κατατείνω
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
A fut. -τενῶ E.IA336: aor. -έτεινα (v. infr.):—stretch, draw tight, κατὰ δ' ἡνία τεῖνεν ὀπίσσω Il.3.261, 311; κ. χαλινούς Hdt.4.72; κ. τὰ ὅπλα draw the cables taut, Id.7.36; τὰ νεῦρα εἰς τὸ ἐξόπισθεν κ. Pl.Ti.84e.
2 stretch for the purpose of setting a bone, Hp.Fract. 15:—also Med., ib.5:—Pass., μῦς κατατεταμένος ib.8.
3 rack, torture, κατατεινόμενος ὑπὸ τῆς βασάνου προσωμολόγησε D.48.18, cf. Ael. Fr.176; κατατείνειν ταῖς κολάσεσι Id.Fr.279: metaph., κ. τὴν ψυχήν Id.Fr.60; κατέτεινέ με διηγούμενος Lib.Decl.33.25; κατατείνεσθαι ὑπὸ ποδάγρας Phylarch.40 J., cf. AP11.128 (Poll.).
4 stretch out or draw in a straight line, κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας, i.e. he marked out the ditches by drawing straight lines, Hdt.1.189; δόλιχον κ. τοῦ λόγου make a very long speech, Pl.Prt. 329b; μακρὸν λόγον, πολλοὺς καὶ μακροὺς ἐλέγχους, Phlp.in APr.262.10, in APo.243.19; φεύγουσι κατατείναντες τὴν κέρκον Arist.HA629b35:—Pass., extend throughout, Id.PA650a29.
5 Pass., to be tightly bound, ὑπὸ δεσμοῦ Plu.Luc.24.
6 stretch on the ground, lay at full length, [ὁ ἐλέφας] τοὺς φοίνικας κ. ἐπὶ τῆς γῆς Arist.HA610a24; κ. τινὰς ἐπὶ τοὔδαφος Plu. Publ.6:—Pass., to be extended over a space, ἐπὶ γῆν Pl.Ti.58e; πρὸς γῆν πᾶν τὸ σῶμα ib.92a; σκέλη ἐπὶ τῇ γῇ -τεταμένα Arist.IA713a19.
7 metaph., strain, exert, κ. τὴν ῥώμην ὅλην Plb.21.34.7 (s. v.l.):—Pass., to be strained, μᾶλλον, ἧττον-τείνεσθαι, Pl.Ti.63c, λόγοι κατατεινόμενοι words of hot contention, E.Hec.130 (anap.); δρόμημα συνεχῶς -τεταμένον Arist.HA629b19; κ. τῷ προσώπῳ strain with the muscles of one's face, Plu.Ant.77; cf. infr. 11.2.
b overwork, τοὺς γεωργούς PTeb. 61b197 (ii B.C.).
II intr., extend or run straight towards, τάφρον -τείνουσαν ἐκ τῶν Ταυρικῶν ὀρέων ἐς τὴν Μαιῆτιν λίμνην Hdt.4.3, cf. 9.15; γῆ κ. πρὸς ἑσπέρην ἐπὶ ποταμὸν Ἀγγίτην it stretches westward up to... Id.7.113, cf. 4.19, X.HG4.4.7: abs., extend, ταύτῃ κ. Hdt.8.31.
b extend downwards, Plu.2.566d.
c metaph., tend, εἴς τι Metrod.Fr.6.
2 strive earnestly, be vehement, E.IA336; ἰσχυρῶς κ. X.An.2.5.30; opp. χαλάω, Pl.R. 329c; κ. ἡ ὀδύνη v.l. for κατακτείνειε in Hp.Fract.43, cf. Gal.6.311: freq. in aor. part. with adverb. sense, with all one's force or might, κατατείνας ἐρῶ Pl.R. 358d, cf. 367b; ὁ λέων τρέχει κ. Arist.HA629b18; ᾠχόμην κ. Luc.Lex.3; ὄρνεις κατατείνασαι ἐκπτήσονται Id.Sat.35.
