λόφος
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
ὁ,
A back of the neck; of a horse, withers, Il.23.508; ὑποζυγίων Dsc.4.185; of a man, nape of the neck, Il.10.573: metaph., ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχειν have the neck under the yoke, i.e. obey patiently, S. Ant.292; cf. εὔλοφος 11. II crest of a hill, ridge, Od.11.596, 16.471, Hdt.2.124; so always in Pi., as O.8.17, N.5.46, and in Th.4.124, Pl.Lg.682b. III crest of a helmet, κυνέην… ἵππουριν, δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν Il.16.138, cf. 6.469, 15.537; λεῦκοι ἴππιοι λ. Alc.15.2; χρύσεος λ. Il.18.612, cf. 19.383; τρεῖς κατασκίους λ. σείει A.Th.384, cf. Ar.Ach.575, 586; λόφων ἐπένευον ἔθειραι Theoc.22.186; of Carian origin acc. to Hdt.1.171; λ. τε σείων Κάρικον Alc.22; λ. ὑακινθοβαφής, on a Persian helmet, X.Cyr.6.4.2; λ. τρίχινοι PSI5.533.7 (iii B.C.); Ar. jeers at the λόφοι of Lamachus, Ach.575, 586, 965 sq., 1074.—Rare in any of these senses in Att. Prose. 2 after Hom., crest or tuft on the head of birds, whether of feathers, as the lark's crest, Simon.68, cf. Arist.HA617b20; or of flesh, as the cock's comb, Ar.Eq.496, Av.1366, Arist.HA486b13, Phld.Rh.2.188 S.: metaph., ῥήματα… ὀφρῦς ἔχοντα καὶ λόφους Ar.Ra.925. 3 of men, tuft of hair upon the crown, λόφους κείρεσθαι shave so as to leave tufts, Hdt.4.175; Χῖος λ. a tonsure in the middle of the head, Eust.1462.38. 4 of large fishes, = λοφιά, Plu.2.978a.
German (Pape)
[Seite 65] ὁ (nach den alten Gramm. von λέπω, wie δειρή von δέρω), 1) eigtl. der Nacken der Zugthiere, der unter das Joch gespannt, von diesem gerieben wird; von Pferden, πολὺς δ' ἀνεκήκιεν ἱδρὼς ἵππων ἔκ τε λόφων καὶ ἀπὸ στέρνοιο, Il. 23, 508; aber auch vom Halse des Menschen, 10, 573; οὐδ' ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως εἶχον Soph. Ant. 292, den Nacken unter dem Joch halten, d. i. geduldig gehorchen. – 2) wahrscheinlich von der Mähne auf dem Nacken der Pferde entnommen, Helmbusch, oft bei Hom., bei dem er immer aus Pferdehaaren zu sein scheint, κυνέην – ἵππουριν, δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν, Il. 16, 138 Od. 22, 124, vgl. Il. 6, 469. 15, 537; Hephästus bildet diesen aus Gold nach, ἔθειραι χρύσεαι, ἃς Ἥφαιστος ἵει λόφον ἀμφὶ δασείας, Il. 19, 383, vgl. 18, 612. 22, 316; τρεῖς κατασκίους λόφους σείει Aesch. Spt. 366, vgl. 381; Ar. Ach. 549 u. öfter; λόφων ἐπένευον ἔθειραι Theocr. 