προσέρχομαι
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
impf. A -ηρχόμην Th.4.121 (unless fr. προσάρχομαι): fut. -ελεύσομαι Plb.21.14.6 (but the Att. impf. and fut. are commonly προσῄειν, πρόσειμι, q.v.): aor. -ήλυθον, -ῆλθον: pf. -ελήλυθα:—come or go to, c. dat., A.Eu.285, S.OC1104, etc.; π. Σωκράτει visit him as teacher, X.Mem.1.2.47; τινὶ ὥσπερ ἀθλητῇ Th.l.c. (v. προσάρχομαι) ; αἷς ἂν προσέλθω [γυναιξί] X.Smp.4.38: c. dat. loci, δόμοις, ἀκταῖς, A. Eu.474, E.Hel.1539: c. acc. loci, πεσσούς, δῶμα, βωμούς, Id.Med.68, 1205, Alc.171: rarely c. acc. pers., ἐπειδὴ τοὺς πρυτάνεις προσήλθομεν Aristomen.4: with Preps. governing acc., π. πρὸς τὸ ἄγγος Hdt.2.121.β; πρὸς Απολλώνιον PCair.Zen.375.4 (iii B.C.): with Advbs., π. δεῦρο S.Aj.1171, etc.; πέλας π. μου E.Andr.589, cf. S.Tr.1076, etc.; ἐγγύθεν, ὄπισθεν, Pl.Plt.289d, R.327b; ὅπῃ π. χρή ib.493b: abs., approach, draw nigh, Hdt.1.86, etc.; opp. ἀπέρχομαι, ib.199; of pain, pleasure, etc., to be nigh at hand, S.Ph.788, E.Or.859. 2 in hostile sense, attack, π. πρὸς τοὺς ἱππέας X.Cyr.6.2.16. 3 come in, surrender, capitulate, Th.3.59. 4 come forward to speak, π. τῷ δήμῳ D.18.13; πρὸς τὸν δῆμον Aeschin.3.220; πρὸς ὑμᾶς D.22.69, 24.176; πρὸς τοὺς ἱερομνήμονας SIG419.6 (Delph., iii B.C.), cf. 613.24 (ibid., ii B.C.), al.; π. πολιτείᾳ enter political life, Plu.Cat.Mi.12; π. πρὸς τὰ κοινά come forward in public, D.18.257; π. πρὸς τὸ πολιτεύεσθαι, πρὸς τὴν πολιτείαν, Din.1.111 (v.l. εἰς), 2.15; πρὸς τὴν πόλιν D.58.30; π. πρὸς ἓν πρᾶγμα ἴδιον Id.32.32; ὑμῖν (sc. Ἀθηναίοις) Id.25.42; ἐπὶ τοὺς συμμάχους X.HG6.3.3. 5 appear before a tribunal, προσελθὼν εἶπεν BGU587.2 (ii A.D.), cf. PAmh.2.66.43 (ii A.D.); π. τῷ δικαστηρίῳ κατ' αὐτοῦ PSI1.41.18 (iv A.D.); approach an official, π. διὰ βιβλιδίων τῷ λαμπροτάτῳ ἡγεμόνι BGU614.12 (iii A.D.); π. τοῖς θεοῖς in supplication, D.C.56.9. 6 π. τῇ φιλοσοφίᾳ, τοῖς νόμοις, apply oneself to…, Philostr.VA3.18, D.S.1.95; ἐπεὶ προσῆλθον ἀγορασμῷ ἢ καὶ ὑποθήκῃ κλήρου κατοικικοῦ BGU650.6 (i A.D.); ἐξ οὗ χρόνου προσῆλθεν ἕκαστος τῇ μισθώσει ib.1047 iv 6 (ii A.D.); π. τῇ τούτου κληρονομίᾳ enter upon his inheritance, POxy.76.22 (ii A.D.), cf. 907.5 (iii A.D.), etc.; have recourse to, τοῖς ἀνασκευαστικωτέροις Sor.2.50. 7 of things, to be added, Arist.GC321b27, GA723a13. II come in, of revenue, Hdt.7.144, Lys.30.20, X.Mem.3.6.12. III have sexual intercourse, Hp.Epid.6.3.14.
