortie.
Étymologie: ἐξ, ὁδός.

Russian (Dvoretsky)

ἔξοδος:
1 место выхода, выход (ἔ. κατάγειος Plut.): πυλῶν ἔ. Aesch., Eur. или θυρῶνος ἔ. Soph. выходные ворота; ἔ. ἐς θάλασσαν Her. место впадения (реки) в море, устье; ἀποκλεισθεὶς ἐξόδου Arst. не имеющий выхода, запертый;
2 анат. выходное отверстие (ἡ τῶν περιττωμάτων ἔ. Arst.);
3 физиол. выделение (τῆς σπερματικῆς περιττώσεως Arst.);
4 рождение, появление на свет (τοῦ ἐμβρύου Arst.);
5 уход, удаление, выход (ἐκ τῆς χώρης Her.): καλλίονες εἴσοδοι τῶν ἐξόδων Eur. приходить (в родной дом) приятнее, чем уходить;
6 воен. (тж. ἡ πολεμικὴ ἔ. Arst.) отправление, поход (ἔξοδοι καὶ ἀγῶνες Plut.): τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι Her. идти на смертный бой; ἐξόδους ἕρπειν κενάς Soph. наступать впустую, т. е. не имея перед собой противника;
7 вылазка (ἔξοδον ποιεῖσθαι Thuc.);
8 (торжественное), шествие, процессия, (ἔξοδοι λαμπραί Dem.): ἐπ᾽ ἐξόδῳ Her. во время торжественного выхода;
9 исход, развязка, окончание, конец: ἐπ᾽ ἐξόδῳ τῆς ἀοχῆς Xen. с окончанием срока полномочий; ἐπ᾽ ἐξόδῳ οἶναι Thuc. быть на исходе, кончаться;
10 театр. эксод, уход хора (заключительная часть трагедии) (ἔστιν ἔ. μέρος τραγῳδίας μεθ᾽ ὃ οὐκ ἔστι χοροῦ μέλος Arst.; ἔξοδον αὐλεῖν τινι Arph.);
11 прекращение, исчезновение (λήθη ἐπιστήμης ἔ., sc. ἐστιν Plat.);
12 кончина, смерть (μετὰ τὴν ἐμὴν ἔξοδον NT);
13 расход, платеж (οὐδεμίαν ποιεῖν ἔξοδον Polyb.).

Spanish

salida, gastos

Greek (Liddell-Scott)

