ὀρθός
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
English (LSJ)
ή, όν,
A straight, I in height, upright, standing, Hom., who commonly joins it with στῆναι, στῆ δ' ὀρθός Il.23.271, al., cf. Hdt.5.111,9.22 (where it is used of a horse rearing); ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν Il.24.359, cf. Hes.Op.540 ; ὀρθῶν ἑσταότων ἀγορή Il.18.246 ; οἱ δ' ἐν νηΐ μ' ἔδησαν . . ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ Od.12.179, cf. S.Aj.239 (anap.); κυρβασίας . . ὀρθὰς εἶχον πεπηγυίας Hdt.7.64 ; ὀρθὸν αἴρεις κάρα A.Ch. 496, etc.; ὀρθὸν οὖς ἵστησι pricks up his ear, S.El.27, etc.; applied to the erect posture of man, Arist.PA653a31, al.; ὀ. θηρίον, of man, Philem.3 ; of buildings, standing with their walls entire, [τὸ Πάνακτον] ὀρθὸν παραδοῦναι Th.5.42 ; ὀρθαὶ κίονες Pi.P.4.267, cf. PLond. 3.755v.2(iv A. D.); of a standing crop, ib.1165.2 (ii A. D.). Adv., ὀρθῶς ἑστῶτες Arist.PA689b19. b Geom., at right angles to . ., εὐθεῖα πρὸς ἐπίπεδον ὀρθή ἐστιν ὅταν . . Euc.11Def.3. c Astrol., ὀρθὰ ζῴδια signs which rise vertically, opp. πλάγια, Doroth. in Cat. Cod. Astr.5 (1).240. II in line, straight (opp. σκολιός crooked and πλάγιος aslant), ἀντ' ἠελίου τετραμμένος ὀρθός straight, right opposite the sun, Hes.Op.727 ; ὀρθὸν εὐθύνοι βέλος A.Fr.200 ; ποιῶν ὀρθὰ πάντα πρὸς κανόνα IG7.3073.108 (Lebadea, ii B. C.); ὀ. τρῶμα longitudinal to the muscle, opp. ἐπικάρσιος, Hp.Prorrh.2.15 ; ὀρθὸς εἰς ὁδὸν πορεύεται S. Aj.1254 ; εἶμι . . ὀ. ὁδόν Thgn.945 ; ὀ. κέλευθον ἰών Pi.P.11.39 ; ὀρθὴν κελεύεις, i. e. ὀρθὴν ὁδόν με ἰέναι κ., Ar.Av.1 ; so ὀρθὴν ἄνω δίωκε (sc. όδόν) Id.Th.1223 (but ὀρθήν, = εὐθύς, Hyp.Fr.257); δι' ὀρθῆς τήνδε ναυκληρεῖς πόλιν (sc. ὁδοῦ) S.Ant.994 ; εἰς ὀρθὸν τρέχειν Diph.61.5 ; εἰς ὀρθὸν ἀποδοῦναι to face the front originally held, Ascl.Tact.10.1 ; κατ' ὀρθὸν εὐδρομεῖν Men.681 ; also ὀρθᾷ χερί straightway, Pi.O.10(11).4 ; ὀρθῷ ποδί ib.13.72, Fr.167 ; but τιθέναι ὀρθὸν πόδα is prob. to put the foot out, as in walking, A.Eu.294 (v. κατηρεφής 1), cf. E.Med. 1166. 2 βλέπειν ὀρθά, opp. being blind, S.OT419 ; ὀρθὸν ἀνέβλεψε recovered his sight, IG 14.966 (Rome, ii A. D.); ἐξ ὀμμάτων ὀ . . κἀξ ὀρθῆς φρενός S.OT528 ; ὀρθοῖς ὄμμασιν ib.1385 ; v. ὄμμα 1. III metaph., 1 right, safe, prosperous: a partly from signf. 1, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς set them up, restored, Pi.P.3.53 ; so ὀρθὸν ἀστάσας (= ἀναστήσας) IG42(1).122.52 (Epid., iv B. C.); ἐς ὀρθὸν ἱστάναι τινά E.Supp.1230 ; ὀρθὰν φυλάσσειν Τένεδον Pi.N.11.5; so στάντες τ' ἐς ὀρθὸν καὶ πεσόντες ὕστερον S.OT50, cf. Pl.La.181b ; ταύτης ἔπι (sc. χθονός) πλέοντες ὀρθῆς (the state being represented as a ship) S. Ant.190 ; ἐν ὀρθῷ κεῖσθαι Plb.31.7.1. b partly from signf. 11, κατ' ὀρθὸν ἐξελθεῖν, of prophecies, S.OT88, cf. OC1424; κατ' ὀρθὸν οὐρίσαι to speed in prosperous course, Id.OT695 (lyr.). 