πρόσειμι: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :") |
m (Text replacement - "τῇ" to "τῇ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span><i>inf.</i> προσεῖναι, <i>impf.</i> προσῆν, <i>f.</i> προσέσομαι;<br /><b>1</b> [[être le long]] <i>ou</i> auprès de ; être attaché à, joint à, τινι ; | |btext=<span class="bld">1</span><i>inf.</i> προσεῖναι, <i>impf.</i> προσῆν, <i>f.</i> προσέσομαι;<br /><b>1</b> [[être le long]] <i>ou</i> auprès de ; être attaché à, joint à, τινι ; τῇ βίᾳ πρόσεισιν ἔχρθαι XÉN à la violence sont attachées des haines;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> [[être attaché à qqn]], [[être la propriété de qqn]].<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[εἰμί]].<br /><span class="bld">2</span><i>impér.</i> πρόσιθι, <i>inf.</i> προσιέναι, <i>impf.</i> προσῄειν, <i>f.</i> [[πρόσειμι]];<br /><b>I.</b> ([[πρός]], vers) aller vers, s'approcher, s'avancer : τινί, s'approcher de qqn ; <i>avec</i> [[εἰς]] <i>ou</i> [[πρός]] et l'acc. ; <i>poét. avec l'acc. seul</i> : [[δῶμα]] ESCHL s'avancer vers une maison ; πρὸς βουλὴν ἢ δῆμον XÉN ; <i>ou</i> avec le dat. : [[τῷ]] δήμῳ XÉN se présenter au sénat, devant le peuple ; πρὸς τὴν πολιτείαν ESCHN, τῇ πολιτείᾳ PLUT prendre part au gouvernement des affaires ; <i>avec un suj. de chose</i> se présenter (à l'esprit), entrer (dans l'âme), <i>etc. ; en parl. du temps, etc.</i> approcher, s'avancer ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> [[s'avancer contre]] : πόλει, [[πρός]] τινα, [[ἐπί]] τινα contre une ville, contre qqn;<br /><b>2</b> approcher, fréquenter un maître, τινι;<br /><b>II.</b> ([[πρός]], en outre) venir en outre ; être un produit, un revenu.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[εἶμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 09:52, 10 December 2022
English (LSJ)
εἰμί A sum), to be added to, τινι Hdt.2.99, 7.173, etc.; ἐὰν . . θερμότης τῷ δίψει προσῇ Pl.R.437e; to be attached to, belong to, IG12.290; ἀνδρὶ χρεὼν μνήμην προσεῖναι S.Aj.521; δέος αἰσχύνη θ' ὁμοῦ, δύσνοια ἢ λύπη π. τινί, ib.1079, El.654; οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ π. E.Ph.529, cf. lsoc.12.115; δυσβουλία τῇ πόλει π. Ar.Nu.588; τῇ βίᾳ π. ἔχθραι καὶ κίνδυνοι X.Mem.1.2.10; καὶ τὰ προσόντα καὶ τὰ μὴ περὶ ἑκάστου λέγοντες proclaiming each man's virtues, whether he had them or not, Pl.Mx.234c; τὰ προσόνθ' ἑαυτῷ one's own attributes, D.18.276, cf. Prooem.46: c. inf., πρόσεστι γυναιξὶ . . τίκτειν Pl.Tht. 150a. 2 abs., to be present, at hand as well, τὰ δ' αὖτε χέρσῳ . . προσῆν πλέον στύγος A.Ag.558; ὡς ἂ ἀγνοία προσῇ S.Ph.129; γνώμη γὰρ εἴ τις κἀπ' ἐμοῦ . . π. Id.Ant.720; τοῦ λόγου δ' οὐ χρὴ φθόνον π. Id.Tr. 251; τύχη μόνον προσείη Ar.Av.1315(lyr.); π. ἡ ὕβρις καὶ ἔθ' ἡ . . αἰσχύνη D.1.27; οὐδ' ὁτιοῦν ἄλλο προσῆν there was nothing else in the world, Id.21.176; ταῦτα προσέσται this too will be ours, X.HG3.1.28; τὰς τρισχιλίας καὶ τὸ προσόν and the surplus, D.36.15. 3 to be adjacent, εἰ πὸς τᾷ οἰκίᾳ μὴ πόεστι (i.e. πόσεστι = πρόσεστι) κᾶπος SIG306.12 (Tegea, iv B.C.); τῆς προσούσης αὐλῆς PStrassb.87.12 (ii B.C.).
