ἀνάγκη
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
English (LSJ)
Ion. and Ep. ἀναγκαίη, ἡ,
A force, constraint, necessity, κρατερὴ δ' ἐπικείσετ' ἀ. Il.6.458; ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει ib.85; ἀναγκαίῃ πολεμίζειν 4.300; τίς τοι ἀνάγκη πτώσσειν; 5.633; οἷσιν ἀ. (sc. φυλάσσειν) 10.418, al.: but in Hom. usu. in dat. as Adv., ἀνάγκῃ perforce, of necessity, ἀείδειν Od.1.154; φεύγειν Il.11.150: in act. sense, forcibly, by force, ἴσχειν, ἄγειν, Od.4.557, 22.353; μνήσασθαι 7.217: strengthd. by καί, 10.434; ὑπ' ἀνάγκης 19.156; opp. ἑκόντες, Pl.Phdr.231a; ὑπ' ἀναγκαίης Hdt.7.172, al.; ἐξ ἀνάγκης S.Ph.73, Th.3.40, etc.; δι' ἀνάγκης Pl.Ti.47e; σὺν ἀνάγκᾳ Pi.P.1.51; πρὸς ἀνάγκαν A.Pers.569 codd. (lyr.), cf. Epict.Ench.29.2; κατ' ἀνάγκην X.Cyr.4.3.7: ἀνάγκη ἐστί, c. inf., it must be that... is necessary that... cf. Il. supr. cit.; πᾶσα ἀ. ἐστὶ ὗσαι Hdt.2.22; τρέφειν τοὺς τοκέας τοῖσι μὲν παισὶν οὐδεμία ἀ., τῇσι δὲ θυγατράσι πᾶσα ἀ. ib.35: c. dat. pers., ἀ. μοι σχεθεῖν A.Pr.16, cf. Pers.293:—in Trag. freq. in answers and arguments, πολλή γ' ἀνάγκη, πολλή' στ' ἀνάγκη, or πολλή μ' ἀνάγκη, with which an inf. may always be supplied, E.Med.1013, Hec.396, S.Tr.295; so πᾶσ' ἀνάγκη El.1497, cf. Pl.R.441d; ἀνάγκη μεγάλη [ἐστί] ib.485e, Is.3.6, D.28.9; ἐν ἀνάγκῃ ἐστί Lys.6.8: later ἀνάγκην ἔχω, c. inf., Ev.Luc. 14.18. 2 necessity in the philosophical sense, Arist.APo.94b37, Metaph.1026b28, Ph.199b34; logical necessity, Metaph.1064b33: in pl., laws of nature, τίσιν ἀνάγκαις ἕκαστα γίγνεται τῶν οὐρανίων X. Mem.1.1.11, cf. Hp.Aër.21. b natural need, γαστρὸς ἀνάγκαις A.Ag.726, cf. Ar.Nu.1075, X.Cyn.7.1; ὑπ' ἀ. τῆς ἐμφύτου Pl.R.458d; ἐρωτικαῖς ἀ. ib., etc. c ἡ ἀ. τοῦ τόπου the lie of the ground as a necessary condition, PLille4.14. d ἀνάγκη δαιμόνων, αἱ ἐκ θεῶν ἀνάγκαι, fate, destiny, E.Ph.1000, 1763: freq. personified in Poets, Parm.8.30, Emp.116, A.Pr.105, S.Fr.256; Ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται Simon.5.21. 3 compulsion exerted by a superior, ἀ. προστιθέναι, ἐπιτιθέναι, X.Hier.9.4, Lac.10.7. b violence, punishment, esp. of torture, mostly pl., ἐς ἀνάγκας ἄγεσθαι Hdt.1.116, cf. Antipho 6.25, Herod.5.5; προσάγειν τινὶ τὰς ἀνάγκας Th.1.99; τὰ πρὸς ἀνάγκας ὄργανα instruments of torture, Plb.15.28.2: later in sg., ἡ ἀ. τῶν βασάνων Plu.2.305e; πρὸς ἀνάγκην under torture, Id.Publ.17: metaph., Hp.de Arte13; δολοποιὸς ἀ., i. e. the stratagem of Nessus, S.Tr.832; βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις Xenarch.1.9. c duress, 'force majeure', ὅρκους οὓς ποιέονται ἐν ἀνάγκῃ ὄντες Democr.239; stress of circumstances, ἀκούσιοι ἀ. Th.3.82. d treatment by mechanical force, τῶν ἀναγκῶν τινὰ προσφέρειν Hp.Fract.15, cf. Art.73. 