περιφέρω: Difference between revisions

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
(6)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιφέρω:''' μέλ. <i>-[[οίσω]]</i>, αόρ. αʹ και βʹ <i>-ήνεγκα</i>, <i>-ήνεγκον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φέρνω]] κυκλικά, σε Ηρόδ.· [[φέρνω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]] από κάποιον, στον ίδ., Ευρ. — Παθ., με αιτ. τόπου, λέοντος περιενειχθέντος τὸ [[τεῖχος]], μεταφέρεται γύρω από τον τοίχο, σε Ηρόδ.· απόλ. <i>περιφερόμενος</i>, ταλαντευόμενος, αιωρούμενος (σε [[καλάθι]]), σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[οὔτε]] μέμνηται τὸ [[πρᾶγμα]] [[οὔτε]] με περιφέρει οὐδὲν [[εἰδέναι]] τούτων, ο [[νους]] μου δεν με φέρνει [[πίσω]] στη [[γνώση]] αυτών των πραγμάτων, δεν μου ανακαλεί τη [[γνώση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[φέρνω]] [[ολόγυρα]], [[περιστρέφω]] σε [[πλάκα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[περιστρέφω]], <i>τὴν κεφαλήν</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">5.</b> [[μεταφέρω]] [[ολόγυρα]], [[δημοσιεύω]], [[γνωστοποιώ]] — Παθ., περιεφέρετο τὸ [[ῥῆμα]], η [[συζήτηση]] περνούσε από [[στόμα]] σε [[στόμα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">6.</b> [[μεταφέρω]] εδώ κι [[εκεί]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">7.</b> [[φέρνω]] προς, δηλ. προς τη [[δύναμη]] κάποιου, την [[επιρροή]] του, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[επιζώ]], [[αντέχω]], [[υπομένω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για χρονικές περιόδους, σε Ηρόδ.· λέγεται για [[συζήτηση]], περιφέρεσθαι εἰς [[ταὐτό]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[περιπλανώμαι]], σε Ξεν.· είμαι [[ασταθής]], ταλαντευόμενος, σε Πλούτ.
|lsmtext='''περιφέρω:''' μέλ. <i>-[[οίσω]]</i>, αόρ. αʹ και βʹ <i>-ήνεγκα</i>, <i>-ήνεγκον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φέρνω]] κυκλικά, σε Ηρόδ.· [[φέρνω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]] από κάποιον, στον ίδ., Ευρ. — Παθ., με αιτ. τόπου, λέοντος περιενειχθέντος τὸ [[τεῖχος]], μεταφέρεται γύρω από τον τοίχο, σε Ηρόδ.· απόλ. <i>περιφερόμενος</i>, ταλαντευόμενος, αιωρούμενος (σε [[καλάθι]]), σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[οὔτε]] μέμνηται τὸ [[πρᾶγμα]] [[οὔτε]] με περιφέρει οὐδὲν [[εἰδέναι]] τούτων, ο [[νους]] μου δεν με φέρνει [[πίσω]] στη [[γνώση]] αυτών των πραγμάτων, δεν μου ανακαλεί τη [[γνώση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[φέρνω]] [[ολόγυρα]], [[περιστρέφω]] σε [[πλάκα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[περιστρέφω]], <i>τὴν κεφαλήν</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">5.