22, 186; auch = Federbusch, Xen. Cyr. 6, 4, 1. – Dah. auch bei den Vögeln = die Kuppe auf dem Kopf, Arist. H. A. 9, 25; Plut. Beim Hahn der Kamm, Ar. Av. 1366; Arist. H. A. 2, 12. – Bei Fischen = λοφιά, Plut. sol. an. 26. – Bei Menschen ein auf dem Wirbel hervorragender Haarschopf, um den rings herum der Scheitel kahl geschoren ist, λόφους κείρεσθαι, sich Schöpfe scheeren, Ber. 4, 175. – 3) Erderhöhung, Hügel; Od. 11, 596. 16, 471; so immer bei Pind., πὰρ Κρόνου λόφῳ Ol. 8, 17, Νίσου ἐν εὐάγκει λόφῳ N. 5, 46, öfter; Her. 2, 124, u. sonst in Prosa, wie Plat. Legg. III, 682 b; Plut. u. Folgde. – 4) übertr. sagt Ar. Ran. 923 ῥήματα ὀφρῦς καὶ λόφους ἔχοντα, was auf die erste od. zweite Bdtg zurückzuführen ist u. ὑψηλὰ καὶ ὑπερήφανα erkl. wird, sich wie die Mähnen hoch aufsträubende Worte. – 5) die abgezogene Haut, Leder, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
λόφος: -ου, ὁ, κυρίως ὁ αὐχὴν τῶν ὑποζυγίων κτηνῶν, ἐπειδὴ ὁ ζυγὸς στηρίζεται ἐπ’ αὐτοῦ καὶ λέπει αὐτόν· ἐπὶ ἵππου, ἡ χαίτη, Ἰλ. Ψ. 508 (πρβλ. λοφιά)· ἐπὶ ἀνδρός, τὸ ἐξέχον σημεῖον τοῦ αὐχένος ὀπίσω, Κ. 573· μεταφορ., ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχειν, ἔχω τὸν αὐχένα ὑπὸ τὸν ζυγόν, δηλ. μεθ’ ὑπομονῆς ὑπακούω, Σοφ. Ἀντ. 292· πρβλ. εὔλοφος. ΙΙ. ὁ λόφος βουνοῦ ῥάχις, ὡς τὸ Λατ. jugum, dorsum, Ὀδ. Λ. 956, ΙΙ. 471, Ἡρόδ. 2. 124· οὕτως ἀείποτε παρὰ Πινδ., ὡς Ο. 8. 21, Ν. 5. 85, καὶ ἐν Θουκ. 4. 124, Πλάτ. Νόμ. 682Β. ΙΙΙ. ὁ λόφος περικεφαλαίας, Λατ. crista, συνήθως ἐκ τριχῶν ἵππου, κυνέην... ἵππουριν, δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν Ἰλ. Π. 138, πρβλ. Ζ. 469., Ο. 537, Ὀδ. Χ. 124· λευκοὶ ἵππιοι λόφοι Ἀλκαῖ. 56 (1)· ἀλλ’ ὁ Ἥφαιστος ἐποίησεν αὐτοὺς ἐκ χρυσοῦ, Ἰλ. Σ. 612., Τ. 383., Χ. 316· τρεῖς κατασκίους λόφους σείει Αἰσχύλ. Θήβ. 384, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 575, 586· λόφων ἐπένευον ἔθειραι Θεόκρ. 22. 186· ἐπινόησις τῶν Καρῶν καθ’ Ἡρόδ. 1. 171· λόφος ὑακινθινοβαφής, ἐπὶ Περσικῆς περικεφαλαίας, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 2· καὶ ὁ Ἀριστοφ. σκώπτει τοὺς λόφους τοῦ Λαμάχου, ὡς εἰ ἦσαν πρᾶγμα ἀσύνηθες ἐν Ἀθήναις κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, Ἀχ. 575, 586, 965 ἑξ., 1038.- Ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς σημασίας Ι μόνον ἐν τῇ Ἰλιάδι· ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ μόνον ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ· ἐπὶ δὲ τῆς σημας. ΙΙΙ συχνάκις ἐν Ἰλιάδι καὶ ἅπαξ ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ· - σπάνιον ἐπὶ οἱασδήποτε τῶν σημασιῶν τούτων ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ. 