λάμπω

From LSJ
Revision as of 00:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάμπω Medium diacritics: λάμπω Low diacritics: λάμπω Capitals: ΛΑΜΠΩ
Transliteration A: lámpō Transliteration B: lampō Transliteration C: lampo Beta Code: la/mpw

English (LSJ)

Il.13.474, etc.; Ion.Iterat.

   A λάμπεσκεν Emp.84.6, Theoc. (v. infr.): fut. -ψω S.El.66, AP6.249 (Antip.): aor. ἔλαμψα Hdt.6.82 (v.l.), S.OT473 (lyr.), Ar.V.62, Pl.Ep.335d: pf. λέλαμπα (in pres. sense) E.Andr.1025, Tr.1295 (both lyr.):—Med., h.Hom.31.13, etc.: impf. ἐλαμπόμην, Ep. λαμπ-, Il.6.319, E.Med.1194: fut. λάμψομαι (ἐλλ-) Hdt.1.80:—Pass., fut. λαμφθήσομαι (ἐλλ-) Plot.2.9.3: aor. ἐλάμφθην J.BJ4.10.1 (περι-): from these late forms of Pass. must be distd. the similar Ion. forms of λαμβάνω:—give light, shine, of the gleam of arms, τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥς τε στεροπή Il.10.154, cf. 11.66; λάμπε δὲ χαλκῷ, of Hector, 12.463; φῶς λάμπεσκεν Emp. l.c.; ἀπ' ὀφθαλμῶν δὲ κακὸν πῦρ . . λάμπεσκε Theoc.24.19; of the eyes, ὀφθαλμὼ δ' ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον Il.13.474; of the sun, Sol.13.23, etc.; of fire, S.Ant.1007; ἄλσος λάμπεν ὑπὸ δεινοῖο θεοῦ Hes.Sc.71:—Med., κόρυθος -ομένης Il.16.71; λάμπετο δουρὸς αἰχμή 6.319; δαΐδων ὕπο -ομενάων 18.492, Od. (only in this phrase) 19.48, 23.290; χαλκὸς ἐλάμπετο Il.22.134; of a person, -όμενος πυρί 15.623; τεύχεσι λ. 20.46, Hes.Sc.60; ὄσσε -έσθην Il.15.608; πεδίον . . λάμπετο χαλκῷ 20.156, etc.    2 of sound, ring loud and clear, παιὰν δὲ λάμπει S.OT186 (lyr.), cf. 473 (lyr.); cf. λαμπρός 1.4.    3 metaph., shine forth, be famous or conspicuous, λάμπει κλέος Pi.O.1.23; ἀρετά Id.I. 1.22, E.Andr.776 (lyr.); δίκα δὲ λάμπει μὲν ἐν δυσκάπνοις δώμασιν A. Ag.773 (lyr.); τέκνων οἷς ἂν λάμπωσιν νεάνιδες ἧβαι E.Ion476 (lyr.); κάλλος Pl.Phdr.250d.    b Astrol., of a planet, occupy a favourable position, Ptol.Tetr.51.    4 of persons, φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ with beaming face, Ar.Eq.550 (anap.); shine, gain glory, οὐδ' εἰ Κλέων γ' ἔλαμψε Id.V.l.c.; ἐν ἄλλοις βουσὶν ἰὼν λάμπεσκεν Theoc.25.141.    II trans., cause to shine, illumine, δόλιον ἀκταῖς ἀστέρα λάμψας E.Hel. 1131 (lyr.), cf. Ion83 (anap.), Ph.226, APl.c., Trag.Adesp.33, etc. —Found chiefly in poetry and Com., though the pres. and impf. occur in X.An.3.1.11 (Med.), Mem.4.7.7, Pl.Phdr.250d, Arist.de An.419a4, and late Prose, and the aor. in Hdt.6.82 (v.l.), Arist.Mu. 395a15, Plu.Tim.3, etc.

