περισσεύω

From LSJ
Revision as of 12:10, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσεύω Medium diacritics: περισσεύω Low diacritics: περισσεύω Capitals: ΠΕΡΙΣΣΕΥΩ
Transliteration A: perisseúō Transliteration B: perisseuō Transliteration C: perisseyo Beta Code: perisseu/w

English (LSJ)

Att. περιττεύω, impf. ἐπερίσσευον (περιέσσευον is condemned by Phryn.20), (περισσός)

   A to be over and above the number, μύριοί εἰσιν ἀριθμόν... εἷς δὲ π. Hes.Fr.160 ; περιττεύσουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι the enemy will go beyond us, outflank us, X.An.4.8.11.    II to be more than enough, remain over, τἀρκοῦντα καὶ περιττεύοντα Id.Smp.4.35 ; τὸ π. [ἀργύριον] Id.Vect.4.7; ἂν ᾖ τι… περιττεῦον Pl.Lg.855b; εἴ τι π. ἀπὸ τῶν τόκων SIG672.19 (Delph., ii B. C.); ἡ περιττεύουσα τροφή Arist.HA 619a20; τὸ π. τῶν κλασμάτων Ev.Matt.14.20; τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευσε, κτλ. such abundance of reason had Pericles for his belief, Th.2.65; τοσόνδ' ἐπερίσσευσεν αὐτοῖς εὐνοίας J.AJ19.1.18; τὸ ἀνδρεῖον ἐπερίττευεν αὐτῇ D.H.3.11.    2 in bad sense, to be superfluous, τὰ περισσεύοντα τῶν λόγων S.El.1288; ἵν' ἐμοὶ περιττεύῃ, i. e. that I may be over-rich, Diog.Oen.64.    III of persons, abound in, χορηγίᾳ, opp. ἐλλείπω, Plb.18.35.5, etc.; αἱ ἐκκλησίαι ἐπερίσσευον τῷ ἀριθμῷ Act.Ap.16.5 :—Med., c. gen., περισσεύονται ἄρτων have more than enough of…, Ev.Luc.15.17.    2 to be superior, π. παρά τινα to be better than... LXX Ec.3.19; ὑπέρ τινα ib.1 Ma.3.30 (v.l.); be better, have the advantage, 1 Ep.Cor.14.12; π. μᾶλλον abound more and more, sc. in Christian graces, 1 Ep.Thess.4.1, 11:—Med., περισσευόμεθα, opp. ὑστερούμεθα, 1 Ep.Cor.8.8.    IV causal, make to abound, πᾶσαν χάριν π. 2 Ep.Cor.9.8; τινὰς τῇ ἀγάπῃ 1 Ep.Thess.3.12 :—Pass., to be made to abound, Ev.Matt.13.12, 25.29.    2 of Time, π. τὰς ὥρας make them longer, Ath.2.42b.

German (Pape)

[Seite 592] att. -ττεύω, überzählig, überflüssig sein; Hes. frg. 14, 4; τὰ μὲν περισσεύοντα τῶν λόγων ἄφες, Soph. El. 1280, laß die überflüssigen Worte; Plat. Legg. IX, 855 a; die Ueberzahl haben, Xen. An. 4, 8, 11 u. Folgde; τὸ περιττεῦον, im Ggstz von λεῖπον, Pol. 4, 38, 9; auch περισσεύων τῇ χορηγίᾳ, im Ggstz von ἐλλείπων, 18, 18, 5; Sp.; – sich auszeichnen, vorzüglich sein, τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευεν, Thuc. 2, 65, es war dem Perikles eine solche Ueberlegenheit, oder nach Anderen, er hatte solchen Ueberfluß an Hülfsquellen, daß er ohne Weiteres gesiegt haben würde, wenn er den Krieg hätte fortführen können; περιττεύει μοί τι, ich habe Ueberfluß woran, besitze es in hohem Grade, εἰ μὴ τὸ ἀνδρεῖον ἐπερίττευεν αὐτῇ, D. Hal. 3, 11; τινί, Ueberfluß an Etwas haben, Pol. 18, 18, 5; auch τινός, Luc.; – übrig sein, bleiben, N. T. – Das Augm. περιέσσευσα u. ä. ist falsch, s. Lob. zu Phryn. p. 28.

