ἐπιστάτης
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἐφίσταμαι) A one who stands near or one who stands by: hence, like ἱκέτης, suppliant, οὐ σύ γ' ἂν . . σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ' ἅλα δοίης Od.17.455. 2. in battle-order, one's rear-rank man, X.Cyr. 3.3.50, 8.1.10, al. b. also, even numbers in a λόχος, Ascl.Tact.2.3, Arr.Tact.6.6. II. one who stands or is mounted upon, ἁρμάτων ἐπιστάτης, of a charioteer, S.El.702, E.Ph.1147; ἐλεφάντων ἐπιστάτης, of the driver, Plb.1.40.11. 2. one who is set over, chief, commander, A.Th.816 (815); ὅπλων Id.Pers.379; ποιμνίων ἐπιστάτης S.Aj.27; ἐρετμῶν ἐπιστάτης E.Hel. 1267; θύματος ἐ. Id.Hec.223; but ταύρων πυρπνόων ζεύγλῃσι mastering them with... Id.Med.478; ἐνόπτρων καὶ μύρων, of the Trojans, Id.Or.1112; ἐπιστάτης Κολωνοῦ, of a tutelary god, S.OC889; [καιρὸς] ἀνδράσιν μέγιστος ἔργου παντός ἐστ' ἐπιστάτης Id.El.76; also in Prose, ἐ. γενέσθαι τῶν λόγων ἴσους καὶ κοινούς judges, And.4.7; ποίας ἐργασίας ἐπιστάτης; Answ. ἐπιστάτης τοῦ ποιῆσαι δεινὸν λέγειν (where it = ἐπιστήμων) Pl.Prt.312d; πραγμάτων Isoc.4.121; ἐπιστάται ἄθλων stewards of games, Pl.Lg.949a, cf. X.Lac.8.4; of a pilot, Id.Oec.21.3; supervisor of training, Pl. R.412a, X.Mem.3.5.18 (pl.); ἐ. τῶν παίδων IG12(1).43 (Rhodes); τῶν ἐφήβων Inscr.Prien.112.73 (i B.C.): voc. ἐπιστάτα, = Rabbi, Ev. Luc.5.5, al. III. president of a board or assembly: at Athens, ἐπιστάτης τῶν πρυτάνεων chairman of βουλή and ἐκκλησία in cent. v, Arist. Ath.44.1, later, keeper of Treasury or Archives, IG3.841, etc.; ἐπιστάτης τῶν προέδρων chairman of βουλή and ἐκκλησία from cent.iv, Aeschin. 3.39, D.22.9, etc.; ἐ. ὁ ἐκ τῶν προέδρων IG22.204.31 (iv B.C.); in other Greek states, ib.12(1).731 (Rhodes), 12(7).515.116, 125 (Amorgos), etc.; ἐπιστάτης τῶν νομοθετῶν ib.22.222; ἐπιστάτης τῶν δικαστῶν LW1539 (Erythrae). 2. overseer, superintendent, in charge of any public building or works, τοῦ νεὼ τοῦ ἐν πόλει, i.e. of the temple of Athena Polias, IG12.372; ἱεροῦ UPZ42.22 (ii B.C.); ἐπιστάτης τῶν ἔργων clerk of the works, D.18.114, LXX Ex.1.11 (pl.); τῶν δημοσίων ἔργων Aeschin.3.14; ἐπιστάτης τοῦ ναυτικοῦ ib.222; ἐπιστάτης τῆς Ἀκαδημείας Hyp.Dem.Fr.7; τοῦ Μουσείου OGI104.4 (ii B.C.); τῶν κοπρώνων D.25.49. 3. governor, administrator, τῆς πόλεως OGI254.3 (Babylon, ii B.C.), cf. IG12(3).320.7 (Thera, iii B.C.), OGI479.7 (Dorylaeum, ii A.D.); κώμης local magistrate, Arch.Pap.4.38. 4. = προστάτης, Lat. patronus, IG14.1317. IV. in Ar.Av.437, = χυτρόπους, Ar.Byz. ap. Eust.1827.45; other explanations, ibid., cf.Sch.Ar.l.c.: τοὐπιστάτου is fr. ἐπίστατος, = πυρίστατος, Anon. ap. Eust.1827.56: dub. sens. in BpW1892.514; cf. ἐπίστατον.