πρόσειμι (εἶμι A ibo), inf. -ιέναι, used in Att. as fut. of προσέρχομαι, and προσῄειν as impf.:—go to or towards, approach, abs. in Hom. and Hes. in dat. and acc. of part., χάρη δ' ἄρα οἱ προσιόντι Il.5.682; ὡς εἶδον ζωὸν . . προσιόντα 7.308; πρόσιθι E.Or.149 (lyr.); σχολαίτερον προσιόντας Th.4.47 codd.; approach a person, Id.1.130, cf. And.1.122; of an enemy, βραδέως προσῇσαν X.An.1.8.11, etc.; of an adversary at law, πρόσεισιν ἐκδικάσων BGU361 iii 11 (ii A.D.), cf. POxy.1101.15 (iv A.D.): c. dat. pers., approach one, Hdt.1.62, etc.; apply to a person for help, PStrassb.57.6 (ii A.D.), etc.; π. Σωκράτει visit him as teacher, X.Mem.1.2.47; π. γυναικί go in to a woman, Id.Smp.4.38 (so abs., Ocell.4.1): c. acc. loci, δῶμα, δόμους, A.Eu.242, E.Cyc. 40: with Preps. governing acc., εἰς . . S.El.437, X.HG7.5.15, etc.; πρὸς τὰς πύλας, πρὸς τὴν Λάχεσιν, Hdt.8.52, Pl.R.620d, etc. 2 in hostile sense, attack, καὶ φιλέοντα φιλεϊν καὶ τῷ προσιόντι προσεῖναι Hes.Op.353 (cf. Sch.Od.1.406, Apollon.Lex. s.v. εἶναι), cf. X.Cyr.2.4.12; τῇ πόλει Id.An.7.6.24 (dub.); πρὸς τοὺς βαρβάρους Hdt.9.100; ἐπὶ τὸ στράτευμα X.Cyr.7.1.24. 3 come over to the side of, in war, ἧσσόν τις ἐμοὶ πρόσεισι Th.4.85, cf. 1.39. 4 come forward to speak, π. τῷ δήμῳ X.Mem.3.7.1; π. τῇ βουλῇ, τοῖς ἐφόροις, come before . ., D.19.17, Plb.4.34.5; π. πρὸς βουλὴν ἢ δῆμον X.Ath.3.3; πρὸς τὰς ἀρχάς Th.1.90; πρὸς τὰ κοινά Aeschin.1.165; πρὸς τὴν πολιτείαν π. Id.3.217 (but π. πολιτείᾳ Plu.2.1033f): abs., come forward to speak, περὶ τῶν γεγενημένων And 1.111. 5 of things, to be added, σάρκες ἐκ τῆς τροφῆς π. ταῖς σαρξί Arist.GA723a11, cf. GC322a26, al.; τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει χειρὸς οὐ πληρουμένῳ A.Ag.817. II of time, come on, be at hand, ἐπεὰν προσίῃ (v.l. προσῇ) ἡ ὥρη κυΐσκεσθαι τὰς ἵππους Hdt.4.30, cf. 2.41; ἑσπέρα προσήει X.Cyr.3.2.25; προσιόντος τοῦ θερμοῦ on the approach of heat, Pl.Phd.103d; π. [τῶν ἀνέμων] X.Mem.4.3.14. III come in, of revenue, φόροι, ἑπτακόσια τάλαντα π., Hdt.3.89,91, cf. Th.2.13, X.Vect.4.1; τῶν τε ὄντων χρημάτων καὶ τῶν προσιόντων τοῖς θεοῖς IG12.91.26; τὸν φόρον ἡμῖν ἀπὸ τῶν πόλεων . . προσιόντα Ar.V.657; τὰ προσιόντα χρήματα the public revenue, Id.Ec. 712, Lys.30.19; τὰ προσιόντα alone, Ar.V.664; τὰ π. τῇ πόλει Lys. 21.13.