ἔξοδος: ἡ, τὸ ἐξέρχεσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἴσοδος, Σοφ. Αἴ. 798, 806, κτλ.· ἐκ τῆς χώρης Ἡρόδ. 1. 94· ἔστι... λήθη μνήμης ἐξ. Πλάτ. Φίλ. 33Ε· ἐπιστήμης ἐξ. ὁ αὐτ. Συμπ. 208Ε. 2) στρατιωτικὴ ἔξοδος ἢ ἐκστρατεί, ἔξ. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 9. 19, 26, Θουκ. 3. 5, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 579· τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξ. ποιεῖσθαι, ἐπὶ τοῦ Λεωνίδου, Ἡρόδ. 7. 223· ἔξ. ἐξελθεῖν Ξεν. Ἑλλην. 1. 2, 17· ἐξόδους ἕρπειν κενὰς Σοφ. Αἴ. 287· τὴν ἐπ’ Ὠρεὸν ἔξοδον Δημ. 252. 4· ἔξοδοι πεζαὶ ὁ αὐτὸς 259. 20: ὡσαύτως, ἐπίθεσις ἐκ μέρους πολιορκουμένων, ἔξοδος, Θουκ. 5. 10. 3) μετὰ πομπῆς ἔξοδος, Ἡρόδ. 3. 14· ἰδίως γυναικῶν ὑψηλῆς τάξεως μετὰ τῆς ἀκολουθίας αὐτῶν. Πλάτ. Νόμοι 784D, Θεφράστ. Χαρακ. 22· ἐξόδους λαμπρὰς ἐξιοῦσαν Δημ. 1182. 27· ἐτέθη δὲ καὶ νόμος ὑπὸ τοῦ Σόλωνος πρὸς διακανόνισιν τῶν τοιαύτων ἐξόδων, Πλουτ. Σόλ. 21: πρβλ. ἐξοδεύω. ΙΙ. μέρος δι’ οὗ ἐξέρχεταί τις, ἔξοδος, Λατ. exitus, Ἡρόδ. 2. 148· πυλῶν ἐπ’ ἐξόδους Αἰσχύλ. Θήβ. 33, πρβλ. 58, 284· πρὸς θυρῶνος ἐξόδοις Σοφ. Ἠλ. 328· ἐπὶ ποταμοῦ, ἔξοδος εἰς θάλασσαν Ἡρόδ. 7. 130· ἡ Ἀρκαδία οὐκ ἔχει ἐξόδους τοῖς ὕδασιν Ἀριστ. Προβλ. 26. 58. 2) τρόπος ὅπως διέλθῃ τις ἔκ τινος δυσκολίας, διέξοδος, φέρε δή, ἦν δ’ ἐγώ, ἐάν πῃ εὕρωμεν τὴν ἔξοδον Πλάτ. Πολ. 453Ε· αλλ’ ἡ ἔξ. τῶν λόγων, τὸ ἀποτέλεσμα, ἡ ἔκβασις ἐρεύνης, ὁ αὐτὸς Πρωτ. 361Α. 3) τὰ μέρη δι’ ὧν ἐξέρχονται ἐκ τοῦ σώματος τὰ περιττώματα εἴτε ξηρὰ εἴτε ὑγρά, ὁ πρωκτὸς καὶ τὰ γεννητικὰ μόρια, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 20., 4. 12, 16· τῆς τροφῆς ὁ αὐτὸς π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2, 17, 7· καὶ ἀπολ., αὐτόθι 4. 7, 11, κ. ἀλλ.· οὕτως ἐπὶ ἄλλων ἐξόδων ἐν τῷ σώματι, αὐτόθι 7. 8, 3. κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ὡσαύτως ὡς τὸ Λατ. exitus, πέρας, τέλος, ἐπ’ ἐξόδῳ εἶναι Θουκ. 5. 14· ἐπ’ ἐξόδῳ τῆς ἀρχῆς Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 4· ἐπ’ ἐξόδῳ (κοινῶς -ου) τοῦ ζῆν Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 2· ἀπολ., ἔξοδος ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, θάνατος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. Θ΄. 31, Ἐπιστ. Β΄, Πέτρ. α΄, 15· - ἐκφορὰ νεκροῦ, = ἐξόδιον, Ἀποστ. Διαταγ. 5. 30. 2) τὸ τέλος ἢ τὸ συμπέρασμα συλλογισμοῦ τινος ἢ ἐπιχειρήματος, Πλάτ. Πρωτ. 316Α. 3) ἔξοδος δὲ μέρος ὅλον τραγῳδίας μεθ’ ὃ οὐκ ἔστι χοροῦ μέλος Ἀριστ. Ποιητ. 12, πρβλ. πάροδος· ἔξοδον αὐλεῖν, προπέμπειν μετὰ τοῦ αὐλοῦ, «ἔθος δὲ ἦν ταῖς ἐξόδοις τῶν τῆς τραγῳδίας χορικῶν προσώπων προηγεῖσθαι αὐλητήν, ὥστε αὐλοῦντα προπέμπειν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 582 (580). IV. δαπάνη, ἔξοδον, Πολύβ. 6. 13, 2· πρβλ. ἐξοδάω, ἐξοδιάζω. V. Ἔξοδος, τὸ β΄ βιβλίον τῆς Πεντατεύχου, ὡς περιέχον τὴν ἔξοδον τῶν Ἑβραίων ἐξ Αἰγύπτου.

English (Strong)

from ἐκ and ὁδός; an exit, i.e. (figuratively) death: decease, departing.