</b> [[μεταφέρω]] [[ολόγυρα]], [[δημοσιεύω]], [[γνωστοποιώ]] — Παθ., περιεφέρετο τὸ [[ῥῆμα]], η [[συζήτηση]] περνούσε από [[στόμα]] σε [[στόμα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">6.</b> [[μεταφέρω]] εδώ κι [[εκεί]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">7.</b> [[φέρνω]] προς, δηλ. προς τη [[δύναμη]] κάποιου, την [[επιρροή]] του, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[επιζώ]], [[αντέχω]], [[υπομένω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για χρονικές περιόδους, σε Ηρόδ.· λέγεται για [[συζήτηση]], περιφέρεσθαι εἰς [[ταὐτό]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[περιπλανώμαι]], σε Ξεν.· είμαι [[ασταθής]], ταλαντευόμενος, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιφέρω:''' (fut. [[περιοίσω]], aor. [[περιήνεγκα]] - ион. [[περιήνεικα]])<br /><b class="num">1)</b> носить кругом, носить повсюду (τι κατὰ τὴν γῆν Her.; τὸν παῖδα ἀγκάλαισιν Eur.): π. τι τὸ [[τεῖχος]] и κατὰ τὸ [[τεῖχος]] Her. обносить что-л. вокруг (городской) стены;<br /><b class="num">2)</b> приносить отовсюду (τοὺς [[κακῶς]] ἔχοντας ἐπὶ τοῖς κραβάττοις NT);<br /><b class="num">3)</b> вращать, поворачивать (τὴν κεφαλήν Plut.): ἐν τῷ [[αὐτῷ]] περιφέρεσθαι [[κύκλῳ]] Plat. вращаться вокруг своей оси; π. τὸν [[πόδα]] Xen. перекидывать ногу (через лошадь при посадке); πίνειν σκύφον περιφερόμενον Arst. пить из круговой чаши; περιφερομένου ἐνιαυτοῦ Her. по истечении года; εἰς τὸ αὐτὸ περιφέρεσθαι Plat. возвращаться все к тому же;<br /><b class="num">4)</b> водить кругом: τὸ [[βλέμμα]] εἰς τοὺς παρόντας π. Plut. обводить глазами присутствующих;<br /><b class="num">5)</b> разносить, передавать, распространять ([[πανταχόσε]] τι Plut.): περιεφέρετο [[τοῦτο]] τὸ [[ῥῆμα]] Plat. это изречение передавалось из уст в уста; ὁ περιφερόμενος [[στίχος]] Polyb. распространенный, т. е. часто цитируемый стих;<br /><b class="num">6)</b> приводить (εἰς ἀπάθειάν τινα Plut.): π. τι εἰς ἑαυτον Plut. подчинять что-л. себе; περιφέρει δέ τίς με καὶ [[μνήμη]] Plat. кое-что мне память и подсказывает; οὐδὲν περιφέρει με [[εἰδέναι]] τούτων Her. ничего из этого мне не вспоминается;<br /><b class="num">7)</b> раскачивать, pass. качаться, Plat. перен. колебаться: περιφερόμενος τῷ μεγέθει τῶν τολμημάτων Plut. заколебавшись при мысли о широте своих замыслов;<br /><b class="num">8)</b> переносить, выдерживать: οὐδεὶς [[πλείω]] χρόνον ἐνόμιζον περιοίσειν αὐτούς Thuc. никто не думал, что они (т. е. афиняне) продержатся дольше.
}}
}}

