πλήν

From LSJ
Revision as of 11:49, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλήν Medium diacritics: πλήν Low diacritics: πλην Capitals: ΠΛΗΝ
Transliteration A: plḗn Transliteration B: plēn Transliteration C: plin Beta Code: plh/n

English (LSJ)

Dor. and Aeol. πλάν SIG56.3(Argos, vB.C.), 421.7(Thermum, iii B. C.), IG9(1).333.4 (Locr., v B. C.), Berl.Sitzb.1927.158 (Cyrene), Schwyzer633.16, 19 (Eresus, ii/i B. C.):
A Prep. with genitive, except, save, πάντων Φαιήκων πλήν γ' αὐτοῦ Λαοδάμαντος Od.8.207; τίς ἔτλη… π. Ἡρακλῆος; Hes.Sc.74, cf. A.Pr.914, IG12.6.108, etc.: with γε, S. El.909, etc.; ὑπεγγύους π. θανάτου liable to any punishment short of death, Hdt.5.71; ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν π. θανάτου save in respect of death, Th.4.54; σκυλεύειν τοὺς τελευτήσαντας π. ὅπλων of anything save their arms, Pl.R. 469c; διαρπάσαι… ἐπέτρεψε πλὴν ἀνδραπόδων to carry off all plunder save slaves, X.An.2.4.27.
2 later, besides, in addition to, LXX De.18.8, 29.1.
B Conj.:
I with single words and phrases, esp. when a neg. precedes, οὐκ ἆρ' Ἀχαιοῖς ἄνδρες εἰσὶ π. ὅδε; S.Aj.1238; οὐκ οἶδα π. ἕν Id.OC1161, E.El.752; οὐ κάτοιδα π. ἐπὶ σμικρὸν φράσαι S.El.414, cf. Amphis 13: after a question implying a neg., τί σοι πέπρακται π.τεύχειν κακά; A.Eu.125, cf. S.Ant.646: after πᾶς, etc., τὸ δ' ἄρσεν αἰνῶ πάντα π. γάμου τυχεῖν A.Eu.737; παντὶ δῆλον π. ἐμοί Pl.R. 529a, cf. S.Ph. 299, Isoc.12.19, etc.; νικᾶν… πανταχοῦ… ἔφυν π. εἰς σέ S.Ph.1053 (πᾶς is sometimes omitted, θνῄσκουσι [πάντες] π. εἷς τις Id.OT118; ἀλλ' ἔστι [πᾶσι] πλὴν σοί ib.370): freq. with ἄλλος (much like ), τί οὖν μ' ἄνωγας ἄλλο π. ψευδῆ λέγειν; Id.Ph.100, cf. Aj.125, Ant.236, Ar.Pl.106, X. An.1.2.1, Pl.Prt. 334b, etc.: after a Comp., ταῦτ' ἐστὶ κρείσσω π. ὑπ' Ἀργείοις πεσεῖν E.Heracl.231, cf. Pl.Min.318e, etc.; πάντα μᾶλλον π. αὐτὸς ἅψασθαι D.21.179: after a Sup., τὸ μέγιστον εἴργται π. αἱ τάξεις τοῦ φόρου X.Ath.3.5.
II freq. joined with other Particles:
1 π. εἰ, π. ἐάν, ὅταν,
a followed by a Verb, π. εἴ τις κωμῳδοποιὸς τυγχάνει ὤν Pl.Ap.18d, cf. Tht.177d, D.3.18, 10.39, etc.; π. ὅταν A.Pr.260, S.El.293, etc.; π. εἰ ἄρα μή Str.7.3.8; π. ἐὰν μὴ ἐξέλθῃ Arist.HA554b2.