2) μεθ’ Ὅμ. = ὁ λόφος ὁ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς πτηνῶν, Λατ. crista, εἴτε ἐκ πτερῶν ὡς ὁ τοῦ κορυδαλλοῦ, Σιμων. 68, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 25· εἴτε ἐκ σαρκός, ὡς ὁ τοῦ ἀλεκτρυόνος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 496, Ὄρν. 1366, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 7· - μεταφορ., ῥήματα... ὀφρῦς καὶ λόφους ἔχοντα Ἀριστοφ. Βάτρ. 925. 3) ἐπὶ ἀνθρώπων, πλέγμα ἢ σωρὸς τριχῶν ἐπὶ τῆς κορυφῆς, λόφους κείρεσθαι, κείρεσθαι οὕτως ὥστε ἔχειν λόφον ἢ πλεξίδα ἐπὶ τῆς κορυφῆς, ὡς τὸ περιτρόχαλα κείρεσθαι, Ἡρόδ. 4. 175. 4) ἐπὶ μεγάλων ἰχθύων, = λοφιά, Πλούτ. 2. 978Α.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. cou d’un animal ; fig. ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχειν SOPH avoir le cou sous le joug, càd obéir docilement;
II. p. ext. 1 aigrette ou panache : λόφος ὑακινθινοβαφής XÉN aigrette violette litt. teinte en couleur d’hyacinthe;
2 huppe d’oiseau;
3 crête de coq;
4 touffe de cheveux saillants sur le haut de la tête, huppe, houppe, toupet;
5 nageoire dorsale;
III. fig. sommet d’une colline, colline.
Étymologie: λέπω.
English (Autenrieth)
(1) crest or plume of a helmet, usually of horse-hair, Il. 5.743. (See adjoining cuts, and Nos. 3, 11, 12, 16, 17, 35, 73, 116, 122.)—(2) back of the neck of animals or of men, Il. 23.508, Il. 10.573.—(3) hill, ridge. (Od.)
English (Slater)
λόφος
1 hill the hill of Kronos at Olympia, Ζεῦ, Κρόνιον τε ναίων λόφον (O. 5.17) πὰρ Κρόνου λόφῳ (O. 8.17) the hill of Krisa below Delphi, Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν (P. 5.38) the hill of Nisos by Megara, Νίσου τ' ἐν λόφῳ (P. 9.9) 1. Νίσου τ' ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ (N. 5.46)
Greek Monolingual
ο (AM λόφος)
1. θύσανος από τρίχες, συνήθως ίππου, που κοσμούσε την περικεφαλαία τών αρχαίων στρατιωτών ή κοσμεί σήμερα τα πηλήκια ορισμένων στολών, το λοφίο («ρῆξαι δ' ἀφ' ἵππειον λόφον αὐτοῦ», Ομ. Ιλ.)
2. ύψωμα της επιφάνειας της ξηράς, χαμηλότερο του όρους, ύψους κάτω από 300 μέτρα (α. «λόφος του Φιλοπάππου» β. «ἐπὶ λόφον τινὰ οὐχ ὑψηλὸν καὶ ἔχοντα ποταμοὺς πολλοὺς ἄνωθεν ἐκ της Ἴδης ὡρμημένης», Πλάτ.)
μσν.
φρ. α) «λόφος κυμάτων» — φουσκοθαλασσιά
β) «Χῑος λόφος» — είδος κουρέματος κατά το οποίο κούρευαν το μεσαίο κομμάτι τών τριχών του κεφαλιού
αρχ.
1. τράχηλος υποζυγίου
2. (για ίππο) η χαίτη («πολὺς δ' ἀνεκήκιεν ἱδρὼς ἵππων ἐκ τε λόφων καὶ ἀπὸ στέρνοια χαμᾱζε», Ομ. Ιλ.)