4 bodily pain, anguish, κατ' ἀνάγκην ἕρπειν painfully, S.Ph.206 (lyr.); ὑπ' ἀνάγκης βοᾶν ib.215; ὠδίνων ἀνάγκαι E.Ba.89 (lyr.): generally, distress, ἐν ἀνάγκαις γλυκὺ γίνεται καὶ τὸ σκληρόν Simon.226; freq. in LXX, Jb.15.24, al.; ἡ ἐνεστῶσα ἀ. 1 Ep.Cor.7.26: esp. in pl., IG12 (7).386.23 (Amorgos, iii B. C.), D.S.4.43, 2 Ep.Cor.6.4, etc. II tie of blood, kindred, Lys.32.5. III = ἡ δικαστικὴ κλεψύδρα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 183] ἡ (mit ἄγκος, Enge, schwerlich mit ἀνάγω zusammenhängend), 1) Zwang, Beschränkung des Willens, a) durch äußere Gewalt, wie du Reh Schicksalsbestimmung, κρατερὴ δ' ἐπικείσετ' ἀνάγκη Il. 6, 458, ein mächtiger Zwang; bes. häufig ἀνάγκῃ, aus Zwang, gezwungen, z. B. φεύγειν, 11, 150; ἀμύνεσθαι, 12, 178; ἂψ ἴμεν, 15, 133; ἀείδειν, Od. 1, 154; ἄγειν, gewaltsamer Weise, Il. 9, 429; ἴσχειν, Od. 4, 557 u. sonst; εἰς δαιμόνων ἀνάγκην ἀφιγμένος, durch den Ausspruch der Götter, neben θεσφάτων ἐλεύθεροι, Eur. Phoen. 1014; εἰς ἀνάγκας ἀλγεινοτάτας ἐμπεσόντες Xen. Mem. 3, 12, 2; oft bei Tragg., auch im plur., Aesch. Prom. 108 Pers. 579; oft auch Leiden, Mühsal, Noth, ὑπ' ἀνάγκας βοᾶν, vor Schmerz schreien, Soph. Phil. 213; φθογγὰ τοῦ στίβου κατ' ἀνάγκαν ἕρποντος, Einer, der mühselig einherschreitet, in der Noth des Weges, 206, vgl. Κενταύρου δολοποιός Trach. 829. – b) Zwangsmittel, Gefängniß, Ketten u. Banden, Her. 1, 116; Diod. 3, 14 ἀνάγκας ἐπιφέρειν, anwenden; auch sing., ἐν ἁμίλλαισιν ἀνάγκας Eur. Bacch. 544; ἀνάγκην ἐπιτιθέναι Xen. Lac. 10, 7; προστιθέναι Hier. 9, 4; τὰ πρὸς τὰς ἀνάγκας ὄργανα, Folterwer Kzeuge, Pol. 15, 20; vgl. die Parodie πουλύπους ἁλοὺς βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις Xenarch. com. Ath. II, 64 (v. 9). – c) physische Nothwendigkeit, Naturgesetz, Verhängniß, ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται Simon. bei Plat. Prot. 345 d; auch ἔγγραφοι ἀνάγκαι, geschriebene Gesetze, Plut. Lyc. 13; θεῖαι ἀνάγκαι Plat. Legg. VII, 818 b; vgl. Xen. Mem. 1, 1, 11. 15. – d) moralische Nothwendigkeit, zwingende Beweise, ῥητόρων ἀνάγκας διδάσκειν Anacr. 50, 2. – 2) Blutsverwandtschaft, Xen. Conv. 8, 13; Isocr. 1, 10. – Als adv. Vbdgn sind außer ἀνἀγκῃ, welches auch in Prosa sehr geläufig ist, zu merken: ὑπ' ἀνάγκης, Od. 19, 156; σὺν ἀνάγκῃ, Pind. P. 1, 51; δι' ἀνάγκης, Plat. Tim. 47 e; ἐξ ἀνάγκης, Phaedr. 