γνώμη
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
English (LSJ)
ἡ,
A means of knowing: hence, mark, token, Thgn.60 (pl.); of the teeth (cf. γνώμων 111), Arist.HA576b15. II organ by which one perceives or knows, intelligence, 1 thought, judgement (τῆς ψυχῆς ἡ γ. Pl.Lg.672b), ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γ. S. Ant.176: acc. abs., γνώμην ἱκανός intelligent, Hdt.3.4; γ. ἀγαθός, κακός, S.OT687, Ph.910; τοιάδε τὴν γ. Id.El.1021; κατὰ γ. ἴδρις Id.OT1087 (lyr.); γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν Pi.N.10.89; γνώμῃ μαθεῖν τι S.OC403; γνώμῃ κυρήσας Id.OT398; γνώμῃ φρενῶν, opp. ὀργῇ, ib. 524; γνώμης ξύνεσις Th.1.75; γνώμης μᾶλλον ἐφόδῳ ἢ ἰσχύος Id.3.11; ταῖς γ. καὶ τοῖς σώμασι σφάλλεσθαι X. Cyr.1.3.10, cf. Th.1.70; γνώμῃ, opp. τύχῃ, σωφρονοῦντες Isoc.3.47; γνώμης ἅπτεσθαι affect the head, of wine or fever, Hp.Acut.63, Fract.11; γνώμην ἔχειν understand, S. El.214 (lyr.), Ar.Ach.396; πάντων γ. ἴσχειν S.Ph.837 (lyr.); προσέχειν γνώμην give heed, attend, δεῦρο τὴν γ. προσίσχετε Eup.37; πρὸς ἕτερον γνώμην ἔχειν Aeschin. 3.192; to be on one's guard, Th.1.95; δηλοῦν τὴν γ. ἔν τινι to show one's wit in... Id.3.37; ἐν γνώμῃ τι παραστῆσαι D.4.17; ἀπὸ γνώμης φέρειν ψῆφον δικαίαν with a good conscience, A.Eu.674; but οὐκ ἀπὸ γ. λέγεις not without judgement, with good sense, S.Tr.389; ἄτερ γνώμης A.Pr.456; ἄνευ γ. S.OC594; γνώμῃ κολάζειν with good reason, X.An.2.6.10; γνώμῃ τῇ ἀρίστῃ (sc. κρίνειν or δικάζειν) to the best of one's judgement, in the dicasts' oath, Arist.Rh. 1375a29; ἡ καλουμένη γ. τοῦ ἐπιεικοῦς κρίσις ὀρθή Id.EN1143a19; so περὶ ὧν ἂν νόμοι μὴ ὦσι, γνώμῃ τῇ δικαιοτάτῃ κρινεῖν D.20.118; γ. τῇ δ. δικάσειν ὀμωμόκασιν Id.23.96, cf. 39.40; τῇ δ. γ. Arist.Pol.1287a26; ὅστις γνώμῃ μὴ καθαρεύει has not a clear conscience, Ar.Ra. 355. 2 will, disposition, inclination, εὐσεβεῖ γνώμᾳ Pi.O.3.41; γ. Διός A.Pr.1003; ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί to stand high in his favour, Hdt.6.37; πάσῃ τῇ γ. with all one's zeal, Th.6.45; τίνα αὐτοὺς οἴεσθε γ. ἕξειν περὶ σφῶν αὐτῶν And.1.104; γ. ἔ. περί τινα Lys.10.21; πρὸς τοὺς Ἀθηναίους τὴν γ. ἔχειν to be inclined towards... Th.5.44; ἐμπιμπλάναι τὴν γ. τινός satisfy his wishes, X.An.1.7.8, cf. HG6.1.15 (pl.); ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης on his own initiative, Th.4.68; ἐκ μιᾶς γ. of one accord, with one consent, D.10.59; μιᾷ γνώμῃ Th.1.122, 6.17; διὰ μιᾶς γ. γίγνεσθαι Isoc.4.139; κατὰ γνώμην according to one's mind or wishes, ὅταν τἀκεῖ θῶ κατὰ γνώμην