3. (για πρόσ.) το πίσω μέρος του αυχένα, ο σβέρκος
4. (για πτηνό) το λοφίο
5. (για τον πετεινό) το λειρί
6. πλέγμα από τρίχες του κεφαλιού, κοτσίδα, πλεξίδα
7. (για μεγάλα ψάρια) η λοφιά, το πτερύγιο της ράχης
8. φρ. α) «ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχω» — είμαι υποταγμένος
β) «λόφον ὑακινθινοβαφῆ» — η περσική περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εφόσον, κατά τον Ηρόδοτο, ο θύσανος από τρίχες που κοσμούσε την περικεφαλαία θεωρούνταν καρική επινόηση, η λ. λόφος με τη σημ. αυτή είναι πιθ. καρικό δάνειο, ενώ δεν απέχει πολύ από τη σημ. «αυχένας, σβέρκος», από την οποία προήλθαν πιθ. οι σημασίες «χαίτη, λοφίο, λόφος». Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τοχαρ. A' lap «κεφάλι», αρχ. σλαβ. lŭbŭ «κρανίο» — η άποψη αυτή όμως προσκρούει σε μορφολογικές δυσκολίες.
ΠΑΡ. λοφίας, λοφίδιο(ν), λοφώδης
αρχ.
λοφαδίας, λοφείον, λοφίζω, λοφιήτης, λόφιον, λοφόεις, λοφούμαι, λοφώ, λόφωσις
νεοελλ.
λοφίσκος, λοφίτης, λοφωτός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λοφοποιός, λοφοπωλώ, λοφορρώγα, λόφουρος
μσν.
λοφοδρόμος
νεοελλ.
λοφοπλαγιά, λοφοσειρά. (Β' συνθετικό) ακρόλοφος, γεωλόφος, γήλοφος, δίλοφος, επτάλοφος
αρχ.
αερσίλοφος, αιπύλοφος, άλλοφος, αμφίλοφος, αργέλοφος, αργίλοφος, γεύλοφος, δανήλοφος, δοχμόλοφος, δύσλοφος, εύλοφος, ιππόλοφος, λευκόλοφος, ξανθόλοφος, περισσόλοφος, πυρσόλοφος, σεισόλοφος, τανήλοφος, τρίλοφος, υπέρλοφος, υψηλόλοφος, υψίλοφος, φοινικόλοφος, φριξόλοφος, χαλκόλοφος, χρυσόλοφος
νεοελλ.
άλοφος, αμμόλοφος, πολύλοφος, ταφόλοφος].
Greek Monotonic
λόφος: -ου, ὁ,
I. κυρίως, αυχένας υποζυγίων βοοειδών, επειδή ο ζυγός στηρίζεται σ' αυτόν και δημιουργεί τριβή (λέπει)· λέγεται για άλογο, χαίτη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον άνδρα, σβέρκος, το πίσω μέρος του λαιμού, στο ίδ.· ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχει, έχω τον αυχένα κάτω από τον ζυγό, δηλ. υπακούω υπομονετικά, σε Σοφ.
II. λόφος βουνού, ράχη βουνού, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., κ.λπ.
III. 1. λοφίο περικεφαλαίας, Λατ. crista, σε Όμηρ., κ.λπ.
2. λοφίο στο κεφάλι πτηνών, Λατ. crista, είτε από φτερά, όπως στον κορυδαλλό, σε Σιμων.· είτε από σάρκα, λειρί κόκκορα, σε Αριστοφ.
3. λέγεται για ανθρώπους, πλεξούδα της κορυφής των μαλλιών, λόφους κείρεσθαι, κουρεύομαι έτσι ώστε να έχω λοφίο ή πλεξούδα στην κορυφή, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
λόφος: ὁ
1) затылок, шея (ἵππων Hom.): ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχειν Soph. держать шею в ярме, т. е. покорно подчиняться;
2) султан на шлеме (ἱππιοχαίτης Hom.; ὑακινθινοβαφής Xen.);
3) хохол(ок), чуб (κορυδάλων Arst.): λόφους κείρεσθαι Her. стричься, оставляя чубы; ῥήματα λόφους ἔχοντα Arph. хохлатые, т. е. витиеватые слова;
4) мясистый нарост (на голове), гребень (ἀλεκτρυόνος Arph.);
5) плавник (sc. δελφῖνος Plut.);
6) гребень холма, тж. холм, возвышение Hom., Her. etc.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: neck of drawing animals and men, crest of a helmet, crest of a hill (Il.), also crest or tuft on the head of birds, of feathers or flesh (Simon., Hdt., Ar., Arist.).