246 a; vgl. τὰ ἐξ ἀνάγκης παθήματα, = ἀναγκαῖα, Tim. 89 b; Soph. Phil. 73; κατ' ἀνάγκην, sowohl activ., zwingend, Pol. 1, 37, als passiv., gezwungen, 3, 67, 5; πρὸς ἀνάγκην, Luc. Abdic. 26 u. öfter, bes. bei Sp. – Ebenso ἀνάγκη ἐστί, mit darauf folgendem inf., wie ἀναγκαῖόν ἐστι, man muß, Xen. Cyr. 1, 4, 12; u. ohne ἐστί, πᾶσα ἀνάγκη, oft bei Plat., z. B. Tim. 69 d; Dem. Lept. 28 πολλή γ' ἀνάγκη, auch oft bei Plat., in Zugeständnissen, es ist ja wohl nöthig, ich muß ja wohl; ἀνάγκη πολλή u. πολλή 'στι ἀνάγκη, in Behauptungen u. Bekräftigungen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάγκη: Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀναγκαίη, ἡ, κατὰ πρῶτον παρ᾿ Ὁμ. κρατερὴ δ᾿ ἐπικείσετ᾿ ἀν. Ἰλ. Ζ. 458· ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει αὐτόθι 85· ἀναγκαίη πολεμίζειν Δ. 300· τίς τοι ἀνάγκη πτώσσειν; τίς σοι ἀνάγκη νὰ δειλιᾷς; Ε. 633· οἷσιν ἀνάγκη (ἐνν. φυλάσσειν), Κ. 418 καὶ ἀλλ.· ἀλλ᾿ ἔχει τὴν λέξιν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ δοτ. ὡς ἐπίρρ., ἀνάγκῃ = ἐξ ἀνάγκης, ἀνάγκῃ ἀείδειν, ἄψ ἴμεν, πολεμίζειν, φεύγειν, κτλ.· ὡσαύτως μετὰ σημασ. ἐνεργ., βίᾳ, διὰ τῆς βίας, ἀνάγκῃ ἴσχειν, ἄγειν, κελεύειν: ἡ δοτ. ἐνισχύεται διὰ τοῦ καὶ Ὀδ. Κ. 434· ὡσαύτως, ὑπ᾿ ἀνάγκης Τ. 156, Πλάτ., κτλ.· ὑπ᾿ ἀναγκαίης Ἡρόδ. 7. 172, καὶ ἀλλ. βραδύτερον, ἐξ ἀνάγκης Σοφ. Φ. 73, Πλάτ., κτλ.· δι᾿ ἀνάγκης Πλάτ. Τίμ. 47Ε· σὺν ἀνάγκῃ Πινδ. Π. 1. 98· πρὸς ἀνάγκην Αἰσχύλ. Πέρσ. 569· κατ᾿ ἀνάγκην Ξεν. Κύρ. 4, 3, 7: ‒ ἀνάγκη ἐστί, μετ᾿ ἀπαρεμφ. εἶναι ἀνάγκη νὰ..., πρὲπει νὰ..., ἴδε Ἰλ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· πᾶσα ἀνάγκη ἐστὶ ὗσαι Ἡρόδ. 2. 22· τρέφειν τοὺς τοκέας τοῖσι μὲν παισὶν οὐδεμία ἀνάγκη… τῇσι δὲ θυγατράσι πᾶσα ἀνάγκη αὐτόθι 35· ἀνάγκ. ὅπως μετὰ μέλλ., Ξενοφ. Οἰκ. 4. 14: μ. δοτ. προσ., ἀν. μοι σχεθεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 16, πρβλ. Πέρσ. 293: ‒ παρὰ δὲ Τραγικοῖς ὡσαύτως πολλάκις ἐπὶ ἀποκρίσεων καὶ ἐπιχειρημάτων λογικῶν, πολλὴ γ᾿ ἀνάγκη, πολλὴ ᾿στ᾿ ἀνάγκη ἢ πολλὴ μ᾿ ἀνάγκη, μετὰ τῶν ὁποίων πάντοτε ἀπαρέμφ. δύναται νὰ ὑπονοηθῇ Ἐλμσλ. Μήδ. 981· οὕτω πᾶσ᾿ ἀνάγκη, μ. ἀπαρεμφ., Σοφ. Ἠλ. 1497, Πλάτ. Φαίδων 67Α, κτλ.· ἀνάγκη μεγάλη [ἐστί] Ἰσαῖος 38. 24, Δημ. 838. 10· ἐν ἀνάγκῃ ἐστὶ Λυσ. 104. 2. 2) ἀνάγκη ὡς φυσικὸς νόμος, φυσικὴ ἀνάγκη ἢ ἐπιθυμία, ὄρεξις, γαστρὸς ἀνάγκαις Αἰσχύλ. Ἀγ. 725, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1075, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 11, Κυν. 7. 1· ὑπ᾿ ἀνάγκ. τῆς ἐμφύτου Πλάτ. Πολ. 458D· ἐρωτικαῖς ἀν. αὐτόθι, κτλ. β) ἀνάγκη δαιμόνων, αἱ ἐκ θεῶν ἀνάγκαι, ἡ μοῖρα, τὸ πεπρωμένον, Εὐρ. Φοίν. 1000, 1763: ‒ συχνάκις προσωποποιεῖται παρὰ τοῖς ποιηταῖς, ὡς Σοφ. Ἀποσπ. 