ἐμήν E.Andr.737; ἄν τι μὴ κατὰ γ. ἐκβῇ D.1.16: in pl., φίλιαι γνῶμαι friendly sentiments, Hdt. 9.4. III judgement, opinion, βροτῶν γ. Parm.8.61; ταύτῃ . . τῇ γνώμῃ πλεῖστός εἰμι I in cline mostly to this view, Hdt.7.220 (s. v.l.); also ταύτῃ πλεῖστος τὴν γνώμην εἰμί Id.1.120; ἡ πλείστη γ. ἐστί τινι Id.5.126; τλέον φέρει ἡ γ. τινί Id.8.100; τὸ πλεῖστον τῆς γ. εἶχεν . . προσμεῖξαι Th.3.31; γνώμην τίθεσθαι Hdt.3.80; οὕτως τὴν γ. ἔχειν to be of this opinion, Th.7.15, cf. X.Cyr.6.2.8, Ar.Nu.157; εἴ τινι γ. τοιαύτη παρειστήκει περὶ ἐμοῦ And.1.54; τὴν αὐτὴν γ. ἔχειν Th.2.55; τῆς αὐτῆς γ. εἶναι, ἔχεσθαι, Id.1.113, 140; ὁ αὐτὸς εἰμὶ τῇ γ. Id.3.38; κατὰ γ. τὴν ἐμήν in my judgement or opinion, Hdt.2.26, 5.3; ellipt., κατά γε τὴν ἐμήν Ar.Ec.153, cf. Plb.18.1.18, D.H.Isoc.3: abs., γνώμην ἐμήν Ar.V.983, Pax232; παρὰ γνώμην τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο contrary to general opinion, Th.4.40; but παρὰ γ. κινδυνευταί reckless venturers, Id.1.70, cf. 4.19; εἰπὲ μὴ παρὰ γ. ἐμοί either contrary to my wish, or contrary to your true opinion, A.Ag.931, cf.Supp.454: freq. of opinions delivered publicly, ἑστάναι πρὸς τὴν γ. τινός Th.4.56; Θεμιστοκλέους γνώμῃ by the advice of Th., Id.1.90,93; γνώμην ἀποφαίνειν deliver an opinion, Hdt.1.40; ἀποδείκνυσθαι ib.207; ἐκφαίνειν Id.5.36; τίθεσθαι S.Ph.1448 (anap.), Ar.Ec.658; ἀποφαίνεσθαι E.Supp.336; ποιεῖσθαι περί τινων Th.3.36; γνώμας κατέθεντο have made up their minds, Parm.8.53. b verdict, ἡ τοῦ δικαστοῦ γ. IG4.364 (Corinth, iv A. D.), cf. 685.32 (pl., Cret., ii B. C.). 2 proposition, motion, γνώμην εἰσφέρειν Hdt.3.80,81; εἰπεῖν Th.8.68, etc.; (but γνώμας προτιθέναι hold a debate, Th.3.36); γνῶμαι τρεῖς προεκέατο Hdt.3.83: freq. in Inscrr., resolution, IG12.118.28, etc.; γ. στρατηγῶν ib.22.27; Κλεισόφου καὶ συμπρυτάνεων ib.1; ἡ ἐκφερομένη γ. ib.1051c26; γνώμην νικᾶν carry a motion, Ar.V.594, Nu.432; κρατεῖν τῇ γ. Plu.Cor.17. 3 γνῶμαι, αἱ, practical maxims, Heraclit. 78, S.Aj.1091, X.Mem.4.2.9, Arist.Rh.1395a11 (sg., 1394a22). 4 in pl., fancies, illusions, S.Aj.52. 5 intention, purpose, resolve, ἀπὸ τοιᾶσδε γνώμης with some such purpose as this, Th.3.92; γνώμην ποιεῖ σθαι, c.inf., propose to do, Id.1.128; κατὰ γνώμην of set purpose, D.H. 6.81 (so also γνώμης Lib.Or.33.13, 50.12); τίνα ἔχουσα γνώμην; with what purpose? Hdt.3.119; οἶδα δ' οὐ γνώμῃ τίνι; with what intent? S.OT527, cf. Aj.448; ἡ ξύμπασα γ. τῶν λεχθέντων the general purport... Th.1.22; ἦν τοῦ τείχους ἡ γνώμη... ἵνα . . the purpose of it was... that... Id.8.90.