b with Verb omitted, οὐδεὶς οἶδεν... π. εἴ τις ἄρ' ὄρνις Ar.Av.601, cf.X.HG4.2.21, etc.; π. εἰ μή, after a neg., οὐδὲν προσδεησόμεθα, π. εἰ μὴ πάρεργόν τι Pl.Plt. 286d (v.l.); οὐδὲν ἂν πάθοι... π. εἰ μή που κατὰ συμβεβηκός Arist.GC323b26; οὐ δεῖ… τοῦτο… κινεῖσθαι, π. εἰ μὴ κατὰ σ. Id.de An.406b8, cf. APr.43a39, Thphr. CP 1.10.6, D.H.4.74.—The pleon. phrase π. εἰ μή is censured by Luc.Sol.7.
2 πλὴν ἤ (where adds nothing to the sense; πλὴν εἰ is a common v.l.), οὐκ ἄλλῳ π. ἢ Προδίκῳ Ar.Nu.361, cf. 734; οὐδὲν κάκιον... πλὴν ἄρ' ἢ γυναῖκες Id.Th.532, cf. Hdt.2.111, Pl.Ap.42a (v.l. π. εἰ); also οὐ τὸν ἄνθρωπον ὑγιάζει π. ἀλλ' ἢ… Arist.Metaph.981a18 (v.l.).
3 π. οὐ only not, πάντες προσδέχονται, π. οὐχ οἱ τύραννοι X.Hier.1.18 (v.l. ap.Ath.4.144d), cf. Lac.15.6, D.18.45, 56.23, Berl.Sitzb.l.c.
4 π. ὅτι except that... save that... καίτοι τί διαφέρουσιν ἡμῶν ἐκεῖνοι, π. ὅτι ψηφίσματ' οὐ γράφουσιν; Ar.Nu. 1429; π. ἢ ὅτι Hdt.4.189; πλήν γε ὅτι, πλήν γε δὴ ὅτι, Pl.Tht.183a, Phd.57b; after ὁμοίως, τὰ αὐτά, Plu.Pel.4, Artem.1.56.
5 π. ὅσον except or save so far as... παρήκουσι παρὰ πᾶσαν [τὴν Λιβύην]... π. ὅσον Ἕλληνες… ἔχουσι Hdt.2.32, cf. D.H.1.23; π. ὅσα Pl.R. 456a; π. καθόσον D.C.72.19; π. καθόσον εἰ Th.6.88 codd.
b without a Verb, πάντων ἐρήμους, π. ὅσον τὸ σὸν μέρος save so far as thou art concerned, S.OT1509; τοὺς πολλοὺς ἀπέκτειναν π. ὅσον ἐκ τριῶν νεῶν οὓς ἐζώγρησαν except only... Th.7.23, cf. Pl.Lg.670a, 856d; ἀληθευτικός, π. ὅσα μὴ δι' εἰρωνείαν Arist.EN1124b30.
III introducing a clause, mostly preceded by οὐδείς, πᾶς, ἄλλος, save that, νῦν δ' οὐδεμία πάρεστιν... π. ἥ γ' ἐμὴ κωμῆτις ἥδ' ἐξέρχεται Ar.Lys.5, cf. S.Tr.41, X.An. 1.8.20, etc.; οὐκ ἀντεξῄεσαν π. ἕως ἀκροβολισμοῦ Plb.1.18.2: without any such word preceding, only, albeit, ἀπέπεμπε κήρυκας ἐς τὴν Ἑλλάδα, π. οὔτε ἐς Ἀθήνας οὔτε ἐς Λακεδαίμονα ἀπέπεμπε Hdt.7.32, cf. S. OC1643, Th.8.70, Pl.Prt. 328e, etc.
2 to break off and pass to another subject, only, however, π. γνώριζε ἄτοπος ὤν PCair.Zen.454.10 (iii B. C.), cf. Plb.1.69.14, 2.17.1, 1 Ep.Cor.11.11, Diog.Oen.8, Plu. Per.34, etc.: in late Prose, π. ἀλλά Id.Pyrrh.5, Luc.Prom.20, DMort.13.3, 20.4, etc.; π. ἀλλά γε Id.Rh.Pr.24.
3 simply for δέ, but, πολλὴν στρατιὰν ἀθροίσας, π. ἄπειρον μάχης Hdn.3.4.1; δυστυχῶν μέν, π. ἀλλ' Ἑλλήνων Hld.6.7. (Cogn. with πλησίος, πελάζω, cf. ἔμπλην.)