German (Pape)

[Seite 13] perf. λέλαμπα, λάμπεσκον, Theocr. 24, 19. 25, 141, – 1) leuchten, glänzen (vgl. λαμπετάω), vom Glanze der Waffen, oft mit dem Blitz verglichen, τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥςτε στεροπή, Il. 10, 154. 11, 66, u. der Augen, ὀφθαλμὼ δ' ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον, 13, 474; vom Blitze, λάμπων πυρὶ κεραυνός Ar. Nubb. 395; von der Sonne, ἔλαμψε Τ, τάν Anacr. 44, 6; ἥλιος, ἠώς, Eur. Ion 83 I. A. 158; vom Feuer, ἐκ δὲ θυμάτων Ἥφαιστος οὐκ ἔλαμψεν Soph. Ant. 994, wie οὐδ' ἔτι πῦρ ἐπὶ βώμων λέλαμπεν Eur. Andr. 1025; λέλαμπεν Ἴλιος Ir. 1295; von Fackeln, πεῦκαι, Mel. 1477. – So auch im med., κόρυθος λαμπομένης, Il. 16, 71, δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων, 18, 492, χαλκὸς ἐλάμπετο εἴκελος αὐγῇ, 22, 134; vgl. Hes. Sc. 60; Eur. Med. 1194 u. sp. D.; seltener in Prosa, σκηπτὸς ἔδοξε πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν καὶ ἐκ τούτου λάμπεσθαι πᾶσαν Xen. An. 3, 1, 11; λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος Luc. Asin. 51, wo man es auch pass. fassen kann, da Eur. das Wort auch trans. braucht, leuchten, erglänzen lassen, ὦ λάμπουσα πέτρα πυρὸς δικόρυφον σέλας Phoen. 226, δόλιον ἀστέρα λάμψας I. A. 1131, was spätere Dichter nachahmen, wie Antp. Thess. 13 (VI, 249) λάμψω φέγγος. – 2) Uebertr. vom Ruhm, hervorglänzen, λάμπει κλέος Pind. Ol. 1, 23, ἀρετά I. 1, 22, wie Eur. ἁ δ' ἀρετὰ καὶ θανοῦσα λάμπει, Andr. 777; ähnlich Soph. κἀμὲ ἄστρον ἃς λάμψειν ἔτι, El. 66, παιὰν δὲ λάμπει, O. R. 187, wie φάμα, 475, u. öfter von der Stimme (vgl. λαμπρός). – Von der Schönheit, Plat. Phaedr. 250 d.

Greek (Liddell-Scott)