German (Pape)
[Seite 762] (s. ἔρχομαι), hinzu-, herankommen, -gehen; absolut, προσελθὼν σῖγα, Soph. Phil. 22, u. öfter, wie Eur.; – gew. τινί, ἱκέτης προσῆλθες δόμοις, Aesch. Eum. 452; πατρί, Soph. O. C. 1106; ἀκταῖς, Eur. Hel. 1555; aber auch τινά, πάντας βωμοὺς προσῆλθε, Eur. Alc. 169; μνῆμα, Or. 118; Med. 1205. Übertr., vom Schmerz, Soph. Phil. 777; προσῆλθεν ἐλπίς, Eur. Or. 857; Ar. öfter u. in Prosa; προσήρχοντο, Thuc. 4, 121; ὄπισθεν προσέρχεται, Plat. Rep. I, 327 b; δεῦρο πρόσελθε, Men. 82 b; τινί, Phaedr. 268 a u. öfter; auch in feindlichem Sinne, πρὸς τοὺς ἱππέας, Xen. Cyr. 6, 2, 16; – προσῆλθε πρὸς τὴν πολιτείαν, ging daran, befaßte sich damit, Din. 2, 15, wie πρὸς τὰ κοινά Dem. 18, 257; προσελθεῖν τῷ δήμῳ, sich ans Volk wenden mit Bitten od. Klagen, Dem. 18, 13. – Auch einkommen, von Einkünften, Her. 7, 144; Xen. Mem. 3, 6, 12. – Zu einer Frau gehen, um sie zu beschlafen, Xen. Conv. 4, 38; übh. mit Einem umgehen, ihn behandeln, οὕτω προσεληλύθασι πρὸς ὑμᾶς Dem. 24, 176, vgl. 22, 69.
Greek (Liddell-Scott)
προσέρχομαι: παρατ. -ηρχόμην Θουκ. 4. 121 (ἴδε ἐν λ. ἔρχομαι)· μέλλ. -ελεύσομαι Πολύβ. 21. 11, 6 (ἀλλ’ ὁ Ἀττ. παρατ. καὶ μέλλων εἶναι συνήθως, προσῄειν, πρόσειμι, ἃ ἴδε): ἀόρ. -ήλυθον, -ῆλθον· πρκμ. -ελήλυθα· ἀποθ. Ἔρχομαι πρός τινα ἢ πρός τι, μετὰ δοτ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 285, Σοφ. Ο. Κ. 1104 κτλ.· πρ. Σωκράτει, ὑπάγω πρὸς αὐτὸν ὡς πρὸς διδάσκαλον, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 47· πρ. γυναικί, χάριν συνουσίας, ὁ αὐτ. ἐν Συμποσίῳ 4. 38· ― μετὰ δοτ. τόπου, δόμοις, ἀκταῖς Σοφ. Εὐμ. 474, Εὐρ. Ἑλ. 1539· ὡσαύτως μετὰ δοτ. τόπου, πεσσούς, δῶμα, βωμοὺς Εὐρ. Μήδ. 68, 1205, Ἄλκ. 171· ― μετὰ προθέσεων συντασσομένων αἰτιατικῇ, πρ. πρός τινα ἢ τι Ἡρόδ. 2. 121, 2· ἐπί..., εἰς..., ἴδε κατωτ. 4· ― μετ’ ἐπιρρημάτων, π. δεῦρο Σοφ. Αἴ. 1171 κτλ.· πέλας πρ. μου Εὐρ. Ἀνδρ. 589, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1076, κτλ.· ἐγγύθεν, ὄπισθεν Πλάτ. Πολιτικ. 289D, 327Β. ὅπῃ πρ. χρὴ αὐτόθι 493Β· ― ἀπολ., ἐγγίζω, πλησιάζω, Ἡρόδ. 1. 86, κτλ.· ἀντίθετον τῷ ἀπέρχομαι, αὐτόθι 199· ὡσαύτως ἐπὶ πόνου, ἡδονῆς, κλπ., εἶμαι πλησίον, πρόχειρος, Σοφ. Φ. 777, Εὐρ. Ὀρ. 857. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, πρ. πρός τινα Ξεν. Κύρ. 6. 