προσφορά

From LSJ
Revision as of 20:05, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}")

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφορά Medium diacritics: προσφορά Low diacritics: προσφορά Capitals: ΠΡΟΣΦΟΡΑ
Transliteration A: prosphorá Transliteration B: prosphora Transliteration C: prosfora Beta Code: prosfora/

English (LSJ)

ἡ, (προσφέρω)
A bringing to, applying, τῶν κλιμάκων Plb. 5.16.7; application, use, Pl.Lg.638c.
2 presenting, offering, ib. 792a; οἱ ἄρτοι τῆς προσφοράς = showbread, LXX 3 Ki.7.48.
II (from Pass.) that which is added, increase, τῶν ἡμαρτημένων ἄκη μέν ἐστι προσφορά δ' οὐκ ἔστ' ἔτι S.OC1270; bounty, benefit, ib.581; wedding present, Thphr. Char.30.19; offering, LXXPs.39(40).7, al., Act.Ap.21.26: pl., προσφοραί ib.24.17, J.AJ11.4.1, Stud.Pal.1.7.27 (v A.D.), etc.; offerings for the dead, PMonac.8.5,23 (vi A.D.), PLond.5.1708.62 (vi A.D.); deed of gift, especially of donatio propter nuptias = donation after marriage, Mitteis Chr.288.8 (ii A.D.), PTeb.351.1 (ii A.D.), PRyl.155.20 (ii A.D.).
2 income, revenue, Antipho Fr. 31, J.AJ19.8.2.
III (from Med.) taking of food, Arist.Somn.Vig. 458a22, Metaph.1000a14, Thphr.HP7.9.4, 8.4.4, Od.5; ἡ τοῦ ὑγροῦ προσφορά Arist.PA671a13; πόσεις καὶ τοῦ ὑγροῦ προσφοραί Plu.2.129e.
2 food, victuals, Hp.Aph.2.33 (pl.), Thphr.CP4.9.6, Orph.Fr.49.87.
3 flavour, Thphr.HP4.8.11, Ath.1.33f; bouquet, Thphr.HP9.19.1.

German (Pape)

[Seite 787] ἡ, das Darbringen, Darreichen, auch die Gabe, Soph. O. C. 587; Vergrößerung, Vermehrung, τῶν γὰρ ἡμαρτημένων ἄκη μὲν ἔστι, προσφορὰ δ' οὐκ ἔστ' ἔτι, ib. 1272; – κλιμάκων, das. Ansetzen, Pol. 5, 16, 7; – Anwendung, Gebrauch, διαπυθόμενος αὐτοῦ μήτε τὴν ἐργασίαν, μήτε τὴν προσφοράν, ὅντινα τρόπον προσφέρειν δεῖ, Plat. Legg. I, 638 c; – das was man zu sich nimmt, das Essen, Arist. probl. 11, 20; πόσεις καὶ πρ., Plut. de san. tu. p. 390; vom Weine bei Ath. I, 33 f bedeutet es den Geruch, wie Theophr.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
I. accroissement;
II. 1 ce qu’on apporte ; bienfait, gain, profit ; présent;
2 ce qu’on porte (à sa bouche), nourriture, particul. aliment solide;
NT: offrande ; sacrifice ; don.
Étymologie: προσφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσφορά -ᾶς, ἡ [προσφέρω] het voorzetten, het aanbieden; spec. van voedsel; ἐν τῇ προσφορᾷ bij het voeden Plat. Lg. 792a; διαπυθόμενος αὐτοῦ μήτε τὴν ἐργασίαν μήτε τὴν προσφοράν zonder te informeren naar de bereidingswijze ervan (van bep. voedsel) noch naar de (omstandigheden van) het voorzetten ervan Plat. Lg. 638c; wat aangeboden wordt aanbod, gave: spec. voedsel:; εὖ ἔχειν πρὸς τὰς προσφοράς zin hebben in eten en drinken Hp. Aph. 2.33; gift, huwelijksgeschenk:; ἀποδημῆσαι ἵνα μὴ πέμψῃ προσφοράν hij is de stad uit om geen bruidsgeschenk te hoeven sturen Thphr. Char. 30.19; offergave. NT Act. Ap. 21.26. het toevoegen, toevoeging:. τῶν... ἡμαρτημένων... προσφορὰ δ’ οὐκ ἔστ’ ἔτι er kan niets meer aan mijn misdaden worden toegevoegd Soph. OC 1270.