Revision as of 02:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφέρω Medium diacritics: περιφέρω Low diacritics: περιφέρω Capitals: ΠΕΡΙΦΕΡΩ
Transliteration A: periphérō Transliteration B: peripherō Transliteration C: perifero Beta Code: perife/rw

English (LSJ)

   A carry round, τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾶσαν γῆν Hdt. 4.36; carry about with one, ib.64; παῖδ' ἀγκάλαισι π. E.Or.464, cf. Men.Sam.29; τὴν γαλῆν Ar.Ec.128; ὀκλαδίαν prob. in Id.Eq. 1385 :—Pass., c. acc. loci, περιενειχθέντος τοῦ λέοντος τὸ τεῖχος being carried round the wall, Hdt.1.84 : abs., Σωκράτη . . περιφερόμενον swinging about (in a basket), Pl.Ap.19c; πίνειν . . σκύφον περιφερόμενον Arist.Pol.1324b18.    2 move round, π. τὸν πόδα bring the foot round in mounting a horse, X.Eq.7.2 ; hand round at table, Id.Cyr. 2.2.2, al. (Act.and Pass.); τὸ βλέμμα π. εἰς τοὺς παρόντας Plu.Agis18; π. κλήρους Id.2.737d (Pass.).    3 turn round, τὴν κεφαλήν Id.Marc. 20 :—Med., τὰ σκέλη π. Pl.Smp.190a.    b in Tactics, wheel, τοῦ συντάγματος περιενεχθέντος Ascl.Tact.10.4, cf. Ael.Tact.25.5.    c intr., turn round, ὡς ὁ στεφὼν περιφέρει κύκλῳ GDI5597.8 (Ephesus, iii B.C.).    4 carry round, publish, make known, π. τι πανταχόσε Plu.2.8of:—Pass., τοῦ Πιττακοῦ . . περιεφέρετο τοῦτο τὸ ῥῆμα was passed from mouth to mouth, Pl.Prt.343b, cf. R.402a, 402c, Demod.383c; ὁ περιφερόμενος στίχος Plb.5.9.4, etc.; of a person, περιενεχθῆναι εὐνοίᾳ καὶ θαυμασθῆναι παρὰ τοῖς Ἀθηναίοις Phld.Acad.Ind.p.75 M.    5 carry to and fro, Plu.Caes.37, cf. infr. 111.2.    6 bring round in the end, determine, reduce, subject, περιήνεγκεν εἰς ἑαυτὸν τὰς Ἀθήνας Id.Per.15, cf. Galb.8; τὴν Ἰταλίαν π. ἐς λιμόν App.BC5.143; εἰς συμφορὰς π. Id.Pun.86; εἰς ἀπάθειαν Plu.2.165b, cf. 546c :—Pass., ἐς Ῥωμαίους πάντα περιηνέχθη App.Mith.68; τὸ σπέρμα ἐς θῆλυ περιηνέχθη Hp.Genit.6.    7 carry round or back (in memory), οὔτε μέμνημαι τὸ πρῆγμα οὔτε με περιφέρει οὐδὲν εἰδέναι τούτων nor does any of these things carry me back to the knowledge of it, Hdt.6.86.β'; π. τίς με καὶ μνήμη Pl.La.180e; τοῦ πράγματος ἤδη -φέροντος αὐτὸν τῇ ὑπονοίᾳ Plu.2.522c.    8 turn round, make dizzy, turn mad, ἡ συκοφαντία π. σοφόν LXXEc.7.8(7):—Pass., to be turned giddy, -φερόμενος τῷ μεγέθει τῶν τολμωμένων Plu.Caes.32; ψυχὴ δυνάμει -φερομένη Id.Dio 11; κακοῦ μεγέθει -φερόμενος J.AJ17.5.2.    9 transfer, refer, shift, τὴν ἀπορίαν ἐς τοὺς δικαστάς App.BC1.54.    II intr., survive, endure, hold out, Th.7.28, Thphr.HP9.12.1, J.AJ17.6.1: also c. acc., survive, outlast, ἡμέραν App.BC2.149; τὰς εἰδούς ib.153.    2 come round, recover, ἐκ τῆς νόσου Hsch., Suid.    III Pass., go round, rotate, ἐν τῷ αὐτῷ κύκλῳ Pl.Prm.138c ; πάντα -φερόμενα ὁρᾶν Ath. 4.156c; ἐνιαυτοῦ -φερομένου Hdt.4.72 ; ἐν ἴσῳ χρόνῳ π. Arist.Cael. 290a5; κύκλος τῶν ἀνθρωπηΐων πρηγμάτων -φερόμενος Hdt.1.207 ; of argument, εἰς ταὐτὸ π. ἀεί Pl.Grg.517c, cf. Lg.659d; εἰς τὰ πρότερα Id.R.456b.    2 wander about, X.Cyn.3.5; λόγος . . ἀνοήτως π. ἐν συμποσίῳ Plu.2.716f; to be unstable, ἡ περιφερομένη εἱμαρμένη Id.Aem.27, cf. Galb.6; περιφερόμενοι τύπτουσι at random, Arist.Metaph. 985a14.