French (Bailly abrégé)
f. κατατενῶ;
I. tr. 1 tendre fortement : ἡνία ὀπίσσω IL, d'où abs. κατατείνειν PLUT tirer fortement les rênes ; τὰ ὅπλα HDT tendre les câbles;
2 allonger en tendant fortement (un muscle, etc.) ; κ. στρατιήν HDT étendre ou développer une armée ; en mauv. part allonger les membres par la torture, torturer;
3 fig. tendre avec effort : λόγοι κατατεινόμενοι EUR paroles d'adversaires en discussion l'un avec l'autre;
4 étendre sur le sol;
II. intr. 1 s'étendre, se prolonger jusqu'à, avec ἐπί et l'acc. ou εἰς et l'acc.;
2 se tendre, être tendu, p. suite fig. être excité, être violent en parl. de désirs, de passions;
3 faire effort, avec un part. : κατατείνας ἐρῶ PLAT je ferai tous mes efforts pour dire… ; abs. faire effort;
Moy. κατατείνομαι faire effort.
Étymologie: κατά, τείνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-τείνω met acc. spannen, strak aantrekken:; κ. χαλινούς de teugels aantrekken Hdt. 4.72.4; κ. τὰ ὅπλα de kabels spannen Hdt. 7.36.3; κατέτεινε... διώρυχας hij liet in een rechte lijn kanalen aanleggen Hdt. 1.189.3; κ. αὐτοὺς ἐπὶ τοὔδαφος hen languit op de grond leggen Plut. Publ. 6.4; pass.:; αἱ δεσμῷ κατατεινόμεναι (koeien) die strak met een touw worden vastgehouden Plut. Luc. 24.5; seks.:; ὄρρος κατατεινόμενος een stijve pik Aristoph. Lys. 965; geneesk. strekken, om een bot te zetten; Hp. Fract. 15; ook med.; overdr. onder spanning zetten:; τὸν δῆμον het volk strak houden Plut. Per. 15.1; pass.: λόγοι κατατεινόμενοι verhit debat Eur. Hec. 130; κατατεινομένη τῷ προσώπῳ met strak gezicht Plut. Ant. 77.4. uitrekken, uitbreiden:. δόλιχον κατατείνουσι τοῦ λόγου zij houden een heel lang verhaal Plat. Prot. 329b; κατατεινέσθαι ἐπὶ γῆν over de aarde verspreid worden Plat. Tim. 58e. intrans. zich uitstrekken:. γῆ κ. πρὸς ἑσπέρην de streek strekt zich naar het westen uit Hdt. 7.113.2. zich inspannen, aandringen:; οὔτ’ αὖ κατατενῶ λίαν ἐγώ en ik van mijn kant zal niet al te zeer insisteren Eur. IA 336; ἰσχυρῶς κατέτεινε hij drong hevig aan Xen. An. 2.5.30; ptc. aor. uit alle macht:. κατατείνας ἐρῶ ik zal mijn uiterste best doen te zeggen Plat. Resp. 358d; ᾠχόμην ψύττα κατατείνας ik ging er als een haas vandoor Luc. 46.3.
German (Pape)
(τείνω),
1 anspannen, τὰ ὅπλα, die Taue, Her. 7.36; κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας, mit gespannten Seilen bezeichnete er die Gräben, 1.189; Plat. Tim. 63c, 84e; Gegensatz von χαλάω, ohne Objekt scheinbar intr., ἐπειδὰν αἱ ἐπιθυμίαι παύσωνται κατατείνουσαι καὶ χαλάσωσι, wenn die Begierden aufhören heftig zu sein, Rep. I.329c; vgl. Arist. H.A. 9.44 ὁ λέων τρέχει κατατείνας καὶ οὐ πηδᾷ, wo man δρόμον ergänzt, was sonst auch dabei steht; ψύττα κατατείνας Luc. Lexiph. 3; epist. Saturn. 35. – übertragen, δολιχὸν κατατείνειν τοῦ λόγου, eine lange Rede halten, ausführlich sprechen, Plat. Prot. 329a; κατατείνας ἐρῶ τὸν ἄδικον βίον ἐπαινεῖν Rep. II.358d, vgl. 367b; Eur. σπουδαὶ δὲ λόγων κατατεινομένων ἦσαν ἴσαι πως Hec. 129, einander entgegenstrebende Reden; Κλέαρχος ἰσχυρῶς κατέτεινεν Xen. An. 2.5.30; ῥώμην ὅλην εἴς τι, die ganze Kraft anspannen und auf Etwas verwenden, Poll. 22.17.7. – Auch von der Folter, κατατεινόμενος ὑπὸ τῆς βασάνου ὡμολόγησε Dem. 48.18; Sp.; κατατεινόμενος ὑπὸ ποδάγρας, gefoltert, Ath. XII.536e.
