προσλαμβάνω: Difference between revisions
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
m (Text replacement - " ’" to "’") |
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> προσλήψομαι, <i>ao.2</i> προσέλαβον, <i>pf.</i> προσείληφα;<br /><b>I.</b> prendre en outre : [[ὄψον]] XÉN un aliment (avec son pain) ; <i>fig.</i> αἰσχύνην αἰσχίω THC | |btext=<i>f.</i> προσλήψομαι, <i>ao.2</i> προσέλαβον, <i>pf.</i> προσείληφα;<br /><b>I.</b> prendre en outre : [[ὄψον]] XÉN un aliment (avec son pain) ; <i>fig.</i> αἰσχύνην αἰσχίω THC s'attirer une plus grande honte;<br /><b>II.</b> prendre en attirant à soi :<br /><b>1</b> prendre avec soi, emmener avec soi, acc.;<br /><b>2</b> attirer à soi, se concilier, acc. ; <i>avec idée de violence</i> soumettre, conquérir, acc.;<br /><b>3</b> prendre sous sa protection, aider, assister, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσλαμβάνομαι prendre une part de : τινος prendre part à une entreprise, s'y associer ; <i>abs.</i> venir en aide, assister.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λαμβάνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 07:57, 22 August 2022
English (LSJ)
fut. A προσλήψομαι X.An.7.3.13: aor. προσέλᾰβον Id.Mem.3.14.4: pf. προσείληφα Id.An.7.6.32, Ion. προσλελάβηκα Eus.Mynd. 51:—take besides or receive besides or receive in addition, get over and above, ἄρτον προσέλαβε (sc. τῷ ὄψῳ) X.Mem. l.c.; πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα [κακά] A.Pr.323; τὸ ἀναίσχυντον τῇ συμφορᾷ E.IA1145; π. αἰσχύνην Th.5.111; ἐμπειρίαν Id.6.18; ὧν μάλιστα δεόμεθα And.3.23; δόξαν γελοίαν ἡμῖν X.Smp.4.8; ἄλλην εὔκλειαν πρὸς ἐκείνοις Id.An.7.6.32; μισθόν ib.7.3.13; λόγον τῇ ἀληθεῖ δόξῃ Pl.Tht.207c; δωρειάς D.19.147; παιδείαν Id.61.42; παιδεύματα [S.] Fr.1120.4; ἃ μὴ μεμάθηκας προσλάμβανε ταῖς ἐπιστήμαις Isoc.1.18; in tmesi, τοῦτο πρὸς ζητεῖς λαβεῖν Men.Epit.132; καιρούς Pl.Phdr.272a: abs., make gains, D.2.7; make progress, Lib. Or.54.16:—Pass., τὸ προσειλημμένον what has been gained, opp. τὸ ἀπολειπόμενον, Plu.2.77c. 2 take in, add an area to a building site, PCair.Zen.193.6 (iii B.C.):—Math., τὸ ποτιλαμβανόμενον or ποτιλᾱφθὲν χωρίον Archim.Spir.Praef.; προσλαβών, plus, opp. λιπών, minus, Apollon.Perg.Con.3.12. b προσλαβών, multiplied by . ., Archim.Sph.Cyl.2.8.2:—Pass., κοινοῦ προσληφθέντος λόγου if the ratio be multiplied into both, Papp.164.22. c in Music, ὁ προσλαμβανόμενος [τόνος] the added note at the bottom of the scale, Ph.1.111, Plu.2.1028f, etc. 3 c. acc. pers., take to oneself as one's helper or take to oneself as one's partner, κῆδος καινὸν καὶ ξυνασπιστὰς φίλους S.OC378, cf. A. Pr.219, E.Med.885, Hipp.1011; ἱππέας καὶ πελταστάς X.Cyr.1.4.16; πόλεις τὰς μὲν βίᾳ τὰς δ' ἑκούσας Id.HG4.1.1; τινὰς τῶν πολιτῶν D. 15.14; τὸν δῆμον Arist.Pol.1312b17; π. ἀδελφοὺς τοῖς παισί, by a second marriage, X.Lac.1.9: with a second acc., π. τινὰ σύμμαχον Id.An.7.6.27, cf. Lys.26.16:—Med., πόλεις προσλαβέσθαι Plb.1.37.5; μισθοφόρους Plu.Pel.27; π. τινὰ συνεργόν, κοινωνόν, PFay.12.10 (ii B.C.), PAmh.100.4 (ii/iii A.D.); of admitting into the army, π. τὸν . . μου ἀδελφὸν . . εἰς τὴν Δεξειλάου σημέαν UPZ14.21 (ii B.C.); προσλαβέσθαι γνώμην τινός get his vote besides, Plb.3.70.2:—Pass., προσληφθέντες εἰς τὴν κατοικίαν admitted, enrolled, PTeb.61 (a).2, cf.31,al. (ii B.C.). b Med., appropriate neighbouring land, π. τῇ ἑαυτοῦ οἰκίᾳ ψιλοὺς τόπους Sammelb.5954.5 (i A.D.), cf. BGU1060.17 (i B.C.). 4 in Logic, add by apposition, ὅρους Arist.APo.78a14, cf. Id.APr.58b27 (Pass.); assume as minor premiss, Stoic.2.85, Muson. Fr.1p.2H., Procl.in Prm.p.855S.; cf. πρόσληψις. 5 borrow, τι κερμάτιον Men.Her.32; ἡ σελήνη φέγγος ἴδιον οὐκ ἔχει, ἀλλ' ἀπὸ τοῦ ἡλίου προσλαμβάνει Eudox.Ars 11.15. II take hold of, με π. κουφίσας S.Tr.1025 (lyr.); π. τὸν ἀγωγέα βραχύτερον shorten the rein, Stratt.52:—Med., take hold of, c. gen., Ar.Ach.1215 sq., Lys.202; μικρᾶς ῥοπῆς ἔξωθεν δεῖται προσλαβέσθαι Pl.R.556e. 2 fasten, Hp. Art.78, Arist.PA670a14; καταδεῖν καὶ π. v.l. in Thphr.HP6.2.2:—Pass., δεσμοῖς π. Arist.PA654b27, cf. HA497a22; to be enveloped, Ruf.Anat.32. 3 lend a hand, help, X.An.2.3.11 and 12; π. τινί help, assist, IG12.374.54, cf. Ar.Pax 9 (Med.); τῆς ἀποκρίσεως ὑμῖν . . π. help you to find an answer, Pl.Lg.897d; οἱ ποταμοὶ π. τῇ θαλάττῃ cooperate with . ., Str.2.5.17, cf. 11.4.2, 13.1.1:—Med., προσελάβετο τοῦ πάθεος he was partly the author of what befell, cj. for προσεβάλετο in Hdt.8.90:— Pass., π. ὑπό τινος to be aided by . ., Vett.Val.58.16. III προσείληφασιν = have learnt, believe, ὅτι . .f.l. for προσυπ- in Dsc.2.141.