Greek (Liddell-Scott)

περισσεύω: μεταγεν. Ἀττ. -ττεύω· παρατ. ἐπερίσσευον, μεταγν. καὶ περιέσσευον, ἀλλὰ τοῦτο μόνον κατὰ σύγχυσιν πρὸς τὸ σεύω, ἔσσευον, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 28· (περισσός). Ὑπερβαίνω τὸν ἀριθμόν, μύριοί εἰσιν ἀριθμόν…, εἷς δὲ π. Ἡσ. Ἀποσπ. 14. 4· περιττεύσουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι, οἱ ἐχθροὶ θὰ ἐκταθῶσιν ὑπὲρ ἡμᾶς, θὰ ὑπερφαλαγγήσωσιν ἡμᾶς, (πρβλ. περιέχω ΙΙ) Ξεν. Ἀν. 4. 8, 11. ΙΙ. εἶμαι πλέον ἢ ἀρκετός, πλεονάζω, τἀρκοῦντα καὶ τὰ περιττεύοντα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4. 35· τὸ π. ἀργύριον ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 4. 7· ἂν ἦ τι... περιττεῦον Πλάτ. Νόμ. 855Α· ἡ περιττεύουσα τροφὴ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 8· τὸ π. τῶν κλασμάτων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ´, 20 (πρβλ. περίσσευμα)· τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευε κτλ., τοσαύτην ἀφθονίαν λόγων καὶ ὀρθῆς γνώμης εἶχεν ὁ Περικλῆς, Θουκ. 2. 65· τοσόνδε ἐπερίσσευσεν αὐτοῖς εὐνοίας Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 18· ὡσαύτως, τὸ ἀνδρεῖον ἐπερίττευεν αὐτῇ Διον. Ἁλ., 3. 11. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἶμαι περιττός, τὰ περισσεύοντα τῶν λόγων Σοφ. Ἠλ. 1288. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἔχω ἀφθονίαν εἴς τι, τινί, ἀντίθετον τῷ ἐλλείπω, Πολύβ. 18. 18, 5, Πλούτ., κλ.· π. τῷ ἀριθμῷ Πράξ. Ἀποστ. ις´, 5· ― ὡσαύτως μετὰ γεν., π. ἄρτων. ἔχω πλέον ἢ ἀρκετούς..., Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε´, 17. 2) εἶμαι ἀνώτερος, κρείσσων, π. παρά τινα, εἶμαι ἀνώτερος ἢ..., Ἑβδ. (Ἐκκλ. Γ´, 19) εἶμαι κρείσσων, ἀνώτερος, καλλίτερος, Α´ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. η´, 8, ιδ´, 12· π. μᾶλλον, προάγομαι ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον (δηλ. εἰς τὰς χριστιανικὰς χάριτας), Α´ Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. δ´, 1 καὶ 11. IV. Μεταβατικὸν ἐνεργείας, κάμνω ὥστε νὰ προάγηταί τις, προβιβάζω, π. πᾶσαν χάριν Β´ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. θ´, 8· π. τινὰ τῇ ἀγάπῃ Α´ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. γ´, 12. ― Παθ., προβιβάζομαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ´, 12, κε´ 29. 2) ἐπὶ χρόνου, π. τὰς ὥρας, μηκύνω αὐτὰς ἐπὶ μᾶλλον, Ἀθήν. 42Β.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπερίσσευσα, pf. inus.
I. intr. 1 être en plus, être plus nombreux ; déborder (les ailes d’une armée) gén.;
2 être de trop, être superflu, surabondant ; abs. περισσεύει, il y a en surcroît : τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευεν THC Périclès avait un tel surcroît de crédit ou selon d’autres, une telle surabondance de ressources;
II. tr. fournir en abondance ; multiplier, acc..
Étymologie: περισσός.

English (Strong)

from περισσός; to superabound (in quantity or quality), be in excess, be superfluous; also (transitively) to cause to superabound or excel: (make, more) abound, (have, have more) abundance (be more) abundant, be the better, enough and to spare, exceed, excel, increase, be left, redound, remain (over and above).

English (Thayer)