2 right, true, correct, ἄγγελος, ἀγγελία, νόος, Pi.O.6.90, P.4.279, 10.68 ; μάρτυρες A.Eu. 318 (anap.), etc.; γλῶσσα S.Fr.351 ; ὀρθᾷ φρενί Pi.O.8.24; ὄρθ' ἀκούειν to be rightly, truly called, S.OT903 (lyr.); κατὰ τὸ ὀ. δικάζειν Hdt. 1.96; ὀ. λόγῳ strictly speaking, in very truth, Id.2.17, 6.68, etc.: so in Adv., ὀρθῶς λέγειν Id.1.51 ; ὀ. ἔλεξας S.Ph.341 ; ὀ. φράσαι A.Ch.526 ; εἴρηκας ὀ. S.El.1040; ὀ. φρονεῖν A.Pr.1000, Archyt.1 (so εἰς ὀρθὸν φ. S. Fr.612); ὀ. γνῶναι Antipho 2.2.8 ; ὀ. ἔχει it is right, c. inf., Pl.Euthphr. 9a ; ὀ. ἐνδίκως τ' ἐπώνυμον A.Th.405, cf. 829 (anap.): in answers, rightly, exactly, Pl.Prt.359e; ὀ. γε Diph.32.18: Sup., ὀρθότατα καλεόμενος Hdt.4.59 ; so τὸ ὀρθὸν ἐξείρηκα S.Tr.374 ; φωνεῖν δίκης ἐς ὀρθόν ib.347 ; κατ' ὀρθόν Pl.Ti.44b. 3 true, real, genuine, ὀ. πολιτεῖαι, opp. παρεκβάσεις, Arist.Pol.1279a18, etc.; ὀ. μανία real madness, Ael.NA11.32, cf. Theoc.11.11. Adv. -θῶς really, truly, τοὺς ὀ. φιλομαθεῖς Pl.Phd.67b ; ὁ ὀ. κυβερνήτης Id.R.341c ; τὸν ὀ. συγγενῆ Diph. 102. 4 upright, just, ἐμμένειν ὀ. νόμῳ S.Aj.350 (lyr.); τὸ ὀ. uprightness, Pl.R.540d ; ἐπιστήμη ἐνοῦσα καὶ ὀ. λόγος (v. λόγος IV. I) Id.Phd. 73a; ὁ ὀ. λόγος διὰ πάντων ἐρχόμενος (v. λόγος 111.7) Chrysipp.Stoic.3.4 ; ὀ. λόγοι virtues on the intellectual side, Phld.Piet.8. Adv. ὀρθῶς rightly, justly, Th.3.56; ὀ. καὶ δικαίως Antipho1.10, IG22.228.14 (iv B. C.), IPE12.32B73 (Olbia, iii B. C.), etc.; ὀ. καὶ νομίμως Isoc.7.28. 5 of persons, 'straight', straightforward, σμικροὶ καὶ οὐκ ὀρθοὶ τὰς ψυχάς Pl. Tht.173a. 6 on tiptoe, full of expectation, excited, ὀρθῆς τῆς πόλεως γενομένης διά τι Isoc.16.7 ; τὴν Ἑλλάδα ὀρθὴν οὖσαν ἐπί τινι Id.5.70 ; ὀ. ἦν ἡ πόλις ἐπὶ τοῖς συμβεβηκόσιν Lycurg.39, cf. Hyp.Fr.39 ; ὀ. καὶ μετέωροι ταῖς διανοίαις Plb.28.17.11 ; ὀ. καὶ περίφοβος ἦν ἡ πόλις Id.3.112.6 ; ὀ. διὰ τὸν φόβον D.S.16.84 ; ὀ. καὶ δραστήριος διὰ τὸ θαρρεῖν Plu.Phil.12. IV ἡ ὀρθή, 1 (sc. ὁδός) v. supr. 11.1. 2 ὀ. γωνία right angle, Pl.Ti.55b ; so ὀ. alone, Arist.EN1098a30, al.; cf. ὄρθιος v. 1 : τέμνειν πρὸς ὀρθάς to cut at right angles, Euc.3.3, al.; εἴ τις δείξειεν ὅτι αἱ ὀρθαὶ οὐ συμπίπτουσι . . that right angles do not meet (short for 'that two straight lines making, with a third, interior angles equal to two right angles, etc.'), Arist.AP0.74a13 ; τὸ δυσὶν ὀρθαῖς the theorem that the angles of a triangle are together equal to two right angles, ib.85b5 ; ὀρθὸς κῶνος, κύλινδρος, a right cone, cylinder, Archim.Sph.Cyl.1.26, 1.11. 3 (with or without πτῶσις) nominative, Lat. casus rectus, opp. the oblique cases, D.T. 636.3, Str.14.2.28, A.D.Pron.39.10, al., S.E.M.1.177. V ὀρθά active verbs, opp. ὕπτια (passive) and οὐδέτερα (neuter), Chrysipp.Stoic.2.59. VI ὀ. τόνος real or unmodified (cf. supr. 111.3) accent, opp. ἐγκλινόμενος, A.D.Pron.36.10, al.; so ὀρθὴ τάσις ib.54.8, al. (The gloss of Hsch., βορθ-αγορίσκοι, = ὀ., and the dialect forms of Ὀρθεία (q.v.), suggest that the word orig. had ϝ.)