German (Pape)
[Seite 771] (s. λαμβάνω), 1) dazu nehmen, noch dazu nehmen od. bekommen, πρὸς τοῖς παροῦσι δ' ἄλλα προσλαβεῖν θέλεις, Aesch. Prom. 321, vgl. 217; προσλαμβάνει κῆδός τε καινὸν καὶ ξυνασπιστὰς φίλους, Soph. O. C. 379; τὸ ἀναίσχυντον προσλαβεῖν τῇ συμφορᾷ, Eur. I. A. 1145, u. öfter; αἰσχύνην προσλαβεῖν, Thuc. 5, 111; τὸ μὴ προσῆκον, Plat. Tim. 82 a; λόγον προσειληφέναι τῇ ἀληθεῖ δόξῃ, Theaet. 207 c; δόξαν ἑαυτῷ, sich einen Ruf noch dazu erwerben, Xen. Cyr. 4, 5, 24, vgl. Conv. 4, 8; πόλεις τὰς μὲν βίᾳ, τὰς δὲ ἑκούσας προσελάμβανε, Hell. 4, 1, 1; auch im med., für sich dazu nehmen, Plat. Rep. VIII, 556 e; προσλαβέσθαι πόλιν, einnehmen, Pol. 1, 37, 5 (vgl. Dem. τοὺς κρατουμένους τῷ πολέμῳ προσλαβεῖν, 10, 51); γνώμην τινός, 3, 70, 2, die Beistimmung Jemandes erlangen; οὐκ ἐν μικρῷ τι, nicht gering achten, 3, 9, 5. – 2) mit Hand anlegen, mit anfassen, helfen, beistehen; Ar. im med., προσλάβεσθε, Pax 9; διὸ καὶ ἐμὲ τῆς ἀποκρίσεως ὑμῖν δίκαιον τὰ νῦν προσλαμβάνειν, Plat. Legg. X, 697 d; ταῖς ἀρεταῖς, zu den Vorzügen beitragen, Strab. 11, 4, 2, u. oft; ähnlich προσλαμβάνεσθαι πάθεος, mit beitragen zu einem Unglück, Her. 8, 90, wo Bekker προσεβάλετο lies't.
Greek (Liddell-Scott)
προσλαμβάνω: μέλλ. -ήψομαι, ἀόρ. προσέλᾰβον· πρκμ. -λελάβηκα Εὐστ. παρὰ Στοβ. 369. 54. Λαμβάνω προσέτι ἢ ἐπὶ πλέον, ὄψον ἐσθίων ἄρτον προσέλαβε Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 4· πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα [κακὰ] Αἰσχύλ. Πρ. 321· τὸ ἀναίσχυντον τῇ συμφορᾷ Εὐρ. Ι. Α. 1145· πρ. αἰσχύνην Θουκ. 5. 111, πρβλ. Ἀνδοκ. 26. 25· δόξαν γελοίαν ἑαυτῷ Ξεν. Συμπ. 4. 8· ἄλλην εὔκλειαν πρὸς ἐκείνοις ὁ αὐτ. ἐν Αν. 7. 6, 32· μισθὸν αὐτόθι 7. 3, 13· λόγον τῇ δόξῃ Πλάτ. Θεαίτ. 207C· δωρεὰς Δημ. 386, ἐν τέλει· παιδείαν ὁ αὐτ. 1413, ἐν τέλ.· πρ. τοὺς καιρούς, ὠφελοῦμαι ἐκ…, Πλάτ. Φαῖδρ. 272Α· τὴν ἑκάστων ἄνοιαν Δημ. 20. 7· ― ἀπολ., προσκτῶμαι, προσλαμβάνειν δὲ δεῖ καθ’ ἡμέραν ἀεί, ἕως ἂν ἐξῇ μανθάνειν βελτίονα Σοφ. Ἀποσπ. 779· ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Μήδ. 988, Θουκ. 6. 18, Πλάτ. Πολ. 556Ε. ― Παθ., προστίθεμαι εἴς τι, συνδέομαι στενῶς, προσάπτομαι, δεσμοῖς Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 9, 6, πρβλ. 3. 7, 9, περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 17· τὸ προσειλημμένον, τὸ κτηθέν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀπολειπόμενον, Πλούτ. 2. 77C· ἀλλ’ ἐν τῇ μουσικῇ, ὁ προσλαμβανόμενος (τόνος), ὁ τόνος ὁ βαρύτερος τῆς ὑπάτης, αὐτόθι, 1028F ἑξ.· ἴδε Chappell Anc. Mus. σελ. 97, 104. 