German (Pape)

[Seite 634] 1) als praepos. c. gen., eigtl. über, über Etwas hinaus, dah. außer, ausgenommen; Od. 8, 207; Hes. Sc. 74; ἐλεύθερος γὰρ οὔτις ἐστὶ πλὴν Διός, Aesch. Prom. 50, u. öfter; Soph. u. Eur.; u. in Prosa, wie bei Her., oft; πλὴν οὐ, 7, 32; οὐδεμία ἂν εἴη ἄλλη ἀποφυγὴ κακῶν πλἡν τοῦ ὡς βελτίστην γενέσθαι, Plat. Phaed. 107 d; πλὴν τῆς ἑβδόμης, Polit. 303 b, u. öfter; Xen. An. 2, 4, 27 u. Folgde, wie Pol. 3, 54, 4. – 2) Adv., außerdem, überdies; Her. oft u. bei den Attikern häufig; πλὴν ἐάν, πλὴν εἰ, außer wenn, außer daß, πλὴν εἴ τις τὸ ὄνομα λέγοι, Plat. Theaet. 177 d; Isocr. 4, 93; οὐδαμῶς πλὴν εἰ, 5, 5; πλὴν εἰ μὴ φήσει, nisi forte dicet, Dem. 24, 67; – πλὴν ἀλλά, jedoch aber, gleichwohl aber, bes. nach Parenthesen, aber; πλὴν ὅσον, außer insofern, Plat. Rep. V, 456 a Legg. II, 670 a; Xen. An. 3, 2, 28; auch πλὴν ὅτι, Ar. Nubb. 1428 u. A.; – πλὴν ἤ, Ar. Nubb. 734; πλὴν ἄρ' ἤ, Thesm. 532; – ἴσως παντὶ δῆλον πλὴν ἐμοί, Plat. Rep. VII, 529 a; ἶσα θεοῖσι πλὴν τὸ κατθανεῖν μόνον, ausgenommen. insofern er sterblich ist, Eur. Hec. 356; πλὴν Ἀπολλωνίδης τις ἦν, außer daß, jedoch es war ein gewisser Ap., Xen. An. 3, 1, 26; πλὴν τοξευθῆναί τις ἐλέγετο, 1, 8, 20; πάντες ἐξέλιπον πλὴν οἱ τὰ καπηλεῖα ἔχοντες, 1, 2, 24; vgl. noch πλὴν σμικρόν τί μοι ἐμποδών, Plat. Prot. 328 e; πλὴν οὔτε, ausgenommen, nur möchte, jedoch nicht, Her. 7, 32; οὐδὲν ἄλλο πλήν, = ἤ, Soph. Ai. 125, u. oft bei Arist.; auch πλήν c. inf., z. B. πλὴν λέγειν, ohne zu sagen.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
I. excepté : οὐκ ἆρ' Ἀχαιοῖς ἄνδρες εἰσὶ πλὴν ὅδε ; SOPH les Grecs n'ont-ils donc pas d'autres guerriers que celui-ci ? αἱ ἀρχαὶ πᾶσαι ἐκ τούτων καθίστανται πλὴν οἱ τῶν παίδων διδάσκαλοι XÉN c'est parmi ceux de cette classe qu'on prend toutes les autorités, sauf les instituteurs des enfants ; joint à des particules;
1 πλὴν εἰ, excepté si, si ce n'est que, à moins que ; πλὴν ἐάν, πλὴν ὅταν, πλὴν εἰ μή, m. sign.
2 πλὴν ἤ, si ce n'est, excepté;
3 πλὴν ὅσον, excepté seulement que ; πλὴν ὅσα, m. sign. ; πλὴν καθόσον εἰ THC m. sign. ; sans verbe excepté, seulement : πλὴν ὅσον τὸ σὸν μέρος SOPH sauf en ce qui te regarde;
4 πλὴν ὅτι, πλὴν ἢ ὅτι HDT excepté que;
5 πλὴν οὐ, si ce n'est, excepté;
6 excepté que, après οὐδείς, πᾶς, ἄλλος, etc. : οἴεσθαι δεῖ πολλά τε καὶ παντοδαπὰ καὶ ἄλλα ποιεῖν αὐτούς, πλὴν ἐμάχετο οὐδείς XÉN il faut croire qu'ils faisaient toutes sortes d'autres choses, sauf que pas un ne combattait, càd seulement pas un ne combattait ; sans οὐδείς, ἄλλος ou πᾶς, etc. : ἀπέπεμπε κήρυκας ἐς τὴν Ἑλλάδα, πλὴν οὔτε ἐς Ἀθήνας οὔτε ἐς Λακεδαίμονα ἀπέπεμπε HDT il envoya des hérauts en Grèce, toutefois (litt. excepté que) il n'en envoya ni à Athènes ni à Lacédémone ; πλὴν ἀλλά, πλὴν ἀλλὰ μή, m. sign.
II. prép. avec le gén. : excepté.
Étymologie: cf. πλέον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλήν Dor. πλᾱ́ν [~ πέλας] vanaf Hom. alg.; ook πλὴν ἤ; vaak voorafgegaan door οὐ of μή + ἄλλος, ἄλλος alleen, πᾶς of een comparativus; behalve, met uitzondering van, afgezien van, op... na prep. met gen. behalve:. πλήν... αὐτοῦ Λαοδάμαντος behalve Laodamas zelf Od. 8.207; τίς δὲ πλὴν θεῶν; wie dan, behalve goden? Aeschl. Ag. 553; Σάρδις πλὴν τῆς ἀκροπόλιος εἷλον zij namen Sardis in, met uitzondering van de burcht Hdt. 1.15; πλὴν ἢ τῆς τῷ οὔρῳ νιψάμενος ἀνέβλεψε behalve haar met wier urine hij zich had gewassen waardoor hij weer was gaan zien Hdt. 2.111.3; Λακεδαιμόνιοι δ’ ἐξῇσαν... καὶ οἱ ἄλλοι Πελοποννήσιοι πλὴν Ἀργείων de Spartanen rukten uit en de andere Peloponnesiërs behalve de Argivers Xen. Hell. 2.2.7; καὶ ὤμοσαν πάντες πλὴν Ἠλείων en zij legden allen