imperfect ἐπερίσσευον (περισσεύσειν ( bez); 1st aorist ἐπερίσσευσα; passive, present περισσεύομαι (περισσευθήσεται; (περισσός, which see);
1. intransitive and properly, to exceed a fixed number or measure; to be over and above a certain number or measure: μύριοι εἰσιν ἀριθμόν ... εἷς δέ περισσεύει, Hesiod from 14,4 (clxix. (187), edition Göttling); hence,
a. to be over, to remain: τό περισσεῦον τῶν κλασμάτων, equivalent to τά περισσευοντα κλάσματα, περισσεύει μοι τί, τό περισσεῦσαν τίνι, what remained over to one, to exist or be at hand in abundance: τίνι, τό περισσεῦον τίνι, one's abundance, wealth (R. V. superfluity); opposed to ὑστέρησις), ὑστέρημα, to be great (abundant), περισσεύει τί εἰς τινα, "a thing comes in abundance, or overflows, unto one; something falls to the lot of one in large measure": περισσεύω εἰς τί, to redound unto, turn out abundantly for, a thing, ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ἐμῷ ψεύσματι ἐπερίσσευσεν εἰς τήν δόξαν αὐτοῦ, i. e. by my lie it came to pass that God's veracity became the more conspicuous, and becoming thus more thoroughly known increased his glory, to be increased, τῷ ἀριθμῷ, to abound, overflow, i. e. α. to be abundantly furnished with, to have in abundance, abound in (a thing): absolutely (A. V. to abound), to be in affluence, ὑστερεῖσθαι; Winer s Grammar, § 30,8b.; (cf. Buttmann, § 132,12)): ἄρτων, R G L T Tr marginal reading β. to be pre-eminent, to excel (cf. Buttmann, § 132,22): absolutely, ἐν with a dative of the virtues or the actions in which one excels (Buttmann, § 132,12), L T Tr WH omit ἐν); περισσεύητε μᾶλλον, to excel still more, to increase in excellence, μᾶλλον καί μᾶλλον περισσεύῃ, περισσεύσῃ ... πλεῖον, to excel more than (A. V. exceed; cf. Buttmann, § 132,20,22), περισσεύειν ὑπέρ τινα, τί ἐπερίσσευσεν ὁ ἄνθρωπος παρά τό κτῆνος; Winer s Grammar, p. 23; § 38,1), to make to abound, i. e.
a. to furnish one richly so that he has abundance: passive, WH Tr text; τί εἰς τινα, to make a thing to abound unto one, to confer a thing abundantly upon one, to make abundant or excellent: τί, to cause one to excel: τινα, with a dative of the thing, τάς ὥρας, to extend the hours beyond the prescribed time, Athen. 2, p. 42b.) (Compare: ὑπερπερισσεύω.)

Greek Monolingual

και περιττεύω ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν περισσός / περιττός
1. πλεονάζω, ξεπερνώ τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, μένω ως υπόλοιπο («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», Ησίοδ.)
2. είμαι υπερεπαρκής, αφθονώ, έχω περίσσεια, είμαι υπεραρκετός (α. «η κακία περισσεύει στην εποχή μας» β. «τὸ ἀνδρεῑον ἐπερίττευεν αὐτῇ», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
παροιμ. α) «στο καλάθι δεν χωράει, στο κοφίνι του περισσεύει» — λέγεται όταν υπάρχει δυσκολία προσαρμογής σε μια κατάσταση
β) «του τρελού το σκοινί δεν φτάνει μονό, διπλό φτάνει και περισσεύει» — αυτός που τσιγκουνεύεται για ένα αναγκαίο έξοδο, αργότερα θα χρειαστεί να ξοδέψει περισσότερα
νεοελλ.-αρχ.
1. γίνομαι περισσότερος, αφθονότερος, αυξάνομαι, πληθαίνω (α. «η παίδα του περίσευγε και μπλιο δεν είχε γνώση», Ερωτόκρ.
β. «αἱ μὲν οὖν ἐκκλησίαι ἐστερεοῡντο καὶ ἐπερίσσευον τῷ ἀριθμῷ καθ' ἡμέραν», ΚΔ)
2. μένω ως υπόλοιπο, ως πλεόνασμα, απομένω (α. «μάς περίσσεψαν αρκετά χρήματα» β. «εἴ τι περισσεύοι ἀπὸ τῶν τόκων», επιγρ.)
3. (νεοελλ. μόνο ο τ. περιττεύω, αρχ. και ο τ. περισσεύω) είμαι περιττός, πλεονάζω ως άχρηστος, παρέλκω (α. «όταν μιλούν τα πράγματα, τα λόγια περιττεύουν» β. «τὰ μὲν περισσεύοντα τῶν λόγων ἄφες», Σοφ.)
4. είμαι ανώτερος, έχω περισσότερα πλεονεκτήματα, πλεονεκτώ, ξεπερνώ κάποιον (α. πάσα κιανείς στο δύναται τσ' άλλους να περισσεύγει», Ερωφ.
β. «καὶ τί ἐπερίσσευσεν ὁ ἄνθρωπος παρὰ τὸ κτῆνος;», ΠΔ)
αρχ.
1. (για πρόσ.) έχω κάτι άφθονο, έχω αφθονία από κάτι («περισσεύειν χορηγίᾳ», Πολ.)
2. (μτβ. για πράγμ.) καθιστώ κάτι άφθονο, παρέχω κάτι με αφθονία («δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾱσαν χάριν περισσεῡσαι εἰς ὑμᾱς», ΚΔ)
3. (και το παθ.) περισσεύομαι
παρέχομαι, δίνομαι με αφθονίαὅστις γὰρ ἔχῃ, δοθήσεται αὐτῶ καὶ περισσευθήσεται», ΚΔ)
4. γίνομαι ανώτερος, καλύτερος («πρὸς τὴν οἰκοδομὴν τῆς ἐκκλησίας ζητεῑται ἵνα περισσεύσητε», ΚΔ)
5. (με γεν.) υπερβαίνω, ξεπερνώ κάποιον στον αριθμό ή στην ποσότητα («περιττεύουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι», Ξεν.)
6. (το μέσ. με γεν.) έχω κάτι άφθονο, υπεραρκετό («πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύονται ἄρτων;», ΚΔ)
7. (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ περισσεῡον
το περίσσευμα («ἦραν τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων», ΚΔ)
8. ενεργώ, κάνω ώστε να προάγεται κάποιος, προάγω («ὑμᾱς δὲ Κύριος πλεονάσαι καὶ περισσεῡσαι τῇ ἀγάπῃ», ΚΔ)
9. μέσ. βρίσκομαι σε πλεονεκτική θέση, πλεονεκτώοὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσευόμεθα, οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα», ΚΔ)
10. φρ. α) «περισσεύω τὰς ὥρας» — επιμηκύνω τις ώρες
β) «περισσεύω μᾱλλον» — προάγομαι, προοδεύω, προκόβω.