Russian (Dvoretsky)

προσφορά:
1 прибавление, увеличение (τῶν ἡμαρτημένων Soph.);
2 преподнесение, подача Plat.;
3 дар, благодеяние Soph.;
4 применение, употребление: ἡ π., ὅντινα τρόπον προσφέρειν δεῖ Plat. надлежащий способ употребления; ἡ π. τῶν αἰτιῶν Arst. объяснение через причины;
5 приставление (τῶν κλιμάκων Polyb.);
6 (тж. π. τῆς τροφῆς Arst.) прием пищи (πόσεις καὶ προσφοραί Plut.);
7 приношение, подношение (π. καὶ θυσία τῷ θεῷ NT).

English (Strong)

from προσφέρω; presentation; concretely, an oblation (bloodless) or sacrifice: offering (up).

English (Thayer)

προσφοράς, ἡ (προσφέρω), offering; i. e. 1. the act of offering, a bringing to (Plato, Aristotle, Polybius). 2. that which is offered, a gift, a present (Sophocles O. C. 1270; Theophrastus, char. 30 under the end). In the N. T. a sacrifice (A. V. offering), whether bloody or not: מִנְחָה, περί ἁμαρτίας, offering for sin, expiatory sacrifice, τοῦ σώματος Ἰησοῦ Χριστοῦ τῶν ἐθνῶν, the sacrifice which I offer in turning the Gentiles to God, Romans 15:16.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προσφέρω
1. το να παρέχει κανείς κάτι, παροχή
2. εισφορά, δωρεά
3. το προσφερόμενο δώρο ή η προσφερόμενη εξυπηρέτηση
4. εκκλ. μικρός άρτος που προσφέρεται από τους πιστούς για να τελεσθεί με αυτόν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και πάνω στον οποίο είναι αποτυπωμένη σφραγίδα που εικονίζει στο κέντρο της τετράγωνο με σταυρό και εκατέρωθεν τών κεραιών του την επιγραφή ΙΣ-ΧΣ-ΝΙ-ΚΑ, δηλαδή Ιησούς Χριστός Νικά, αλλ. πρόσφορο
νεοελλ.
1. η παροχή εργασίας με μισθό ή εμπορευμάτων προς πώληση
2. η προσφερόμενη τιμή αγοράς ή πώλησης ενός εμπορεύματος
3. φρ. α) «προσφορά και ζήτηση» — η σχέση μεταξύ της ποσότητας που οι παραγωγοί επιθυμούν να πωλήσουν στις διάφορες τιμές και της ποσότητας του προϊόντος που οι καταναλωτές επιθυμούν να αγοράσουν
β) «καμπύλη προσφοράς» — η γραφική απεικόνιση της σχέσης μεταξύ της τιμής ενός προϊόντος και της ποσότητάς του, την οποία ο πωλητής επιθυμεί και μπορεί να προσφέρει σε αυτή την τιμή
γ) «προσφορά χρήματος» — σύνολο τών χρηματικών πόρων που βρίσκονται εκτός της κεντρικής εκδοτικής τράπεζας και κυκλοφορούν στην οικονομία
αρχ.
1. το να φέρνει ή το να επιθέτει κάποιος κάτι κοντά σε κάτι άλλο
2. εφαρμογή, χρήση
3. καθετί που προστίθεται σε κάτι άλλο, προσθήκη, αύξηση («τῶν γὰρ ἡμαρτημένων ἄκη μὲν ἔστι, προσφορὰ δ' οὐκ ἔστ' ἔτι», Σοφ.)
4. ευεργεσία («ποίῳ γὰρ ἡ σὴ προσφορὰ δηλώσεται;», Σοφ.)
5. πρόσοδος, εισόδημα
6. η λήψη τροφής
7. τροφή («κουφοτέραν ποιοῦσι καὶ τὴν προσφοράν», Θεόφρ.)
8. γεύση («ἑψόμενον δὲ γίνεσθαι... ἡδὺ ἐν τῇ προσφορᾷ», Θεόφρ.)
9. ανθοδέσμη
10. εκκλ. α) αφιέρωμα, ανάθημα («θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας», ΠΔ)
β) η τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας
γ) τα στοιχεία της Θείας Μεταλήψεως
11. φρ. «οἱ ἄρτοι τῆς προσφορᾱς»
εκκλ. οι προσφερόμενοι άρτοι, οι άρτοι της προθέσεως (ΠΔ).