de eed af, op de Eliërs na Xen. Hell. 6.5.3. voegwoord behalve gevolgd door naamw. of telw. behalve:. οὐκ... Ἀχαιοῖς ἄνδρες εἰσὶ πλὴν ὅδε; hebben de Grieken dan geen mannen behalve hij hier? Soph. Ai. 1238; τούτῳ μὴ ἔστιν τι ἐναντίον ἄλλο πλὴν τὸ βαρύ; daaraan is toch niets anders tegengesteld behalve het zware? Plat. Prot. 332c; αἱ ἀρχαὶ πᾶσαι ἐκ τούτων καθίστανται πλὴν οἱ τῶν παίδων διδάσκαλοι alle ambten worden daaruit samengesteld, behalve de leraren van de jongens Xen. Cyr. 1.2.13; αἵτινες... εἰσί, οὐκ ἔχω εἰπεῖν πλὴν ἢ τὰ λεγόμενα wie zij zijn, kan ik niet zeggen, behalve wat men ervan zegt Hdt. 2.130.2; οὐκ οἶδα πλὴν ἕν ik weet maar één ding Soph. OC 1161. gevolgd door inf. behalve:. οὐ κάτοιδα πλὴν ἐπὶ σμικρὸν φράσαι ik kan alleen maar in het kort beschrijving geven Soph. El. 414; οὐκ... ᾔστην οὐδὲν πλὴν δάκνειν zij konden niets, behalve bijten Aristoph. Av. 19; πάντα μᾶλλον πλὴν αὐτὸς ἅψασθαι alles eerder dan zelf (mij) aanraken Dem. 21.179. gevolgd door ptc. behalve dat:. πλὴν οὐκ ἐφ’ ἑαυτοὺς ἑκάστων οἰομένων τὸ δεινὸν ἥξειν behalve dat zij ieder meenden dat het gevaar niet hen zou raken Dem. 18.45. gevolgd door εἰ, ἐάν, ὅταν behalve als, behalve wanneer:; οὐκ ἄλλο γ’ οὐδέν, πλὴν ὅταν κείνῳ δοκῇ er is geen enkel ander (einde), behalve wanneer hij ertoe besluit Aeschl. PV 258; πλὴν εἴ τις κωμῳδοποιὸς τυγχάνει ὤν behalve als één van hen toevallig komediedichter is Plat. Ap. 18d; πλὴν ἐάν τινι πατὴρ καὶ πάππος... ὄφλωσι θανάτου δίκην behalve wanneer iemands vader en grootvader de doodstraf hebben gekregen Plat. Lg. 856d; contaminatie van πλὴν εἰ en εἰ μή:; πλὴν εἰ μὴ κἀκείνων τις μεμνῆσθαι ἀξιώσειεν behalve als iemand het de moeite waard vindt ook die lieden te vermelden Luc. 36.9; ook πλὴν εἰ en impliciet werkw.. οὐδεὶς οἶδεν... πλὴν εἴ τις ἄρ’ ὄρνις niemand weet het, behalve eventueel een vogel Aristoph. Av. 601; οὐκ ἀπέθανον αὐτῶν πλὴν εἴ τις... ὑπὸ Τεγεατῶν er sneuvelde niemand van hen, op een enkeling na, door toedoen van de Tegeaten Xen. Hell. 4.2.21. gevolgd door ὅτι behalve dat:. τί διαφέρουσιν ἡμῶν ἐκεῖνοι, πλὴν γ’ ὅτι ψήφισματ’ οὐ γράφουσιν; waarin verschillen zij van ons, behalve dat zij geen besluiten uitvaardigen? Aristoph. Nub. 1429; πλὴν ἢ ὅτι σκυτίνη ἡ ἐσθὴς... ἐστί behalve dan dat de kleding van leer is Hdt. 4.189.1. gevolgd door ὅσον of ὅσα behalve, uitgezonderd:; τοὺς πολλοὺς τῶν ἀνθρώπων ἀπέκτειναν, πλὴν ὅσον ἐκ τριῶν νεῶν οὓς ἐζώγρησαν zij doodden het grootste deel van de mannen, uitgezonderd degenen van drie schepen, die ze gevangennamen Thuc. 7.23.4; ook met redundant μή:. ἀληθευτικὸς, πλὴν ὅσα μὴ δι’ εἰρωνείαν hij is waarheidlievend, behalve wat hij in ironie zegt Aristot. EN 1124b30. gevolgd door een zelfst. zin echter, maar:; ἀπέπεμπε κήρυκας ἐς τὴν Ἑλλάδα, πλὴν οὔτε ἐς Ἀθήνας οὔτε ἐς Λακεδαίμονα ἀπέπεμπε hij zond boden naar Griekenland, maar naar Athene of Sparta stuurde hij er geen Hdt. 7.32; hoewel,...:; οὐδεμία πάρεστιν ἐνταυθοὶ γυνή· πλὴν ἥ γ’ ἐμὴ κωμῆτις ἥδ’ ἐξέρχεται er is geen enkele vrouw hier, hoewel, hier komt net mijn dorpsgenote naar buiten Aristoph. Lys. 5; ὁ υἱὸς μὲν τοῦ ἀνθρώπου... πορεύεται, πλὴν οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ... δι’ οὗ παραδίδοται de Mensenzoon gaat wel heen, maar toch, wee de mens door wie hij wordt overgeleverd NT Luc. 22.22; alleen,...:; παντοδαπὰ ποιεῖν αὐτούς, πλὴν ἐμάχετο οὐδείς dat zij allerlei dingen deden, alleen, vechten deed niemand Xen. Cyr. 4.2.28; overigens,...:. πλὴν οὔτε γυνὴ χωρὶς ἀνδρὸς οὔτε ἀνὴρ χωρὶς γυναικός ἐν κυρίῳ overigens, in hun verbondenheid in de Heer (is) de vrouw niets zonder de man en de man niets zonder de vrouw NT 1 Cor. 11.11.