Greek Monotonic

περισσεύω: Αττ. -ττεύω, μέλ. -σω, παρατ. ἐπερίσσευον· (περισσός
I. είμαι πάνω και πέρα από τον αριθμό, με γεν., περιττεύουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι, οι εχθροί θα μας ξεπεράσουν, θα μας υπερφαλαγγίσουν, σε Ξεν.
II. 1. απόλ., είμαι περισσότερος από αρκετός, παραμένω περισσότερος, πλεονάζω, στον ίδ. κ.λπ.· τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ, σε Θουκ.
2. με αρνητική σημασία, είμαι περιττός, σε Σοφ.
III. 1. λέγεται για πρόσωπα, έχω αφθονία, αφθονώ σ' ένα πράγμα, με δοτ., σε Καινή Διαθήκη· επίσης με γεν., περισσεύω ἄρτων, έχω περισσότερο ψωμί από όσο χρειάζομαι, στο ίδ.
2. είμαι ανώτερος, έχω το πλεονέκτημα, στο ίδ.
IV. Μτβ., κάνω κάποιον να προαχθεί, να προβιβαστεί, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

περισσεύω: атт. περιττεύω
1) быть более многочисленным, превосходить числом: περιττεύσουσιν ἡμῶν Xen. они будут обладать численным превосходством над нами;
2) быть в остатке или избытке: τἀρκοῦντα ἔχειν καὶ περισσεύοντα Xen. иметь достаточно и даже в избытке; τὸ περισσεῦον NT остаток; ἂν ᾖ τί τινος περιττεῦον Plat. если что-л. окажется в излишке в сравнении с чем-л.;
3) иметь в изобилии: τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευσε Thuc. у Перикла оказалось такое изобилие средств; π. τινί Polyb., NT и τινός Luc., NT иметь в изобилии что-л.;
4) быть излишним, бесполезным: τὰ περισσεύοντα τῶν λόγων ἄφες Soph. оставь ненужные слова;
5) преуспевать (ἔν τινι и εἴς τι NT);
6) приумножать (πᾶσαν χάριν εἴς τινα NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περισσεύω Ion. voor περιττεύω.

Middle Liddell

attic -ττεύω fut. σω imperf. ἐπερίσσευον περισσός
I. to be over and above the number, c. gen., περιττεύσουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι the enemy will go beyond us, outflank us, Xen.
II. absol. to be more than enough, remain over, Xen., etc.; τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευε such abundance of reason had Pericles, Thuc.
2. in bad sense, to be superfluous, Soph.
III. of persons, to abound in a thing, c. dat., NTest.:—also c. gen., π. ἄρτων to have more than enough of bread, NTest.
2. to be superior, have the advantage, NTest.; π. μᾶλλον to abound more and more, NTest.
IV. Causal, to make to abound, NTest.:—Pass. to be made to abound, NTest.