234, πρβλ. Βόσσ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δημ. 216· ἀνάγκᾳ δ᾿ οὐδὲ θεοὶ μάχονται Σιμων. 139 Γαισφ. γ) ἀνάγκη ὑπὸ φιλοσοφικὴν ἔννοιαν, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν φυσικὴν ὁρμὴν (φύσις) καὶ τὴν ἁπλῆν πίεσιν (βία), Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2. 11, 9, Μεταφ. 5. 2, 6, καὶ ἀλλ.: ‒ ὡσαύτως ἐπὶ λογικῆς ἀναγκαιότητος δι᾿ ἧς ἀναγκαίως ἀκολουθεῖ τὸ συμπέρασμα, αὐτόθι 10. 8, 4, καὶ ἀλλ.: 3) πραγματικὴ βιαιότης, βία, τιμωρία, ἰδίως ἐπὶ βασάνου, καθ᾿ ἑνικ. καὶ πληθ., ἐς ἀνάγκας ἄγεσθαι Ἡρόδ. 1. 116, πρβλ. Ἀντιφῶντα 144. 16, κἑξ.: ἀνάγκην προστιθέναι, ἐπιτιθέναι Ξεν. Ἱέρ. 9. 4, Λακ. 10, 7· προσάγειν τινὶ τὰς ἀνάγκας Θουκ. 1. 99, πρβλ. 3. 82: μεταφ. δολοποιὸς ἀνάγκ., ὅ ἐ. τὸ στρατήγημα τοῦ Νέσσου, Σοφ. Τρ. 832· βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις Ξέναρχ. ἐν «Βουταλίωνι» 1. 9. β) πᾶς ἀναγκασμὸς ἢ περιορισμός, πᾶσα βιαία μεταχείρισις, τῶν ἀναγκῶν τινα προσφέρειν Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 763, πρβλ. περὶ Ἄρθρ. 813. 834. 4) παρὰ ποιηταῖς ἐπὶ σωματικοῦ πόνου, ἀγωνίας, ἀλγηδόνος, κακοπαθείας καὶ ἀθλιότητος, κατ᾿ ἀνάγκην ἕρπειν, μετὰ πόνου, Σοφ. Φ. 206· ὑπ᾿ ἀνάγκης βοᾶν αὐτόθι 215· ὠδίνων ἀνάγκαι Εὐρ. Βάκχ. 89, κτλ. ΙΙ. ὅμοιον τῷ Λατ. necessitudo, ὁ δεσμὸς τοῦ αἵματος, ἡ συγγένεια, Ἀνδοκ. 32. 14, Λυσ. 894. 20. (Πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ ἄγχω, ango, angustus, κτλ., Γερμ. eng, ἴδε ἐν λ. ἄγκος).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. nécessité, contrainte : ἀνάγκῃ, σὺν ἀνάγκῃ, ἀπ’ ἀνάγκης, δι’ ἀνάγκης, ἐξ ἀνάγκης, κατ’ ἀνάγκην, πρὸς ἀνάγκην par nécessité ; ἀνάγκη (ἐστί), cela est nécessaire, il y a nécessité : τίς τοι ἀνάγκη ; IL quelle nécessité pour toi ? οἶσιν ἀνάγκη IL ceux pour qui il y a nécessité ; πολεμίζομεν, εἴπερ ἀνάγκη IL nous nous battrons, s’il le faut ; avec un inf. : ἀλλὰ τίη ἔριδας καὶ νείκεια νῶϊν ἀνάγκη νεικεῖν ; IL mais quelle nécessité de soulever entre nous deux des querelles et des contestation ? πᾶσα ἀνάγκη avec l’inf. c’est une nécessité absolue de ; πολλὴ ἀνάγκη c’est une nécessité pressante ; particul. :
1 la nécessité, càd la destinée inévitable, la destinée, le destin ; en mauv. part les malheurs amenés par le destin;
2 besoin physique, loi de la nature;
3 vie nécessiteuse, misère, souffrance, extrémité pénible;
II. moyen de contrainte (torture, prison, etc.);
III. liens du sang.
Étymologie: DELG orig. obsc. -- Babiniotis pê ἀνά, ἀγκή de ἀγκάλη, cf. συνάγκη.