German (Pape)
[Seite 498] (γνῶναι), ἡ, 1) Erkenntnißvermögen, Verstand, Vernunft, u. übh. Geist; Pind. N. 10, 89 u. sonst; γνώμης σύνεσις, Einsicht des Geistes, Thuc. 1, 75: vgl. Plat. Rep. V, 476 d; αἱ γνῶμαι δεδουλωμέναι ἦσαν ἁπάντων ἀνθρώπων Menex. 240 a; γνώμαις καὶ σώμασι σφαλλόμενοι Xen. Cyr. 1, 3, 10; εἰ γνώμην ἔχεις, wenn du verständig bist, Ar. Ach. 395; ἐν τῇ γνώμῃ παραστῆναι, im Geiste vorschweben, Dem. 4, 17; τὴν γνώμην προσέχειν τινί, auf etwas achten, aufmerksam sein, Her. u. Folgde; auch abs., aufpassen, Thuc. 1, 95; πρὸς ἑτέρῳ τινὶ τὴν γνώμην ἔχειν, seinen Geist auf etwas Anderes richten, Aesch. 3, 192; πρός τι, seinen Sinn auf etwas richten, geneigt sein, Thuc. 2, 25. 5, 13 u. sonst; ἐν γνώμῃ γίγνεσθαί τινος, nach Jemandes Sinn sein, ihm lieb sein, Her. 6, 37; übh. Sinn, ὅστις γνώμῃ μὴ καθαρεύει, wer nicht reines Sinnes ist, Ar. Ran. 355; εὐσεβεῖ γνώμᾳ φυλάσσοντες μακάρων τελετάς Pind. Ol. 3, 41, mit frommem Sinne. – 2) Erkenntniß, Einsicht, ἡ τοῦ ἐπιεικοῦς κρίσις ὀρθή Arist. Eth. 6, 11; γνώμην ἱκανός, einsichtsvoll, Her. 3, 4; γνώμης ἁμάρτημα, ein verkehrter Plan, Thuc. 2, 55; πάσῃ τῇ γνώμῃ, mit allem Vorbedacht, 6, 45; γνώμῃ ἐκόλαζεν, er strafte mit Ueberlegung, aus Grundsatz, Xen. An. 2, 6, 9. – 3) Urtheil, Beschluß; bes. von Senatsbeschlüssen u. richterlichen Entscheidungen; γνώμην ἔχειν u. οὕτω γν. ἔχειν περί τινος, u. mit folgdm inf., glauben, meinen; Thuc. 7, 15; c. partic., ὡς κατὰ γῆν ἀναχωρήσοντες 7, 72; ὡς ἤδη κεκρατηκώς Xen. Cyr. 6, 2, 4; γνώμην ποιεῖσθαι, dafürhalten, beschließen od. vorschlagen, Thuc. 1, 128 u. A.; κοινῇ γνώμῃ χρεώμενοι, nach gemeinsamem Beschluß, Her. 5, 63; γνώμην ἀποδείκνυσθαι, ἀποφαίνεσθαι, θέσθαι, seine Meinung kundthun, abgeben, Plat. Gorg. 446 c; Her. 1, 207. 3, 80; Ar. Eccl. 658; Soph. Phil. 1448 u. öfter; γνώμην ἐςφέρειν, vorschlagen, Her. 3, 80; γνῶμαι προκέατο 3, 83; γνώμην τινὸς ἐμπιπλάναι, Jemandes Willen erfüllen, Xen. An. 1, 7, 8; vgl. Dem. 21, 91; ἐκπιμπλάναι Xen. Hell. 6, 1, 15; gew. in diesen Vrbdgn ohne Artikel, vgl. Krüger zu Xen. An. 1, 6, 9; τῆς αὐτῆς γνώμης ἐχόμενος Thuc. 1, 140; εἶναι 1, 113; ἑστάναι πρὸς τὴν γνώμην τινός, sich zu Jemandes Ansicht bekennen, 4, 56; ἀπὸ γνώμης, nach Ueberzeugung, Aesch. Eum. 644; ἀπὸ τοιᾶσδε γνώμης, in folgender Absicht, Thuc. 3, 92; ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης, nach eigenem Willen, aus eigenem Antriebe, 4, 68; κατὰ γνώμην τινός, nach Jemandes Willen, Her. 5, 3, oft; Eur. Andr. 737, wie Folgde; auch γνώμην allein, nach meiner Meinung, Ar. Pax 232 u. öfter; παρὰ γνώμην, wider Willen, Aesch. Suppl. 