English (Thayer)

ἐξόδου, ἡ (ὁδός), exit, i. e. departure: ἡ ἔξοδος τίνος the close of one's career, one's final fate, departure from life, decease: Philo de caritate § 4); with addition of τοῦ ζῆν, Josephus, Antiquities 4,8, 2; (of τοῦ βίου, Justin Martyr, dialog contra Trypho, § 105).

Greek Monolingual

η (AM ἔξοδος) οδός
1. η μετάβαση, η μετακίνηση από μέσα προς τα έξω («η έξοδος από τη χώρα», «ἐπὶ ἐξόδῳ ἐκ τῆς χώρης»)
2. άνοιγμα, πέρασμα απ' όπου βγαίνει κανείςέξοδος κινδύνου», «πυλῶν ἐπ' ἐξόδοις»)
3. εξόρμηση πολιορκουμένων για να διασπάσουν τον πολιορκητικό κλοιό («η έξοδος του Μεσολογγίου», «ὁ Βρασίδας τήν ἔξοδον παρεσκευάζετο»)
4. μαζική μετανάστευση ή μετακίνηση («η έξοδος τών Αθηναίων για το εορταστικό τριήμερο στην επαρχία», «Ἰουδαίων τὴν ἔξοδον»)
5. το μέρος της τραγωδίας μετά το τελευταίο στάσιμο
6. (για ποταμό) εκβολή
7. διέξοδος, τρόπος με τον οποίο βγαίνει κανείς από δύσκολη θέση («η έξοδος από την οικονομική κρίση», «φέρε δή, ἐάν πη εὕρωμεν ἔξοδον»)
8. οπή του σώματος από την οποία εκβάλλονται περιττώματα ή εκκρίματα
νεοελλ.
(για στρατευμένους)
1. άδεια, δικαίωμα εξόδου από το στρατόπεδο
2. αποχώρηση από την ενεργό υπηρεσίαέξοδος από το στράτευμα λόγω ορίου ηλικίας»)
αρχ.-μσν.
1. εκφορά νεκρού, κηδεία
2. έξοδα, δαπάνη
3. εκστρατεία
4. φρ. «ἔξοδον τοῦ ζῆν, τοῦ βίου» — ο θάνατος
μσν.
1. μισθός
2. επιχορήγηση
3. πρόσοδοι
4. κόπος, ταλαιπωρία
αρχ.
1. (για τον ήλιο) ανατολή
2. έξοδος σε πομπή ή έξοδος κάποιου με τιμητική ακολουθία
3. εκκένωση, κένωση
4. τέλος, κατάληξη χρονικής περιόδου
5. έκβαση, αποτέλεσμα
6. δικαστική απόφαση
7. δρόμος.

Greek Monotonic

ἔξοδος: ἡ,
I. 1. έξοδος, αποχώρηση, σε Ηρόδ., Αττ.
2. στρατιωτική έξοδος, εξόρμηση, στρατιωτική εκστρατεία, σε Ηρόδ., Αττ.
3. επίσημη πομπή, λιτάνευση, σε Ηρόδ., Δημ.
II. έξοδος, διέξοδος, Λατ. exitus, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
III. 1. όπως το Λατ. exitus, τέλος, τέρμα, κλείσιμο, σε Θουκ., Ξεν.· το τέλος ή το συμπέρασμα ενός συλλογισμού, επιχειρήματος, σε Πλάτ.· απόλ., αναχώρηση από την ζωή, νέκρωση, θάνατος, σε Καινή Διαθήκη
2. το τελευταίο μέρος της τραγωδίας ή η μουσική του, το εξόδιο άσμα στο τέλος της τραγωδίας, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἔξ-οδος, ἡ,
I. a going out, Hdt., Attic
2. a marching out, military expedition, Hdt., Attic
3. a solemn procession, Hdt., Dem.
II. a way out, outlet, Lat. exitus, Hdt., Aesch., etc.
III. like Lat. exitus, an end, close, Thuc., Xen.: the end or issue of an argument, Plat.: absol. departure, death, NTest.
2. the end of a tragedy, or music played at its close, Ar.
2
promoting the passage λίθων.