2, 16. 3) προσέρχομαι, παραδίδομαι, Θουκ. 3. 59 4) παρουσιάζομαι ἵνα ὁμιλήσω, πρ. τῷ δήμῳ Δημ. 229. 13· πρὸς τὸν δῆμον Αἰσχίν. 85. 17· πρ. τῇ πολιτείᾳ, Λατ. accedere ad remp., Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 12· πρ. πρὸς τὰ κοινά, παρουσιάζομαι δημοσίᾳ, Δημ. 312, ἐν τέλ., πρβλ. 891, 21· οὕτω, πρ. εἰς τὸ πολιτεύεσθαι, πρὸς τὴν πολιτείαν Δείναρχ. 104. 18., 107. 1· πρὸς τὴν πόλιν Δημ. 1331. 18· πρ. πρὸς ἓν πρᾶγμα ἴδιον ὁ αὐτ. 891. 2, πρβλ. 783. 2· ἐπὶ τοὺς συμμάχους Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 3. 5) ἐπισκέπτομαί τινα, προσεταιρίζομαί τινα, πρός τινα Δημ. 614 ἐν τέλ., 755. 5. 6) πρ. τοῖς θεοῖς, ἐν ἱκετείᾳ, ὡς ἱκέτης, Δίων Κ. 56. 9. 7) πρ. τῇ σοφίᾳ, τοῖς νόμοις, ἀσχολοῦμαι εἰς ἢ περὶ τὴν σοφίαν..., Φιλόστρ. 109, Διόδ. 1. 95. 8) ἐπὶ πραγμάτων, προστίθεμαι, ὡς τὸ προσγίγνομαι, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 5, 24, π. Ζ. Γεν. 1. 18, 17, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσόδων, Λατ. redire. τὰ ἐκ τῶν μετάλλων σφι (δηλ. τοῖς Ἀθηναίοις) προσῆλθε (δηλ. χρήματα) τῶν ἀπὸ Λαυρείου Ἡρόδ. 7. 144, Λυσ. 185. 8, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 12.
French (Bailly abrégé)
ao.2 προσῆλθον, etc.
A. aller vers ou auprès, d’où
I. s’avancer, s’approcher : προσέρχεσθαι Σωκράτει XÉN fréquenter Socrate, suivre les leçons de Socrate ; τινι, πρός τινα ou τι s’approcher de qqn ou de qch ; fig. avec un suj. de chose (événement, douleur, etc.) ; particul.
1 s’avancer (en ennemi) : πρὸς ἱππέας XÉN marcher contre une troupe de cavalerie;
2 s’approcher, s’avancer : τῷ δήμῳ DÉM ou πρὸς τὸν δῆμον ESCHN s’avancer en public, se présenter au peuple pour parler;
3 entrer en arrangement, capituler;
II. se donner à, se mêler de, s’occuper de : τοῖς δημοσίοις πράγμασι PLUT, πρὸς τὰ κοινά DÉM, τῇ πολιτείᾳ PLUT s’occuper des affaires publiques avec qqn;
B. venir en outre ; être un produit, un revenu.
Étymologie: πρός, ἔρχομαι.
Spanish
English (Strong)
from πρός and ἔρχομαι (including its alternate); to approach, i.e. (literally) come near, visit, or (figuratively) worship, assent to: (as soon as he) come (unto), come thereunto, consent, draw near, go (near, to, unto).