454 u. Folgde; auch = wider Erwarten, Thuc. 4, 40; ἐκ μιᾶς γνώμης, einstimmig, Dem. 10, 51, wie Plut. Cam. 40; μιᾷ γνώμῃ, dasselbe, Thuc. 6, 17; διὰ μιᾶς γνώμης εἶναι Isocr. 4, 138; vgl. ἐς τωὐτὸ αἱ γνῶμαι συνέδραμον Her. 1, 53; κατὰ τωὐτὸ αἱ γνῶμαι συνεξέπιπτον, die Meinungen fielen übereinstimmend aus, 1, 206; ἐπὶ τὸ αὐτὸ φέρουσιν αἱ γνῶμαι Thuc. 1, 79; ξυμφέρεσθαι γνώμῃ, sich in der Ansicht vereinigen, 4, 65; ἀλλοῖος γίγνομαι τὴν γνώμην, ich ändere meine Ansicht, 4, 106; ἡ τείχους γνώμη, der Zweck der Mauer, die Absicht, in der sie errichtet ist, 8, 90. – Auch = irrige Meinung, Wahn, Soph. Ai. 51. – 4) γνῶμαι, Sinnsprüche, in kurzen Versen ausgedrückte Lebensregeln weiser Männer, Aesch. 3, 135; Arist. rhet. 2, 21 u. Sp. – 5) = γνώμων, Kennzeichen, Theogn. 60; Kennzahn, Arist. H. A. 6, 22.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. faculté de connaître :
1 jugement, esprit, pensée, intelligence ; γνώμη φρενῶν SOPH jugement réfléchi ; γνώμην ἔχειν SOPH avoir de l’intelligence, comprendre ; γνώμην ἴσχω = γιγνώσκω ; τὴν γνώμην προσέχειν τινί, appliquer son esprit à qch;
2 abs. bon sens, droite raison : γνώμῃ XÉN avec juste raison ; οὐκ ἀπὸ γνώμης SOPH non sans jugement, avec bon sens ; ἄτερ γνώμης ESCHL sans bon sens, sans raison ; réflexion, jugement réfléchi : παρὰ τὴν γνώμην THC en dépit de la réflexion, càd malgré les raisons de craindre suggérées par la réflexion;
3 p. ext. dispositions de l’âme, esprit, caractère : τὴν γνώμην ἔχειν πρός τι THC avoir des dispositions favorables pour qch, incliner vers qch ; ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί HDT être dans les bonnes grâces de qqn ; πάσῃ τῇ γνώμῃ THC de tout leur zèle ; γνώμην τινὸς ἐμπιπλάναι XÉN ou ἐκπιμπλάναι XÉN accomplir le désir ou la volonté de qqn ; ἀφ’ ἑαυτοῦ γνώμης THC de son propre mouvement, spontanément ; κατὰ γνώμην τινός EUR selon le désir de qqn ; παρὰ γνώμην ESCHL contrairement à l’attente ; au plur. φίλιαι γνῶμαι HDT sentiments amicaux;
II. jugement arrêté ou exprimé :
1 opinion, avis : οὕτως γνώμην ἔχειν, être de cet avis ou avoir cette conviction ; τῆς αὐτῆς γνώμης εἶναι THC ou ἔχεσθαι THC, τὴν αὐτὴν γνώμην ἔχειν THC avoir la même opinion ; ὁ αὐτός εἰμι τῇ γνώμῃ THC je suis du même avis ; πλεῖστός εἰμι τῇ γνώμῃ HDT j’incline surtout vers cette opinion ; τὸ πλεῖστον τῆς γνώμης ἔχειν avec l’inf. THC être plutôt d’avis de, etc. ; γνώμην τίθεσθαι, ἀποφαίνειν, etc. exposer ou manifester son opinion ; κατὰ γνώμην τὴν ἐμήν HDT à mon avis ; ἐκ μιᾶς γνώμης DÉM, μιᾷ γνώμῃ THC, διὰ μιᾶς γνώμης ISOCR par un concert de volontés, d’un avis unanime ; ἐς τωὐτὸ αἱ γνῶμαι συνέδραμον HDT, κατὰ τωὐτὸ αἱ γνῶμαι συνεξέπιπτον HDT les avis concouraient au même but, aboutissaient à la même conclusion, càd étaient unanimes ; ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἔφερον αἱ γνῶμαι THC les avis aboutissaient à la même conclusion;