German (Pape)
[Seite 757] (s. εἰμί), daran, dabei sein, τινί; τῷ προσιόντι προσεῖναι, dem Angreifenden Stand halten, entgegentreten, Hes. O. 355; gew. nicht feindlich, τί δ' αὖτε χέρσῳ καὶ προσῆν, Aesch. Ag. 544; τοῦ λόγου δ' οὐ χρὴ φθόνον προσεῖναι, Soph. Trach. 250; ἀνδρί τοι χρεὼν μνήμ ην προσεῖναι, Ai. 517 u. öfter, wie Eur. τῷ καλῷ λύπη πρόσεστιν, Hec. 383; οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ πρόσεστιν, Phoen. 532; χάρις οὐ πρόσεστι, Heracl. 549; ἐπεὰν προσῇ ἡ ὥρη, wenn die rechte Zeit da ist, Her. 4, 30, vulg. προσίῃ; Plat. ὅσα ἄλλα ἐμοὶ πρόσεστι, Phaedr. 227 d, u. öfter; auch = Einem zukommen, εἰ γὰρ προσῆν, Theaet. 150 b; Hipp. mai. 294 d; ὧν οὐδὲν ἐμοὶ προσὸν ἀπέδειξεν, Antiph. 5, 9. (s. εἶμι), hinzugehen, herankommen, Hom. u. Folgde; absolut, πρόσιθ' ἀτρέμας, Eur. Or. 149; εἰς εὐνήν, Soph. El. 429; τινί, hingehen zu Einem, πρόσεισί σοι, Ar. Ach. 813 u. öfter; auch c. acc., πρόσειμι δῶμα καὶ βρέτας τὸ σόν, Aesch. Eum. 233; ὅτε Βακχίῳ Ἀλθαίας δόμους προσῇτε, Eur. Cycl. 40; u. in Prosa: ὅταν αὐτῷ προσίῃ τὸ ἐναντίον, Plat. Phaed. 102 e; προσιέναι πρὸς τὴν Λάχεσιν, Rep. X, 620 d, wie Prot. 316 b; προσιτέον ἐγγυτέρω, Theaet. 179 c; προσῇμεν τῇ βουλῇ, Dem. 19, 17; τοῖς ἐφόροις, Pol. 4, 34, 5; πρὸς τὸ δέλεαρ, 25, 21, 7. Auch γυναικί, Xen. Conv. 4, 38, mit einem Weibe Gemeinschaft pflegen, u. Sp.; – τὰ προσιόντα χρήματα, Ar. Eccl. 712, u. τὰ προσιόντα allein, die Einkünfte, Vesp. 664; φόρος προσῄει, Andoc. 3, 9; προσιόντων ἑξακοσίων ταλάντων φόρου, Thuc. 2, 13.
French (Bailly abrégé)
1inf. προσεῖναι, impf. προσῆν, f. προσέσομαι;
1 être le long ou auprès de ; être attaché à, joint à, τινι ; τῇ βίᾳ πρόσεισιν ἔχρθαι XÉN à la violence sont attachées des haines;
2 particul. être attaché à qqn, être la propriété de qqn.
Étymologie: πρός, εἰμί.
2impér. πρόσιθι, inf. προσιέναι, impf. προσῄειν, f. πρόσειμι;
I. (πρός, vers) aller vers, s'approcher, s'avancer : τινί, s'approcher de qqn ; avec εἰς ou πρός et l'acc. ; poét. avec l'acc. seul : δῶμα ESCHL s'avancer vers une maison ; πρὸς βουλὴν ἢ δῆμον XÉN ; ou avec le dat. : τῷ δήμῳ XÉN se présenter au sénat, devant le peuple ; πρὸς τὴν πολιτείαν ESCHN, τῇ πολιτείᾳ PLUT prendre part au gouvernement des affaires ; avec un suj. de chose se présenter (à l'esprit), entrer (dans l'âme), etc. ; en parl. du temps, etc. approcher, s'avancer ; particul. :
1 s'avancer contre : πόλει, πρός τινα, ἐπί τινα contre une ville, contre qqn;
2 approcher, fréquenter un maître, τινι;