German (Pape)
[Seite 375] (ὄρνυμι), grade; – a) grade in die Höhe, aufrecht, gradestehend; στῆ δ' ὀρθός, Il. 23, 271 u. öfter; οὐδ' ὀρθὸς στῆναι δύναται ποσίν, Od. 18, 241; ὀρθὸς ἀναΐξας, 21, 119; auch ὀρθῶν ἑσταότων ἀγορή, Il. 18, 246; ὀΐων ἐπεμαίετο νῶτα ὀρθῶν ἑσταότων, er betastete die Rücken der Schaafe, die nicht mehr lagen, sondern auf ihren Füßen standen, Od. 9, 442; ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν, Il. 24, 359; vgl. Hes. O. 542; ἄνα δ' ἐπᾶλτ' ὀρθῷ ποδί, Pind. Ol. 13, 69; ὀρθὸν ἄντεινεν κάρα, N. 1, 43; ὀρθαῖς κιόνεσσιν, P. 4, 267; ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ, I. 6, 12, schon übtr., wie noch bestimmter, ἔστασεν ὀρθούς, P. 3, 53, wie wir sagen: er stellte sie wieder her, brachte sie vom Krankenlager wieder auf die Beine; τίθησιν ὀρθὸν ἢ κατηρεφῆ πόδα, Aesch. Eum. 284; ὀρθὸν αἴρεις κάρα, Ch. 489; ἴππος ὀρθὸν οὖς ἵστησιν, Soph. El. 27; τὸν δ' ὀρθὸν ἄνω κίονι δήσας, Ai. 235, vgl. El. 713. 732; übertr., στάντες δ' ἐς ὀρθὸν καὶ πεσόντες ὕστερον, O. R. 50; εἰς τίν'. ἐλπίδων βλέψασ' ἔτ' ὀρθήν; El. 947; ἐς ὀρθὸν ἐκφέρει μαντεύματα, O. C. 1426; δι' ὀρθῆς τήνδε ναυκληρεῖς πόλιν, glücklich den Staat lenken, Ant. 981; ἀνῇξεν ὀρθὸς λαός, Eur. Phoen. 1469; ὀρθὸν κρᾶτ' ἔστησαν, Hipp. 1203, öfter; κυρβασίας εἰς ὀξὺ ἀπιγμένας ὀρθὰς εἶχον, Her. 7, 64, vgl. 2, 51; von Gebäuden, stehend, im Ggstz des Niedergerissenen, νομίζοντες ἀδικεῖσθαι τοῦ Πανάκτου τῇ καθαιρέσει ὃ ἔδει ὀρθὸν παραδοῦναι, Thuc. 5, 42; ὀρθὸς ἑστηκώς, Plat. Men. 93 d u. öfter; übertr., ὀρθὴ ἂν ἡμῶν ἡ πόλις ἦν καὶ οὐκ ἂν ἔπεσε τὸ τοιοῦτον πτῶμα, Lach. 181 b; ὀρθὴ πάλη, = ὀρθοπάλη, Legg. VII, 796 a; ἀ ναβλέπειν ὀρθοῖς ὄμμασιν, Xen. Hell. 7, 1, 20; Sp., ὀρθότεραι προσερειδόμεναι κλίμακες, steiler, Pol. 9, 19, 7. – b) in grader Richtung fortgehend, in grader Linie; ὀρθὸς ἀντ' ἠελίοιο τετραμμένος, der Sonne grade gegenüber, Hes. O. 729; im Ggstz des Krummen, Schiefen, κέλευθος, Pind. P. 11, 39; ὀρθὴν κελεύεις, gradeaus, Ar. Av. 1; βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς μάστιγος ὀρθὸς εἰς ὁδὸν πορεύεται, Soph. Ai. 1233; ὀρθὴν παρ' οἶμον, Eur. Alc. 838; ἐπορεύετο ὀρθόν, Plat. Conv. 190 a; γωνία, rechter Winkel, Tim. 53 d; Mathem. – Bei den Gramm. ist ἡ ὀρθή, sc. πτῶσις, casus rectus, der Nominativ. – c) recht, richtig, wahr; ἄγγελος, Pind. Ol. 6, 90; ἀγγελία, P. 4, 279; νόος, φρήν, 10, 68 Ol. 8, 24; ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν, P. 3, 96; auch ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον, in gutem Zustande, N. 11, 5; μάρτυρες, Aesch. Eum. 308; μόνοι δ' ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ, Soph. Ai. 343; ὀρθὰ μαρτυρεῖν, 347; κἀξ ὀρθῆς φρενός, 528, öfter; ὀρθὰ νοεῦντες, Her. 8, 3; ὀρθῷ λόγῳ πατήρ, in Wahrheit, 6, 68; ὀρθὸς λόγος Plat. Phaed. 