αὐγή
English (LSJ)
ἡ,
A light of the sun, and in pl., rays, beams, πέπτατο δ' αὐ. ἠελίου Il.17.371, cf. Od.6.98, 12.176; ἠελίου ἴδεν αὐγάς, i. e. was born, Il.16.188; ὑπ' αὐγὰς ἠελίοιο, i.e. still alive, Od.11.498,619; Διὸς αὐγάς Il.13.837; αὐγὰς ἐσιδεῖν = see the light, i.e. to be alive, Thgn.426, cf. E.Alc.667; λεύσσειν A.Pers.710; βλέπειν E.Andr. 935; ὑπ' αὐγὰς λεύσσειν or ἰδεῖν τι = hold up to the light and look at, Id.Hec.1154, Pl.Phdr.268a, cf. Plb.10.3.1; ὑπ' αὐγὰς δεικνύναι τι Ar. Th.500 (πρὸς and ὑπ' αὐγήν, in a full and in a side light, Hp.Off.3); δυθμαὶ αὐγῶν sun-set, Pi.I.4(3).65; ξύνορθρον αὐγαῖς = dawning with the sun, A.Ag.254 (lyr.); κλύζειν πρὸς αὐγάς = rise surging towards the sun, ib.1182; λαμπροτάτη τῶν παρεουσέων αὐγέων = brightest light available, Hp.Fract.3, cf. Arist.PA658a3, Pr.912b14, al.: metaph., βίου δύντος αὐγαί 'life's setting sun', A.Ag.1123 (lyr.); ἤδη γὰρ αὑγὴ τῆς ζόης ἀπήμβλυνται Herod.10.4.
2 αὐγαὶ ἠελίοιο or αὐγαί alone, the East, D.P.84,231.
3 dawn, daybreak, Act.Ap.20.11, PLeid.W.11.35.
4 generally, any bright light, πυρὸς αὐγή Od.6.305, cf. Il.2.456; ἀρίζηλοι δέ οἱ αὐγαί, of lightning, 13.244; βροντῆς αὐγή S.Ph.1199 (lyr.); of a beacon, Il.18.211, A.Ag.9; λαμπάδος Cratin. post150; distd. from φλόξ, Chrysipp.Stoic.2.186.
5 of the eyes, ὀμμάτων αὐγαί S.Aj.70; αὐγαί alone, the eyes, E.Andr.1180 (lyr.), Rh.737: metaph., ἀνακλίναντας τὴν τῆς ψυχῆς αὐ. Pl.R.540a.
6 gleam, sheen, of bright objects, αὐ. χαλκείη Il.13.341; χρυσὸς αὐγὰς ἔδειξεν Pi.N.4.83; ἀμβρόσιος αὐ. πέπλου E.Med.983 (lyr.); ἠλεκτροφαεῖς αὐ. Id.Hipp.741 (lyr.); αὐ. τῆς κρόκης Men.561; of gems, Philostr.Im.2.8.—Mostly poet., but freq. in Arist., chiefly in the sense of sunlight.