λάμπω: Ὅμ., κτλ.· Ἰων. παρατ. λάμπεσκεν Ἐμπεδ. 225: μέλλ. -ψω Σοφ. Ἠλ. 66: ἀόρ. ἔλαμψα Ἡρόδ. 6. 82, Τραγ.: πρκμ. λέλαμπα (μὲ σημασ. ἐνεστ.) Εὐρ. Ἀνδρ. 1025, Τρῳ. 1295 (ἀμφότερα λυρ.)· - Μέσ., ἐνεστ. καὶ παρατ., Ὁμ., Ἀττ.: μέλλ. λάμψομαι Ἰλ. Ρ. 214, (ἐλλ-) Ἡρόδ. 1. 80. - Παθ., μέλλ. ἐλλαμφθήσομαι Πλωτῖν. 30. 3: ἀόρ. ἐλάμφθην Ἰώσηπ.· - ἐκ τῶν μεταγεν. τούτων τύπων τοῦ παθ. διακριτέον οἱ ὅμοιοι Ἰων. τύποι τοῦ λαμβάνω. (Ἐκ τῆς √ΛΑΜΠ παράγονται ὡσαύτως λαμπάς, λαμπή, λαμπρός, λαμπτήρ· πρβλ. τὸ Λατ. lanterna· ἴσως καὶ Ὄ-λυμπος (Αἰολ.), καὶ τὸ Λατ. limpi-dus). Παρέχω φῶς, ἀκτινοβολῶ, εἶμαι λαμπρός, φωτοβόλος, ἐπὶ τῆς λάμψεως τῶν ὅπλων, τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ’ ὥς τε στεροπὴ Ἰλ. Κ. 154, Λ. 66· λάμπε δὲ χαλκῷ, ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Μ. 463· φῶς λάμπεσκεν Ἐμπεδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ὀφθαλμὼ δ’ ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον Ἰλ. Ν. 474· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Σόλων 13. 23, Εὐρ. Ἴων 83. κτλ.· ἐπὶ τοῦ πυρός, Σοφ. Ἀντ. 1007· ἄλσος λάμπεν ὑπαὶ θεοῦ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 71· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ ἢ παθ., λαμπομένης κόρυθος Ἰλ. Π. 71· λάμπετο δουρὸς αἰχμὴ Ζ. 319· δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων Σ. 492, Ὀδ. (μόνον ἐν ταύτῃ τῇ φράσει) Υ. 48, Ψ. 290· χαλκὸς ἐλάμπετο εἴκελος αὐγῇ Χ. 134· ἐπὶ προσώπου, λαμπόμενος πυρὶ Ο. 623· τεύχεσι λ. Υ. 46· ὄσσε λαμπέσθην Ο. 608ι πεδίον... λάμπετο χαλκῷ Υ. 156, κτλ.· οὕτως ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 60, Εὐρ., κτλ. 2) ἐπὶ ἤχου, εἶμαι εὐκρινής, ἠχῶ λαμπρῶς καὶ εὐκρινῶς, παιὰν δὲ λάμπει Σοφ. Ο. Τ. 186, πρβλ. 473, καὶ ἴδε λαμπρὸς Ι. 2. 3) μεταφορ., ἐκλάμπω, εἶμαι περίφημος, ἐπιφανής, λάμπει κλέος, ἀρετὴ Πινδ. Ο. 1. 36, Εὐρ. Ἀνδρ. 776· δίκα δὲ λάμπει μὲν ἐν δυσκάπνοις δώμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 774· τέκνων... νεάνιδες ἧβαι Εὐρ. Ἴων 476· κάλλος Πλάτ. Φαῖδρ. 250D. 4) ἐπὶ προσώπων, φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ, μὲ λαμπρὸν πρόσωπον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 550· λάμπω, δοξάζομαι, φημίζομαι, οὐδ’ εἰ Κλέων γ’ ἔλαμψε ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 62· ἐν ἄλλοις... λάμπεσκεν Θεόκρ. 24. 19, πρβλ. 25. 141. ΙΙ. μεταβ., φωτίζω, κάμνω νὰ λάμπῃ, Εὐρ. Ἠλ. 1131, πρβλ. Ἴωνα 83, Φοιν. 226, Ἀνθ. Π. 249, κτλ. ― Ἡ λέξις εἶναι ποιητ., ἂν καὶ ὁ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἀπαντῶσι παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 3. 1, 11, Ἀπομν. 4. 7, 7, Πλάτ. Φαίδρ. 250D, Ἀριστ. καὶ τοῖς μετεγενεστ. πεζογράφοις, ὁ δὲ ἀόρ. παρ’ Ἡροδ. 6. 82, Πλουτ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

f. λάμψω, ao. ἔλαμψα, pf. λέλαμπα, au sens du prés.
1 briller, resplendir en parl. d’une pers. : λάμπε δὲ χαλκῷ IL (Hector) brillait de l’éclat de ses armes d’airain ; fig. λάμπει δίκα ESCHL la justice resplendit;
2 en parl. de la voix éclater, résonner avec force : παιὰν λάμπει SOPH le péan retentit;
Moy. λάμπομαι briller, resplendir : λαμπομένης κόρυθος IL casque brillant ; τεύχεσι λαμπόμενος, resplendissant de l’éclat des armes.
Étymologie: R. Λαμπ, briller.

English (Autenrieth)

ipf. ἔλαμπ(ε), λάμφ: shine, gleam, be radiant or brilliant.

English (Slater)

λάμπω (λάμπει; λάμποντι: ἔλαμψαν.)
   1 shine τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου τὰν ἐνθάδε νύκτα κάτω Θρ. . 1. ἱππεύει πυρσῷ κατάκομος λάμποντι (sc. Ἥλιος) ?fr. 356. met., λάμπει δέ οἱ κλέος ἐν Πέλοπος ἀποικίᾳ (O. 1.23) λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ (I. 1.22) ἀλλ' ἀνεγειρομένα χρῶτα λάμπει, Ἀοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις (sc. φάμα παλαιά) (I. 4.23) ἔλαμψαν δ' ἀελίου δέμας ὅπως ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες (Π̆{S}: ἔλαμψε Π.) Πα. 12. 1. λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντα fr. 227. 2.