73 a u. A.; ὁ ὀρθὸς νομοθέτης, Plat. Legg. II, 660 a; ὀρθὴ γὰρ ἡ παροιμία, Soph. 231 c; κατ' ὀρθόν, recht, richtig, Tim. 44 b; ἐν τῇ κατ' ὀρθὸν χρείᾳ, Legg. II, 652 a; τὸ ὀρθότατόν ἐστιν ἀμφοτέρων μετασχεῖν, Gorg. 485 a; Sp. – Aber auch = aufgeregt, gespannt; Ἑλλὰς πᾶσα ὀρθὴ ἐφ' οἷς σὺ τυγχάνεις εἰσηγούμενος, Isocr. 5, 70, vgl. 16, 7; διὰ φόβον, D. Sic. 16, 84; ὀρθοὶ καὶ μετέωροι ταῖς διανοίαις, Pol. 28, 15, 11; καὶ περίφοβος ἦν ἡ πόλις, 3, 112, 6; ἐν ὀρθῷ κεῖται ἡ βασιλεία αὐτῷ, gut stehen, 31, 15, 1; – μανία, der rechte, wirkliche Wahnsinn, Ael. H. A. 11, 32. – Adv., ὀρθῶς φρονεῖν, recht, richtig, Aesch. Prom. 1002, καὶ ἐνδίκως, Spt. 387, φράσαι, Ch. 519, μάθ' ὡς ὀρθῶς ἐρῶ, Eum. 627, wie ὀρθῶς ἔλεξας Soph. Phil. 341; φρονεῖν, O. R. 650; auch εἰς ὀρθὸν φρονεῖν, frg. 543, was bei B. A. 92 καλῶς φρονεῖν erklärt ist, wofür Eur. ὀρθὰ φρονεῖν sagt, Med. 1129, neben häufigem Gebrauch des adv.; Plat. oft, bes. auch in Antworten, ganz recht, richtig, Prot. 359 e u. sonst; auch οἱ ὀρθῶς φιλομαθεῖς, auf rechte Weise, Phaed. 67 b; ὁ ὀρθῶς κυβερνήτης, Rep. I, 341 c; ὀρθῶς λογίζεσθαι, richtig erwägen, Xen. Cyr. 2, 2, 14 u. Sp.; ὀρθῶς ἵσταντο, Pol. 23, 12, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθός: -ή, -όν, εὐθύς, «ἴσιος», Λατ. rectus : I. ὡς καὶ νῦν, ὀρθός, ὄρθιος, Ὅμ., ὅστις συνήθως συνάπτει τὴν λέξιν μετὰ τοῦ στῆναι, στῆ δ’ ὀρθὸς Ἰλ. Ψ. 271, κτλ., πρβλ. Ἡρόδ. 5. 111., 9. 22 (ἔνθα κεῖται ἐπὶ ἵππου ἀνορθουμένου)· ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν Ἰλ. Ω. 359, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 538· ὀρθῶν ἐσταότων ἀγορὴ Ἰλ. Σ. 246· οἱ δ’ ἐν νηί μ’ ἔδησαν ... ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ Ὀδ. Μ. 178, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 239· κυρβασίας ... ὀρθὰς εἶχον Ἡρόδ. 7. 64· ὀρθὸν αἴρεις κάρα Αἰσχύλ. Χο. 496, κτλ.· ὀρθὸν οὖς ἱστάναι, δηλ. ἀκούειν μετὰ προσοχῆς, Σοφ. Ἠλ. 27, κτλ.· λέγεται δὲ ἐπὶ τῆς ὀρθῆς στάσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 17, κ. ἀλλ.· ― ἐπὶ οἰκοδομῆς, ἡ ἱσταμένη μετὰ τῶν τοίχων ἀκεραία, [τὸ Πάνακτον] ὀρθὸν παραδοῦναι Θουκ. 5. 42· οὕτως, ὀρθαὶ κίονες Πινδ. Π. 4. 475. ― Ἐπίρρ., ὀρθῶς ἑστάναι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 55· πρβλ. ὀρθόω Ι. ΙΙ. ἐπὶ γραμμῆς, εὐθεῖα, κατ’ εὐθεῖαν χωροῦσα γραμμή, εὐθύς, εὐθύγραμμος, ἀντίθετον τῷ σκολιὸς καὶ πλάγιος, ὀρθὸς ἀντ’ ἠελίοιο τετραμμένος, εὐθύς, κατ’ εὐθεῖαν τετραμμένος πρὸς τὸν ἥλιον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 725· ὀρθὸν ἰθύνειν βέλος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 205· ὀρθὸς εἰς ὁδὸν πορεύεται Σοφ. Αἴ. 1254· εἶμι .. ὀρθὴν ὁδὸν Θέογν. 939· ὀρθὰν κέλευθον ἰών Πινδ. Π. 11. 60· ὀρθὴν κελεύεις, δηλ. ὀρθὴν ὁδὸν με ἰέναι κ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 1. οὕτως, ὀρθὴν ἄνω δίωκε (ἐξυπ. ὁδὸν) ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 1223· δι’ ὀρθῆς τήνδε ναυκληρεῖς πόλιν (ἐξυπακ. ὁδοῦ) Σοφ. Ἀντ. 994· εἰς ὀρθὸν τρέχειν Δίφιλος ἐν «Παρασίτῳ» 2. 