German (Pape)
[Seite 983] ὁ, 1) der Herantretende, so nur Od. 17, 455, οὐ σύγ' ἂν ἐξ οἴκου σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ' ἅλα δοίης; nach VLL. ἀπὸ τοῦ ἐφίσ τασθαι τῇ τραπέζῃ, der an dich herantritt, dich anspricht, der Bettler. – 2) der auf Etwas steht, ἁρμάτων Soph. El. 692 Eur. Phoen. 1154, Kämpfer zu Wagen. So auch ἐλεφάντων Pol. 1, 40, 11. – 3) der hinter Einem steht, der Hintermann im Treffen, Xen. Cyr. 3, 3, 59. 8, 1, 10; Arr. vom Hirten. – 4) der Vorsteher, Aufseher, bei Aesch. Spt. 797 dem στρατηγός entsprechend; ὅπλων Pers. 371; ποιμνίων Soph. Ai. 27; vom Schutzgott, O. C. 893, καιρὸς ὅςπερ ἀνδράσιν μέγιστος ἔργο υ παντός ἐστ' ἐπιστάτης El. 76, »die Stunde, die ordnend über jede That der Menschen wacht,« nach Donner, ἐρετμῶν, ταύρων, Lenker, Lenker. Eur. Hel. 1267 Med. 478, der Fürst, Xen. Cyr. 8, 1, 6, übh. der Etwas leitet, besorgt, ἐργασίας Plat. Prot. 312 d; ποιμνίων Legg. X, 906 a; γυμνικῶν ἄθλων ἐπ. καὶ βραβεῖς XII, 949 a; οἱ ἐν τοῖς γυμνικοῖς ἀγῶσιν ἐπ. Xen. Lac. 8, 4. In Athen bes. – a) der täglich durchs Loos ernannte Vorsteher der Prytanen, der in den Sitzungen des Raths und in den Volksversammlungen den Vorsitz führt, Dem. u. a. Or. oft; vgl. Hermanns Staatsalterth. §. 127. – b) ἐπιστάται τῶν δημοσίων ἔργων, Aufseher über die Staatsbauten, zu denen die τειχοποιοί, ὁδοποιοί u. ä., auch ἐπιστάται τῶν ὑδάτων, Wasserbauinspectoren gehören, Herm. a. a. O. §. 149, 7 u. Böckh Staatshh. I p. 218. – c) Vorsteher der Tempel, Inscr., vgl. Böckh a. a. O. p. 173. – Bei Plat. Prot. 312 d, ἐπιστ. τοῦ ποιῆσαι δεινὸν λέγειν, liegt darin auch der Begriff des Kundigen. – Ar. Av. 436, κρεμάσατον τύχῃ 'γαθῇ εἰς τὸν ἰπνὸν εἴσω πλησίον τοῦ 'πιστάτου, wird verschieden erkl., entweder als ἰπνολέβης, od. als ein Thonbild des Hephästus, das auf dem Feuerheerde stand, od. ein Gestell, um Küchengeräthschaften aufzuhängen, od. der Dreifuß unter dem Mischgefäß, s. Schol. u. Böckh Inscr. I p. 20.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. qui se tient sur (un char);
II. fig. qui préside à, préposé à, intendant, directeur, chef, gén. : ποιμνίων ἐπιστάτης SOPH préposé au soin des troupeaux ; ταύρων πυρπνόων ἐπιστάτην ζεύγλαισι EUR chargé de soumettre au joug les taureaux qui soufflaient la flamme ; particul. à Athènes épistate, càd :
1 le président des πρόεδροι, prytane qui préside, pour une journée, le Conseil et l'Assemblée du peuple ; c'est lui qui garde le sceau officiel et la clé du trésor;
2 inspecteur des travaux publics, constructions, etc. ; préposé à l'organisation de certaines fêtes ou concours, ou à des tâches particulières (e.g. contrôler le port);
3 qui se tient à la suite de ou derrière ; soldat du second rang;