English (Autenrieth)
necessity, constraint; freq. ἀνάγκη (ἐστίν, ἦν) foll. by inf., Il. 5.633, Il. 24.667, κρατέρη δ' ἐπικείσετ ἀνάγκη, ‘stern necessity,’ Il. 6.458; often ἀνάγκῃ, καὶ ἀνάγκῃ, ‘even against his will,’ ὑπ' ἀνάγκης, ‘by compulsion.’
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. -ᾱ Alcm.102, Simon.37.29; cret. ἀνάνκᾱ ICr.4.72.8.33 (Gortina V a.C.), tb. locr. IG 92.718.8 (Calion VI/V a.C.)
• Prosodia: [ᾰ-]
I como fuerza personal ejercida por personas, divinidades o situaciones y de sus efectos
1 c. ref. a una presión o coacción física o de otro tipo fuerza, coacción, vigor, imposición κρατερὴ δ' ἐπικείσετ' ἀνάγκη caerá (sobre tí) una poderosa coacción (la de la esclavitud) Il.6.458
•ὑπ' ἁνάγκης por imposición, a la fuerza, Od.2.110, Hes.Op.15, Sol.Lg.49a, Pl.Phdr.231a, αἴ κα hυπ' ἀνάνκας ἀπελάονται IG l.c., ὑπ' ἀνάγκας ICr.4.72.6.47 (Gortina V a.C.), ICr.2.5.9.5 (Axos), χάριν ἀνάγκης Sol.Lg.49b, ἐξ ἀνάγκης por imposición, por coacción S.Ph.73, Th.3.40, δι' ἀνάγκης necesariamente Pl.Ti.47e, κατ' ἀνάγκην irremisiblemente Plb.1.23.10
•esp. en dat. ἀχνύμενοί περ ἀνάγκῃ νηῶν ἠμύνοντο por apesadumbrados que estuvieran, se vieron forzados a defender las naves, Il.12.178, cf. h.Cer.147, reforzado por καί: ἀκούσονται καὶ ἀνάγκῃ Il.15.199
•a la fuerza, contra su voluntad ἤειδε παρὰ μνηστῆρσιν ἀνάγκῃ Od.1.154, ἥ μιν ἀνάγκῃ ἴσχει la cual lo retiene a la fuerza, Od.4.557, cf. Il.16.305, Sol.Lg.49c, ἐπὶ νῆας ἄγον ... ἀνάγκῃ Od.9.98, cf. 22.353, βίῃ δ' ἀέκουσαν ἀνάγκῃ ... ἀπήγαγον h.Cer.124, cf. 72, μνήσασθαι ἀνάγκῃ Od.7.217, σύν τ' ἀνάγκῃ σύν τ' ἐνιπῇσιν a la fuerza y a gritos Semon.8.44, ἀνάγκαι δὲ με̄́ ICr.4.72.8.33 (Gortina V a.C.)
•c. valor gener. ἀνάγκην προστιθέναι aplicar la fuerza X.Hier.9.4, ἐπιτιθέναι X.Lac.10.7
•por parte de los dioses imposición, necesidad impuesta εἰς ἀνάγκην δαιμόνων ἀφιγμένοι E.Ph.1000, τὰς ... ἐκ θεῶν ἀνάγκας E.Ph.1763.
2 desde el punto de vista del sujeto que sufre necesidad θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι φίλον δαμάσαντες ἀνάγκῃ domando dentro del pecho nuestra ira por necesidad, Il.18.113, 19.66, c. dat. y prep. σὺν δ' ἀνάγκᾳ νιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν aun un hombre altanero cede a la necesidad de adularlo como amigo Pi.P.1.51
•c. dat. οἷσιν ἀνάγκη para quienes es necesario, Il.10.418
•en or. nominal pura εἴπερ ἀνάγκη si es necesario, si es preciso, Il.24.667, πολλή γ' ἀνάγκη es muy necesario E.Hec.396
•con o sin cópula πολλή 'στ' ἀνάγκη S.Tr.295, ἧ πᾶσ' ἀνάγκη ... ἰδεῖν ...; S.El.1497, ὑμῖν ἐν ἀνάγκῃ ἐστὶ βουλεύσασθαι Lys.6.8, cf. X.Cyr.1.4.12, ἀνάγκη ... ἐγένετο αὐτῷ X.Mem.4.8.2, cf. Cyr.1.6.41
•c. inf. ἀπορεῖν ἀνάγκη τῷ λόγῳ Gorg.B 11a.4, cf. 6, ἀνάγκη δὴ λέγειν Thrasym.B 1, ἀνάγκην ... ἔχομεν e inf., D.Chr.31.105, Eu.Luc.14.18.