5· κατ’ ὀρθὸν εὐδρομεῖν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 467· ― ὡσαύτως, ὀρθᾷ χερί, κατ’ εὐθεῖαν, ἀμέσως, Πινδ. Ο. 10. 7· καὶ ὀρθῷ ποδὶ αὐτόθι 13. 102, Ἀποσπ. 148· ἀλλά, ὀρθὸν πόδα τιθέναι, πιθανῶς σημαίνει προτείνειν τὸν πόδα, ὡς κατὰ τὸ βάδισμα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 294, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1166 (ἴδε ἐν λ. κατηρεφής). 2) βλέπειν ὀρθά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἶναι τυφλόν, Σοφ Ο. Τ. 419· οὕτως, ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν, rectis oculis, αὐτόθι 528· ὀρθοῖς ὄμμασιν αὐτόθι 1385· ἴδε ὄμμα Ι. ΙΙΙ. μεταφορ. 1) ὀρθός, ἀσφαλής, εὐτυχής. α) τὸ μὲν ἐκ τῆς σημασ. Ι, ὀρθὸν στῆσαί τινα = ὀρθῶσαι, ἀποκαταστῆσαι, Πινδ. Π. 3. 95· ἐς ὀρθὸν ἱστάναι τινὰ Εὐρ. Ἱκέτ. 1230· ὀρθὰν φυλάσσειν Τένεδον Πινδ. Ν. 11. 5· οὕτω, στάντες τ’ ἐς ὀρθὸν καὶ πεσόντες ὕστερον Σοφ. Ο. Τ. 50, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 181Β· πλέειν ἐπ’ ὀρθῆς (ἐξυπ. νεώς, ἔνθα ἡ πόλις παρίσταται ὡς πλοῖον), Σοφ. Ἀντ. 190· ἐν ὀρθῷ κεῖσθαι Πολύβ. 31. 15, 1. β) τὸ δὲ ἐκ τῆς σημασ. ΙΙ κατ’ ὀρθὸν ἐξελθεῖν, ἐπὶ προφητειῶν Σοφ. Ο. Τ. 88. πρβλ. Ο. Κ. 1424· κατ’ ὀρθὸν οὔρισας ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 695. 2) «σωστός», ἀληθής, ὀρθ. ἄγγελος, ἀγγελία, νόος Πινδ. Ο. 6. 153, Π. 4. 496., 10. 106· μάρτυρες Αἰσχύλ. Εὐμ. 318, κτλ.· γλῶσσα Σοφ. Ἀποσπ. 322· ὀρθᾷ φρενὶ Πινδ. Ο. 8. 32· ἐξ ὀρθᾶς φρενὸς Σοφ. Ο. Τ. 538· ὄρθ’ ἀκούειν, ὀρθῶς, ἀληθῶς καλοῦμαι, αὐτόθι 903, πρβλ. Ἀποσπ. 408· κατὰ τὸ ὀρθὸν δικάζειν Ἡρόδ. 1. 96· ὀρθῷ λόγῳ κατ’ ἀκριβολογίαν, κατ’ ἀλήθειαν, ὁ αὐτ. 2. 17., 6. 68, κτλ.· ― οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ. τύπῳ ὀρθῶς λέγειν Ἡρόδ. 1. 51· ὀρθ. ἔλεξας Σοφ. Φ. 341· ὀρθ. φράσαι Αἰσχύλ. Χο. 526· εἴρηκας ὀρθ. Σοφ. Ἠλ. 1040· οὕτω, τὸ ὀρθὸν ἐξειρηκέναι ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 374· δίκης ἐς ὀρθὸν φωνεῖν αὐτόθι 347· ὀρθῶς φρονεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 1000 (οὕτως, ἐς ὀρθὸν φρονεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 543)· ὀρθῶς γνῶναι Ἀντιφῶν 117. 16· κατ’ ὀρθὸν = ὀρθῶς, Πλάτ. Τίμ 44Β· ― ὀρθῶς ἔχει, εἶναι ὀρθόν, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρον: 9Α· ὀρθῶς ἐνδίκως τ’ ἐπώνυμον Αἰσχύλ. Θηβ. 405, πρβλ 829· ― ἐν ἀποκρίσεσι, «σωστά», ἀληθῶς, τῷ ὄντι, Πλάτ. Πρωτ. 359 Ε· ὀρθῶς γε Δίφιλος ἐν «Ἐμπ.» 1. 18. ― Ὑπερθ., ὀρθότατα καλούμενος Ἡρόδ. 1. 59. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σελ. 107. 3) ἀληθής, πραγματικός, γνήσιος, ὀρθαὶ πολιτεῖαι, ἀντίθετον τῷ παρεκβάσεις, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 7, 2, κτλ.· ὀρθὴ μανία, ἀληθής, πραγματικὴ παραφροσύνη Αἰλ. π. Ζ. 11. 32, πρβλ. Meineke εἰς Θεόκρ. 11. 