2 proposition, motion : γνώμην εἰσφέρειν HDT introduire une proposition ; αὖθις γνώμας προθεῖναι THC proposer ou mettre à l’ordre du jour une nouvelle délibération;
3 plur. γνῶμαι, sentences, maximes morales des Sages;
4 pensée, dessein, projet, résolution : τείχους THC la pensée qui préside à la construction d’un mur ; γνώμην ποιεῖσθαι avec l’inf. THC se résoudre à, décider de ; τίνα ἔχουσα γνώμην ; HDT dans quelle intention ? οἶδα δ’ οὐ γνώμῃ τινί SOPH je ne sais dans quelle intention;
III. connaissance d’une chose : ἄνευ γνώμης SOPH sans savoir.
Étymologie: R. Γνω, connaître ; cf. γιγνώσκω.
English (Strong)
from γινώσκω; cognition, i.e. (subjectively) opinion, or (objectively) resolve (counsel, consent, etc.): advice, + agree, judgment, mind, purpose, will.
English (Thayer)
γνώμης, ἡ (from γινώσκω);
1. the faculty of knowing, mind, reason.
2. that which is thought or known, one's mind;
a. view, judgment, opinion: resolve, purpose, intention: ἐγένετο γνώμη (T Tr WH γνώμης, see γίνομαι 5e. a.) τοῦ ὑποστρέφειν, Buttmann, 268 (230)). bb. by others, judgment, advice: διδόναι γνώμην, decree: χωρίς τῆς σής γνώμης, without thy consent, Schmidt, chapter 13,9; Meyer on 1 Corinthians 1:10).)
Greek Monolingual
η (AM γνώμη)
1. σκέψη, ιδέα, άποψη («σύμφωνη γνώμη, αντίθετη γνώμη, τὴν αὐτὴν ἔχειν γνώμην»)
2. θέληση, επιθυμία (α. «δεν του 'κάμε τη γνώμη του», β. «ὅρκον ἔκαμαν φρικτὸν γνώμην νὰ ἔχουν μίαν», γ. «κατὰ γνώμην
σύμφωνα με την επιθυμία του»)
3. απόφαση, γνωμοδότηση
(«η γνώμη τοῡ δικαστηρίου, ή τοῡ δικαστοῡ γνώμη»)
4. το φρόνημα, το ήθος, ο χαρακτήρας κάποιου (α. «τα χαρίσματα της καλής σου γνώμης», β. «ὅστις γνώμη μὴ καθαρείῃ» — όποιος δεν έχει καθαρή συνείδηση
παροιμ., ο «λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του ούτε τη γνώμη τ' άλλαξε ούτε την κεφαλή του»)
5. ψυχική διάθεση
6. συμβουλή («με τη γνώμη του πατέρα», «Θεμιστοκλέους γνώμη»)
7. γνωμικό («συλλογή γνωμών»)
αρχ.
1. χαρακτηριστικό γνώρισμα
2. σκοπός, επιδίωξη (οἶδα δ' οὐ γνώμῃ τίνι» — δεν ξέρω με ποια επιδίωξη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ). γνω- του ρ. γιγνώσκω. Η λ. γνώμη δήλωνε αφενός μεν το μέσο με το οποίο ήταν δυνατόν να αποκτήσει κάποιος γνώση σ' ένα αντικείμενο, άρα το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού, και ήταν πιο εύχρηστη από τη λ. γνώσις, αφετέρου δε ό,τι κάποιος πιστεύει και αποφαίνεται, την κρίση του, τη σκέψη, την ιδέα του, καθώς και τη θέληση, επιθυμία, διάθεση ή κλίση του].