Russian (Dvoretsky)

πλήν:
I дор. πλάν (ᾱ) adv. (тж. с частицами εἴ, ἤ, ὅσον, ὅτι, ὅσα, οὐ и др.)
1 кроме (как), за исключением, помимо, разве что: τί π. τόλμη; Xen. что, кроме мужества?, что как не мужество?; οὐδὲν ἄλλο π. εἴδωλα Soph. не что иное как призраки; οἴκτισον σφᾶς, πάντων ἐρήμους, π. ὅσον τὸ σὸν μέρος Soph. пожалей их, не имеющих никого, кроме тебя; νῦν δὲ πέπεισμαι π. σμικρόν τί μοι ἐμποδών Plat. теперь-то я убедился (в правоте Протагора); одна вот только мелочь мешает (соглашаться с ним до конца);
2 но, однако, и все же (π. λέγω ὑμῖν NT).
II дор. πλάν (ᾰ) praep. cum gen. кроме, за исключением (πάντες π. Κύρου Xen.): ἐπιτρέψαι τινί περὶ σφῶν αὐτῶν π. θανάτου Thuc. сдаться кому-л. выговорив себе лишь сохранение жизни.

Greek (Liddell-Scott)

πλήν: Δωρ. πλάν: Α. ὡς πρόθεσις μετὰ γεν. (κυρίως ἐκ τοῦ πλέον) ὡς καὶ νῦν, πάντων Φαιήκων πλήν γ’ αὐτοῦ Λαομέδοντος Ὀδ. Θ. 207· τίς ἔτλη... πλὴν Ἡρακλῆος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 74· οὕτω παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ. μετὰ τοῦ γε ἢ ἄνευ τοῦ γε, Αἰσχύλ. Πρ. 914, Σοφ. Ἠλ. 909, κλπ.· ὑπεγγύους πλὴν θανάτου, ὑποκειμένους εἰς πᾶσαν τιμωρίαν πλὴν τῆς θανατικῆς, Ἡρόδ. 5. 71· ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου Θουκ. 4. 54· σκυλεύειν τοὺς τελευτήσαντας πλὴν ὅπλων, παντὸς πράγματος ἐξαιρέσει τῶν ὅπλων των, Πλάτ. Πολ. 469C· διαρπάσαι... ἐπέτρεψε πλὴν ἀνδραπόδων, νὰ διαρπάσωσι τὰ πάντα ἐκτὸς τῶν ἀνδραπόδων, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 27. Β. ὡς Ἐπίρρ.· Ι. μετὰ μεμονωμένων λέξεων καὶ φράσεων, μάλιστα ἡγουμένης ἀρνήσεως, οὐκ ἄρ’ Ἀχαιοῖς ἄνδρες εἰσὶ πλὴν ὅδε Σοφ. Αἴ. 1238· οὐκ οἶδα πλὴν ἓν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1161, πρβλ. Ἠλ. 414, Εὐρ. Ἠλ. 752, κτλ.· οὕτω προηγουμένης ἐρωτήσεως ὑπονοούσης ἄρνησιν, τί σοι πέπρακται πλὴν τεύχειν κακά; Αἰσχύλ. Εὐμ. 125, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 646· ― μετὰ τὸ πᾶς, πάντες, ἕκαστος, καὶ τὰ ὅμοια, τὸ δ’ ἄρσεν αἰνῶ πάντα πλὴν γάμου τυχεῖν Αἰσχύλ. Εὐμ. 737· παντὶ δῆλον πλὴν ἐμοὶ Πλάτ. Πολ. 529Α, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 299, Ἰσοκρ. 237Α, κτλ.· νικᾶν .. πανταχοῦ .. ἔφυν πλὴν εἰς σὲ Σοφ. Φιλ. 1053· (ἀλλὰ τὸ πᾶς ἐνίοτε παραλείπεται, θνήσκουσι [πάντες] πλὴν εἷς τις Σοφ. Ο. Τ. 118· ἀλλ’ ἔστι [πᾶσι] πλὴν σοὶ αὐτόθι 370, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 1. 2, 1)· ― συχνάκις μετὰ τοῦ ἄλλος, ὅτε κεῖται σχεδὸν ὡς τὸ ἤ, quam, τί οὖν μ’ ἄνωγας ἄλλο πλὴν ψευδῆ λέγειν Σοφ. Φιλ. 100, πρβλ. Αἴ. 125, Ἀντ. 236, Ἀριστοφ. Πλ. 106, Πλάτ. Πρωτ. 334Β, κτλ. ― οὕτω καὶ μετὰ συγκριτικόν, ταῦτ’ ἐστὶ κρείσσω, πλὴν ὑπ’ Ἀργείοις πεσεῖν Εὐρ. Ἡρακλ. 231, πρβλ. Πλάτ. Μίν. 318Ε, Δημ. 572. 20, Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1, κτλ.· ― μετὰ ὑπερθετικόν, τὸ μέγιστον εἴρηται πλὴν αἱ τάξεις τοῦ φόρου Ξεν. Ἀθην. 3, 5. ΙΙ. συχνάκις συνάπτεται μετ’ ἄλλων μορίων: 1) πλὴν εἰ, πλὴν ἐάν, Λατ. nisi si, α) ἑπομένου ῥήματος, πλὴν εἴ τις κωμῳδοποιὸς τυγχάνει ὤν Πλάτ. Ἀπολ. 18D, πρβλ. Θεαίτ. 177D, Δημ. 33. 15., 141. 21, κλπ.· οὕτω πλὴν ὅταν Αἰσχύλ. Πρ. 258, Σοφ. Ἠλ. 293, κτλ.· πλὴν εἰ ἄρα μὴ Στράβ. 302· πλὴν ἐὰν μὴ ἐξέλθῃ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 12. β) τὸ ῥῆμα συχνάκις παραλείπεται, ὡς μετὰ τοῦ ὡσεί, ὡσπερεί, οὐδεὶς οἶδεν..., πλὴν εἴ τις ἄρ’ ὄρνις Ἀριστοφ. Ὄρν. 601, πρβλ. Νεφ. 734, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 21, κτλ.