II. (πρός, en outre) venir en outre ; être un produit, un revenu.
Étymologie: πρός, εἶμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
1. πρόσειμι [πρός, εἰμί] erbij zijn, er ook zijn:. οὔδ᾿ ὅτιοῦν ἄλλο προσῆν er was helemaal geen andere reden bij Dem. 21.176; καὶ ταῦτα προσέσται dat zal ook extra zijn Xen. Hell. 3.1.28. behoren bij, met dat.:; τῇ βίᾳ πρόσεισιν ἔχθραι καὶ κίνδυνοι vijandschap en gevaar zijn verbonden met geweld Xen. Mem. 1.2.10; οὐ γὰρ πρόσεστι γυναιξὶ ἐνίοτε μὲν εἴδωλα τίκτειν, ἔστι δὲ ἀληθινά het is geen eigenschap van vrouwen nu eens drogbeelden, dan weer echte kinderen te baren Plat. Tht. 150a; ptc. subst.. τὰ προσόνθ᾿ ἑαυτῷ zijn eigen eigenschappen Dem. 18.276.
πρόσειμι [πρός, εἶμι] in Att. ind. praes. met bet. van fut.; voor aor. en perf. zie προσέρχομαι naar... gaan, naderen; abs..; πρόσιθ’ ἀτρέμας kom rustig naderbij Eur. Or. 149; βραδέως προσῇσαν zij naderden langzaam Xen. An. 1.8.11; met dat..; τῇ θύρᾳ προσίοντα naar de deur gaand Men. Dysc. 248; van zaken; τῷ δ’ ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει bij de schaal ertegenover voegde zich enkel hoop Aeschl. Ag. 817; van tijd. ἑσπέρα προσῇει de avond naderde Xen. Cyr. 3.2.25. optrekken tegen, aanvallen; met prep. bep.. τοὺς πολεμίους προσιόντας ἐφ’ ἡμᾶς dat de vijanden tegen ons optrokken Xen. Cyr. 2.4.12. benaderen, zich aansluiten bij; met dat..; ἧσσόν τις ἐμοὶ πρόσεισι men zal zich niet zo snel bij mij aansluiten Thuc. 4.85.6; seks. met prep. bep.. ὅστις πρὸς ἐμὲ πρόσεισιν ἐστυκώς wie mij met een stijve benadert Aristoph. Lys. 214. (regelmatig) bezoeken, met dat.: Σωκράτει μὲν οὐκέτι προσῄεσαν zij bezochten Socrates niet meer Xen. Mem. 1.2.47. naar voren komen (om te spreken); met dat..; τῷ δήμῳ voor de volksvergadering verschijnen Xen. Mem. 3.7.1; met prep. bep..; πρὸς τὰς ἀρχάς voor de magistraten Thuc. 1.90.5; abs.. προσῄει ὁ βασιλεὺς περὶ τῶν γεγενημένων de basileus trad naar voren om de gebeurtenissen te bespreken And. 1.111. binnenkomen (van inkomsten):; προσιόντων μὲν ἑξακοσίων ταλάντων omdat er zeshonderd talenten binnenkwamen Thuc. 2.13.3; ptc. subst. τὰ προσιόντα inkomsten:. ἡ δεκάτη τῶν προσιόντων het tiende deel van de inkomsten Aristoph. Ve. 664.