11· ― ὀρθῶς, πράγματι, ὄντως, τῇ ἀληθείᾳ τοὺς ὀρθ. φιλομαθεῖς Πλάτ. Φαίδων 67Β· ὁ ὀρθ. κυβερνήτης ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 341C· τὸν ὀρθ. συγγενῆ Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 21. 4) δίκαιος, ἀκριβής, ὡς τὸ Λατ. rectus, ἀντίθετ. τῷ ἐμμένειν ὀρθῷ νόμῳ Σοφ. Αἴ. 350· ὀρθὴ μὲν ἡ γλῶσσ’ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 322· κατὰ τὸ ὀρθὸν δικάζειν Ἡρόδ. 1. 96, κτλ.· τὸ ὀρθόν, ἡ δικαιοσύνη, ὀρθότης, Πλατ. Πολ. 540D· ― οὕτως, ἐπίρρ. ὀρθῶς, δικαίως, σωστά, Θουκ. 3.56· ὀρθῶς καὶ δικαίως Ἀντιφῶν 112. 33, Συλλ. Ἐπιγρ. 115 ὀρθ. καὶ νομίμως Ἰσοκρ. 145Β. 5) ἐπὶ προσώπων, μεγαλόφρων, σταθερός, εὐσταθής, Λατ. erecto animo, Πλάτ. Θεαίτ. 173Α, πρβλ. Πλουτ. Φιλοπ. 12· ― ἀλλ’ ὡσαύτως, ἀνήσυχος, τεταραγμένος, πλήρης προσδοκίας, ἐξημμένος, ὡς τὸ Λατ. spe ἢ metu erectus, διά τι Ἰσοκρ. 348 Α · ἐπί τινι ὁ αὐτ. 96Β· ἦν ἡ πόλις ἐπὶ τοῖς συμβεβηκόσιν Λυκοῦργ. 152. 44· ὀρθοὶ καὶ μετέωροι ταῖς διανοίαις Πολύβ. 28. 15, 11· ὀρθὴ καὶ περίφοβος ἦν ἡ πόλις ὁ αὐτ. 3. 112, 6· ὀρθὴ διὰ τὸν φόβον Διόδ. 16. 84. IV. ἡ ὀρθή, 1) (ἐξυπακουομ. τοῦ ὁδὸς), ἴδε ἀνωτ. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ γωνία), Πλάτ. Τίμ. 55Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 5, 6, κ. ἀλλ., πρβλ. ὄρθιος V. 3) (ἐξυπακουομ. τοῦ γραμμὴ) εὐθεῖα γραμμή, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 5, 2· ― ἄν καὶ τὰ εὐθύς, εὐθεῖα εἶναι κοινότερα ἐπὶ γραμμῶν. 4) (ἐξυπακουομ. τοῦ πτῶσις) ἡ ὀνομαστική, Λατ. casus rectus, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς πλαγίας πτώσεις, Γραμμ. ― ὀρθὸς τόνος, πλήρης τόνος, ἐν σχέσει πρὸς τὰ ἐγκλιτικά, π.χ. τὸ ἐμοὶ ἔχει ὀρθὸν τόνον, δηλ ὀρθοτονεῖται, ἀλλὰ τό: μοι εἶναι ἐγκλιτικόν, Ἀπολλ. Δ. περὶ Ἀντωνυμ. 309Β. V. ὀρθά, ἐνεργητικὰ ῥήματα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὕπτια (παθητικὰ) καὶ τὰ οὐδέτερα, Διογ. Λ. 7. 43, 64. VI. Ἐπίρρ. ὀρθῶς, ἴδε ἀνωτ. ΙΙΙ. 2-4. (Αἱ γλώσσαι τοῦ Ἡσυχίου : βορθαγορίσκοι = ὀρθ., καὶ Βωρθία, = Ὀρθία, ὑποδεικνύουσιν ὅτι ἡ λέξις ἀρχικῶς εἶχε ϝ). ― Ἐκκλ. ὀρθός, ή, όν, = ὀρθόδοξος, Ἀθαν. Ι, 524Β, Βασίλ. IV, 545B, κλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. droit, tout droit, qui se dresse : ὀρθὸν οὖς ἱστάναι SOPH dresser l’oreille en parl. d’un cheval ; solide, prospère, heureux ; fig. qui se tient droit, ferme en parl. de puissance ; dressé, animé, excité, particul. qui se dresse pour écouter ou observer, attentif;
II. droit, en droite ligne : ὀρθὸς εἰς ὁδὸν πορεύεται SOPH il est mené en droite ligne ; ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν SOPH regarder en face ; abs. ἰέναι ὀρθήν (ὁδόν) aller en ligne droite, tout droit, directement ; de même : δι’ ὀρθῆς ναυκληρεῖν πόλιν SOPH gouverner l’État dans une voie droite, càd heureusement;
III. fig. droit :
1 juste, correct, sensé;
2 droit, loyal, véridique, sincère;
3 réel, véritable : ὀρθὴ μανία ÉL folie réelle, vraie folie;