III. qui se tient auprès ; suppliant.
Étymologie: ἐφίστημι, et, au dernier sens, ἐπίσταμαι, probabl. de même origine que ἐφίστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστάτης: ου ὁ
1) обращающийся с просьбой, просящий: ἐπιστάτῃ οὐδ᾽ ἅλα δοίης Hom. просящему (подаяния) ты и (щепотки) соли не дал бы;
2) воен. следующий сзади (ср. προστάτης впереди идущий и παραστάτης идущий рядом, сбоку) Xen.;
3) (на чем-л.) стоящий: ἁρμάτων ἐ. Soph. стоящий на колеснице, управляющий колесницей или сражающийся с колесницы; ἐλεφάντων ἐ. Polyb. вожатый слона;
4) надзиратель, страж: ποιμνίων ἐ. Soph. пастух;
5) начальник, глава: ἐρετμῶν ἐ. Eur. начальник гребцов; ἄθλων ἐ. Plat. распорядитель игр; ἐ. τῶν ἔργων Dem. начальник общественных работ;
6) покровитель, заступник (Κολωνοῦ Soph.);
7) эпистат (в Афинах, глава пританеев, в день своего избрания председательствовавший в βουλή и в ἐκκλησία, до избрания девяти πρόεδροι; старший из последних тж. назывался ἐ.) Aeschin., Dem., Arst.;
8) специалист, знаток: ἐ. τοῦ ποιῆσαι δεινὸν λέγειν Plat. мастер по части обучения красноречию;
9) статуэтка Гефеста (как покровителя очага) или треножник, таган (на который ставят котелок) Arph. Aves 436.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστάτης: -ου, ὁ, (ἐφίσταμαι) ὁ παρά τινι ἱστάμενος, ὅθεν, ὁ προσερχόμενος ὅπως ἐπαιτήσῃ ἢ ἱκετεύσῃ, ἐπαίτης, ἱκέτης, οὐ σύγ’ ἄν... σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ’ ἅλα δοίης Ὀδ. Ρ. 455. 2) ἐν παρατάξει μάχης, ὁ ἱστάμενος πλησίον ἀνδρός τινος ὄπισθεν (ὡς ὁ παραστάτης ἦτο ὁ πλησίον ἐκ δεξιῶν ἢ ἀριστερῶν ἱστάμενος, ὁ δὲ προστάτης ὁ ἐν τῇ ἔμπροσθεν γραμμῇ), Ξεν. Κύρ. 3. 3, 59., 8. 1, 10, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἐπί τινος ἱστάμενος, ἀναβάτης, ἁρμάτων ἐπιστάται, ἐπί ἁρματηλάτου, Σοφ. Ἠλ. 702· ἐπὶ τοῦ μαχομένου ἐκ τοῦ ἅρματος, ὡς τὸ παραβάτης, γυμνῆτες, ἱππῆς, ἁρμάτων τ’ ἐπιστάται Εὐρ. Φοίν. 1147· ἐλεφάντων ἐπ., ἐπὶ τοῦ ὁδηγοῦ, Πολύβ. 1. 40, 11. 2) ὁ ὡρισμένος νὰ ἐπιστατῇ ἐπί τινος, νὰ εἶναι ἀρχηγός, οἱ δ’ ἐπιστάται, δισσὼ στρατηγὼ Αἰσχύλ. Θήβ. 815· πᾶς θ’ ὅπλων ἐπιστάτης, δηλ. ὁπλίτης, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 379· ποιμνίων ἐπιστάταις Σοφ. Αἴ. 27· ἐρετμῶν ἐπ. (ὡς τὸ κώπης ἄναξ) Εὐρ. Ἑλ. 1267· θύματος ἐπ. ὁ αὐτ. Ἑκ. 223· ἀλλά, ταύρων πυρπνόων ἐπιστάτην ζεύγλαισι, δαμαστὴν ταύρων πυρπνόων διὰ τῶν ζευγλῶν, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 478· οἵους ἐνόπτρων καὶ μύρων ἐπιστάτας, δηλ. οὐχ ὅπλων, ἀλλὰ γυναικείας τρυφῆς