Russian (Dvoretsky)
πρόσειμι:
I εἰμί (inf. προσεῖναι, impf. προσῆν, fut. προσέσομαι)
1 быть прибавленным, добавляться: προσέσται (τοῖς λόγοις) τι καὶ τῆς ἐμῆς ὄφιος Her. к рассказам (египетских жрецов) присоединится и кое-что из моих собственных наблюдений;
2 быть сопряженным, быть свойственным, относиться: οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ πρόσεστιν Eur. не одни лишь невзгоды сопряжены со старостью; τῇ βίᾳ πρόσεισιν ἔχθραι Xen. с насилием связана ненависть;
3 быть в наличии, присутствовать, существовать: γνώμη εἴ τις κἀπ᾽ ἐμοῦ πρόσεστι Soph. если есть и во мне хоть капля разума; ὡς ἂν ἀγνοία προσῇ Soph. чтобы остаться неузнанным; τύχη μόνον προσείη Arph. пусть только счастье (нам) сопутствует; τῷ προσιόντι (от προσιέναι) προσεῖναι Hes. быть в готовности перед нападающим; ὃ προσὸν ἢ μὴ προσὸν μηδὲν ποιεῖ ἐπίδηλον Arst. то, присутствие или отсутствие чего не замечается;
4 быть собственностью, принадлежать: ἢν δέ τι προσεργασώμεθα, καὶ ταῦτα προσέσται Xen. если же мы еще кое-что заработаем, и это будет наше; τὰ προσόντα τινί Dem. чья-л. собственность;
5 быть в излишке: τὸ προσόν Dem. излишек, остаток.
II εἶμι (inf. προσιέναι, impf. προσῄειν, fut. πρόσειμι, imper. πρόσιθι)
1 подходить, подступать, приближаться (σιγῇ Xen.; δῶμα Aesch. и δόμους Eur.): πρόσιθι Eur. подойди; π. τινί, εἴς и πρός τινα Her., Trag., Plat. подходить, приходить, приближаться или обращаться к кому-л.; τὸ π. καὶ ἀπιέναι Arst. приход и уход;
2 выступать с речью (π. πρὸς δῆμον или π. τῷ δήμῳ Xen.);
3 (о времени), приближаться, наступать, (ἐπεὰν προσίῃ ὁ τεταγμένος χρόνος Her.): ἐπεὶ δὲ ἑσπέρα προσῄει Xen. когда наступил вечер;
4 наступать, нападать (τῇ πόλει, πρός и ἐπί τινα Xen.);
5 приступать, принимать участие: π. πρὸς τὴν πολιτείαν Aeschin. и π. τῇ πολιτείᾳ Plut. принимать участие в государственных делах;
6 присоединяться, примыкать (τινί Thuc.);
7 (о доходах) поступать: τὰ προσιόντα (χρήματα) Arph. поступления, доходы; προσιόντων ἑξακοσίων ταλάντων ἄνευ τῇς ἄλλης προσόδου Thuc. так как (ежегодно) поступало шестьсот талантов, не считая других доходов.
English (Slater)
πρόσειμι come towards ταρβεῖ προσιόντα νιν (= πόλεμον) fr. 110.
Greek Monolingual
(I)
ΜΑ εἶμί
(ως μέλλ. του προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι
αρχ.
1. πορεύομαι, προχωρώ
2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.)
3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι προσῆσαν», Ξεν.)
4. πλησιάζω με ερωτική διάθεση («αἷς ἂν προσέλθω ὑπερασπάζονταί με διὰ τὸ μηδένα ἄλλον αὐταῖς ἐθέλειν προσιέναι», Ξεν.)
5. προσέρχομαι σε κάποιον ως βοηθός
6. (με εχθρ. σημ.) επιτίθεμαι, προσβάλλω (α. «ἀκούει τοὺς πολεμίους προσιόντας ἡμῖν», Ξεν.
β. «προσῄεσαν τρεῖς φάλαγγες ἐπὶ τὸ... στράτευμα», Ξεν.)
7. τάσσομαι με το μέρος κάποιου σε έναν πόλεμο
8. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι για να μιλήσω («τούτων... παρὰ τὸ ψήφισμα πεπρεσβευκότων, προσῇμεν τῇ βουλῇ», Δημοσθ.)
9. έρχομαι ενώπιον («πρόσειμι πρὸς τὰς ἀρχάς», Θουκ.,)
10. (για πράγμα) προστίθεμαι («τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει χειρὸς οὐ πληρουμένῳ», Αισχύλ.)
II. (για χρόνο) επίκειμαι, επέρχομαι («ἐπεάν... προσίῃ ὁ τεταγμένος χρόνος», Ηρόδ.)
12. (για χρήματα και προσόδους) εισπράττομαι («τὸν φόρον ἡμῖν ἀπὸ τῶν πόλεων συλλήβδην τὸν προσιόντα», Αριστοφ.)