Greek (Liddell-Scott)
αὐγή: ἡ, τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, καὶ κατὰ πληθ. αἱ ἀκτῖνες αὐτοῦ, πέπτατο δ' αὐγή ἡελίου Ἰλ. Ρ. 371, πρβλ., Ὀδ. Ζ. 98., Μ. 176· ἡελίου ἴδεν αὐγάς, ὅ ἐ. ἐγεννήθη, Ἰλ. ΙΙ. 188· ὑπ’ αὐγὰς ἡελίοιο, δηλ. ἐν τῇ ζωῇ, Ὀδ. Λ. 498, 619· ὡσαύτως, ἠχή δ' ἀμφοτέρων ἵκετ’ αἰθέρα καὶ Διὸς αὐγάς, καὶ Δία αἰγλήεντα, Ἰλ. Ν. 837· αὐγὰς ἐσιδεῖν, ὁρᾶν τὸ φῶς, δηλ. ζῆν, Θέογν. 426, Εὐρ. Ἄλκ. 667· αὐγὰς λεύσσειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 710· αὐγὰς βλέπειν Εὐρ. Ἀνδρ. 935· ἀλλά, ὑπ’ αὐγὰς λεύσσειν ἢ ἰδεῖν τι, πλησιζειν τι πρὸς τὸ φῶς καὶ βλέπειν αὐτό, ὁ αὐτ. Ἑκ. 1154, Πλάτ. Φαῖδρ. 267Ε· ὑπ’ αὐγὰς δεκνύναι τι Ἀριστοφ. Θεσμ. 500· (ἐνῷ πρὸς καὶ ὑπ’ αὐγήν, ἐν Ἱππ. Κατ’ Ἰητρ. 740, ἑρμηνεύονται ὡς σημαίνοντα, ἐν πλήρει φωτί, καὶ ἐν πλαγίῳ φωτί)· δυσμαὶ αὐγῶν, δύσις, Πινδ. Ι. 4. 110 (3. 83)· ξύνορθρον αὐγαῖς, ἀνατέλλον μετὰ τοῦ ἡλίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 254· ὥστε κύματος δίκην κλύζειν πρὸς αὐγὰς τοῦδε πήματος πολὺ μεῖζον, ἐγείρεσθαι, ἀνυψοῦσθαι πρὸς τὴν λάμψιν τοῦ ἡλίου πολὺ μεῖζον κτλ., αὐτόθι 1182· λαμπροτάτη τῶν παρεουσέων αὐγέων, τῶν παρουσῶν ἡμερῶν, Ἱππ. π. Ἀγμ. 752· συχνόν παρ' Ἀριστ.: - μεταφ., ξυνανύτει βίου δύντος αὐγαῖς, δύει μετὰ τῶν τελευταίων αὐγῶν τοῦ δύντος βίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1123· - ἐνῶ αὐγαὶ ἡελίοιο, παρὰ Διονυσ. ΙΙ. 84, 231 σημαίνει τὴν ἀνατολήν: - αὐγή, ὡς καὶ νῦν, τὰ χαράγματα, Πράξ. Ἀπ. κ΄, 11. 2) ἐν γένει, πᾶν λαμπρὸν φῶς, οἷον ἐπὶ τοῦ πυρὸς (ἴδε ἐν λ. ἐσχάρα), Ὀδ. Ζ. 305, Ἰλ. Β. 456· ἀρίζηλοι δέ οἱ αὐγαί, ἐπὶ ἀστραπῆς, Ἰλ. Ν. 244, πρβλ. Σοφ. Φ. 1199· ἐπὶ πυρσοῦ, Ἰλ. Σ. 211, Αἰσχύλ. Ἀγ. 9· τίς δέ σ’ ἐτύφλωσεν; τίς ἀφείλετο λαμπάδος αὐγάς; Ἀνώνυμ. παρὰ Διογ. Λαερτ. 7, 163· πρβλ. ἠλεκτροφαής, ἀτέρμων. 3) ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ὀμμάτων αὐγαὶ Σοφ. Αἴ. 70· ὡσαύτως αὐγαὶ μόνον, ὡς τὸ Λατ. lumina, οἱ ὀφθαλμοί, Εὐρ. Ἀνδρ. 1180, Ρῆσ. 737· οὕτω πιθ. καὶ τὸ, ἀνακλίναντας τήν τῆς ψυχῆς αὐγὴν Πλάτ. Πολ. 540Α. 4) πᾶσα αἴγλη ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας στιλπνῶν πραγμάτων, λαμπηδών, αὐγὴ χαλκείη Ἰλ. Ν. 341· χρυσὸς αὐγὰς ἔδειξεν Πινδ. Ν. 4. 134· ἀμβρόσιος αὐγὰ πέπλου Εὐρ. Μήδ. 983· αὐγὴ τῆς κρόκης Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 33· οὕτω καὶ ἐπὶ λίθων, κλ. ὅρμοι καὶ αὐγαὶ λίθων Φιλοστρ. Εἰκόνες (Μέλης) 2. 8. - Κατὰ τὸ πλεῖστον ποιητ., ἀλλὰ συχν. παρ' Ἀριστοτέλει, κυρίως ἐπὶ ἡλιακοῦ φωτός. (Ἡ ῥίζα εἰσέτι δὲν ἐξηκριβώθη).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
lumière éclatante, particul.