English (Thayer)
imperfect 3rd person plural προσήρχοντο (προσελεύσεται, WH marginal reading); 2nd aorist 3rd person plural προσῆλθον and (so L Tr WH in T Tr WH in WH in Alex. form προσῆλθαν (see ἀπέρχομαι, and ἔρχομαι); perfect προσελήλυθα (Aeschylus and Herodotus down; the Sept. for קָרַב and נָגַשׁ; to come to, to approach (πρός, IV:1);
a. properly, absolutely, WH marginal reading); προσῆλθον λέγοντες, ἀνίστημι, II:1c. (also ἔρχομαι, p. 250b bottom)) the participle προσελθών is joined to a finite verb which denotes a different action: L T Tr WH, R, G); T Tr WH marginal reading (according to a reading no doubt corrupt (cf. Scrivener, lntroduction, p. 16)), Tr WH marginal reading); προσέρχομαι followed by an infinitive indicating the reason why one has drawn near, WH marginal reading προηλθε); with a dative of the place (examples from Greek authors are given in Passow, under the word, 1a., p. 1190a; (Liddell and Scott, under the word, I:1)), (with ἐπί and the accusative Tr WH marginal reading). The participle προσελθών αὐτῷ with a finite verb (see above) occurs in α. προσέρχεσθαι τῷ Θεῷ, to draw near to God in order to seek his grace and favor, τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, τῷ Θεῷ, προσέρχεσθαι, simply, is used of the priests about to offer sacrifices, πρός Θεόν, of one about to ask counsel of God, τοῖς θεοῖς, of suppliants about to implore the gods, Dio Cassius, 56,9); πρός Χριστόν, to attach oneself to Christ, to come to a participation in the benefits procured by him, Winer's Grammar, § 52,3). β. equivalent to to assent to (cf. German beitreten (Latin accedere; English come (over) to, used figuratively)): ὑγιαίνουσι λόγοις, Tdf. προσέχεται, which see 3).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. έρχομαι προς κάποιον ή προς κάτι, πλησιάζω ένα πρόσωπο ή σε έναν χώρο (α. «στην εξέδρα άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», Ξεν.)
2. έρχομαι κάπου λόγω υποχρέωσης, παρουσιάζομαι κάπου για εκπλήρωση ενός χρέους (α. «να προσέλθει ο επόμενος μάρτυρας» β. «μετὰ φόβου θεοῦ, πίστεως και ἀγάπης προσέλθετε», Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
πηγαίνω, εμφανίζομαι κάπου προκειμένου να συμμετάσχω σε μια ενέργεια ή εκδήλωση («ο αντιπρόεδρος του συμβουλίου δεν προσήλθε στη συνεδρίαση» β. «στις εξετάσεις προσήλθαν όλοι σχεδόν οι υποψήφιοι»)
μσν.
τελούμαι, συντελούμαι, γίνομαι («διαθήκην γενέσθαι ἢ γάμον προσελθεῖν», Αθήν.)
μσν.-αρχ.
1. ασχολούμαι εντατικά με κάτι (α. «πυκνότερον προσερχόμενοι πειρώμεθα προκόπτειν ἐν ταῖς ἐντολαῑς τοῦ Κυρίου», Κλήμ. Ρώμ.
β. «μηδὲ πρὸς ἓν πρᾶγμ' ἴδιον προσεληλυθέναι», Δημοσθ.)
2. μεταστρέφομαι, ασπάζομαι νέα θρησκεία («πολλοὶ ὡσπερεὶ ἄκοντες προσεληλύθασι χριστιανισμῷ», Γρηγ. Ναζ.)
3. έρχομαι για να βαπτιστώ («προσῆλθέ ποτε καὶ Σίμων τῷ λουτρῷ... γέγραπται δὲ πρὸς νουθεσίαν τῶν μέχρι σήμερον προσερχομένων», Κύριλλ.)
αρχ.
1. επιτίθεμαι («οἱ ἱππεῑς αὐτῶν παρεσκευασμένοι πρὸς τοὺς ἱππέας προσέρχονται», Ξεν.)
2. παραδίνομαι, συνθηκολογώ («ὑμῖν δὲ πιστεύσαντες προσήλθομεν», Θουκ.)
2. προσεταιρίζομαι, παίρνω με το μέρος μου κάποιον («καὶ τἆλλ' οὕτω προσελήλυθεν πάντα πρὸς ὑμᾱς», Δημοσθ.)
4. (για προσόδους) εισέρχομαι στο ταμείο («τὰ ἐκ τῶν μετάλλων σφι προσῆλθε τῶν ἀπὸ Λαυρείου», Ηρόδ.)
5. (γιαπρόσ.) περνώ τον καιρό μου, διαμένω κάπου
6. έρχομαι σε ιερό ως ικέτης
7. (για πράγμ.) προστίθεμαι.