German (Pape)

[Seite 598] (s. φέρω), 1) herumtragen; τὸν παῖδα ἀγκάλαισιν περιφέρων, Eur. Or. 464; Her. 4, 36; c. acc. der Sache, um die Etwas herumgetragen wird, περιενειχθέντος τοῦ λέοντος τὸ τεῖχος, Her. 1, 84; – ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρειν τινά, Plat. Rep. X, 600 d; u. pass., ἐν τῷ αὐτῷ περιφέροιτο κύκλῳ, Parm. 138 c, u. öfter, εἰς τὸ αὐτό, auf denselben Punkt wieder zurückkehren, Gorg. 517 e, u. öfter. – Von Speisen, herumtragen, -geben, Xen Cyr. 2, 2, 2 ff; vgl. Luc. Conv. 13; – herumbringen, unter die Leute bringen, bekannt machen, Plat. Prot. 343 b Rep. III, 402 c, wie ὁ περιφερόμενος στίχος Pol. 5, 9, 4 u. a. Sp. – Uebh. Etwas endlich zu einem Ziele bringen, περιήνεγκεν εἰς ἑαυτὸν Ἀθήνας, er brachte Athen endlich unter seine Botmäßigkeit, machte es von sich abhängig, Plut. Pericl. 15, τὴν Ἰταλίαν ἐς λιμὸν περιενεγκεῖν, Italien endlich in Hungersnoth versetzen, Ann. B. C. 5, 143. – Her. 6, 86, 2 verbindet οὔτε μέμνημαι τὸ πρᾶγμα οὔτε με περιφέρει οὐδὲν εἰδέναι τούτων, sc. μνήμη, mein Gedächtniß bringt mich nicht wieder dahin, Etwas davon zu wissen, wie Plat. Lach. 180 e, περιφέρει τίς με καὶ μνήμη ἄρτι τῶνδε λεγόντων, jetzt eben bringt mein Gedächtniß mir wieder in Erinnerung. – Bei Thuc. 7, 28 = bis zu Ende ertragen, aushalten. – 2) intrans., sich wieder erholen, ἐκ τῆς νόσου, VLL. – 3), pass. sich herumbewegen, περιφε ρομένου ἐνιαυτοῦ, wie περιπλομένου, Her. 4, 72; fortgerissen werden, wie παραφέρομαι, Plut. Dio 11, περιφερόμενος τῷ μεγέθει τῶν τολμημάτων, schwindelnd vor der Größe seiner Wagnisse, Caez. 32, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