4 droit, juste, conforme à la loi : κατὰ τὸ ὀρθόν HDT selon la loi et la justice;
Cp. ὀρθότερος, Sp. ὀρθότατος.
Étymologie: R. Ὀρ, se lever ; v. ὄρνυμι, cf. lat. arduus.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ὀρθός (-ός, -ῷ, -ούς; -ᾶς, -ᾷ, -άν, -αί, -αῖς(ι), -άς; -όν acc.)
1 upright
a of pers.
I aright, sound τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς pr. (P. 3.53) ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν pr. (P. 3.96)
II faithful, honest ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός (O. 6.90)
b of things.
a upright, straight up in physical sense. ὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον (contra Σ, δικαίᾳ) (O. 10.4) ἀνὰ δ' ἔπαλτ ὀρθῷ ποδί (O. 13.72) σὺν ὀρθαῖς κιόνεσσιν δεσποσύναισιν (P. 4.267) ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα pr. (N. 1.43) ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (ἐπ' ἀσφαλοῦς στῆναι παρεσκεύασας Σ.) (I. 7.12) δὴ τότε τέσσαρες ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες fr. 33d. 5. Καινεὺς σχίσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν unyielding (*qr. 6. 8.)
b straight, true, regular καὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν ἔξω φρενῶν (O. 7.46) ὀρθὰς δ αὔλακας ἐντανύσαις pr. (P. 4.227) ἦρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν (P. 11.39) ὀρθῷ δρόμῳ fr. 1a. 5. μουσικὰν ὀρθὰν ἐπιδεικνυμένου (pr.: οὐχ ἡδεῖαν οὐδὲ τρυφερὰν οὐδ' ἐπικεκλασμένην τοῖς μελέσιν. paraphr. Plut., Pyth. Orac., 6, 397A) fr. 32.
III upright, correct βουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι Ῥαδαμάνθυος (O. 2.75) πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν (O. 7.91) ὀρθᾷ φρενί (O. 8.24) εἰ δὲ λόγων συνέμεν κορυφάν, Ἱέρων, ὀρθὰν ἐπίστᾳ, μανθάνων οἶσθα προτέρων. (P. 3.80) δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς (P. 4.279) ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν pr. (P. 6.19) πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός (P. 10.68) οἵ σε γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον pr. (N. 11.5) ]ν ὀρθαι τε β[ουλ]αι τοῦτον Θρ. 4. 16.
English (Strong)
probably from the base of ὄρος; right (as rising), i.e. (perpendicularly) erect (figuratively, honest), or (horizontally) level or direct: straight, upright.
English (Thayer)
ὀρθή, ὀρθόν (ὈΡΩ, ὄρνυμι (to stir up, set in motion; according to others, from the root, to lift up; cf. Fick iii., p. 775; Vanicek, p. 928; Curtius, p. 348)), straight, erect; i. e.
a. upright: ἀνάστηθι, στῆναι in 1Esdr. 9:46, and in Greek writings, especially Homer b. opposed to σκολιός, straight i. e. not crooked: τροχιαί, יָשָׁר, Pindar, Theognis, others)).
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, -ή, -όν)
1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.)
2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»).