Greek Monotonic
προσέρχομαι: παρατ. -ηρχόμην, μέλ. -ελεύσομαι (αλλά Αττ. παρατ. και μέλ., προσῄειν, πρόσειμι)· αόρ. βʹ -ήλυθον, -ῆλθον, παρακ. ἐλήλυθα· αποθ.,
I. 1. έρχομαι ή πηγαίνω σε, με δοτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· προσέρχομαι Σωκράτει, τον επισκέπτομαι ως δάσκαλο, σε Ξεν.· με δοτ. τόπου, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με αιτ. τόπου, σε Ευρ.· συχνά επίσης με πρόθ., ἐπί, εἰς, πρός· και με επιρρ. δεῦρο, πέλας· απόλ., πλησιάζω, έρχομαι κοντά, είμαι κοντά, είμαι πρόχειρος, σε Ηρόδ., Σοφ.
2. με εχθρική σημασία, προσέρχομαι πρός τινα, σε Ξεν.
3. εισέρχομαι, παραδίδομαι, συνθηκολογώ, σε Θουκ.
4. έρχομαι μπροστά για να μιλήσω, προσέρχομαι τῷ δήμῳ, σε Δημ.· πρὸς τὸν δῆμον, σε Αισχίν.
5. σχετίζομαι με κάποιον, πρός τινα, σε Δημ.
II. εισέρχομαι ως έσοδο, υπάρχω ως πρόσοδο, Λατ. redire, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προσέρχομαι: (impf. προσερχόμην, fut. προσελεύσομαι, aor. προσῆλθον, pf. προσελήλυθα; в атт. обычно impf. προσῄειν, fut. πρόσειμι)
1) приходить, подходить (к кому-л.), приближаться (τινι Xen. etc. и πρός τινα Dem. etc.; δόμοις Aesch. и δῶμα Eur.);
2) обращаться (к кому-л.), выступать (с речью) (τῷ δήμῳ, εἰς τὸν δῆμον Dem. и πρὸς τὸν δῆμον Aeschin.);
3) приступать, посвящать себя (πρὸς τὴν πόλιν Dem., τῇ πολιτείᾳ Plut.): μοναρχίᾳ π. Plut. стать монархом;
4) устремляться, нападать (πρὸς τοὺς ἱππέας Xen.);
5) присоединяться, примыкать (τινι Thuc.; τοῖς λόγοις τινός NT): προσελθόντος ποσοῦ Arst. с количественным приростом;
6) (о доходах) поступать: οὐχ ἱκανὰ ἦν ἃ προσῆλθε τῇ πόλει Lys. доходы государства были недостаточны;
7) вступать в связь (γυναικί Xen.). - см. тж. πρόσειμι II.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-έρχομαι gaan naar, komen naar, naderen:; πρόσελθε δεῦρο kom hier Soph. Ai. 1171; met dat..; ἱκέτης προσῆλθες... δόμοις als smekeling bent u tot mijn huis gekomen Aeschl. Eum. 474; met acc..; ἄνδρες... προσῆλθον ἀκτάς mannen naderden de kust Eur. Hel. 1539; met πρός + acc..; ἐπεὶ πρὸς τὸ ἄγγος προσῆλθε toen hij bij de kist was gekomen Hdt. 2.121β.2; vijandig aanvallen:; πρὸς τοὺς ἱππέας προσέρχονται zij vielen onze ruiterij aan Xen. Cyr. 6.2.16; abs. arriveren: overdr..; προσῆλθεν ἐλπίς mijn verwachting is uitgekomen Eur. Or. 859; seks. klaar komen. Hp. verschijnen voor, optreden voor; met prep. bep..; ἐπεὶ δὲ προσῆλθον ἐπὶ τοὺς ἐκκλητούς toen zij voor de vergadering verschenen Xen. Hell. 6.3.3; met dat.. τὸ προσελθεῖν τῷ δήμῳ het optreden voor de volksvergadering Dem. 18.13. zich wijden aan; met prep. bep..; πρὸς τὰ κοινά προσελθεῖν zich aan de belangen van de gemeenschap wijden Dem. 18.257; met dat.. πολιτείᾳ προσελθεῖν in de politiek gaan Plut. CMi 12.2. binnenkomen (van inkomsten):. τὰ ἐκ τῶν μετάλλων σφι προσῆλθε (inkomsten), die waren binnengekomen uit de mijnen Hdt. 7.144.1.