ἐπιστάτας, «οἵους εἰκὸς εἶναι ἐπιτηδείους εἰς τὴν τῶν ἐνόπτρων καὶ μύρων ὑπηρεσίαν» (Σχόλ.), περὶ τῶν Φρυγῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1112· ἐπὶ προστάτου θεοῦ, ἐναλίῳ θεῷ τοῦδ’ ἐπιστάτῃ Κολωνοῦ Σοφ. Ο. Κ. 889· καιρὸς γάρ, ὅσπερ ἀνδράσιν μέγιστος ἔργου παντός ἐστ’ ἐπιστάτης, ὁ διέπων, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 76· ― ὡσαύτως παρὰ πεζογράφοις, δέομαι δ’ ὑμῶν τῶν λόγων ἴσους καὶ κοινοὺς ἡμῖν ἐπιστάτας γενέσθαι, κριτάς, Ἀνδοκ. 29. 34· ἐπιστήμων, ποίας ἐργασίας ἐπιστάτης; τί ἂν εἴποιμεν αὐτὸν εἶναι, ὦ Σώκρατες, ἢ ἐπιστάτην τοῦ ποιῆσαι δεινὸν λέγειν; Πλάτ. Πρωτ. 312D· ἐπ. ἄθλων, πρόεδρος, ἐπιμελητὴς τῶν ἀγώνων, ὁ αὐτ. ἐν Νόμοις 949Α, πρβλ. Ξεν. Λακ. 8, 4· ἐπὶ τῶν ἐπιστατούντων ἐν τοῖς γυμνικοῖς ἀγῶσιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 5, 18· ἐπὶ κυβερνήτου πλοίου, ὁ αὐτ. Οἰκ. 21. 3, καὶ (μεταφ.) Πλάτ. Πολ. 412Α. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις ἰδίως, 1) ἐν τοῖς ἀρχαιοτέροις χρόνοις, εἷς ἐκ τῶν πρυτάνεων, ἐκλεγόμενος ὑπ’ αὐτῶν, ὅστις προήδρευεν ἐν τῇ βουλῇ ἢ τῇ ἐκκλησίᾳ (ἐὰν συνέβαινε νὰ συνεδριάζῃ αὕτη ἢ ἐκείνη) μέχρι τῶν ἀρχῶν τῆς δ΄ πρὸ Χρ. ἑκατονταετηρίδος, ὅτε ὁ ἐπιστάτης διωρίσθη φύλαξ τῶν ἀρχείων καὶ τοῦ θησαυροφυλακίου, καὶ ἐκλήρου ἐννέα προέδρους ἐκ τῶν ἐννέα φυλῶν (ἐξαιρουμένης τῆς ἑαυτοῦ φυλῆς), οἵτινες προήδρευον ἔν τε τῇ βουλῇ καὶ τῇ ἐκκλησίᾳ, ὡς ἔπραττεν αὐτὸς ἕως τότε, καὶ ὅστις ἐκαλεῖτο ἐπιστάτης τῶν προέδρων, Αἰσχίν. 59. 13, Δημ. 596. 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 186, 189. 5. ― Κατὰ τὸν Ἀριστοτ. ἐν τῇ Ἀθην. Πολ XLIV (σ. 63. 20, ἔκδ. Blass), «ἔστι δὲ ἐπιστάτης τῶν πρυτάνεων εἷς ὁ λαχών· οὗτος δ’ ἐπιστατεῖ νύκτα καὶ ἡμέραν, καὶ οὐκ ἔστιν οὔτε πλείω χρόνον οὔτε δὶς τὸν αὐτὸν γενέσθαι. τηρεῖ δ’ οὗτος τάς τε κλεῖς τὰς τῶν ἱερῶν, ἐν οἷς τὰ χρήματ’ ἐστὶν καὶ τὰ γράμματα τῇ πόλει, καὶ τὴν δημοσίαν σφραγῖδα, καὶ μένειν ἀναγκαῖον ἐν τῇ θόλῳ τοῦτόν ἐστιν, καὶ τριττὺν τῶν πρυτάνεων ἣν ἂν οὗτος κελεύῃ. καὶ ἐπειδὰν συναγάγωσιν οἱ πρυτάνεις τὴν βουλὴν ἢ τὸν δῆμον, οὗτος κληροῖ προέδρους ἐννέα, ἕνα ἐκ τῆς φυλῆς ἑκάστης πλὴν τῆς πρυτανευούσης, καὶ πάλιν ἐκ τούτων ἐπιστάτην ἕνα, καὶ παραδίδωσι τὸ πρόγραμμα αὐτοῖς· οἳ δὲ παραλαβόντες τῆς τ’ εὐκοσμίας ἐπιμελοῦνται, καὶ ὑπὲρ ὧν δεῖ χρηματίζειν προτιθέασιν, καὶ τὰς χειροτονίας κρίνουσιν, καὶ τὰ ἄλλα πάντα διοικοῦσιν, καὶ τοῦ τ’ ἀφεῖναι κύριοί εἰσιν. καὶ ἐπιστατῆσαι μὲν οὐκ ἔξεστιν πλεῖον ἢ ἅπαξ ἐν τῷ ἐνιαυτῷ, προεδρεύειν δ’ ἔξεστιν ἅπαξ ἐπὶ τῆς πρυτανείας ἑκάστης». 