2) μετ’ αἰτιατ. προσ., λαμβάνω μετ’ ἐμοῦ, λαμβάνω ὡς βοηθὸν ἢ ἑταῖρον, κῆδος καινὸν καὶ ξυνασπιστὰς φίλους Σοφ. Ο. Κ. 378, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 217, Εὐρ. Μήδ. 885, Ἱππ. 1011· πρ. ἱππέας καὶ πελταστὰς Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16· πόλεις τὰς μὲν βίᾳ τὰς δ’ ἐκούσας Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 1· πρ. τινὰς τῶν πολιτῶν Δημ. 194. 13· τὸν δῆμον Ἀ:ριστ. Πολ. 5. 10, 32· πρ. ἀδελφοὺς τοῖς παισί, ἐκ δευτέρου γάμου, Ξεν. Λακ. 1. 9· ― μετὰ δευτέρας αἰτ., πρ. τινὰ σύμμαχον ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 6, 27, πρβλ. Λυσί. 176. 42· ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσλαβέσθαι πόλιν Πολύβ. 1. 37, 5· μισθοφόρους Πλουτ. Πελοπ. 27· προσλαβέσθαι γνώμην τινὸς Πολύβ. 3. 70, 2. 3) ἐν τῇ λογικῇ, παραδέχομαι προσέτι, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 12, 9 ― Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ, Προτ. 2. 6, 3, 7. 3. ΙΙ. ὡς τὸ συλλαμβάνω, «πιάνω», τινα, Σοφ. Τρ. 1024· στερεώνω, σφίγγω, καταδεῖν καὶ προσλαμβάνειν (ἔνθα νῦν περιλαμβάνειν) Θεοφρ. περὶ τὰ Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 2, πρβλ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, ἐν τέλει· προσλαβὼν τὸν ἀγωγέα βραχύτερον, «τὸν τοῦ ἵππου ἱμάντα, ᾧ ἐφέλκεται καὶ ἐπάγεται» Α. Β. 22, 21, ποιήσας αὐτὸν βραχύτερον, Στράττις ἐν Χρυσίππῳ» 1· μεταφορ., διὸ δὴ καὶ ἐμὲ τῆς ἀποκρίσεως ὑμῖν δίκαιον τὰ νῦν προσλαμβάνειν, νά με βοηθῄσητε πρὸς εὕρεσιν ἀποκρίσεως, Πλάτ. Νόμ. 897D· ― Μέσ., πιάνω, κρατῶ τινα ἔκ τινος μέρους, μετὰ γεν., λάβεσθε τοῦ σκέλους· παπαῖ, προσλάβεσθ’ ὦ φίλοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 1215 κἑξ., Λυσ. 202, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 556Ε. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ὁμοίως, πρ. τινος, λαμβάνω μέρος εἴς τι ἔργον, εἶμαι συνεργός, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 11 καὶ 12· προσελάβετο τοῦ πάθεος, ἦτο ἐν μέρει συναίτιος τοῦ παθήματος, Ἡρόδ. 8. 90 (Βεκκῆρ. προσεβάλετο)· πρ. τινι, βοηθῶ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 9.
French (Bailly abrégé)
f. προσλήψομαι, ao.2 προσέλαβον, pf. προσείληφα;
I. prendre en outre : ὄψον XÉN un aliment (avec son pain) ; fig. αἰσχύνην αἰσχίω THC s'attirer une plus grande honte;
II. prendre en attirant à soi :
1 prendre avec soi, emmener avec soi, acc.;
2 attirer à soi, se concilier, acc. ; avec idée de violence soumettre, conquérir, acc.;
3 prendre sous sa protection, aider, assister, acc.;
Moy. προσλαμβάνομαι prendre une part de : τινος prendre part à une entreprise, s'y associer ; abs. venir en aide, assister.
Étymologie: πρός, λαμβάνω.
English (Strong)
from πρός and λαμβάνω; to take to oneself, i.e. use (food), lead (aside), admit (to friendship or hospitality): receive, take (unto).