English (Strong)

a primary verb; to beam, i.e. radiate brilliancy (literally or figuratively): give light, shine.

English (Thayer)

future λαμψω (L text T Tr WH); 1st aorist ἐλαμψα; (from Homer down); to shine: ἐκλάμπω, περιλάμπω.)

Greek Monolingual

(AM λάμπω)
1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ.
δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.)
2. (για το πρόσωπο, για την όψη) έχω ζωηρή ή ωραία έκφραση (α. «έλαμψαν τα μάτια του από τη χαρά» β. «φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ», Αριστοφ.)
3. διαπρέπω σε κάτι διακρίνομαι, δοξάζομαι, φημίζομαι
νεοελλ.
1. αστράφτω από καθαριότητα
2. φρ. α) ειρων. «έλαμψε διά της απουσίας του» — έγινε αισθητή η απουσία του
β. «έλαμψε η αλήθεια» — αποδείχθηκε η αλήθεια, αποκαλύφθηκε η πραγματικότητα
μσν.
1. φανερώνομαι, αποκαλύπτομαι
2. θερμαίνω
3. φρ. «λάμπει καιρός» — παρουσιάζεται κάποια ευκαιρία
(μσν. -αρχ.) κάνω κάτι να λάμπει, φωτίζω
αρχ.
(για ήχο) είμαι ευκρινής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λάμπω καθώς και τα παράγωγά του εμφανίζουν στο θέμα τους έρρινο στοιχείο (-ν / μ-): λάμπω, θ. λαμπ < ΙE laip- «λάμπω, καίω» — οι λ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών που ανάγονται στην ίδια ρίζα και με τις οποίες συνδέεται η λεξιλογική οικογένεια του λάμπω δεν εμφανίζουν έρρινο στοιχείο (πρβλ. χεττιτικό lap-zi «καίω, λάμπω», lap-nu-zi «κάνω κάτι να καεί», λιθουαν. lope «φως», λεττον. lāpa «δαυλός, λαμπάδα»). Θέμα λαμπ-εμφανίζουν αρκετά ανθρωπωνύμια (πρβλ. Λάμπυρις, Λάμπων, Λάμπιτος).
ΠΑΡ. λαμπάδα(-άς), λαμπερός, λαμπηδόνα, λαμπρός, λάμψη
αρχ.
λαμπέτης, λάμπη
μσν.
λαμπή, λάμπημα
νεοελλ.
λάμπος, λάμψιμο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λαμπακτίς
νεοελλ.
λαμποκόπι, λαμποκοπώ. (Β' συνθετικό) αναλάμπω, διαλάμπω, διεκλάμπω, εκλάμπω, επιλάμπω, καταλάμπω, υπολάμπω
αρχ.
αντιλάμπω, απολάμπω, εισλάμπω, ελλάμπω, παραλάμπω, περιλάμπω, προεκλάμπω, προκαταλάμπω, προλάμπω, προσλάμπω, συναναλάμπω, συναπολάμπω, συνεκλάμπω, συνεπιλάμπω, υπερεκλάμπω, υπερλάμπω
νεοελλ.
τρεμολάμπω, χρυσολάμπω].

Greek Monotonic

λάμπω: μέλ. -ψω, αόρ. ἔλαμψα, παρακ. λέλαμπα (με σημασία ενεστ.) — Μέσ., μέλ. λάμψομαι·
I. 1. παρέχω φως, ακτινοβολώ, είμαι λαμπρός, είμαι φωτεινός, λέγεται για τη λάμψη των όπλων, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα μάτια, στο ίδ.· λέγεται για τη φωτιά, σε Σοφ. — Μέσ. ή Παθ., λαμπομένης κόρυθος, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.
2. λέγεται για τον ήχο, είμαι ευκρινής, ηχώ καθαρά, ξεκάθαρα, σε Σοφ.
3. μεταφ., εκλάμπω, είμαι περίφημος ή επιφανής, σε Αισχύλ., Ευρ., κ.λπ.
4. λέγεται για πρόσωπα, φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ, με λαμπρό πρόσωπο, σε Αριστοφ.· λάμπω, δοξάζομαι, φημίζομαι, στον ίδ.
II. μτβ., φωτίζω, κάνω κάτι να λάμπει, σε Ευρ., Ανθ.