3 id. c. un matiz social o moral necesidad, obligación, deber αὐτὰρ ἐγὼν εἶμι· κρατερὴ δέ μοι ἔπλετ' ἀνάγκη Od.10.273, ἀνάγκη γάρ μοι ἐπίκειται se me impone como un deber, 1Ep.Cor.9.16, cf. h.Ven.130, Thgn.195
•c. inf. y dat. de pers. τίς τοι ἀνάγκη πτώσσειν ...; Il.5.633, νείκεα νῶϊν ἀνάγκη νεικεῖν Il.20.251, ἐμοί γε μὲν οὔτις ἀνάγκη τοῦθ' ἕρδειν Thgn.1095, τρέφειν τοὺς τοκέας τοῖσι μὲν παισὶ οὐδεμία ἀνάγκη Hdt.2.35, πάντως δ' ἀνάγκη τῶνδέ μοι τόλμαν σχεθεῖν A.Pr.16
•c. prep. sinónimo de ἀναγκαῖος: τοὺς πρὸς ἀνάγκην πόνους ἀπείργοντας Arist.Pol.1338b40, cf. Aret.CA 2.3.5
•rigurosamente γυμνάζεσθαι πρὸς ἀνάγκην Epict.Ench.29.2.
II como fuerza impersonal, natural o lógica, exterior al hombre
1 necesidad, exigencia, ley natural de fenóm. físicos ἀνάγκη ἐστὶ ὗσαι ἐν πέντε ἡμέρῃσι es forzoso que llueva en cinco días Hdt.2.22, πάντα ἐκ λόγου τε καὶ ὑπ' ἀνάγκης todo a partir de la razón y sometido a la necesidad natural Leucipp.B 2, τίσιν ἀνάγκαις ἕκαστα γίγνεται τῶν οὐρανίων X.Mem.1.1.11, personif. Ἀνάγκης ἄτρακτον que rige las órbitas celestes, Pl.R.616c, cf. Phot.p.108R., πάντα τὰ γινόμενα ἐξ ἀνάγκης γίνεται Chrysipp.Stoic.2.271, ὁ ... ἀγαθὸς ἀνὴρ οὐκ ... εὐδαίμων ἐξ ἀνάγκας ἐντί Archyt.Fr.Sp.1 (1, p.553), ἀνάγκη φύσεος E.Tr.886, Plb.6.57.1, ἡ δ' ἀνάγκη διττή· ἡ ... κατὰ φύσιν καὶ τὴν ὁρμήν Arist.APo.94b37
•necesidad biológica o vital τὰς τῆς φύσεως ἀνάγκας Ar.Nu.1075, σαίνων τε γαστρὸς ἀνάγκαις A.A.726, cf. X.Cyn.7.1, ὑπ' ἀνάγκης ... τῆς ἐμφύτου Pl.R.458d, κατ' ἀνάγκην ἐμπίπτει Apollon.Cit.3.24, ἐρωτικαῖς ἀνάγκαις Pl.R.458d
•ref. a la muerte ληφθέντες πρὸς ἀνάγκας A.Pers.569.
2 en sent. lógico necesidad, rigor lógico ἡ ψυχῆς δὲ ἀνάγκη νοῦν κεκτημένης ἁπασῶν ἁναγκῶν πολὺ μεγίστη γίγνοιτ' ἄν Pl.Epin.982b, de un destino indestructible e inmortal que es forzosamente divino ἐξ ἁπάσης ἀνάγκης necesariamente, lógicamente Pl.Epin.982a
•esp. en respuestas o conclusiones πολλὴ ἀνάγκη es forzoso, totalmente lógico Pl.Grg.467e, c. complet. de inf. ἀνάγκα τὰ ἐόντα εἷμεν πάντα ἢ περαίνοντα ἢ ἄπειρα Philol.B 2, ἀνάγκα γὰρ ... τὰς ἐν ἁμῖν μοίρας τᾶς ψυχᾶς διαφόρως ἦμεν Aesar., cf. Aristaeus, Archyt.Fr.Sp.1 (1, p.557)
•rigor en las demostraciones, Arist.Metaph.1064b33
•personif. κρατερὴ γὰρ Ἀνάγκη πείρατος ἐν δεσμοῖσιν ἔχει la poderosa Necesidad lo tiene en los vínculos del límite (al Ser, para que tenga un límite preciso), Parm.B 8.30.