· οὕτω, πλὴν εἰ μή, προηγουμένης ἀρνήσεως, οὐδὲν προσδεόμεθα πλὴν εἰ μὴ πάρεργόν τι Πλάτ. Πολιτικ. 286D· οὐδὲν ἂν πάθοι..., πλὴν εἰ μή που κατὰ συμβεβηκὸς Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 7, 5· οὐ δεῖ... τοῦτο... κινεῖσθαι πλὴν εἰ μὴ κατὰ συμ. ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 1. 3, 9, πρβλ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 27, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 6· ― οὕτως, οὐ τὸν ἄνθρωπον ὑγιάζει..., πλὴν ἀλλ’ ἢ κατὰ συμ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 8. ― Τὴν πλεοναστικὴν φράσιν: πλὴν εἰ μὴ ἀποδοκιμάζει ὁ Λουκ. ἐν τῷ Σολοικ. 7. 2) πλὴν ἤ, σχεδὸν ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας καὶ τὸ πλὴν εἰ (ὅπερ ἀπαντᾷ ὡς συνήθης διάφ. γραφ.), οὐκ ἄλλως πλὴν ἢ Προδίκῳ Ἀριστοφ. Νεφ. 361, πρβλ. 733· οὐδὲν κάκιον..., πλὴν ἄρ’ ἢ γυναῖκες ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 532, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 111, Πλάτ. Ἀπολ. ἐν τέλ· 3) πλὴν οὐ, μόνον οὐχί, πάντες προσδέχονται, πλὴν οὐχ οἱ τύραννοι Ξεν. Ἱέρ. 1, 18, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Λακ. 15, 6, Δημ. 241. 4., 1290. 4. 4) πλὴν ὅτι..., καίτοι τί διαφέρουσιν ἡμῶν ἐκεῖνοι, πλὴν ὅτι ψηφίσματα οὐ γράφουσιν Ἀριστοφ. Νεφ. 1429· οὕτω, πλὴν ἢ ὅτι Ἡρόδ. 4. 189· πλήν γε ὅτι, πλήν γε δὴ ὅτι Πλάτ. Θεαίτ. 183A, Φαίδων 57B· ἡγουμένου τοῦ ὁμοίως, τὰ αὐτά, Πλουτ. Πελοπ. 4, Ἀρτεμ. 1. 56. 5) πλὴν ὅσον, ἐκτὸς ὅσον, ἐκτὸς ἐφ’ ὅσον..., παρήκουσι παρὰ πᾶσαν τὴν Λιβύην..., πλὴν ὅσον Ἕλληνες... ἔχουσι Ἡρόδ. 2. 32, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 23· οὕτω, πλὴν ὅσα Πλάτ. Πολ. 456A· πλὴν καθόσον Δίων Κ. 72. 19· πλὴν καθόσον εἰ Θουκ. 6. 88. β) ἄνευ ῥήματος ῥητῶς ἐκπεφρασμένου, πάντων ἐρήμους, πλὴν ὅσον τὸ σὸν μέρος, πλὴν ὅσον ἀποβλέπει εἰς σέ, Σοφ. Ο. Τ. 1509· τοὺς πολλοὺς ἀπέκτεινε, πλὴν ὅσον ἐκ τριῶν νεῶν οὓς ἐζώγρησαν Θουκ. 7. 23, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 670Α, 856D· ἀληθευτικός, πλὴν ὅσα μὴ δι’ εἰρωνείαν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 28. ΙΙΙ. εἰσάγει πρότασιν, σχεδὸν ὡς τὸ πλὴν ὅτι (ἴδε ἀνωτ. Ι. 4), ἧς προηγεῖται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὸ οὐδείς, πᾶς, ἄλλος, νῦν δ’ οὐδεμία πάρεστιν…, πλὴν ἥ γ’ ἐμὴ κωμῆτις ἥδ’ ἐξέρχεται Ἀριστοφ. Λυσ. 5, πρβλ. Σοφ. Τρ. 41, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 20, κτλ.· ― ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ προηγῆται τοιάτη τις λέξις, ἔνθα ἑρμηνεύομεν διὰ τοῦ μόνον, ἂν καί, ἀπέπεμπε κήρυκας ἐς τὴν Ἑλλάδα, πλὴν οὔτε ἐς Ἀθήνας οὔτ’ ἐς Λακεδαίμονα ἔπεμπε Ἡρόδ. 7. 32, πρβλ. Σοφ. Ο. Ε. 1643, Θουκ. 8. 70, Πλάτ. Πρωτ. 328Ε, κελ.· ὡσαύτως, 2) ὡς παρὰ τοῖς Λατ. τὸ caeterum, χρησιμεύει ὅπως διακόψῃ τις τὸν λόγον περί τινος πράγματος καὶ ὁμιλήσῃ περὶ ἑτέρου, πλὰν δύο τὰς λοιπὰς διδυματόκους αἶγας… ἀμέλγω Θεόκρ. 5. 84, Πολύβ. 1. 69, 14., 2. 17, 1, Πλουτ. Περικλ. 34, κτλ. 3) οὕτω παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, πλὴν ἀλλά, Πλουτ. Πύρρ. 5, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 13. 3., 20. 4, κτλ.· πλὴν ἀλλά γε Λουκ. Ρητόρ. διδάσκ. 24· ― ἐνίοτε κεῖται ἁπλῶς ἀντὶ τοῦ δέ, δυστυχῶν μέν, πλὴν ἀλλ’ Ἑλλήνων Ἡλιόδ. 6. 7.