13. συχνάζω ως μέλος ενὸς ακροατηρίου
14. (σχετικά με κλήρωση ή μοιρασιά) πέφτω στο μερίδιο κάποιου
15. αποδέχομαι, συγκατατίθεμαι, συναινώ
16. (το ουδ. μτχ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προσιόντα
οι δημόσιες πρόσοδοι, τα δημόσια έσοδα («οὐδ' ἡ δεκάτη τῶν προσιόντων ἡμῖν ἄρ' ἐγίγνεθ' ὁ μισθός», Αριστοφ.).
(II)
Α εἰμί
1. προστίθεμαι σε κάτι («ἐάν... θερμότης τῷ δίψει προσῇ», Πλάτ.)
2. συνυπάρχω («τῇ... βίᾳ πρόσεισιν ἔχθραι καὶ κίνδυνοι», Ξεν.)
3. ανήκω σε κάποιον, είμαι χαρακτηριστικό του (α. «ὡς ἐὰν πρότερός τις εἴπῃ τὰ προσόνθ' ἑαυτῷ περὶ ἄλλου», Δημοσθ.
β. «πρόσεστι γυναιξίν... εἴδωλα τίκτειν»
Πλάτ.)
4. επίκειμαι, είμαι παρών ή κοντά (α. «τύχη μόνον προσείη», Αριστοφ.
β. «κατεχειροτονήσατε μὲν διὰ ταῦτα, και οὐδ' ὁτιοῦν ἄλλο προσῆν», Δημοσθ.)
5. βρίσκομαι κοντά, παράκειμαι («οἰκίας καὶ τῆς προσούσης αὐλῆς», πάπ.).
Greek Monotonic
πρόσειμι: απαρ. -εῖναι (εἰμί, Λατ. sum),
1. προστίθεμαι, προσκολλώμαι, ανήκω σε, τινι, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
2. απόλ., είμαι εδώ, είμαι πλησίον, είμαι παρών, σε Αισχύλ. κ.λπ.· οὐδὲν ἄλλο προσῆν, δεν υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο, σε Δημ.· τὰ προσόνθ' ἑαυτῷ, η περιουσία κάποιου, στον ίδ.· ταῦτα πρόσεσται, αυτό επίσης θα είναι δικό μας, σε Ξεν.· τὸπροσόν, πλεόνασμα, σε Δημ.
• πρόσειμι: απαρ. -ιέναι (εἶμι, Λατ. ibo), χρησιμ. στην Αττ. ως μέλ. του προσέρχομαι και προσῄειν ως παρατ.
I. 1. πηγαίνω προς ή μπροστά, πλησιάζω κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πρόσειμι Σωκράτει, τον επισκέπτομαι ως δάσκαλο, σε Ξεν.· με αιτ. τόπου, δῶμα, δόμους, σε Αισχύλ., Ευρ.· πρόσειμι εἰς..., πρός..., σε Σοφ. κ.λπ.
2. με εχθρική σημασία, πηγαίνω ή έρχομαι εναντίον, επιτίθεμαι, τῇ πόλει, σε Ξεν.· πρός τινα, σε Ηρόδ.· ἐπί τινα, σε Ξεν.
3. πηγαίνω προς το μέρος κάποιου, λέγεται για τον πόλεμο, σε Θουκ.
4. έρχομαι μπροστά να μιλήσω, πρόσειμι τῷ δήμῳ, σε Ξεν.· τῇ βουλῇ, σε Δημ.· πρὸς τὰς ἀρχάς, σε Θουκ.
5. λέγεται για πράγματα, προστίθεμαι, ἐλπὶς προσῄει, μόνη η ελπίδα έμεινε, σε Αισχύλ. ΙI. λέγεται για χρόνο, προχωρώ, πλησιάζω, ἐπεὰν προσίῃ ἡ ὥρη, σε Ηρόδ.· ἑσπέρα προσῄει, σε Ξεν.