2 niederspannen, niederziehen, niederdrücken; Hippocr.; εἰς γῆν Plat. Tim. 58e.
3 intr., sich wohin erstrecken, γῆ κατατείνουσα ἐπὶ Ἀγγίτην Her. 7.113; κατέτεινε τὸ στρατόπεδον ἐς τὴν Πλαταιΐδα γῆν 9.15; Pol. 2.16.4, 3.101.2; Xen. Hell. 4.4.7; so auch pass., αἱ φλέβες κατατείνονται διὰ τοῦ μεσεντερίου Arist. part. an. 2.3.
4 Pass. sich anstrengen, Sp., bes. gegen Etwas, Plut. Ant. 78, Themist.
Russian (Dvoretsky)
κατατείνω:
1 натягивать (ἡνία ὀπίσσω Hom.; τὰ ὅπλα, χαλινούς Her.; τὰ νεῦρα Plat.);
2 растягивать на дыбе, пытать: κατατεινόμενος ὑπὸ τῆς βασάνου Dem. будучи допрошен под пыткой;
3 протягивать, простирать (τὸ στρατόπεδον ἐς τὴν Πλαταιΐδα Her.);
4 вытягивать в длину, выпрямлять (τὴν κέρκον Arst.);
5 растягивать, делать длинным (πρὸς τὴν γῆν τὸ σῶμα κατατείνεσθαι Plut.): δολιχὸν κ. τοῦ λόγου Plat. произносить длинную речь; pass. распространяться, разливаться, растекаться (ἐπὶ γῆν Plat.);
6 повергать, валить (τοὺς φοίνικας ἐπὶ τῆς γῆς Arst.; τινὰ ἐπὶ τοὔδαφος Plut.);
7 стягивать, связывать (δεσμῷ Plut.);
8 протягивать, проводить по прямой линии (διώρυχας Her.);
9 протягиваться, простираться, тянуться (ἐκ τῶν Ταυρικῶν οὐρέων εἰς τὴν Μαιῆτιν λίμνην Her.; διὰ τοῦ μεσεντερίου παράπαν Arst.);
10 вытягиваться (ὁ λέων τρέχει κατατείνας Arst.);
11 напрягать (τὴν ῥώμην ὅλην εἴς τι Polyb.): λόγοι κατατεινόμενοι Eur. речи спорящих, т. е. противоположные мнения; δρόμημα κατατεταμένον Arst. бег во всю прыть; κατατείνεσθαι ταῖς βελτίοσι (sc. κινήσεσιν) Plut. устремиться к лучшему;
12 напрягать все силы: ὁ Κλέαρχος ἰσχυρῶς κατέτεινεν Xen. Клеарх решительно настаивал; λέγω κατατείνας Plat. я решительно утверждаю.
Greek Monolingual
(Α κατατείνω)
1. εκτείνω, τεντώνω κάτι πολύ ή προς τα κάτω
2. ρέπω προς κάτι, κατευθύνομαι, αποκλίνω, έχω τάση να φθάσω κάπου, αποβλέπω
αρχ.
1. σύρω, έλκω κάτι με δύναμη («κατὰ δ' ἡνία τεῖνεν ὁπίσσω», Ομ. Ιλ.)
2. (για εξαρθρωμένα οστά) εκτείνω για ανάταξη
3. βασανίζω, ταλαιπωρώ, καταπονώ
4. (για λόγο) επιμηκύνω
5. ξαπλώνω κάτι καταγής, καταρρίπτω
6. εντείνω, βάζω σε ενέργεια κάτι
7. αναθέτω σε κάποιον κουραστική εργασία
8. εκτείνομαι, φθάνω, εξαπλώνομαι ώς κάποιο σημείο («γῆ κατατείνουσα τὰ μὲν πρὸς ἑσπέρην ἐπὶ ποταμὸν Ἀγγίτην», Ηρόδ.)
9. αγωνίζομαι, προσπαθώ, καταγίνομαι ζωηρά με κάτι
10. (για ορμές, πάθη) είμαι ορμητικός, είμαι σε ένταση
11. (η μτχ. ενεργ. αορ. επιρρμ.) κατατείνας, -ασα, -αν
με όλες τις δυνάμεις, σθεναρώς
12. παθ. κατατείνομαι
α) τεντώνομαι κατευθείαν
β) είμαι δεμένος σφιχτά
γ) εκτείνομαι, είμαι ξαπλωμένος πάνω σε κάποια έκταση.