Greek Monotonic
γνώμη: ἡ (γιγνώσκω),
I. μέσο γνώσης, σήμα, διακριτικό γνώρισμα, τεκμήριο, σε Θέογν.
II. όργανο με το οποίο κάποιος προσεγγίζει, κατακτά τη γνώση, το πνεύμα.
1. σκέψη, κρίση, διανόημα, διάνοια, σε Σοφ.· με αιτ. απόλ., γνώμην ἱκανός, ευφυής, έξυπνος, σε Ηρόδ.· γνώμην ἀγαθός, σε Σοφ.· γνώμην ἔχειν, εννοώ, κατανοώ, στον ίδ.· προσέχειν γνώμην, λειτουργώ με περίσκεψη, είμαι σε επιφυλακή, ετοιμότητα, δίνω προσοχή· ἀπὸ γνώμης, με καθαρή συνείδηση, σε Αισχύλ.· αλλά, οὐκ ἀπὸ γνώμης, όχι χωρίς ορθολογική σκέψη, με θετική κρίση, σε Σοφ.
2. το πνεύμα, η ψυχή κάποιου, η θέληση, ο σκοπός, η επιδίωξη, η διάθεση, η κλίση, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί, διατελώ υπό την εύνοια κάποιου, σε Ηρόδ.· τὴνγνώμην ἔχειν πρός τινα ή τι, έχω τη διάθεση, ρέπω, κλίνω προς το μέρος..., σε Θουκ.· ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης, με τη δική του συγκατάθεση, βούληση, στον ίδ.· ἐκ μιᾶς γνώμης, με μία σύμφωνη γνώμη, ομόφωνα, σε Δημ.· ομοίως, μιᾷ γνώμῃ, σε Θουκ.· στον πληθ., φίλιαι γνῶμαι, φιλικά συναισθήματα, σε Ηρόδ.
III. 1. κρίση, γνώμη, άποψη· πλεῖστός εἰμι τῇ γνώμῃ, ρέπω περισσότερο προς την άποψη ότι..., σε Ηρόδ.· ομοίως, ταύτῃ πλεῖστος τὴν γνώμην ή ἡ πλείστη γνώμη ἐστί μοι, στον ίδ.· γνώμην ἔχειν, όπως λόγον ἔχειν, έχω δίκιο, είμαι σωστός, σε Αριστοφ.· κατὰ γνώμην τὴν ἐμήν, Λατ. mea sententia, κατά τη γνώμη μου, σε Ηρόδ.· απόλ., γνώμην ἐμήν, σε Αριστοφ.· παρὰ τὴν γνώμην, αντίθετα προς το δημόσιο αίσθημα, την επικρατούσα αντίληψη, σε Θουκ.· λέγεται για ρήτορες, γνώμην ἀποφαίνειν, ἀποδείκνυσθαι, φανερώνω, εκφωνώ, εκφέρω μια άποψη, σε Ηρόδ.· τίθεσθαι, σε Σοφ.· δηλοῦν, σε Θουκ.
2. όπως το Λατ. sententia, σχέδιο, πρόταση για συζήτηση· γνώμην εἰσφέρειν, σε Ηρόδ.· εἰπεῖν, προθεῖναι, σε Θουκ.· γνώμην νικᾶν, υπερισχύει η πρότασή μου, σε Αριστοφ.
3. γνῶμαι, αποφθέγματα σοφών ανθρώπων, τα ρητά, τα γνωμικά, Λατ. sententiae·
4. σκοπός, επιδίωξη, πρόθεση, σε Θουκ.· τινά ἔχουσα γνώμην; με ποιο σκοπό; σε Ηρόδ.· ἡ ξύμπασα γνώμη τῶν λεχθέντων, το γενικό νόημα, σημασία..., σε Θουκ.