3 como destino o fuerza ciega superior incluso a los dioses Necesidad, Fatalidad, Destino ἀνάγκᾳ δ' οὐδε θεοὶ μάχονται a la necesidad, ni los dioses se resisten Simon.37.29 (= Pl.Prt.345d), cf. Pl.Lg.818b, Alcm.102, πρὸς τὴν ἀνάγκην οὐδ' Ἄρης ἀνθίσταται S.Fr.256, cf. A.Pr.105, E.Fr.475, a veces personif. (Χάρις) στυγέει δύστλητον Ἀνάγκην Emp.B 116, Ἀνάγκῃ καὶ οὐκ Ἔρωτι Pl.Smp.195c, cf. Philet.4.1, Philem.31.5, Simm.24.3 y supra II 1 y 2.
4 fig. del número diez, Theol.Arith.59, 60.
III c. valores concretos
1 presión, violencia de la venganza del centauro Neso δολοποιὸς ἀνάγκα violencia traidora S.Tr.832, βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις en las violencias trenzadas de las mallas Xenarch.1.9 (CAF)
•fuerza ἀνάγκῃ χρώμενος utilizando la fuerza para reducir fracturas, Apollon.Cit.1.8
•dolor, sufrimiento ἐν ὡδίνων ... ἀνάγκαισι E.Ba.89, κατ' ἀνάγκαν ἕρποντος del que se arrastra penosamente S.Ph.206, πταίων ὑπ' ἀνάγκας cojeando con dolor S.Ph.215, βασάνων Plu.2.305e, ἔσται γὰρ ἁνάγκη μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς Eu.Luc.21.23, cf. IG 12(7).386.23 (Amorgos III a.C.), 1Ep.Cor.7.26, 2Ep.Cor.12.10
•esp. en plu. tortura, tormento ὁ δὲ ἀγόμενος ἐς τὰς ἀνάγκας Hdt.1.116, ἕλκεις ἐς τὰς ἀνάγκας Herod.5.59, cf. Th.1.99, Antipho 6.25, τὰ πρὸς ἀνάγκας ὄργανα instrumentos de tortura Plb.15.28.2, en sg. tard. πρὸς ἀνάγκην bajo tortura Plu.Publ.17
•tb. calamidades, tribulaciones ἐν ἀνάγκαις γλυκὺ γίνεται καὶ τὸ σκληρόν Simon.85, ἀνάγκη δὲ καὶ θλῖψις αὐτὸν καθέξει LXX Ib.15.24.
2 situación forzada, necesidad ὅρκους οὓς ποιέονται ἐν ἀνάγκῃσιν Democr.B 239, διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν por no haber caído contra su voluntad en situaciones apremiantes Th.3.82
•limitación de tiempo de intervención ante un tribunal, Ar.Fr.584.
• Etimología: No se ha logrado imponer ninguna de las hipótesis emitidas: 1) préstamo semítico, 2) *H2enk- / *H2nek-, cf. airl. ēcen, gal. angen ‘necesidad’, ‘destino’, het. ḫenkan ‘muerte fatídica’, ai. naś-, lat. nex, etc., 3) derivado regresivo de ἀναγκάζω, que vendría de ἀνά y ἀγκών ‘brazo’, 4) ἀν- privativo y ἀγκών, 5) relacionable c. ἐνεγκεῖν.
English (Strong)
from ἀνά and the base of ἀγκάλη; constraint (literally or figuratively); by implication, distress: distress, must needs, (of) necessity(-sary), needeth, needful.
English (Thayer)
(ης, ἡ;
1. necessity, imposed either by the external condition of things, or by the law of duty, regard to one's advantage, custom, argument: κατ' ἀνάγκην perforce (opposed to κατά ἑκούσιον), ἐξ ἀνάγκης of necessity, compelled, necessarily); ἔχω ἀνάγκην I have (am compelled by) necessity, (also in Greek writings): R L brackets; ἀν. μοι ἐπίκειται necessity is laid upon me, ἀνάγκη (equivalent to ἀναγκαῖον ἐστι) followed by an infinitive: Diodorus 4,43), but very common in Hellenistic writings (also in Josephus, b. j. 5,13, 7, etc.; see Winer s Grammar, 30), calamity, distress, straits: ἐν ἀνάγκαις, 2 Corinthians 12:10.