III. έρχομαι σε, εισέρχομαι, λέγεται για έσοδα, σε Ηρόδ., Θουκ.· τὰ προσιόντα, πρόσοδοι, κέρδη, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσειμι: ἀπαρ. -εῖναι, πρβλ. πρόσειμι (εἶμι, ibo) Ι. 2· (εἰμί, sum). Προστίθεμαι εἴς τινα, τινι Ἡρόδ. 2. 99., 7. 173, καὶ Ἀττ.· προσυπάρχω τινί, συνυπάρχω, ἀνήκω, ἀνδρὶ μνήμη πρ. Σοφ. Αἴ. 521· δέος, αἰσχύνη, δύσνοια, λύπη πρ. τινι αὐτόθι 1079, Ἠλ. 654· οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ πρ. Εὐρ. Φοίν. 529, πρβλ. Ἰσοκρ. 256C· δυσβουλίᾳ τῆ πόλει πρ. Ἀριστοφ. Νεφ. 588· τῇ βίᾳ πρ. ἔχθραι καὶ κίνδυνοι Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 12· ἐάν... θερμότης τῷ δίψει προσῇ Πλάτ. Πολ. 437D· ― μετ’ ἀπαρ., πρόσεστι γυναιξί... τίκτειν Πλάτ. Θεαίτ. 150Α. 2) ἀπολ., εἶμαι παρών, εἶμαι ἐκεῖ, εἶμαι πλησίον, προσῆν πλέον στύγος Αἰσχύν. Ἀγ. 558· ὡς ἂν ἀγνοία προσῇ Σοφ. Φιλ. 129· γνώμη γὰρ εἴ τις κἀπ’ ἐμοῦ... πρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 720· τοῦ λόγου δ’ οὐ χρὴ φθόνον πρ. ὁ αὐτ. Τρ. 251· τύχη μόνον προσείη Ἀριστοφ. Ὄρν. 1315· πρ. ἡ ὕβρις καὶ ἔτι ἡ... αἰσχύνη Δημ. 17. 5· οὐδὲν ἄλλο προσῆν ὁ αὐτ. 571. 25· τὰ προσόνθ’ ἑαυτῷ, τὰ ἀνήκοντα εἰς αὐτόν, Δημ. 318. 3, πρβλ. 1453. 25· καὶ ταῦτα προσέσται, καὶ ταῦτα θὰ εἶναι ἡμέτερα, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 28· τὰς τρισχιλίας καὶ τὸ προσόν, καὶ τὸ περίσσευμα, Δημ. 949. 8.
Middle Liddell
1 inf. -εῖναι εἰμί sum]
1. to be added to, be attached to, belong to, τινι Hdt., Soph., etc.
2. absol. to be there, be at hand, be present, Aesch., etc.; οὐδὲν ἄλλο προσῆν there was nothing else in the world, Dem.; τὰ προσόνθ' ἑαυτῷ one's own properties, Dem.; ταῦτα πρόσεσται this too will be ours, Xen.; τὸ προσόν the surplus, Dem.
2 inf. -ιέναι εἶμι ibo] πρόσειμι used in attic as fut. of προσέρχομαι [προσῄειν used in attic as imperf. of προσέρχομαι προσῄειν
I. to go to or towards, approach, absol., Hom., attic:—c. dat. pers. to go to, approach one, Hdt., etc.; πρ. Σωκράτει to visit him as teacher, Xen.:—c. acc. loci, δῶμα, δόμους Aesch., Eur.; πρ. εἰς . ., πρὸς . ., Soph., etc.
2. in hostile sense, to go or come against, attack, τῇ πόλει Xen.; πρός τινα Hdt.; ἐπί τινα Xen.
3. to come over to the side of, in war, Thuc.
4. to come forward to speak, πρ. τῷ δήμῳ Xen.; τῇ βουλῇ Dem.; πρὸς τὰς ἀρχάς Thuc.
5. of things, to be added, ἐλπὶς προσῄει hope alone was left, Aesch.
II. of time, to come on, be at hand, ἐπεὰν προσίῃ ἡ ὥρη Hdt.; ἑσπέρα προσῄει Xen.
III. to come in, of revenue, Hdt., Thuc.; τὰ προσιόντα the revenue, Ar.