English (Thayer)
2nd aorist infinitive προσλαβεῖν ( see below); middle, present προσλαμβάνομαι; 2nd aorist προσελαβομην; from Aeschylus and Herodotus down; to take to, take in addition (cf. πρός, IV:2); in the N. T. found only in the middle, to take to oneself (cf. Buttmann, § 135,4): τινα (cf. Buttmann, 160f (140));
a. to take as one's companion (A. V. take one unto one): Revelation 18b. to take by the hand in order to lead aside (A. V. (simply) take): A. V.) receive into one's home, with the collateral idea of kindness: R G, to receive, i. e. grant one access to one's heart; to take into friendship and contact: προσλάβεσθαι (to have received) those whom, formerly estranged from them, they have reunited to themselves by the blessings of the gospel, Clement of Rome, 1 Corinthians 49,6 [ET],(cf. to take to oneself, to take: μηδέν (A. V. hating taken nothing) i. e. no food, τροφῆς (a portion of (A. V. (not R. V.) 'some')) food, cf. Buttmann, 160f (140), G L T Tr WH have restored μεταλαβεῖν (so R. V. (`to take some food')) for προσλαβεῖν).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και προσλαβαίνω Ν
1. λαμβάνω επί πλέον, παίρνω, αποκτώ κάτι ακόμη
2. (σχετικά με πρόσ.) παίρνω κάποιον στην υπηρεσία μου ή παίρνω κάποιον ως βοηθό μου ή ως συνεργάτη (α. «τον προσέλαβα ως γραμματέα μου» β. «μισθοφόρους τινὰς αὐτόθεν προσλαβόμενος», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. περιβάλλομαι με μορφή, ιδίως εξωτερική, παίρνω μια άλλη ιδιότητα (α. «η πόλη προσέλαβε όψη πανηγυρική» β. «το χόρτο, όταν ξεραίνεται, προσλαμβάνει κίτρινο χρώμα»)
2. φρ. «προσλαμβάνουσες παραστάσεις»
(ψυχολ.) παραστάσεις που υπάρχουν ήδη στη συνείδηση και συντελούν στην πρόσληψη και αφομοίωση ανάλογων νέων παραστάσεων
μσν.
παίρνω κάτι από κάποιον άλλο («ἡ σελήνη φέγγος ἴδιον οὐκ ἔχει, ἀλλ' ἀπὸ τοῦ ἡλίου προσλαμβάνει», Εύδοξ.)
μσν.-αρχ.
1. αποδέχομαι, παραδέχομαι
2. (σε συζήτηση) υποθέτω
αρχ.
1. αποκτώ και άλλες γνώσεις, μαθαίνω («ἃ δὲ μὴ μεμάθηκας προσλάμβανε ταῖς ἐπιστήμαις», Ισοκρ.)
2. παίρνω με το μέρος μου, προσεταιρίζομαι κάποιον («ὅπως καταλύσωσι τὸν δῆμον, προσλαβόντας τινὰς τῶν πολιτῶν», Δημοσθ.)
3. (λογ.) α) κάνω μια επί πλέον παραδοχή («προσλαμβάνειν ὅρους», Αριστοτ.)
β) δέχομαι την ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού
4. δανείζομαι
5. κρατώ, πιάνω κάτι
6. στερεώνω, σφίγγω
7. συμμετέχω και εγώ σε μια πράξη, γίνομαι συνεργός, βοηθώ
8. (μέσ. και παθ.) προσλαμβάνομαι
α) έρχομαι σε στενή επαφή με κάτι, δέχομαι την επίδραση
β) συγκρατούμαι από κάτι
γ) είμαι καλυμμένος από κάτι
δ) γίνομαι δεκτός κάπου.