Chinese

原文音譯:œxodoj 誒克士-哦多士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:出去-道路 相當於: (יׄוצֵאת‎ / יָצָא‎ / צֵא‎)
字義溯源:出口,出路,出走,離去,去世,死亡;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ὁδός / ὁδοποιέω)*=道路)組成。這字在( 來11:22)譯為:出;是這字的意義。而在( 路9:31; 彼後1:15)則譯為:去世;欽定本譯為:死亡(deseace);似為這字的隱喻
出現次數:總共(3);路(1);來(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 去世(2) 路9:31; 彼後1:15;
2) 出走(1) 來11:22

English (Woodhouse)

departure, outlet, avenue of escape, march of an army, march out, means of escape, way of escape, way out

Lexicon Thucydideum

exitus, via qua exitus est, departure, way out, 1.106.1, 2.4.3,
egressio, eruptio, going out, sally, 2.21.3, 3.5.2, 3.20.2, 5.10.1.
expeditio, expedition, 2.10.1, 2.10.3,
finis, exitus, end, outcome, 5.14.4,
item likewise 5.28.2.

Translations

exit

Albanian: dalje; Armenian: ելք; Bulgarian: излизане; Catalan: sortida; Chinese Mandarin: 出口; Czech: východ, výstup; Danish: udgang; Dutch: uitgang; Farefare: yɛsga; Finnish: uloskäynti; French: sortie; Galician: saída; German: Ausgang; Ancient Greek: ἔξοδος; Hebrew: יציאה‎; Italian: uscita; Japanese: 出口; Latin: exitus; Lithuanian: išėjimas; Macedonian: излез; Maori: ara ki waho; Mongolian: гарах хаалга; Occitan: salida, sortida, eissida; Persian: خروجی‎; Polish: wyjście; Portuguese: saída; Romanian: ieșire; Russian: выход; Spanish: salida; Swedish: utgång; Turkish: çıkış; Yiddish: אַרויסגאַנג‎

departure

Arabic: رَحِيل‎, مُغَادَرَة‎; Armenian: մեկնում; Azerbaijani: gediş; Belarusian: адпраўленне, выезд, ад'езд, вылет; Bulgarian: заминаване, тръгване; Chinese Mandarin: 出發/出发, 離開/离开; Czech: odchod, odjezd, odlet; Danish: afgang, afrejse, udsejling; Dutch: vertrek; Esperanto: disiĝo foriro; Finnish: lähtö; French: départ; Galician: ida, saída, partida; Georgian: გამგზავრება; German: Abfahrt, Abreise, Abflug; Gothic: 𐌿𐍂𐍂𐌿𐌽𐍃, 𐌳𐌹𐍃𐍅𐌹𐍃𐍃; Greek: αναχώρηση; Ancient Greek: ἀνάλυσις, ἀνάστασις, ἀπαλλαγή, ἀπανάστασις, ἄπαρσις, ἄπιξις, ἀπόβασις, ἄποδος, ἀποπορεία, ἀποστασία, ἀπόστασις, ἀποχώρησις, ἄφιξις, ἄφοδος, ἔκβασις, ἔξοδος, μεταχώρησις, παροίχησις, χωρισμός; Hebrew: הַפְלָגָה‎; Hindi: प्रस्थान; Hungarian: távozás, indulás; Icelandic: brottför; Indonesian: keberangkatan; Italian: partenza; Japanese: 出発, 発車; Korean: 출발(出發); Latin: abitus, itus, abitio, egressus; Macedonian: заминување; Malay: perlepasan; Maori: wehenga, haerenga; Norwegian Bokmål: avgang, avreise; Nynorsk: avgang, avreise; Persian: عزیمت‎; Portuguese: partida; Quechua: lluqsi; Romanian: plecare; Russian: отправление, выезд, отъезд, вылет; Slovene: odhod; Spanish: salida, partida; Swedish: avgång, avfart, avfärd; Telugu: పోకడ; Tocharian B: lalñe; Ukrainian: відправлення, виїзд, від'ї́зд, виліт; Vietnamese: sự rời khỏi, sự ra đi; Yiddish: אַוועקפֿאָר‎