English (Autenrieth)

except, w. gen., Od. 8.207†.

English (Strong)

from πλείων; moreover (besides), i.e. albeit, save that, rather, yet: but (rather), except, nevertheless, notwithstanding, save, than.

English (Thayer)

adverb (from πλέον 'more' (Curtius, § 375; Lob. Path. Element. 1:143; 2:93 (cf. Lightfoot on beyond, besides, further); it stands:
1. adverbially, at the beginning of a sentence, serving either to restrict, or to unfold and expand what has preceded: moreover, besides, so that, according to the requirements of the context, it may also be rendered but, nevertheless; (howbeit; cf. Buttmann, § 146,2): L Tr text WH; R G (see Ellicott)); πλήν ὅτι, except that, save that (examples from classical Greek are given by Passow, under the word, II:1e.; (Liddell and Scott, under the word, B. II:4)): Winer's Grammar, 508 (473); L T Tr WH (R. V. only that)).
2. as a preposition, with the genitive (first so by Homer, Odyssey 8,207; (cf. Winer's Grammar, § 54,6)), besides, except, but: Klotz ad Devar. II:2, p. 724f.

Greek Monolingual

ΝΜΑ και δωρ. τ. πλαν
Ι. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) εκτός από, εξαιρέσει του... (α. «όλοι πλην ενός» β. «οἱ Ἕλληνες... πλὴν Λακεδαιμονίων», Αρρ.)
γ. «ἐλεύθερος γὰρ οὔ τις ἐστὶ πλὴν Διός», Σοφ.)
αρχ.
εκτός αυτού, επί πλέον αυτού
II. νεοελλ. σύμβολο της πράξης της αφαίρεσης (-), μείονεπτά πλην δύο»). III. (ως σύνδ.) (μσν.-αρχ.) παρά μόνο, εκτός από (α. «οὐκ οἶδα πλὴν ἕν», Σοφ.
β. «παντὶ δῆλον πλὴν ἐμοί», Πλάτ.)
αρχ.
1. φρ. α) «πλὴν εἰ» ή «πλὴν ὅταν» — εκτός αν («οὐδεὶς οἶδεν τὸν θησαυρόν τὸν ἐμὸν πλὴν εἴ τις ἄρ' ὄρνις», Αριστοφ.)
β) «πλὴν ἤ» — εκτός από, παρά μόνο («οὐδὲν κάκιον... πλὴν ἄρ' ἤ γυναῑκες», Αριστοφ.)
γ) «πλὴν ἤ ὅτι» — εκτός του ότι, παρά μόνο ότι («τί διαφέρουσιν πλὴν ὅτι ψηφίσματα γράφουσιν», Αριστοφ.)
2. δε, όμως («πολλὴν στρατιάν ἀθροίσας πλὴν ἄπειρον μάχης», Ηρωδιαν.)
3. χρησιμεύει για να διακόψει κανείς το λόγο του και να μιλήσει παρενθετικά για κάτι άλλο («πλὴν οὔτε ἀνὴρ χωρὶς γυναικὸς οὔτε γυνὴ χωρὶς ἀνδρὸς ἐν Κυρίῳ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλήν (όπως και το αντίθετό της δήν) έχει προέλθει από την αιτ. ενός αμάρτυρου ονόματος, το οποίο ανάγεται στη ρίζα πελᾱ-/ πλᾱ- του επιρρ. πέλας «κοντά», με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας, οπότε η αναμενόμενη σημ. του πλήν θα ήταν «κοντά». Ανάλογη εξέλιξη από αρχική σημ. «κοντά, πλησίον» σε σημ. «εκτός από, χωρίς, παρά μόνο» παρατηρείται στην πρόθεση παρά και στο λατ. praeter «κοντά, χωρίς, εκτός»].

Greek Monotonic

πλήν: Δωρ. πλάν = πλέον·
Α. ως πρόθ. με γεν., πιο πολύ από· και ομοίως, εκτός από, πλην, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ὑπεγγύους πλὴν θανάτου, υποκείμενη σε κάθε τιμωρία πλην της θανατικής, σε Ηρόδ.· ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου, με εξαίρεση το θάνατο, σε Θουκ. Β. ως επίρρ.,
I. Με μεμονωμένες λέξεις και φράσεις όταν προηγείται άρνηση, οὐκ οἶδα πλὴν ἕν, σε Σοφ. κ.λπ.· μετά τα πᾶς, πάντες, ἕκαστος, και άλλα παρόμοια, παντὶ δῆλον πλὴν ἐμοί, σε Πλάτ.· το πᾶς μερικές φορές παραλείπεται, θνῄσκουσι (πάντες) πλὴν εἷς τις, σε Σοφ.· μετά το ἄλλος, τί ἄλλο πλὴν ψευδῆ, τί άλλο παρά ψέμματα, στον ίδ.· μετά από συγκρ. όπως το , πιο πολύ, ταῦτ' ἐστὶ κρείσσω, πλὴν ὑπ' Ἀργείοις πεσεῖν, σε Ευρ.
II. 1. συχνά συνάπτεται με άλλα μόρια·
1. πλὴν εἰ, πλὴν ἐάν, Λατ. nisi si, πλὴν εἴ τις κωμωδοποιός τυγχάνει ὤν, σε Πλάτ.· πλὴν ὅταν, σε Αισχύλ. κ.λπ.· το ρήμα συχνά παραλείπεται, όπως μαζί με τα ὡσεί, ὡσπερεί, οὐδεὶς οἶδεν, πλὴν εἴ τις ὄρνις, σε Αριστοφ.
2. πλὴνἤ, περίπου ίδιο το πλὴν εἰ, οὐκ ἄλλως πλὴν ἢ προδίκῳ, στον ίδ.
3. πλὴν οὐ, μόνο εκτός από, ἀπέπεμψε κήρυκας ἐς τὴν Ἑλλάδα, πλὴν οὐ ἐς Ἀθήνας, σε Ηρόδ.· πάντες πλὴν οὐχ οἱ τύραννοι, σε Ξεν.
4. πλὴν ὅτι, εκτός από αυτό..., πλὴν αὐτοῦ καίτοι τί διαφέρουσιν ἡμῶν ἐκεῖνοι, πλὴν ὅτι ψηφίσματ' οὐ γράφουσιν;, σε Αριστοφ.· ομοίως, πλὴν ἢ ὅτι, σε Ηρόδ.
5. πλὴν ὅσον, εκτός ή πλην όσον, στον ίδ.· πλὴν καθόσον εἰ, σε Θουκ.· χωρίς ρήμα, πάντων ἑρήμους, πλὴν ὅσον τὸ σὸν μέρος, εκτός από το μέρος που αφορά εσένα, σε Σοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: Prep. w. gen.
Meaning: except, adv. a. conj. except, aside from, save that, however (θ 207).
Other forms: Dor. Aeol. πλάν.
Origin: IE [Indo-European] [801] *pelh₂- referring to nearness
Etymology: As the opposite δήν (s. v.) a frozen acc. from a noun *πλα-, *πλη- (to πέλας, πλησίον), so prop. in the vicinity (of), near (to); cf. ἔμπλην. Details w. lit. in Schwyzer-Debrunner 542 f. To be rejected Prellwitz Glotta 19, 116.