Compounds: Often as 2. member, e.g. γή-, γεώ-λοφος earth-hill (Pl., X.) with illuminating first member (Risch IF 59, 268); rarely as 1. member, e.g. (τὰ) λόφουρα with crest-like tail, of drawing-animals and animals of burden (horses, asses, τὰ ὑποζύγια) as opposed to ruminants (Arist., Thphr., hell. inscr.). - Side-form λόφη f. comb (D.S.; after κόμη?).
Derivatives: 1. Diminut.: λόφιον small crest of helmet (sch.), λοφίδιον small hill (Ael.). Other substant.: 2. λοφιά, Ion. -ιή f. comb for manes, hair-, breast, back-fin etc. (τ 446, also Hdt., Arist.; cf. Scheller Oxytonierung 72 f.); 3. λοφεῖον crest-case (Ar.), also λοφίς περικεφαλαίας θήκη H. 4. λοφίας m. fish with back-fins, denomination of the φάγρος (Numen. ap. Ath.; like ἀκανθίας a.o., Chantraine Formation 94), also the first dorsal vertebra' (Poll.); in the last meaning also λοφαδίας (Poll.; *λοφάς, -άδιος); λοφιήτης m. inhabitant of a hill (AP, of Pan, after πολιήτης). 5. λόφωσις m. crest ornament (Ar. Av. 291; cf. ἀέτωσις [s. αἰετός]). - 6. Adjectives: λοφώδης crest-like, hilly (Arist.), λοφόεις crested, hilly (Tryph., Nonn.). - 7. Verbs: λοφάω be crested (Babr., Ar., H.; after κομάω, Leumann Hom. Wörter 307 n. 77); λοφίζω have the λ. in the hight (Zonar.); λοφόομαι rise, form a hill (Eust.). -- 8. Hypostasis: καταλοφάδεια adv. hanging down from the neck (κ 169 with metr. conditioned -εια, cf. κατωμάδιος, κατωμαδόν; Chantraine Form. 39, Gramm. hom. 1, 101 u. 176).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As both Alc. (Z 65) and Hdt. (1, 171) consider the helmet-crest as a Carian invention, Schulze Q. 257, 4 sees in λόφος as crest of the helmet a Carian LW [loanword], which he, certainly wrongly, wants to separate from λόφος neck. - An acceptable connection gives Toch. A lap head (Schulze Kl. Schr. 252); CSl. ORuss. lъbъ skull with OCS lъbьnъ belonging to the skull (with Russ. lob front, Ukr. ɫob front, head) presents serious difficulties because of the vowel. Uncertain Illyr. PN Otto-(Atto-)lobus (Mayer Glotta 32, 83). - Lit. in Vasmer Wb. s. lob, Sadnik-Aitzetmüller Hwb. zu den aksl. Texten 264 (No. 486), v. Windekens Lex. étym. s. lap. Wrong IE etymologies are rejected by Bq.
Middle Liddell
λόφος, ου,
I. properly the back of the neck of draught-cattle, because the yoke rubs it (λέπεἰ; of a horse, the mane, Il.; of a man, the nape of the neck, Il.; ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχειν to have the neck under the yoke, i. e. to obey patiently, Soph.
II. the crest of a hill, a ridge, Od., Hdt., etc.
III. the crest of a helmet, Lat. crista, Hom., etc.
2. the crest on the head of birds, Lat. crista, as of the lark, Simon.; the cock's comb, Ar.
3. of men, the tuft of hair upon the crown, λόφους κείρεσθαι to shave so as to leave tufts, Hdt.