Greek Monotonic
κατατείνω: μέλ. -τενῶ, αόρ. αʹ -έτεινα, παρακ. -τέτᾰκα·
I. 1. τεντώνω ή σφίγγω σφιχτά, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· κ. τὰ ὅπλα, τεντώνω τα καλώδια, σε Ηρόδ.
2. τεντώνω ώστε να βασανίσω, σε Δημ. κ.λπ.
3. εκτείνω ή σύρω σε ευθεία, σε Ηρόδ.
4. κρατώ σφιχτά τεντωμένο προς τα κάτω, σε Πλούτ.
II. αμτβ., εκτείνομαι· απ' όπου,
1. τεντώνομαι ή εκτείνομαι κατευθείαν προς σε, Λατ. tendere, σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., εκτείνω, σε Ηρόδ.
2. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου, είμαι ορμητικός, αγωνίζομαι με συνέπεια, σε Ευρ., Ξεν· μτχ. αορ. αʹ, με όλη μου τη δύναμη, λέγωκατατείνας, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κατατείνω: μέλλ. -τενῶ: -ἀόρ. -τεινα: πρκμ. -τέτᾰκα. Τεντώνω πολὺ ἢ πρὸς τὰ πρὸς τὰ κάτω, ἀγκύρας καθεῖναι, κατατεῖναι Πολυδ. Α΄, 103· ἕλκω ἰσχυρῶς, κατὰ δ’ ἡνία τεῖνεν ὀπίσσω Ἰλ. Γ. 261, 311· κ. χαλινοὺς Ἡρόδ. 4. 72· (οὕτως ἀπολ., ὁ ἡνίοχος κατατείνας δηλ. τὰς ἡνίας, προσπαθῶν νὰ ἀνακόψῃ τὴν ὁρμὴν τῶν ἵππων, Πλουτ. Ποπλικ. 13), καὶ μεταφρ., τὸν δῆμον δυσχεραίνοντα κατατείνων καὶ προσβιάζων ἐχειροῦτο, ἔνθα ὁ δῆμος παραβάλλεται πρὸς ἵππον ἀγριαίνοντα, ὁ δὲ Περ. ὡς ἡνίοχος κρατεῖ αὐτὸν δυνατὰ διὰ τῶν ἡνίων, Πλουτ. Περ. 15· κ. τὰ ὅπλα, τεντώνω τὰ καλῴδια. Ἡρόδ. 7. 36· τὰ νεῦρα εἰς τὸ ἐξόπισθεν κ. Πλάτ. Τίμ. 84Ε· οὕτως ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. Ἀγμ. 755. 2) ἐκτείνω ὅπως τοποθετήσω ἐξηρθρωμένον ὀστοῦν, αὐτόθι 762· οὕτω μῦς κατατεταμένος αὐτόθι 757. 3) ἐκτείνω, τεντώνω, ὅπως βασανίσω, κατατεινόμενος ὑπὸ τῆς βασάνου προσωμολόγησε Δημ. 1172. 14· ὑπὸ τῶν παθῶν κατατείνεσθαι καί στρεβλοῦσθαι Δίων Χρυσ. 1. 551., πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. στρεβλούμενος· κατατείνεσθαι ἐπὶ κολάσεσι Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ.· ἐπὶ τροχοῦ Βασίλ.·- μεταφορ., κατέτεινέ με διηγούμενος Λιβάν. 4.629· κατατείνεσθαι ὑπὸ ποδάγρας Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 536Ε, πρβλ. Ἀνθ. ΙΙ. 11, 128, κτλ. 4) τεντώνω ἢ σύρω κατ’ εὐθεῖαν, κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας, δηλ. τεντώσας σχοινία ἐσημείωσε τὰς κατασκευαστέας, Ἡρόδ. 1. 189· δολιχὸν κατατ. τοῦ λόγου, κάμνω μακρὸν λόγον, Πλάτ. Πρωτ. 329Α· κατατείνας ἐρῶ, μακρὸν λόγον διεξελεύσομαι, Φώτ.· φεύγουσι κατατείνοντες τὴν κέρκον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9· 44, 7.-Παθ., ἐκτείνομαι κατ’ εὐθεῖαν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 3, 11. 