3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι βέλος», Αισχύλ.)
4. σωστός, μη εσφαλμένος (α. «όλες οι απαντήσεις του ήταν ορθές» β. «ὀρθὴ μὲν ἡ γλῶσσ' ἐστίν, ἀσφαλὴς δ' ὁ νοῡς», Σοφ.)
5. δίκαιος, ενδεδειγμένος (α. «ορθή παρατήρηση» β. «μόνοι ἔτ' ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ», Σοφ.)
6. αυτός που σχηματίζει γωνία 90 μοιρών («ορθή γωνία»)
7. φρ. «ορθός λόγος»
i) η σωστή σκέψη
ii) (φιλοσ.) ο λόγος ως πηγή γνώσης και κριτήριο της αλήθειας, ο ορθολογισμός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ορθό
α) το λογικό, το πρέπον, το σωστό
β) η τελική μοίρα του κόλου, η οποία καταλήγει στον πρωκτό, αλλ. ευθύ ή απευθυσμένο
Greek Monotonic
ὀρθός: -ή, -όν, ευθύς, ίσιος, Λατ. rectus· I.1. ως προς το ύψος, όρθιος, ανορθωμένος, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· ὀρθὸνοὖς ἱστάναι, δηλ. ακούω με προσοχή, σε Σοφ.· λέγεται για κτίρια, αυτό που στέκει με τους τοίχους του ακέραιους, (τὸ Πάνακτον) ὀρθὸν παραδοῦναι, σε Θουκ.
II. λέγεται για γραμμή, ευθεία, ευθύγραμμη, αυτή που προχωρεί ίσια, ὀρθὸς ἀντ' ἠελίοιο, στραμμένος κατ' ευθείαν προς τον ήλιο, σε Ησίοδ.· ὀρθὴ ὁδός, σε Θέογν.· ὀρθὴν κελεύεις, δηλ. ὀρθὴν ὁδόν με κελεύεις ἱέναι, σε Αριστοφ.· δι' ὀρθῆς (ενν. ὁδοῦ), σε Σοφ.· επίσης, ὀρθᾷ χερί, ὀρθῷ ποδί, κατ' ευθείαν, σε Πίνδ.· αλλά, ὀρθὸν πόδα τιθέναι, σημαίνει πιθ., απλώνω το πόδι μου, όπως στο βάδισμα (πρβλ. κατηρεφής I), σε Αισχύλ.
2. βλέπειν ὀρθά, βλέπω καθαρά, σε αντίθ. προς το είμαι τυφλός, σε Σοφ.· ομοίως, ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν, ὀρθοῖς ὄμμασιν, Λατ. rectis oculis, στον ίδ.
III. μεταφ.,
1. σωστός, ασφαλής, ευτυχής, ευδαίμων· α) από σημ. I, ὀρθὸν ἱστάναι τινά = ὀρθοῦν, ανορθώνω, αποκαθιστώ, σε Πίνδ., Ευρ.· ομοίως, στάντες τ'ἐς ὀρθὸν καὶ πεσόντες ὕστερον, σε Σοφ.· πλεῖν ἐπ' ὀρθῆς (ενν. νεώς), όπου η πολιτεία παρομοιάζεται με πλοίο, στον ίδ. β) από σημ. II, κατ' ὀρθὸν ἐξελθεῖν, λέγεται για προφητείες, στον ίδ.· κατ' ὀρθὸν οὐρίσαι, πλέω στη σωστή κατεύθυνση, στον ίδ.
2. σωστός, πραγματικός, αληθής, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ὄρθ' ἀκούειν, αποκαλούμαι σωστά, σε Σοφ.· ὀρθῷ λόγῳ, κυριολεκτικά, με πάσα αλήθεια, σε Ηρόδ.· ομοίως και στο επίρρ., ὀρθῶς λέγειν, στον ίδ.· ὀρθῶς φράσαι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ὀρθῶς ἔχει, είναι σωστό, με απαρ., σε Πλάτ.· υπερθ. ὀρθότατα, σε Ηρόδ.
3. αληθινός, αυθεντικός, γνήσιος, ενάρετος, δίκαιος, σε Σοφ. κ.λπ.· κατὰ τὸ ὀρθὸν δικάζειν, σε Ηρόδ.· επίρρ. ὀρθῶς, ακριβώς, δικαίως, σε Θουκ.
4. λέγεται για πρόσωπα, σταθερός, ευσταθής, σε Πλάτ.
IV.ἡ ὀρθή,
1. (ενν. ὁδός), βλ. ανωτ. II.
2. (ενν. γωνία), ορθή γωνία, σε Πλάτ. κ.λπ.
3. (ενν. πτῶσις), ονομαστική, Λατ. casus rectus.
V. επίρρ. ὀρθῶς, βλ. ανωτ. III. 2-4.