1 éclat du soleil ; αἱ αὐγαί rayons du soleil : ἠελίου ἰδεῖν αὐγάς IL voir les rayons du soleil, càd naître ou être né ; αὐγὰς λεύσσειν ESCHL, βλέπειν ou ἐσιδεῖν EUR voir les rayons du soleil ou la lumière du jour, càd être vivant ; ὑπ’ αὐγὰς ἠελίοιο φοιτᾶν OD ou ζώειν OD aller et venir ou vivre à la lumière du jour ; πρὸς ou ὑπ’ αὐγὰς ἰδεῖν examiner, voir, etc. à la lumière du jour, càd en pleine lumière, à fond ; fig. βίου δύντος αὐγαί ESCHL les rayons du couchant de la vie;
2 lueur du feu, d’ord. au plur. αἱ αὐγαί lueur d’un feu servant de signal, lueur des éclairs;
3 éclat des yeux d’ord. au plur. ; abs. αὐγαί les yeux (cf. lat. lumina);
4 éclat ou reflet d’un objet brillant (métal, tissu, etc.).
Étymologie: DELG origine … obscure ; cf. alb. agume « aube ».
English (Autenrieth)
ῆς: beam, gleam, glow; esp. of the sun, ὑπ' αὐγὰς Ἠελίοιο, Od. 2.181.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
I 1luz del sol gener. en plu. rayos del sol, Il.17.371, Od.6.98, 12.176, B.1.55, ἄμβροτα δ' ὅσσ' ... ἀργέτι δεύεται αὐγῇ Emp.B 21.4, πρὸς αὐγὰς ἠελίοιο Parm.B 15, ἐκ τῆς ὁράσεως προχεῖσθαί τινα εἰς αὐτὸ αὐγήν Chrysipp.Stoic.2.234.9, αὐ. ἀπὸ τοῦ ἡλίου Thphr.Ign.5, ἡλιακὴ αὐ. Aristid.Quint.69.14, τὸ πολὺ τῆς αὐγῆς ἐμαραίνετο Ach.Tat.2.10.30
•tb. de la luna h.Hom.32.12, Plu.2.658b
•como sinónimo de φῶς PMag.13.476
•dependiendo de verb. como ἰδεῖν, λεύσσειν, βλέπειν ver la luz del sol e.d. nacer ἠελίου ἴδεν αὐγάς Il.16.188, μηδ' ἐσιδεῖν αὐγὰς ὀξέος ἠελίου Thgn.426
•tb. equivalente a estar vivo ὑπ' αὐγὰς ἠελίοιο φοιτᾶν Od.2.181, ζώειν Od.15.349, ἕως τ' ἔλευσσες αὐγὰς ἡλίου A.Pers.710, βλέπουσ' ... αὐγάς E.Andr.935
•en plu. frec. el sol ἐν δυθμαῖσιν αὐγῶν a la puesta del sol Pi.I.3(4).83, fig. τὸ μέλλον ... ἥξει ξύνορθρον αὐγαῖς el futuro ... vendrá amaneciendo con el sol e.d. completamente claro, A.A.254
•tard. aurora, amanecer ἄχρι αὐγῆς Act.Ap.20.11
•πρὸς αὐγὰς ἠελίοιο al oriente D.P.84
•ἐννέα αὐγὰς ἠελίου nueve días Nic.Th.275
•ὑπ' αὐγάς c. verb. de percepción visual (ver) a la luz del día ὑπ' αὐγὰς τούσδε λεύσσουσαι πέπλους E.Hec.1154, cf. Pl.Phdr.268a, Plu.2.462d
•de aquí fig. (ver) con claridad ὑπ' αὐγὰς θεᾶσθαι πράγματα Plb.5.35.10, φύσιν Plb.10.3.1.