περιφέρω: μέλλ. περιοίσω˙ ἀόρ. περιήνεγκα, περιήνεγκον. Φέρω ὁλόγυρα, λέγων ὡς τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾶσαν τὴν γῆν Ἡρόδ. 4. 36˙ φέρω μετ’ ἐμαυτοῦ τῇδε κἀκεῖσε, ὁ αὐτ. 4. 64˙ παῖδ’ ἀγκάλαισι π. Εὐρ. Ὀρ. 464˙ τὴν γαλῆν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 128˙ ― Παθ., μετ’ αἰτ. τόπου, λέοντος περιενειχθέντος τὸ τεῖχος, ἐνεχθέντος περὶ τὸ τεῖχος, Ἡρόδ. 1. 84˙ ἀπολ., Σωκράτη… περιφερόμενον, αἰωρούμενον τῇδε κἀκεῖσε (ἐντὸς καλάθου), Πλάτ. Ἀπολ. 19C˙ πίνειν… σκύφον περιφερόμενον Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 11. 2) κινῶ ὁλόγυρα, περιφέρω τὸν πόδα, κινῶ τὸν πόδα περιστροφικῶς ἀναβαίνων τὸν ἵππον, Ξεν. Ἱππ. 7. 2˙ ― φέρω τὸ ἔδεσμα ὁλόγυρα καὶ δίδω εἰς τοὺς συνδαιτημόνας, καὶ ἤρξατο ὁ μάγειρος τὴν πρώτην περίοδον περιφέρων ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 2, 2 καὶ 3. 4˙ οὕτω, π. τὸ βλέμμα εἰς τοὺς παρόντας Πλουτ. Ἆγις 18˙ π. κλήρους, τὴν κύλικα ὁ αὐτ. 2. 737D, κτλ. 3) περιστρέφω, τὴν κεφαλὴν Πλουτ. Μάρκελλ. 20. ― Μέσ., τὰ σκέλη π. Πλάτ. Συμπ. 190Α. 4) φέρω ὁλόγυρα, δημοσιεύω, γνωστὸν ποιῶ, π. τι πανταχόσε Πλούτ. 2. 80F. ― Παθ., τοῦ Πιττακοῦ... περιεφέρετο τοῦτο τὸ ῥῆμα, μετεδίδετο ἀπὸ στόματος εἰς στόμα, Πλάτ. Πρωτ. 343Β, πρβλ. Πολ. 402Α, C, Δημόδοκ. 383C˙ ὁ περιφερόμενος στίχος Πολύβ. 5. 9, 4. κτλ. 5) φέρω τῇδε κἀκεῖσε, Πλουτ. Καῖσ. 37˙ ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2. 6) φέρω ὁλόγυρα (εἰς τὴν ἐξουσίαν μου), ὑποτάσσω, περιήνεγκεν εἰς ἑαυτὸν τὰς Ἀθήνας Πλουτ. Περικλ. 15, πρβλ. Γάλβ. 8, Ἀππ. Μιθρ. 68˙ οὕτω, τὴν Ἰταλίαν εἰς λιμὸν π. Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 143˙ εἰς συμφορὰς π. ὁ αὐτ. ἐν Καρχηδ. 86˙ εἰς ἀπάθειαν Πλούτ. 2. 165C, πρβλ. 546C. 7) φέρω πέριξὀπίσω (κατὰ διάνοιαν), οὔτε μέμνημαι τὸ πρᾶγμα οὔτε με περιφέρει οὐδὲν εἰδέναι τούτων, οὔτε μὲ φέρει ὀπίσω (ὁ νοῦς μου) εἰς τὴν γνῶσιν οὐδενὸς ἐκ τούτων τῶν πραγμάτων, Ἡρόδ. 6. 86, 2˙ π. τίς με καὶ μνήμη Πλάτ. Λάχ. 180Ε˙ τοῦ πράγματος ἤδη περιφέροντος αὐτὸν τῇ ὑπονοίᾳ Πλούτ. 2. 522C. 8) περιστρέφω, κάμνω τινὰ νὰ ἰλιγγιᾷ, τρελλαίνω, εἰς παραφροσύνην ἄγω, ἡ συκοφαντία π. σοφὸν Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ζ΄, 8). ΙΙ. ἀμεταβ., ἀντέχω, ὑπομένω, Θουκ. 7. 28, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 12, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 149, 153, κτλ. 2) ἀναλαμβάνω, ἐκ τῆς νόσου Γραμμ. ΙΙΙ. Παθ., περιέρχομαι, περιστρέφομαι, ἐν τῷ αὐτῷ κύκλῳ Πλάτ. Παρμ. 138C˙ ἡ περιφορὰ π. κύκλῳ εἰς ταὐτὸν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 247D˙ εἰς τὰ πρότερα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 456Β˙ περιφερομένου ἐνιαυτοῦ, ὡς τὸ περιπλομένου καὶ περιτελλομένου, Ἡρόδ. 4. 72, πρβλ. 1. 207˙ ἐν ἴσῳ χρόνῳ π. Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 8, 7˙ ὡσαύτως ἐπὶ λογικῆς συζητήσεως, περιφέρεσθαι εἰς ταὐτὸ Πλάτ. Γοργ. 517C˙ Νόμ. 659C˙ πάντα περιφερόμενα ὁρᾶν Ἀθήν. 156C. 2) περιπλανῶμαι, Ξεν. Κυν. 3. 5˙ λόγος… ἀνοήτως π. ἐν συμποσίῳ Πλούτ. 2. 716Ε˙ ― εἶμαι ἀσταθής, κυμαίνομαι, ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 27, Γάλβ. 6˙ περιφερόμενος τῷ μεγέθει τῶν τολμημάτων, ἰλιγγιῶν πρὸ τοῦ μεγέθους τοῦ τολμήματος, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 32˙ πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Δίωνι 11˙ περιφερόμενοι τύπτουσι, τυχαίως, εἰκῇ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