Greek Monolingual
η (Α ἀνάγκη)
1. αυτό που επιβάλλεται από τη φύση τών πραγμάτων, πίεση, εξαναγκασμός
2. χρεία προσώπου ή πράγματος
3. δύσκολη περίσταση, στενοχώρια
4. φυσική παρόρμηση, επιθυμία
5. έμφυτη τάση, φυσικές ορμές
6. (απρόσωπη φράση) «είναι ανάγκη» (αρχ. «ἀνάγκη ἐστί») πρέπει να...
7. (επιρρηματική φράση) «εξ ανάγκης», «κατ' ανάγκη(ν)», αναγκαστικά
νεοελλ.
1. οικονομική στενοχώρια, έλλειψη χρημάτων
2. η διάθεση για αποπάτηση, η αποπάτηση
3. φρ. «άνθρωπος της ανάγκης», φτωχός
«δημόσια ανάγκη», κοινό συμφέρον «είδη πρώτης ανάγκης», στοιχειώδη, απαραίτητα για την καθημερινή ζωή
«έχω ανάγκη», χρειάζομαι
«έχω την ανάγκη κάποιου», εξαρτώμαι από αυτόν, μού χρειάζεται η βοήθεια ή η προστασία του
«ήταν ανάγκη;»
α) λέγεται από αυτόν, προς τον οποίο προσφέρεται κάτι ή ως φιλοφρόνημα προς αυτόν που επιστρέφει κάτι δανεικό
β) για να δηλώσει δυσθυμία για κάποια κατάσταση
«κάνω την ανάγκη φιλοτιμία», υποκρίνομαι ότι κάνω κάτι με τη θέλησή μου, ενώ στην πραγματικότητα εξαναγκάζομαι
«κακή ανάγκη να τον πιάσει» (αρρώστια)
(μσν. «τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν, ὅ φασι, ποιησάμενος», Άννα Κομν. 1, 308, 15)
«εν ανάγκη», αν παραστεί ανάγκη
μσν.
στον πληθ. αἱ ἀνάγκαι
δεινά, συμφορές
αρχ.
1. (ειδ. για βασανιστήρια), βιαιότητα, βία, τιμωρία, μέσα εξαναγκασμού
2. (για περιστάσεις) ένταση
3. σωματικός πόνος, άλγος, κακοπάθεια
4. δεσμός αίματος, συγγένεια
5. στον πληθ. αἱ ἀνάγκαι
οι νόμοι της φύσης
6. (στους ποιητές προσωπ.) ἡ Ἀνάγκη
7. φρ. «ἀνάγκῃ δαιμόνων», «αἱ ἐκ θεῶν ἀνάγκαι», μοίρα, πεπρωμένο
(ως επίρρ.) «ἀνάγκῃ», «ὑπ' ἀνάγκης», «ὑπ' ἀναγκαίης», «δι' ἀνάγκης», «σὺν ἀνάγκᾳ», «πρὸς ἀνάγκαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με κελτικές λέξεις πού σημαίνουν «ανάγκη, μοίρα», όπως αρχ. ιρλ. ēcen, γαλατ. angen. Κατά μία άποψη, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ∂2en-k-, που βρίσκουμε στο χεττ. henk-an «μοιραίος θάνατος», και ∂2n-ek-, που μαρτυρείται στην αρχ. ινο. ρίζα nas-, λατ. nex, noxa κ.α. Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με το ἐνεγκεῖν. Υποστηρίχθηκε ακόμη ότι ο τ. ἀνάγκη προέρχεται από τα ἀν- στερ. + ἀγκών. Κατ' άλλη τέλος άποψη, πρόκειται για μεταρρηματικό τ. του ρ. ἀναγκάζω, με κύρια σημασία «παίρνω στα χέρια». Μειονέκτημα όλων αυτών τών ερμηνειών» είναι ότι δεν λαμβάνουν υπ' όψιν την κύρια σημασία της λ. και τών παραγώγων της, δηλ. «εξαναγκασμός, στενοχώρια» και «συγγένεια». Παρ' όλ' αυτά, περισσότερο πιθανή φαίνεται η τελευταία άποψη, κατά την οποία η λ. ἀνάγκη (< ἀν(α)- + ἀγκών, ίσως και ἀγκή «αγκάλη», στον Ησύχιο) εκφράζει την έννοια «παίρνω στα χέρια», απ όπου «εναγκαλισμός, περίσφιξη, στενοχώρια».
ΠΑΡ. αναγκάζω, αναγκαίος
νεοελλ.
αναγκερός, αναγκεύω.
ΣΥΝΘ. αναγκόσιτος, επάναγκες, κατανάγκη
αρχ.
ἀναγκόδακρυς, ἀναγκοφορῶ, ἐπάναγκος, πειθανάγκη.