5) κρατῶ σφιγκτὰ ἢ τεντωμένον πρὸς τὰ κάτω, Πλουτ. Λούκουλλ. 24, ἐν τῷ Παθ. 6) ἐκτείνω ἐπὶ τῆς γῆς, ἐξαπλώνω, κρημνίζω, ὁ ἐλέφας κατ. ἐπὶ τῆς γῆς τοὺς φοίνικας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 30· κ. τινὰς ἐπὶ τοὔδαφος Πλουτ. Ποπλικ. 6, ἔνθα προσθέτει τὰς κεφαλὰς αὐτῶν ἀπέκοψαν·- Παθ., ἐκτείνομαι ἐπί τινα ἔκτασιν, εἰς γῆν Πλάτ. Τίμ. 58Ε· πρὸς γῆν αὐτόθι 92Α· ἐπὶ τῇ γῇ Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 15, 8. 7) μεταφ., ἐκτείνω, θέτω εἰς ἐνέργειαν, κ. τὴν ῥώμην ὅλην Πολύβ. 22. 17, 7·- Παθ., τεντώνομαι, λόγοι κατατεινόμενοι, λόγοι θερμῆς ἔριδος, Εὐρ. Ἑκ. 132· ὡσαύτως, κ. τῷ προσώπῳ, τεντώνω τοὺς μῦς τοῦ προσώπου μου, ἀγωνίζομαι μὲ ὅλην τὴν δύναμιν, Πλουτ. Ἀντών. 77· πρβλ. κατωτ. ΙΙ. 2. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκτείνω ἢ ἐντείνω ἐμαυτόν· ἐντεῦθεν, 1) ἐκτείνομαι κατ’ εὐθεῖαν πρὸς…, φθάνω μέχρι…, Λατ. tenedre, ἐκ τῶν Ταυρικῶν οὐρέων ἐς την Μαιῶτιν λίμνην Ἡρόδ. 4. 3, πρβλ. 9. 15· κ. πρὸς ἑσπέρην ἐπὶ ποταμὸν Ἀγγίτην, ἐκτείνεται πρὸς δυσμὰς μέχρι…, ὁ αὐτ. 7. 113, πρβλ. 4, 19, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 7· ἀπολ., ἐκτείνομαι, κεῖμαι ἐκτεταμένος· ταύτῃ κ. Ἡρόδ. 8. 31· ἄχρι τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης κατατείνει Φίλων Β. Μ. 1· καὶ Μέσ., αἱ φλέβες κατατείνονται μέχρι τῆς κοιλίας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 3. 2) ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, προσπαθῶ πάσῃ δυνάμει, εἶμαι ὁρμητικός, Εὐρ. Ι. Α. 336, Πλάτ. Τίμ. 63C· ἰσχυρῶς κατ. Ξεν. Ἀν. 2. 5, 30, ἀντίθετ. τῷ χαλάω, Πλάτ. Πολ. 329C· κ. ἡ ὀδύνη Ἱππ. Ἀγμ. 778· συχνάκις κατὰ μετοχ. ἀορ. μετὰ σημασ. ἐπιρρ., πάσῃ δυνάμει, μεθ’ ὅλης τῆς δυνάμεως, λέγω κατατείνας Πλάτ. Πολ. 358D, πρβλ. 367B· ὁ λέων τρέχει κατατείνας· τὸ δὲ δρόμημα συνεχῶς ὥσπερ κυνός ἐστι κατατεταμένον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 4· ὁ αὐτ. ὀλίγον ἀνωτέρω ἀντὶ τοῦ φεύγει κατατείνας εἶπε φεύγει ταχέως·― ᾤχετο κ. Λουκ. Λεξιφ. 3· ὄρνεις κατατείνασαι ἐκπτήσονται ὁ αὐτ. ἐν Κρον. 35.
Middle Liddell
fut. -τενῶ aor1 -έτεινα perf. -τέτᾰκα
I. to stretch or draw tight, Il., Hdt.; κ. τὰ ὅπλα to draw the cables taut, Hdt.
2. to stretch so as to torture, Dem., etc.
3. to stretch or draw in a straight line, Hdt.
4. to hold tight down, Plut.
II. intr. to stretch oneself: hence,
1. to extend or run straight towards, Lat. tendere, Hdt., Xen.: absol. to extend, Hdt.
2. to strive against, strive earnestly, be vehement, Eur., Xen.: aor1 part., with all one's might, λέγω κατατείνας Plat.