Greek Monotonic
προσλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, αόρ. βʹ -έλᾰβον·
I. 1. λαμβάνω ή παίρνω επιπλέον, αποκτώ ακόμη περισσότερο, πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα (κακὰ) προσλαμβάνω, σε Αισχύλ.· προσλαμβάνω αἰσχύνην, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., Ευρ. κ.λπ.
2. με αιτ. προσ., παίρνω μαζί μου, λαμβάνω ως βοηθό ή σύντροφο, σε Τραγ., Ξεν. κ.λπ.· με διπλή αιτ., προσλαμβάνω τινὰ σύμμαχον, σε Ξεν.· επίσης στη Μέσ., σε Πολύβ. κ.λπ.
II. όπως το συλλαμβάνω, πιάνω κάποιον, τινά, σε Σοφ. — Μέσ., προσλαμβάνω τινός, λαμβάνω μέρος σε μια δουλειά, είμαι συνεργός, σε Ξεν.· προσελάβετο τοῦ πάθεος, ήταν εν μέρει συναίτιος του παθήματος, σε Ηρόδ.· προσλαμβάνω τινί, βοηθώ, επικουρώ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
προσλαμβάνω: (fut. προσλήψομαι, aor. 2 προσέλαβον, pf. προσείληφα) тж. med.
1) сверх того или дополнительно брать, прибавлять, присоединять: ἄρτον π. Xen. брать хлеб (к какому-л. блюду), т. е. есть с хлебом; πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα (sc. κακὰ) προσλαβεῖν Aesch. прибавить к (уже) существующим бедствиям (еще) другие; πρὸς ἐκείνοις ἄλλην εὔκλειαν π. Xen. присоединить к этому новую славу; π. καιροὺς τοῦ πότε λεκτέον καὶ ἐπισχετέον Plat. уметь вовремя говорить и (вовремя) воздерживаться; προσλήψεσθαι τὴν ἐμπειρίαν Thuc. накопить опыт; προσλαβεῖν τινι σύμμαχόν τινα Xen. сделать кого-л. чьим-л. союзником; κἀκεῖνο βουλώμεθα προσλαβεῖν (ὅτι) Plut. мы хотели бы еще присовокупить (что); προσειλημμένος λεπτοῖς δεσμοῖς Arst. (о мышцах) присоединенный тонкими связками; προσλαβεῖν τῷ πίνακι τὸν σπόγγον Plut. швырнуть в картину губку (губкой); τὰ προσλαμβανόμενα лог. Arst. меньшая посылка;
2) укреплять, усиливать, увеличивать (ῥώμην καὶ φιλοτιμίαν Plut.): ἰσχὺν τῆς πίστεως προσλαμβανούσης Plut. с усилением доверия;
3) брать с собой (ἱππέας καὶ πελταστάς Xen.);
4) (о пище) принимать, вкушать (μηδέν NT);
5) сверх того приобретать, получать: π. γνώμην τινός Polyb. получать чье-л. согласие; π. δόξαν ἑαυτῷ Xen. стяжать себе славу;
6) склонять на свою сторону (τινὰς τῶν πολιτῶν Dem.; τὸν δῆμον Arst.);
7) принимать у себя, приглашать к себе (τινὰ διὰ τὸν ὑετὸν καὶ διὰ τὸ ψῦχος NT);
8) совместно приниматься, принимать участие, оказывать содействие: προσλάβεσθε Arph. помогите (мне); τῆς ἀποκρίσεώς τινι π. Plat. помочь кому-л. в ответе; προσελάβετο - v.l. προσεβάλετο - τούτου τοῦ Φοινικηΐου πάθεος Her. он был сопричастен к этому несчастью финикиян.