2) ἐπόπτης, ἐπιτηρητὴς δημοσίων ἔργων, οἰκοδομῶν, κτλ., τοῦ νεὼ τοῦ ἐν πόλει, δηλ. τοῦ ναοῦ τῆς Πολιάδος Ἀθηνᾶς, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1· ἐπ. τῶν ἔργων, Λατ. praefectus operum, Δημ. 264. 26, πρβλ. Αἰσχίν. 55. 41· τοῦ ναυτικοῦ ὁ αὐτ. 85. 29· τῶν κοπρώνων Δημ. 785. 13, κτλ. IV. κατὰ τὸν Σχολιαστ. τοῦ Ἀριστοφ. εἰς Ὄρν. 436, «ἐπιστάτη δὲ θηλυκῶς χαλκοῦς τρίπους χυτρόποδος ἐκτελῶν χρείαν. οἱ δὲ πήλινον Ἥφαιστον πρὸς τὰς ἑστίας ἱδρυμένον ὡς ἔφορον τοῦ πυρός», ἄλλως «ὁ ἐπιστάτης ξύλον ἐστὶ κόρακας ἔχον, ἐξ οὗ κρεμῶσι τὰ μαγειρικὰ ἐργαλεῖα. οἱ δὲ τρίποδα χαλκοῦν, ᾧ ἐπιτιθέασι λέβητα ὑποκαιόμενον». Ἴδε Casaub. Θεοφρ. Χαρ. 9, καὶ πρβλ. τὴν λέξιν ἐπίστατον. ― Περὶ τοῦ ἐπιστάτης ἔχει πολλὰ ὁ Σουΐδ. ἃ ἴδε. V. ἐκκλησιαστ. = ἡγούμενος μοναστηρίου, Δωρόθ. 1800Β.
English (Autenrieth)
one who stands by or over; σὸς ἐπιστάτης, ‘thy petitioner,’ meaning a beggar, Od. 17.455†.
English (Strong)
from ἐπί and a presumed derivative of ἵστημι; an appointee over, i.e. commander (teacher): master.
English (Thayer)
ἐπιστατου, ὁ (ἐφίστημι), any sort of a superintendent or overseer (often so in secular writings, and several times in the Sept., as a master, used in this sense for רַבִּי by the disciples (cf. not from the fact that he was a teacher, but because of his authority (Bretschneider); found only in Luke 17:13.
Greek Monolingual
ο (θηλ. επιστάτρια και επιστάτισσα) (AM ἐπιστάτης, ὁ
θηλ. ἐπιστάτις)
αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει κάτι
νεοελλ.
1. ο υπεύθυνος για την καθαριότητα κτηρίου (κυρίως σχολείου)
2. φρ. «επιστάτης κτήματος» — ο υπεύθυνος για την καλλιέργεια και όλες τις ανάγκες του κτήματος
αρχ.-μσν.
1. προστάτης
2. κριτής
3. αρχηγός, κυβερνήτης
αρχ.
1. αυτός που πλησιάζει ή στέκεται από πίσω για να ζητήσει κάτι, ο επαίτης
2. αυτός που στη γραμμή της μάχης στέκεται πίσω από κάποιον άλλο
3. εκείνος που στη σειρά έχει άρτιο αριθμό
4. αυτός που μετακινείται πάνω σε μεταφορικό μέσο (α. «ἁρμάτων ἐπιστάται», Σοφ.
β. «ἐλεφάντων ἐπιστάται», Πολ.)
5. οδηγός («ποιμνίων ἐπιστάταις», Σοφ.)
6. πρόεδρος τών αγώνων
7. επόπτης εκπαιδεύσεως
8. δάσκαλος
9. δαμαστής
10. πρόεδρος συνελεύσεως
11. πρόεδρος της βουλής και της εκκλησίας (μετά τον 4ο αιώνα)
12. επόπτης δημόσιων έργων
13. θησαυροφύλακας
14. ο πεπειραμένος, ο έμπειρος
15. χάλκινος τρίποδας όπου τοποθετούσαν τη χύτρα για να βράσουν κάτι
16. ξύλο όπου κρεμούσαν μαγειρικά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στάτης (< ίστημι «στέκομαι»)].