Frisk Etymology German
λόφος: {lóphos}
Grammar: m.
Meaning: Nacken von Zugtieren und Menschen, Helmbusch, Hügel (vorw. ep. poet. seit Il.), auch Federbusch, Hahnenkamm, Haube der Vögel (Simon., Hdt., Ar., Arist. usw.).
Composita : Oft als Hinterglied, z.B. γή-, γεώλοφος Erdhügel (Pl., X. usw.) mit verdeutlichendem Vorderglied (Risch IF 59, 268); selten als Vorderglied, z.B. (τὰ) λόφουρα mit buschartigem Schwanz, Ben. von Zug- und Lasttieren (Pferden, Eseln, Mauleseln, τὰ ὑποζύγια) im Gegensatz zu den Wiederkäuern (Arist., Thphr., hell. Inschr.). — Nebenform λόφη f. Kamm (D.S.; nach κόμη?).
Derivative: Ableitungen. 1. Deminutiva: λόφιον kleiner Helmbusch (Sch.), λοφίδιον Hügelchen (Ael.). Sonstige Substantiva: 2. λοφιά, ion. -ιή f. ‘Mähne, Haar-, Borstenkamm, Rückenflosse’ (poet. seit τ 446, auch Hdt., Arist. u.a.; vgl. Scheller Oxytonierung 72 f.); 3. λοφεῖον Helmbuschfutteral (Ar.), auch λοφίς· περικεφαλαίας θήκη H. 4. λοφίας m. mit Rückenflossen versehener Fisch, Ben. des φάγρος (Numen. ap. Ath.; wie ἀκανθίας u.a., Chantraine Formation 94), auch der erste Wirbelknochen’ (Poll.); in der letztgenannten Bed. auch λοφαδίας (Poll.; *λοφάς, -άδιος); λοφιήτης m. Hügelbewohner (AP, von Pan, nach πολιήτης). 5. λόφωσις m. Hauben schmuck (Ar. Av. 291; vgl. ἀέτωσις [s. αἰετός m. Lit.). — 6. Adjektiva: λοφώδης kammähnlich, hügelig (Arist. u. a.), λοφόεις mit Federbusch versehen, hügelig (Tryph., Nonn.). — 7. Verba: λοφάω eine Haube tragen (Babr., Ar., H.; nach κομάω, Leumann Hom. Wörter 307 A. 77); λοφίζω ‘den λ. in die Höhe heben’ (Zonar.); λοφόομαι sich erheben, einen Hügel bilden (Eust.). — 8. Hypostase: καταλοφάδεια Adv. vom Nacken herabhängend (κ 169 mit metrisch bedingtem -εια, vgl. κατωμάδιος, κατωμαδόν; Chantraine Form. 39, Gramm. hom. 1, 101 u. 176).
Etymology : Weil sowohl Alk. (Z 65) wie Hdt. (1, 171) den Helmbusch als eine karische Erfindung betrachten, will Schulze Q. 257, 4 in λόφος im Sinn von Helmbusch ein karisches LW sehen, das er, gewiß mit Unrecht, von λόφος Nacken zu trennen vorschlägt. — Eine annehmbare Anknüpfung bietet toch. A lap Kopf (Schulze Kl. Schr. 252); ksl. aruss. lъbъ Schädel mit aksl. lъbьnъ zum Schädel gehörig (wozu u. a. russ. lob Stirn, ukr. ɫob Stirn, Kopf) macht wegen des Vokals große Schwierigkeiten. Unsicher illyr. PN Otto-(Atto-)lobus (Mayer Glotta 32, 83). — Lit. bei Vasmer Wb. s. lob, Sadik-Aitzetmüller Hwb. zu den aksl. Texten 264 (No. 486), v. Windekens Lex. étym. s. lap. Verfehlte idg. Etymologien werden von Bq abgelehnt.
Page 2,139-140