f. περιοίσω, ao. περιήνεγκα, etc.
1 porter tout autour : τὸ τεῖχος HDT porter autour du mur ; particul. faire circuler, faire passer à la ronde ; Pass. être porté tout autour, circuler, particul. accomplir sa révolution en parl. des astres, du ciel, etc.
2 faire circuler un bruit, un mot ; divulguer, faire connaître ; Pass. se répandre, circuler;
3 amener par un circuit : εἰς ἑαυτὸν τὰς Ἀθήνας PLUT amener Athènes en son pouvoir, soumettre Athènes;
4 ramener par un retour en arrière, reporter vers le passé ; avec un inf. : οὔτε με περιφέρει οὐδὲν εἰδέναι τουτέων HDT il ne me revient pas à l’esprit que je sache rien de ces choses;
5 amener à terme ; abs. tenir bon;
6 porter hors du droit chemin, égarer, acc. ; περιφέρειν εἴς τι PLUT conduire à qch de mauvais.
Étymologie: περί, φέρω.

Spanish

poner, llevar alrededor, pasar alrededor

English (Strong)

from περί and φέρω; to convey around, i.e. transport hither and thither: bear (carry) about.

English (Thayer)

present passive περιφέρομαι; from Herodotus down; to carry round: to bear about everywhere with one, τί, τούς κακῶς ἔχοντας, to be driven (A. V. carried) about: παντί ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας, i. e. in doubt and hesitation to be led away now to this opinion, now to that, περιφερ(editors from Griesbach on have restored παραφερ(.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. μεταφέρω κάτι ολόγυρα, κυκλικά ή προς κάθε κατεύθυνση (α. «περιφέρω δίσκο» β. «περιφέρουν τον Επιτάφιο» γ. «τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾱσαν γῆν οὐδὲν σιτεόμενος», Ηρόδ.)
2. μεταφέρω επάνω μου ή μέσα μου ή μαζί μου (α. «περιφέρω τη δυστυχία μου στους δρόμους» β. «ἡ ψυχή λαβοῡσα σφράγισμα τὰ στίγματα τοῡ Χριστοῡ περιφέρει», Κλήμ.)
3. μέσ. περιφέρομαι
α) εκτελώ περιφορά
β) γυρίζω, τριγυρίζω εδώ κι εκεί
4. φρ. «περιφέρω το βλέμμα» — κοιτάζω ολόγυρα, βλέπω τον έναν μετά τον άλλο
μσν.
φορώ
μσν.-αρχ.
1. στρέφω προς όλες τις κατευθύνσεις («τὴν κεφαλὴν ἐπάρας καὶ περιενεγκών», Πλούτ.)
2. καυχιέμαι («ἐπὶ τῆς γλώσσης αὐτὰ περιφέρων», Ιωάνν. Χρυσ.)
3. αναφέρω, αποδίδω («εἰς αὐτὸν ἐκεῑνο τὸ λόγιον περιφέρεται», Ευσ.)
αρχ.
1. μετακινώ κυκλικά
2. (για λόγο ή συζήτηση) περιστρέφω, επανέρχομαι
3. ανακοινώνω δημόσια, διαδίδω
4. φέρνω κάτι στην εξουσία μου, υποτάσσω («περιήνεγκεν εἰς ἑαυτὸν τὰς Ἀθήνας», Πλούτ.)
5. οδηγώ κάποιον ή κάτι σε μια κατάσταση, τον καταντώ να... («τὴν Ἰταλίαν περιφέρειν εἰς λιμόν», Πλούτ.)
6. περιστρέφω κάποιον, του προκαλώ ίλιγγο («ἡ συκοφαντία περιφέρει σοφὸν καὶ ἀπόλλυσι τὴν καρδίαν τῆς εὐγενείας αὐτοῡ», ΠΔ)
7. υπομένω, αντέχωοὐδείς... ἐνόμιζε... πλείω χρόνον περιοίσειν αὐτούς», Θουκ.)
8. επιζώ («περιφέρειν τὰς εἰδους», Αππ.)
9. μέσ. είμαι ασταθής
10. φρ. «περιφέρω ἐκ τῆς νόσου» — συνέρχομαι, ανακτώ τις δυνάμεις μου ύστερα από αρρώστια.