Greek Monotonic

προσφορά: ἡ (προσφέρω),·
I. προσκόμιση, προσαγωγή, χρήση, σε Πλάτ.
II. 1. (από Παθ.), αυτό που φέρεται σε κάποιον ή κάτι, προσθήκη, αύξηση, σε Σοφ.
2. προσθήκη, όφελος, πλεονέκτημα, στον ίδ.· δώρο, σε Θεόκρ.· προσφορά, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

προσφορά: ἡ, (προσφέρω) τὸ φέρειν πλησίον, προσαρμόζειν, τῶν κλιμάκων Πολύβ. 5. 16, 7· προσαγωγή, χρῆσις, Πλάτ. Νόμ. 638C· τῶν αἰτιῶν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστ. 2) τὸ προσφέρειν, δωρεῖσθαι, Πλάτ. Νόμ. 792Α. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ φερόμενον πρός τι πρόσωπονπρᾶγμα, προσθήκη, αὔξησις, τῶν ἡμαρτημένων ἄκη μὲν ἔστι, πρ. δ’ οὐκ ἔστ’ ἔτι Σοφ. Ο. Κ. 1270· εὐεργεσία, Λατ. beneficium, αὐτόθι 581· δῶρον, Θεοφρ. Χαρ. 30· προσφορὰ θρησκευτικὴ εἰς τὸν θεόν, Πράξ. Ἀποστ. κα´, 26., κδ´, 17. - Ἐν τῇ Παλ. Διαθ. οἱ ἄρτοι τῆς προσφορᾶς = οἱ προσφερόμενοι ἄρτοι = οἱ ἄρτοι τῆς προθέσεως, Ἑβδ. (Βασιλ. Τρίτ. Ζ´, 34). 2) ἀνάθημα, ἀφιέρωμα, τὸ προσφερόμενον πρᾶγμα, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΘ', Σειράχ. ΙΔ´, 11, κλπ.). - Ἐν ταῖς Ἐκκλ. τελετ. α) ἡ τέλεσις τοῦ μυστηρίου τῆς εὐχαριστίας, Εὐσ. ΙΙ, 625Α, Ἀθαν. Ι, 296C, Βασίλ. IV, 724Β, κλπ. β) τὰ τῆς μεταλήψεως στοιχεῖα, Ἀποστ. Διαταγ. 8. 13. γ) ὡς καὶ νῦν, ὁ προσφερόμενος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὑπὸ τῶν πιστῶν ἄρτος, ἐξ οὗ λαμβάνεται καὶ ὁ ἄρτος τῆς μεταλήψεως καὶ τὰ διανεμόμενα τοῖς λειτουργουμένοις ἀντίδωρα καὶ ὑψώματα· ὁ ἄρτος οὗτος εἶναι πάντοτε ἐσφραγισμένος διὰ τοῦ σημείου τοῦ τιμίου σταυροῦ. Ψευδο-Χρυσ. ΧΙΙ, 777Ε, Παλλαδ. Λαυσ. 1042C, Ἰω. Μόσχ. 2896Β, κλπ. 3) εἰσόδημα, πρόσοδος, Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 8, 2. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.), λῆψις τροφῆς, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου 3. 39, Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 4, 13· ἡ τοῦ ὑγροῦ πρ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 8, 3. 2) τροφή, τρόφιμα, Ἱππ. Ἀφορ. 1245, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 9, 6, κτλ.· ἴδε Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 129Ε. 3) γεῦσις, Ἀθήν. 33F. - Κατὰ Σουΐδ.: «προσφορά, προσθήκη, πρόσδοσις· «ποίῳ γὰρ ἡ σὴ προσφορὰ δηλώσεται;» (Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ.), καὶ: «προσφορά, πρόσοδος, Ἀντιφῶν», ἴδε Ἁρποκρ.