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-λαμβάνω bij... nemen, bij... krijgen:; πρὸς τοῖς παροῦσι δ’ ἄλλα προσλαβεῖν θέλεις; wil je naast de bestaande ellende er nog andere bij krijgen? Aeschl. PV 321; erbij nemen, erbij krijgen:; αἰσχύνην... προσλαβεῖν ook nog schande over je heen krijgen Thuc. 5.111.3; ἄρτον προσέλαβε hij nam er brood bij Xen. Mem. 3.14.4; spec. als partner nemen, erbij winnen:; Σεύθην σύμμαχον... προσέλαβον ik wist Seuthes als bondgenoot te winnen Xen. An. 7.6.27; πόλεις δὲ τὰς μὲν βίᾳ, τὰς δ’ ἑκούσας προσελάμβανε sommige steden won hij door geweld, andere door vrijwillige overgave Xen. Hell. 4.1.1; med. bij zich nemen, bij zich krijgen:. σῶμα νοσῶδες μικρᾶς ῥοπῆς ἔξωθεν δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν een zwak lichaam behoeft slechts een klein zetje van buitenaf erbij te krijgen om ziek te worden Plat. Resp. 556e; προσλαβόμενος αὐτὸν ὁ Πέτρος ἤρξατο ἐπιτιμᾶν Petrus nam hem terzijde en begon hem terecht te wijzen NT Mt. 16.22.1; τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε neem wie zwak is in zijn geloof op in uw kring NT Rom. 14.1. vastgrijpen:; τᾷδέ με πρόσλαβε κουφίσας grijp mij hier vast en verlicht mijn pijn Soph. Tr. 1025; geneesk. vastzetten, fixeren:. προσλαβεῖν τὸ στῆθος πρὸς τὸν στῦλον πλατεῖ τινί fixeer de borstkas stevig met een brede band tegen de staander Hp. Art. 78. met iem. mede iets aanpakken, iem. bij iets (mee)helpen, met dat. en gen.:; ἐμὲ τῆς ἀποκρίσεως ὑμῖν δίκαιον τὰ νῦν προσλαμβάνειν het is goed dat ik jullie nu help bij de beantwoording Plat. Lg. 897d; ook med. abs.. προσλάβεσθε πρὸς θεῶν bij de goden, help (me) toch Aristoph. Pax 9.
Middle Liddell
fut. -λήψομαι aor2 -έλᾰβον
I. to take or receive besides, get over and above, πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα [κακὰ] πρ. Aesch.; πρ. αἰσχύνην Thuc., etc.:—so in Mid., Eur., etc.
2. c. acc. pers. to take to oneself, take as one's helper or partner, Trag., Xen., etc.:—acc., πρ. τινὰ σύμμαχον Xen.:—also in Mid., Polyb., etc.
II. like συλλαμβάνω, to take hold of, τινά Soph.:—Mid. to take hold of, τινος Ar.
2. in Mid., πρ. τινος to take part in a work, be accessory to it, Xen.; προσελάβετο τοῦ πάθεος he was partly the author of the calamity, Hdt.; πρ. τινι to help, assist, Ar.
Chinese
原文音譯:proslamb£nw 普羅士-藍巴挪
詞類次數:動詞(14)
原文字根:向著-取得 相當於: (יָאַל)
字義溯源:接受,拿取,取食,取用,用了,拉著,接待,接近,歡迎,接來,接納,收納,招聚,分享,喫;由(πρός)=向著)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成;而 (πρός)出自(πρό)*=前)。參讀 (αἱρέομαι)同義字
出現次數:總共(14);太(1);可(1);徒(6);羅(4);門(2)
譯字彙編:
1) 拉著(2) 太16:22; 可8:32;
2) 接納(1) 羅15:7;
3) 請接納他(1) 門1:12;
4) 就收納(1) 門1:17;
5) 你們要⋯接納(1) 羅15:7;
6) 他們就接⋯來(1) 徒18:26;
7) 已經收納(1) 羅14:3;
8) 你們要接納(1) 羅14:1;
9) 招聚了(1) 徒17:5;
10) 取食(1) 徒27:33;
11) 取用(1) 徒27:34;
12) 用了(1) 徒27:36;
13) 接待(1) 徒28:2