Greek Monotonic

περιφέρω: μέλ. -οίσω, αόρ. αʹ και βʹ -ήνεγκα, -ήνεγκον·
I. 1. φέρνω κυκλικά, σε Ηρόδ.· φέρνω κάτι ολόγυρα από κάποιον, στον ίδ., Ευρ. — Παθ., με αιτ. τόπου, λέοντος περιενειχθέντος τὸ τεῖχος, μεταφέρεται γύρω από τον τοίχο, σε Ηρόδ.· απόλ. περιφερόμενος, ταλαντευόμενος, αιωρούμενος (σε καλάθι), σε Πλάτ.
2. μεταφ., οὔτε μέμνηται τὸ πρᾶγμα οὔτε με περιφέρει οὐδὲν εἰδέναι τούτων, ο νους μου δεν με φέρνει πίσω στη γνώση αυτών των πραγμάτων, δεν μου ανακαλεί τη γνώση, σε Ηρόδ.
3. φέρνω ολόγυρα, περιστρέφω σε πλάκα, σε Ξεν.
4. περιστρέφω, τὴν κεφαλήν, σε Πλούτ.
5. μεταφέρω ολόγυρα, δημοσιεύω, γνωστοποιώ — Παθ., περιεφέρετο τὸ ῥῆμα, η συζήτηση περνούσε από στόμα σε στόμα, σε Πλάτ.
6. μεταφέρω εδώ κι εκεί, σε Πλούτ.
7. φέρνω προς, δηλ. προς τη δύναμη κάποιου, την επιρροή του, στον ίδ.
II. αμτβ., επιζώ, αντέχω, υπομένω, σε Θουκ.
III. 1. λέγεται για χρονικές περιόδους, σε Ηρόδ.· λέγεται για συζήτηση, περιφέρεσθαι εἰς ταὐτό, σε Πλάτ.
2. περιπλανώμαι, σε Ξεν.· είμαι ασταθής, ταλαντευόμενος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

περιφέρω: (fut. περιοίσω, aor. περιήνεγκα - ион. περιήνεικα)
1) носить кругом, носить повсюду (τι κατὰ τὴν γῆν Her.; τὸν παῖδα ἀγκάλαισιν Eur.): π. τι τὸ τεῖχος и κατὰ τὸ τεῖχος Her. обносить что-л. вокруг (городской) стены;
2) приносить отовсюду (τοὺς κακῶς ἔχοντας ἐπὶ τοῖς κραβάττοις NT);
3) вращать, поворачивать (τὴν κεφαλήν Plut.): ἐν τῷ αὐτῷ περιφέρεσθαι κύκλῳ Plat. вращаться вокруг своей оси; π. τὸν πόδα Xen. перекидывать ногу (через лошадь при посадке); πίνειν σκύφον περιφερόμενον Arst. пить из круговой чаши; περιφερομένου ἐνιαυτοῦ Her. по истечении года; εἰς τὸ αὐτὸ περιφέρεσθαι Plat. возвращаться все к тому же;
4) водить кругом: τὸ βλέμμα εἰς τοὺς παρόντας π. Plut. обводить глазами присутствующих;
5) разносить, передавать, распространять (πανταχόσε τι Plut.): περιεφέρετο τοῦτο τὸ ῥῆμα Plat. это изречение передавалось из уст в уста; ὁ περιφερόμενος στίχος Polyb. распространенный, т. е. часто цитируемый стих;
6) приводить (εἰς ἀπάθειάν τινα Plut.): π. τι εἰς ἑαυτον Plut. подчинять что-л. себе; περιφέρει δέ τίς με καὶ μνήμη Plat. кое-что мне память и подсказывает; οὐδὲν περιφέρει με εἰδέναι τούτων Her. ничего из этого мне не вспоминается;
7) раскачивать, pass. качаться, Plat. перен. колебаться: περιφερόμενος τῷ μεγέθει τῶν τολμημάτων Plut. заколебавшись при мысли о широте своих замыслов;
8) переносить, выдерживать: οὐδεὶς πλείω χρόνον ἐνόμιζον περιοίσειν αὐτούς Thuc. никто не думал, что они (т. е. афиняне) продержатся дольше.