Greek Monotonic
ἐπιστάτης: -ου, ὁ (ἐφίσταμαι),·
I. 1. αυτός που στέκεται πλησίον, που είναι δίπλα, επαίτης, ικέτης, σε Ομήρ. Οδ.
2. αυτός που βρίσκεται σε παράταξη μάχης, πίσω από κάποιον ή στο τέλος της παράταξης ως οπισθοφυλακή (όπως είναι ο παραστάτης, που στέκεται δεξιά ή αριστερά, και απ' την άλλη ο προστάτης, αυτός που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή), σε Ξεν.
II. 1. αυτός που στέκεται επάνω σε, αναβάτης άρματος, με γεν., σε Σοφ., Ευρ.
2. αυτός που έχει οριστεί να επιστατεί, αρχηγός, διοικητής, σε Τραγ.· ἐπιστ. Κολωνοῦ, λέγεται για πολιούχο θεό, σε Σοφ.· ἐπ. ἄθλων, πρόεδρος, επιμελητής αγώνων, εκπαιδευτής, παιδαγωγός, παιδονόμος, σε Ξεν.
III. 1. στην Αθήνα, ο πρόεδρος των πρυτάνεων της βουλῆς και της ἐκκλησίας, σε Αισχίν., Δημ.
2. επόπτης, επιτηρητής, επιστάτης, ελεγκτής, υπεύθυνος δημοσίων έργων, στον ίδ.
IV. χάλκινος τρίποδας που στεκόταν πάνω από τη φωτιά για το ζεστό λουτρό, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἐπιστάτης, ου, [ἐφίσταμαι]
I. one who stands near or by, a suppliant, Od.
2. in battle-order, one's rear-rank man (as παραστάτης is the right- or left-hand man, προστάτης the front-rank man), Xen.
II. one who stands or is mounted upon a chariot, c. gen., Soph., Eur.
2. one who is set over, a commander, Trag.; ἐπιστ. Κολωνοῦ, of a tutelary god, Soph.; ἐπ. ἄθλων president, steward of the games, a training- master, Xen.
III. at Athens the President of the βουλή and ἐκκλησία, Aeschin., Dem.
2. an overseer, superintendent, in charge of any public works, Dem.
IV. the caldron for the hot bath which stood over the fire, Ar.
Chinese
原文音譯:™pist£thj 誒披-士他帖士
詞類次數:名詞(7)
原文字根:在上-站(者)和合本 (נָגַשׂ)
字義溯源:在上指示者,師傅,監督,管理者,夫子;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἵστημι)*=站)組成。這字七次全用在路加福音,門徒對主耶穌的尊稱:夫子,即希伯來文的拉比。參 (δεσπότης)讀同義字
出現次數:總共(7);路(7)
譯字彙編:
1) 夫子(7) 路5:5; 路8:24; 路8:24; 路8:45; 路9:33; 路9:49; 路17:13
English (Woodhouse)
chief, guardian, manager, overseer, superintendent, one who has charge, president of the assembly, president of the Assembly
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού στέκεται κοντά, ὁ ἐπικεφαλῆς). Ἀπό τό ἐφίσταμαι (ἐπί + ἵσταμαι). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἵστημι.
Translations
superintendent
Bulgarian: надзирател; Chinese Mandarin: 監督人, 监督人, 管理人; Dutch: hoofdopzichter; Finnish: tarkastaja, valvoja, isännöitsijä; French: surintendant; Galician: superintendente; German: Leiter; Ancient Greek: ἐπιστάτης; Hindi: सुपरिंटेंडेंट, सुपरडंट; Hungarian: felügyelő, ellenőr, szakmai vezető; Irish: maor; Italian: soprintendente, sovrintendente; Japanese: 管理者, 局長, 警視; Korean: 관리자; Latin: curator, curatrix, praefectus; Manx: ard-er; Middle English: surveyour; Navajo: naatʼáanii, binantʼaʼí; Portuguese: superintendente; Romanian: supraveghetor, supraveghetoare; Russian: комендант, заведующий, управляющий, руководитель; Spanish: superintendente, director, supervisor; Swedish: föreståndare, kommissarie; Tagalog: tagapamahala