Middle Liddell

προσφορά, ἡ, προσφέρω
I. a bringing to, applying, application, Plat.
II. (from Pass.) that which is brought to a person or thing, an addition, Soph.
2. advantage, profit, Soph.:— a bounty, gift, Theophr.: an offering, NTest.

Chinese

原文音譯:prosfor£ 普羅士-賀拉
詞類次數:名詞(9)
原文字根:向著-攜帶 相當於: (זֶבַח‎)
字義溯源:禮物,帶來,獻祭,獻上,供物,供獻的物,祭物;源自(προσφέρω)=引到);由(πρός)=向著)與(φέρω)*=負擔,攜帶)組成,其中 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(9);徒(2);羅(1);弗(1);來(5)
譯字彙編
1) 供物(3) 弗5:2; 來10:5; 來10:8;
2) 獻祭(2) 來10:14; 來10:18;
3) 獻上(2) 羅15:16; 來10:10;
4) 供獻的物(1) 徒24:17;
5) 祭物(1) 徒21:26

English (Woodhouse)

application, favor, favour, applying

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

gift

Afrikaans: geskenk, present, kado; Albanian: dhuratë; Arabic: هَدِيَّة‎; Egyptian Arabic: هدية‎, كادو‎; Aragonese: regalo; Armenian: նվեր, ընծա; Assyrian Neo-Aramaic: ܡܵܘܗܲܒ݂ܬܵܐ‎, ܕܲܫܢܵܐ‎, ܦܲܫܟܲܫ‎; Asturian: regalu; Avar: сайигъат; Azerbaijani: hədiyyə; Bashkir: бүләк, күстәнәс; Belarusian: падарунак, дар, гасці́нец, прэзент; Bengali: উপহার; Breton: prof; Bulgarian: подарък, дар; Burmese: ပဏ္ဏာ; Catalan: present, do, regal; Central Atlas Tamazight: ⴰⵡⴻⵔⴹⵉ; Chechen: совгӏат; Cherokee: ᎠᏓᏁᏗ; Chichewa: mphatso; Chinese Cantonese: 禮物, 礼物; Dungan: лищин, ли; Hakka: 禮物, 礼物; Mandarin: 禮物, 礼物; Min Dong: 禮物, 礼物; Min Nan: 禮物, 礼物; Wu: 禮物, 礼物; Chuvash: парне, кучченеҫ; Crimean Tatar: tokuz; Czech: dar, dárek; Danish: gave; Dhivehi: ހަދިޔާ‎; Dutch: gift, geschenk, presentje, cadeau; Esperanto: donaco; Estonian: and, kingitus; Faliscan: datu; Faroese: gáva; Finnish: lahja; French: présent, cadeau, don; Galician: regalo, agasallo, presente; Georgian: საჩუქარი, ძღვენი, ნაბოძები; German: Geschenk, Präsent, Spende, Gabe; Gothic: 𐌼𐌰𐌹𐌸𐌼𐍃, 𐍆𐍂𐌰𐌲𐌹𐍆𐍄𐍃, 𐌰𐌹𐌱𐍂; Greek: δώρο, δωρεά, χάρισμα; Ancient Greek: ἄγαλμα, ἀκτή, ἀποστολή, ἀρραβών, δεξίαμα, δεξίωμα, δόμα, δονάτιβον, δόσις, δωνατίουον, δωρεά, δώρημα, δῶρον, δωροφορία, δώς, δωτίνη, ἕδνον, ἐκεχείριον, ἐκέχειρον, ἐξαλλαγή, προσφορά; Gujarati: ભેટ, બક્ષિશ; Hawaiian: makana; Hebrew: מַתָּנָה‎, שַׁי‎; Hindi: उपहार, देन, बख़्शिश, सौग़ात, भेंट; Hungarian: ajándék; Icelandic: gjöf; Ido: donacajo; Indonesian: hadiah, kado; Ingush: совгӏат; Interlingua: dono; Irish: bronntanas, tabhartas, féirín; Italian: regalo, dono, presente; Japanese: 贈り物, 贈答品, プレゼント, ギフト, 進物, 