2 luz, resplandor de una estrella Il.22.27, del fuego Od.6.305, Hes.Th.566, A.A.9, de una antorcha u hoguera Il.18.211, del relámpago Il.13.244, Hes.Th.699, βροντῆς S.Ph.1199, ἀστραπῆς Hippol.Haer.1.7.8 (= Anaximen.A 7), φέγγους LXX 2Ma.12.9, de una lámpara, Hp.Off.3, cf. Arist.PA 658a3.
3 brillo, fulgor, esplendor de objetos brillantes αὐ. κορύθων Il.13.341, del oro, Pi.N.4.83, ἀμβρόσιος αὐ. πέπλου E.Med.982, τῆς κρόκης Men.Fr.667.4, de gemas, Philostr.Im.2.8.5, de los dientes, Theoc.6.38.
4 brillo de la mirada ὀμμάτων S.Ai.70, Lycimn.4, Ach.Tat.1.19.1, D.P.Au.1.32
•en plu. los ojos, h.Merc.361, αὐγὰς βάλλων τέρψομαι E.Andr.1180.
5 fig. luz de la vida ξυνανύτει βίου δύντος αὐγαῖς A.A.1123, τῆς ζοῆς Herod.10.4, del alma, Pl.R.540a, de la luz divina μείναντες αὐγὴν ἐν ἀωρίᾳ περιεπάτησαν esperando la luz anduvieron en la oscuridad LXX Is.59.9, cf. Clem.Al.Fr.44, de la virtud, Meth.Symp.10.2, θεὸς αὐγὴ σοφή Sext.Sent.30.
II visión, vista ἐσορέοντι δὲ βλάπτεταί οἱ ἡ αὐγή Hp.Salubr.8, Morb.2.12.
• Etimología: Etim. oscura. Se rel. c. alb. agój ‘ser de día’, agume ‘alba’ y puede tratarse de un prést.
English (Strong)
of uncertain derivation; a ray of light, i.e. (by implication) radiance, dawn: break of day.
English (Thayer)
αὐγῆς, ἡ, brightness, radiance (cf. German Auge (eye), of which the tragic poets sometimes use αὐγή, see Pape (or Liddell and Scott; cf. Latin lumina)), especially of the sun; hence, ἡλίου is often added (Homer and following), daylight; hence, ἄχρις (ἄχρι T Tr WH) αὐγῆς even till break of day, Polyaen. 4,18, p. 386 κατά τήν πρώτην αὐγήν τῆς ἡμέρας). (Synonym: see φέγγος, at the end.)
Greek Monolingual
η (AM αὐγή)
1. το χρονικό διάστημα μεταξύ του τέλους της νύχτας και της ανατολής του ἡλιου
2. το διάστημα της ανατολής του ἡλιου και λίγο μετά, το πρωί
3. λάμψη, φεγγοβολή
4. ακτίνα
μσν.- νεοελλ.
η επόμενη αυγή, η επόμενη μέρα
νεοελλ.
1. η ημέρα («εις την τέταρτην αυγή» — την τέταρτη μέρα, Δ. Σολωμός)
2. η αρχή, το ξεκίνημα
3. (ως επίρρ.) την αυγή ή «αυγή αυγή» — πρωί πρωί
αρχ.