divorce

Albanian: divorc; Arabic: طَلَاق, تَطْلِيق, خُلْع; Hijazi Arabic: طلاق; Armenian: ամուսնալուծություն, ապահարզան; Assyrian Neo-Aramaic: ܕܘܼܠܵܠܵܐ; Asturian: divorciu; Azerbaijani: boşanma; Belarusian: развод; Bulgarian: развод; Catalan: divorci; Chinese Cantonese: 離婚/离婚; Mandarin: 離婚/离婚; Czech: rozvod; Danish: skilsmisse; Dutch: echtscheiding; Esperanto: divorco, eksgeedziĝo; Estonian: abielulahutus, lahutus; Faroese: hjúnaskilnaður; Finnish: avioero; French: divorce; Galician: divorcio; Georgian: გაყრა, განქორწინება; German: Scheidung, Ehescheidung; Gothic: 𐌰𐍆𐍃𐍄𐌰𐍃𐍃; Greek: διαζύγιο; Ancient Greek: ἀναπομπή, ἀπαλλαγή, ἀποζυγή, ἀποκοπή, ἀπόπεμψις, ἀποπομπή, ἀποστάσιον, ἀπόστασις, ἄφεσις, διάζευξις, διαζυγή, διαζύγιον, διακοπή, διάλυσις, διάλυσις γάμου, διάλυσις τοῦ γάμου, διαστάσιον, διάστασις, διαχωρισμός, διέσιον, δίεσις, ἐκβολή, ἐκπομπά, ἐκπομπή, ἐξεσίη, ἔξεσις, ἔξοδος, λύσις γάμου, ῥεπούδιον, χήρευσις, χωρισμός; Hebrew: גירושין \ גֵּרוּשִׁין; Hindi: तलाक़, तलाक, त्याग, स्त्रीपुरुषविच्छेद, विवाहविच्छेद, विच्छेदन; Hungarian: válás; Icelandic: skilnaður, hjónaskilnaður; Ido: divorco, desmariajo; Indonesian: perceraian; Irish: colscaradh, idirscaradh; Italian: divorzio; Japanese: 離婚; Kazakh: ажырасу; Khmer: ការលែងលះ; Korean: 이혼(離婚), 리혼(離婚); Kurdish Central Kurdish: تەلاق; Northern Kurdish: telaq; Kyrgyz: ажырашуу; Lao: ການຢ່າ; Latin: divortium; Latvian: šķiršanās; Lithuanian: skyrybos, ištuoka; Luxembourgish: Scheedung; Macedonian: развод; Malay: perceraian; Marathi: घटस्फोट, काडीमोड, वेगळेहोणे; Mongolian Cyrillic: салалт; Navajo: ałtsʼááʼítʼaash; Ngazidja Comorian: twalaka; Norwegian Bokmål: skilsmisse; Nynorsk: skilsmisse; Occitan: divòrci; Old English: āsyndrung, hīwgedāl; Pashto: پرېژه, طلاق; Persian: طلاق; Plautdietsch: Ehescheiden, Scheedunk; Polish: rozwód; Portuguese: divórcio, separação; Romanian: divorț, despărțire; Russian: развод, расторжение брака; Sanskrit: विच्छेदन, त्याग, स्त्रीपुरुषविच्छेद, विवाहविच्छेद; Scottish Gaelic: sgaradh-pòsaidh, eadar-ghearradh; Serbo-Croatian Cyrillic: развод, бракоразвод, ра̑става; Roman: rázvod, brakorázvod, rȃstava; Slovak: rozvod; Slovene: ločitev; Spanish: divorcio; Swahili: talaka; Swedish: skilsmässa, äktenskapsskillnad; Tagalog: diborsiyo; Tajik: талоқ; Tarifit: uruf; Tatar: аерылышу; Telugu: విడాకులు; Thai: การหย่าร้าง, การหย่า; Turkish: boşanma; Ukrainian: розлучення, розірвання шлюбу; Urdu: طلاق; Uzbek: qoʻydi-chiqdi; Vietnamese: ly hôn; Volapük: matiteil; Welsh: ysgariad, ysgariadau