礼物; Javanese: hadiah; Kannada: ಕೊಡುಗೆ; Kazakh: сый, сыйлық; Khmer: ជំនូន, អំណោយ; Korean: 선물(膳物), 프레젠트, 기프트; Kurdish Central Kurdish: دیاری‎; Northern Kurdish: diyarî, hediye; Kyrgyz: сыйлык, белек; Ladin: bonaman; Lao: ຂວັນ, ຂອງຂວັນ, ຂອງຕ້ອນ, ເຄື່ອງຕ້ອນ, ຂອງຝາກ, ກຳນັນ; Latgalian: duovona; Latin: donum, munus, xenium; Latvian: dāvana; Lezgi: багъиш; Ligurian: regalu, cadò; Lithuanian: dovana; Luxembourgish: Geschenk, Cadeau, Kaddo, Don, Spend; Macedonian: подарок, дар; Malay: hadiah; Malayalam: സമ്മാനം; Maltese: rigal; Manx: gioot, tortys, nastey; Maore Comorian: zawadi; Maori: koha, kōpare, perehana; Marathi: भेटवस्तू; Marsian: dunom; Mongolian Cyrillic: бэлэг; Ngazidja Comorian: ɓambu, hiɗaya; Norman: persent, présent; Norwegian Bokmål: gave, presang; Nynorsk: gåve, presang; Occitan: present, don; Old English: ġiefu; Old Norse: gipt, gáfa, gjǫf; Old Swedish: gava; Oriya: ଦାନ; Ossetian: лӕвар; Pashto: ارمغان‎, بخشش‎, تارتوک‎, تحفه‎, هديه‎, پېشکش‎; Persian: هدیه‎, پیشکش‎, کادو‎; Plautdietsch: Gow, Jeschenkj; Polish: prezent, dar, podarunek, podarek; Portuguese: presente, prenda; Punjabi: ਉਪਹਾਰ, ਤੋਹਫ਼ਾ; Romanian: cadou, dar; Romansch: regal; Russian: подарок, дар, презент, гостинец; Sanskrit: मघ, उपहार, दान, दुवस्; Scottish Gaelic: tiodhlac; Serbo-Croatian Cyrillic: по̀клон, да̑р; Roman: pòklon, dȃr; Sicilian: rigalu, rijalu, prisenti; Sinhalese: තෑග්ග; Slovak: dar, darček; Slovene: darilo; Sotho: mpho; Spanish: regalo, obsequio; Swahili: zawadi, kipawa; Swedish: present, gåva, skänk; Tagalog: regalo, bigay, pasalubong; Tajik: ҳадя, тӯҳфа, пешкаш, бахшиш; Tamil: பரிசு; Tatar: бүләк; Telugu: కానుక, బహుమతి; Thai: ของขวัญ, ของกำนัล, ของฝาก, กำนัล; Tibetan: རྔན་པ, ལག་རྟགས; Tocharian B: āyor; Tswana: mpho; Turkish: hediye, armağan; Turkmen: peşeş, zehin, sylag; Udmurt: кузьым; Ugaritic: 𐎎𐎉𐎃, 𐎜𐎌𐎐; Ukrainian: подарунок, дарунок, дар, ралець, презент, гостинець; Urdu: تُحْفَہ‎, سَوْغات‎, ہَدِیَہ‎, بَخْشِش‎, عَطِیَّہ‎; Uyghur: سوۋغات‎, سوۋغا‎, تارتۇق‎, ھەدىيىلىك‎; Uzbek: sovg'a, tuhfa; Vestinian: duno; Vietnamese: quà, quà tặng, quà biếu; Volapük: legivot; Walloon: bistoke, cado, prezint; Welsh: anrheg; West Frisian: jefte; Wolof: yóobal; Xhosa: isipho; Yakut: бэлэх; Yiddish: גאָב‎, מתּנה‎, געשאַנק‎; Yoruba: ẹ̀bùn; Yup'ik: cikirun; Zazaki: hediye, peskes; Zulu: isipho, isiphiwo, umkhungo