Middle Liddell
imperf. -ηρχόμην fut. -ελεύσομαι [the attic imperf. and fut. are προσῄειν, πρόσειμι aor2 -ήλυθον aor2 -ῆλθον perf. -ελήλυθα
Dep.:
I. to come or go to, c. dat., Aesch., etc.; πρ. Σωκράτει to visit him as teacher, Xen.:—c. dat. loci, Aesch., Eur.; also c. acc. loci, Eur.; often also with Preps., ἐπί, εἰς, πρός; and with Advs., δεῦρο, πέλας:—absol. to approach, draw nigh, be nigh at hand, Hdt., Soph.
2. in hostile sense, πρ. πρός τινα Xen.
3. to come in, surrender, capitulate, Thuc.
4. to come forward to speak, πρ. τῷ δήμῳ Dem.; πρὸς τὸν δῆμον Aeschin.
5. to associate with one, πρός τινα Dem.
II. to come in, of revenue, Lat. redire, Hdt., Xen.
Chinese
原文音譯:prosšrcomai 普羅士-誒而何買
詞類次數:動詞(86)
原文字根:向著-來 相當於: (קָרַב)
字義溯源:行近,進前來,來親近,進到,進前,跟前,前來,來到,到面前,跟前來,進到面前,來到那裏,來見,來往,來問,來就,來往,來,去,去見,出去,出來,上前,接近,歸順,同意;由(πρός)=向著)與(ἔρχομαι)*=來)組成;而 (πρός)出自(πρό)*=前)。這字意為:來,接近,進入,進到。在舊約時,只有大祭司一年一次,帶著牛羊的血進到至聖所,為自己和為百姓贖罪。如今,我們因耶穌的血,得以坦然進入至聖所;可以來到施恩寶座前,得憐憫,蒙恩惠作隨時的幫助( 來10:19; 4:16)。參讀 (διαπορεύομαι) (ἐγγίζω)同義字
出現次數:總共(85);太(51);可(5);路(9);約(1);徒(10);提前(1);來(7);彼前(1)
譯字彙編:
1) 來(24) 太8:19; 太8:25; 太9:14; 太13:27; 太14:12; 太15:1; 太16:1; 太18:1; 太20:20; 太21:28; 太21:30; 太22:23; 太25:20; 太25:22; 太25:24; 太26:17; 太28:2; 可6:35; 可10:2; 可12:28; 路9:42; 路13:31; 路20:27; 徒22:27;
2) 進前來(11) 太4:3; 太4:11; 太8:2; 太8:5; 太13:10; 太15:12; 太15:23; 太17:7; 太18:21; 太24:1; 太28:18;
3) 前來(7) 太14:15; 太17:19; 太26:60; 太26:60; 太26:69; 太26:73; 可14:45;
4) 來到(7) 太9:20; 太13:36; 太15:30; 太19:3; 太21:14; 太24:3; 太26:7;
5) 來見(5) 太17:14; 太17:24; 太19:16; 約12:21; 徒23:14;
6) 上前(3) 太28:9; 路10:34; 路23:36;
7) 進前(2) 路7:14; 徒7:31;
8) 去見(2) 太27:58; 路23:52;
9) 你們⋯來到(2) 來12:18; 來12:22;
10) 來⋯那裏(1) 太9:28;
11) 你們來(1) 彼前2:4;
12) 近前來的人(1) 來10:1;
13) 來到⋯那裏(1) 徒9:1;
14) 他就到⋯那裏(1) 徒18:2;
15) 歸順(1) 提前6:3;
16) 我們就該⋯來親近(1) 來10:22;
17) 我們⋯進到(1) 來4:16;
18) 到⋯面前(1) 來11:6;
19) 進到⋯面前的(1) 來7:25;
20) 你去(1) 徒8:29;
21) 他們前來(1) 太26:50;
22) 來就(1) 太26:49;
23) 來問(1) 太21:23;
24) 跟前來(1) 太5:1;
25) 他進前(1) 可1:31;
26) 他們來(1) 路8:24;
27) 就去(1) 徒22:26;
28) 出來(1) 徒12:13;
29) 來往(1) 徒10:28;
30) 她來到(1) 路8:44;
31) 都來了(1) 徒28:9
English (Woodhouse)
approach, apply to, draw near, visit to ask support