1. το φως του ήλιου
2. στιλπνότητα
3. αἱ αὐγαί
τα μάτια
4. «δυθμαὶ αὐγῶν» — το ηλιοβασίλεμα
5. «βίου δύντος αὐγαί» — η δύση της ζωής
6. «αὐγὰς βλέπω» — βλέπω το φως, είμαι ζωντανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. παράγωγο ενός αρχικού ρήματος, που δεν μαρτυρείται. Συνδέθηκε με αλβ. agόj «ξημερώνει», agume «αυγή» και ίσως με αρχ. σλαβ. jugљ «νότος, νότιος άνεμος». Παρουσιάζεται ως β' συνθετικό ενός αρκετά μεγάλου αριθμού επιθέτων με τη μορφή -αυγής, τα οποία προϋποθέτουν ίσως ένα ουδ. ουσ. αύγος που δεν μαρτυρείται παρά μόνο στον Ησύχιο ως ερμήνευμα της λ. ηώς. Επίσης σε ορισμένους τεχνικούς όρους εμφανίζεται ως β' συνθετικό -αυγος.
ΠΑΡ. αυγίτης
αρχ.
αυγάζω, αυγώ
νεοελλ.
αυγερινός, αυγινός.
ΣΥΝΘ. διαυγής, τηλαυγής
αρχ.
ανταυγής, απαυγής, ευαυγής, βλαβεραυγής, δυσαυγής, ελικαυγής, εναυγής, εξαυγής, ηλιαυγής, κυαναυγής, λαμπραυγής, λευκαυγής, λιπαραυγής, λιπαυγής, λυκαυγής, μελαναυγής, νυκταυγής, νυχαυγής, παναυγής, πανταυγής, περιαυγής, πυραυγής, πυρσαυγής, τετραυγής, υπεραυγής, φεραυγής, χλοαυγής, χρυσανταυγής, χρυσαυγής, φωταυγής, ψεφαυγής / έξαυγος, περίαυγος, ύπαυγος, φώταυγος.
Greek Monotonic
αὐγή: ἡ,
1. το φως του ήλιου, και στον πληθ. οι ακτίνες ή οι ηλιαχτίδες του, σε Όμηρ.· ὑπ' αὐγὰς ἠελίοιο, δηλ. ακόμα ζωντανός, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, αὐγὰς ἐσιδεῖν, λεύσσειν, βλέπειν, σε Θέογν., Αισχύλ., Ευρ.· αλλά, ὑπ' αὐγὰς λεύσσειν ή ἰδεῖν τί, κρατώ ψηλά στο φως και κοιτάζω, στον ίδ.· κλύζειν πρὸςαὐγάς, ανυψώνεται προς τη λάμψη του ήλιου, σε Αισχύλ., ίδ.· μεταφ., βίου δύντος αὐγαί, ο ήλιος της ζωής που δύει, στον ίδ.· αὐγή, η αυγή, το χάραμα, σε Καινή Διαθήκη
2. γενικά, κάθε έντονο, λαμπερό φως, όπως της φωτιάς, σε Όμηρ.· λέγεται για την αστραπή, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα μάτια, σε Σοφ.· απ' όπου αὐγαί, όπως Λατ. lumina, τα μάτια, σε Ευρ.
3. κάθε λάμψη στην επιφάνεια λαμπερών αντικειμένων, ανταύγεια, στιλπνάδα, αὐγὴ χαλκείη, σε Ομήρ. Ιλ.· αὐγὰ πέπλου, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
αὐγή: дор. αὐγά ἡ
1) тж. pl. сияние, свет, блеск (ἠελίου Hom.; πυρός Aesch.; βροντᾶς αὐγαί Soph.);
2) pl. солнечный свет: ἠελίου ἴδεν αὐγάς Hom. он увидел свет, т. е. родился; ὑπ᾽ αὐγὰς ἠελίοιο φοιτᾶν или ζώειν Hom., αὐγὰς λεύσσειν Aesch., βλέπειν и εἰσιδεῖν Eur. жить на свете, быть в живых; δυσμαὶ αὐγᾶν Pind. заход солнца; ὑπ᾽ αὐγὰς θεωρεῖν Arph. или ἰδεῖν Plat. рассматривать при ярком свете; βίου δύντος αὐγαί Aesch. лучи догорающей жизни;
3) рассвет (ἄχρι αὐγῆς NT);
4) pl. глаза (εἴς τινα αὐγὰς βαλεῖν Eur.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: light, beam, e.g. of the sun (Il.).