Middle Liddell

= πλέον
A. as prep. with genitive, more than, and so except, save, Od., Hdt.; ὑπεγγύους πλὴν θανάτου liable to any punishment save, short of, death, Hdt.; ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου save in respect of death, Thuc.
B. as adv.:
I. with single words and phrases, when a negat. precedes, οὐκ οἶδα πλὴν ἕν Soph., etc.:—after πᾶς, πάντες, ἕκαστος, and the like, παντὶ δῆλον πλὴν ἐμοί Plat.; πᾶς is sometimes omitted, θνήσκουσι [πάντες] πλὴν εἷς τις Soph.; after ἄλλος, τί ἄλλο πλὴν ψευδῆ what else but lies, Soph.; after a comp., like ἤ, than, ταῦτ' ἐστὶ κρείσσω, πλὴν ὑπ' Ἀργείοις πεσεῖν Eur.
II. often joined with other Particles:
1. πλὴν εἰ, πλὴν ἐάν, Lat. nisi si, πλὴν εἴ τις κωμῳδοποιὸς τυγχάνει ὤν Plat.; πλὴν ὅταν Aesch., etc.:—the Verb is often omitted, as with ὡσεί, ὡσπερεί, οὐδεὶς οἶδεν, πλὴν εἴ τις ὄρνις Ar.
2. πλὴν ἤ, much like πλὴν εἰ, οὐκ ἄλλως πλὴν ἢ Προδίκῳ Ar.
3. πλὴν οὐ, only not, ἀπέπεμπε κήρυκας ἐς τὴν Ἑλλάδα, πλὴν οὐ ἐς Ἀθήνας Hdt.; πάντες πλὴν οὐχ οἱ τύραννοι Xen.
4. πλὴν ὅτι except that…, save that, καίτοι τί διαφέρουσιν ἡμῶν ἐκεῖνοι, πλὴν ὅτι ψηφίσματ' οὐ γράφουσιν Ar.; so, πλὴν ἢ ὅτι Hdt.
5. πλὴν ὅσον except or save so far as, Hdt.; πλὴν καθόσον εἰ Thuc.: —without a Verb, πάντων ἐρήμους, πλὴν ὅσον τὸ σὸν μέρος save so far as thou art concerned, Soph.

Frisk Etymology German

πλήν: (seit θ 207),
{plḗn}
Forms: dor. äol. πλάν
Grammar: Präp. m. Gen.
Meaning: außer, Adv. u. Konj. außer, außerdern, außer daß, indessen.
Etymology: Wie das Oppositum δήν (s. d.) ein erstarrter Akk. eines Nomens *πλα-, *πλη- (zu πέλας, πλησίον), also eig. ‘in die Nähe (von), nahe (hin)’; vgl. ἔμπλην. Einzelheiten m. Lit. bei Schwyzer-Debrunner 542 f. Abzulehnen Prellwitz Glotta 19, 116.
Page 2,561

Chinese

原文音譯:pl»n 普廉
詞類次數:副詞(31)
原文字根:更多地
字義溯源:再者,然而,只要,只有,惟有,惟,當,雖然這樣,雖然如此,倒要,至於,不論,無論怎樣,無論如何,除了⋯以外,除此以外,倒要,惟獨,除非,但是,但;源自(πολύς)=數量。或質量更多);而 (πολύς)出自(πολύς)*=多)
出現次數:總共(31);太(5);可(1);路(14);約(1);徒(4);林前(1);弗(1);腓(3);啓(1)
譯字彙編
1) 然而(11) 太26:39; 太26:64; 路10:14; 路10:20; 路18:8; 路22:21; 路22:42; 林前11:11; 弗5:33; 腓3:16; 腓4:14;
2) 但(5) 太11:22; 太11:24; 太18:7; 路6:24; 啓2:25;
3) 除了⋯以外(3) 可12:32; 徒8:1; 徒27:22;
4) 只要(2) 路11:41; 路12:31;
5) 惟有(1) 徒15:28;
6) 不論(1) 腓1:18;
7) 只有(1) 約8:10;
8) 惟(1) 徒20:23;
9) 至於(1) 路19:27;
10) 倒要(1) 路6:35;
11) 雖然如此(1) 路10:11;
12) 雖然這樣(1) 路13:33;
13) 但是(1) 路22:22;
14) 當(1) 路23:28

English (Woodhouse)

except

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Αἰτιατ. μιᾶς ὀνομ. πλα-, πού τή βρίσκουν στά: ἔμπλην, πλησίον, πέλας, ἤ συνηρ. μορφή τοῦ πλέον.