Compounds: On μελαναυγής etc. s. DELG.
Derivatives: αὐγίτης (λίθος) a precious stone (Plin.; s. Redard Les noms grecs en -της 52f.); αὐγῖτις plant name = ἀναγαλλὶς η Φοινικῆ (Ps.-Dsc.; s. Redard 67, 70 and Strömberg Pflanz.. 25). - αὖγος in H. as explanation of ἠώς. Αὐγώ f. name of a dog (X.), endearing term, s. Schwyzer 478, Chantr. Form.115ff.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [87] *h₂eug- shine
Etymology: Prob. an old verbal noun.Cf. Alb. ag dawn, Demiraj, Alb. Etym. Perhaps further to OCS. jugъ south, soutwind (Berneker IF 10, 156; diff. on jugъ Berneker Etym. WB 458).
Middle Liddell
1. the light of the sun, sunlight, and in pl. his rays or beams, Hom.; ὑπ' αὐγὰς ἠελίοιο, i.e. still alive, Od.; so, αὐγὰς ἐσιδεῖν, λεύσσειν, βλέπειν Theogn., Aesch., Eur.; but, ὑπ' αὐγὰς λεύσσειν or ἰδεῖν τι to hold up to the light and look at, Eur.; κλύζειν πρὸς αὐγάς to rise surging towards the sun, Aesch.:—metaph., βίου δύντος αὐγαί "life's setting sun, " Aesch.:— αὐγή the dawn, day-break, NTest.
2. generally, any bright light, as of fire, Hom.; of lightning, Il.; of the eyes, Soph.; hence αὐγαί, like Lat. lumina, the eyes, Eur.
3. any gleam on the surface of bright objects, sheen, αὐγὴ χαλκείη Il.; αὐγὰ πέπλου Eur.
Frisk Etymology German
αὐγή: {augḗ}
Grammar: f.
Meaning: Lichtstrahl (im Plur., vgl. Schwyzer-Debrunner 43), Licht, Glanz (vorw. poet. seit Il.).
Derivative: Ableitungen: αὐγήεις lichtäugig (Nik.), αὐγίτης (λίθος) N. eines Edelsteins (Plin.; vgl. Redard Les noms grecs en -της 52f.); αὐγῖτις Pflanzenname = ἀναγαλλὶς ἢ Φοινικῆ (Ps.-Dsk.; vgl. Redard 67, 70 und Strömberg Pflanzennamen 25). — Denominative Verba: 1. αὐγάζομαι, -άζω klar sehen, bestrahlen, leuchten (poet. seit Il., LXX usw., vgl. Prévot Rev. de phil. 61, 252f.) mit den seltenen Verbalnomina αὔγασμα (LXX) und αὐγασμός (Placit.), außerdem αὐγάστειρα Licht gebend (Orph.). 2. αὐγέω leuchten (LXX). — Für sich steht αὖγος bei H. als Erklärung von ἠώς, wohl postverbal, und Αὐγώ f. N. eines Hundes (X.), wohl Kosename, s. Schwyzer 478, Chantraine Formation 115ff.
Etymology : Wahrscheinlich altes Verbalnomen zu einem verschollenen primären Verb. Dazu zieht man alb. agój tagen, agume Morgenröte, Morgen (Persson Beitr. 369 A. 2); in Betracht kommt auch aksl. jugъ Süden, Südwind (Berneker IF 10, 156, Fick KZ 20, 168; anders über jugъ Berneker Etym. WB 458).
Page 1,183-184
Chinese
原文音譯:aÙg» 凹給
詞類次數:名詞(1)
原文字根:發光
字義溯源:光線*,天亮,黎明,破曉,光明
同源字:1) (ἀπαύγασμα)閃爍出來 2) (αὐγάζω / καταυγάζω)光照 3) (αὐγή)光線 4) (διαυγάζω)微光通過 5) (δηλαυγῶς / τηλαυγῶς)清楚地
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 天亮(1) 徒20:11