Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κοσμέω

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμέω Medium diacritics: κοσμέω Low diacritics: κοσμέω Capitals: ΚΟΣΜΕΩ
Transliteration A: kosméō Transliteration B: kosmeō Transliteration C: kosmeo Beta Code: kosme/w

English (LSJ)

A order, arrange, esp. set an army in array, marshal it, Il.14.379; κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἀνέρας 2.554:—Pass., ἐπεὶ κόσμηθεν ἅμ' ἡγεμόνεσσιν ἕκαστοι 3.1; πένταχα κοσμηθέντες marshalled in five bodies, 12.87; of a population, διὰ τρίχα κοσμηθέντες 2.655; once in Od., of hunters, διὰ δὲ τρίχα κοσμηθέντες 9.157:—Med., κοσμησάμενος πολιήτας having arranged his men, Il.2.806; so after Homer, κοσμέω στρατόν (v.l. for κοιμήσων) E.Rh.662; τάξεις κεκοσμημέναι X.Cyr.2.1.26, cf. Pl.Phdr.247a; ἐπὶ τάξις πλεῦνας ἐκεκοσμέατο Hdt.9.31. 2 generally, arrange, prepare, δόρπον ἐκόσμει Od. 7.13; κοσμέω ἀοιδήν η Bacch.59; ἔργα Hes.Op.306; στέφανον E.Hipp.74; τράπεζαν X.Cyr.8.2.6; εἰς τάφον λέβητα S.El.1401:—Pass., δεῖπνον κεκόσμηται Pi.N.1.22; δεῖ οὕτω κοσμηθῆναι ὅκωςDemocr.266; τὸ κοσμηθὲν αἷμα = τὸν οἰκεῖον κόσμον κτησάμενον, Gal.5.551. II order, rule, τὴν πόλιν κ. καλῶς τε καὶ εὖ Hdt.1.59, cf. S.Aj.1103; Σπάρτην ἔλαχες, κείνην κόσμει E.Fr.723 (anap.); κοσμέω ἐμαυτόν restrain myself, Id.Hyps.Fr.34(60).46; τὰ ἄλλα ἐκεκοσμέατό οἱ Hdt.1.100; τόν γε νοῦν κοσμοῦντα πάντα κοσμεῖν Pl.Phd.97 c:—Pass., τὰ κοσμούμενα orderly institutions, S.Ant.677: pf.part., of persons, orderly, ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος Pl.Lg.716a; τεταγμένον τε καὶ κ. πρᾶγμα Id.Grg. 504 a. 2 in Crete, hold office of κόσμος III, οἱ κεκοσμηκότες Arist. Pol.1272a35, cf. Plb.22.15.1; Cret. κοσμίω Leg.Gort.1.51, etc.; also κορμίω (q.v.). III adorn, equip, dress, especially of women, h.Hom. 6.11, Hes.Op.72; κοσμῆσαί τινα πανοπλίῃ Hdt.4.180; τριπόδεσσι κ. δόμον Pi.I.1.19; τινὰ πλούτῳ ὑπερβάλλοντι Hdn.3.10.6: c. dupl. acc., πρίν σε νυμφικὸν ἰστέφανον κοσμήσαμεν JRS17.51 (Phrygia, iv A. D.):—freq. in Med., κοσμέεσθαι τὰς κεφαλάς to adorn their heads, Hdt.7.209; κοσμεῖσθαι σῶμα ὅπλοις E.Ph.1359; ἐν φοινικίσι κοσμησάμενοι having decked themselves, Pl.Com.208:—Pass., χρυσῷ κοσμηθεῖσα h.Ven.65; παῖσα δ' Ἄρῃ κεκόσμηται στέγα Alc.15.1; ἵπποι κεκοσμημένοι ὡς κάλλιστα Hdt.7.40; κεκ. ἐσθῆτι ποικίλῃ καὶ χρυσοῖσι στεφάνοις Pl.Ion535 d, cf. S.Ph.1064, Th.6.41, etc. 2 metaph., adorn, embellish, λόγους E.Med.576; λόγους ῥήμασί τε καὶ ὀνόμασι κεκοσμημένους Pl.Ap.17 c; τραγικὸν λῆρον Ar.Ra.1005; κοσμέω ἔργον ἄριστον ib.1027; τὸ λογικὸν ἔχεις ἐξαίρετον, τοῦτο κόσμει Arr.Epict.3.1.26; λόγον εὐρυθμίαις Isoc.5.27; αὑτὸν λόγοις Pl.La.196 b, cf. 197 c; ἐπὶ τὸ μεῖζον κ. Th.1.21; τὸν… τὴν ἐκείνων ἀρετὴν κοσμήσοντα (in speaking) D.18.287:—Pass., ἦθος σεμνότητι -μημένον Phld.Acad.Ind. p.52 M. 3 honour, λουτροῖς σ' ἐκόσμης' S.El.1139; κοσμέω τάφον Id.Ant. 396; νέκυν E.Tr.1147; κ. καὶ τιμᾶν X.Cyr.1.3.3; of persons, adorn, be an honour to, πατρίδα Thgn.947; νᾶσον εὐκλέα Pi.N.6.46; Σαλαμῖνα κ. πατρίδα E.Fr.530.3; [τὴν πόλιν] αἱ τῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν Th.2.42. 4 bury, JHS25.172, al. (Isauria). IV Pass., κοσμοῦμαι = to be assigned to, be ascribed to, ἐς τὸν Αἰγύπτιον νομὸν αὗται [αἱ πόλεις] ἐκεκοσμέατο Hdt.3.91; ἐς Πέρσας κεκοσμέαται Id.6.41; especially of philosophic schools, κατὰ τὴν Ἀκαδημίαν κοσμεῖσθαι S.E.P.1.231; οἱ κατὰ διαφόρους αἱρέσεις κοσμούμενοι Id.M.11.77.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. mettre en ordre :
1 arranger, mettre en bon ordre ; en gén. disposer, arranger, préparer : δόρπον OD un repas ; τράπεζαν XÉN dresser une table;
2 répartir, distribuer;
3 p. ext. diriger, gouverner, commander ; τὰ κοσμούμενα SOPH les dispositions prises par ceux qui gouvernent;
II. p. suite :
1 parer, orner ; fig. κ. λόγον εὐρυθμίαις ISOCR arranger un discours avec des phrases bien cadencées;
2 vanter, célébrer : ἐπὶ τὸ μεῖζον κ. THC embellir en exagérant;
3 honorer : τάφον SOPH donner des soins à une tombe ; κ. καὶ τιμᾶν XÉN parer (de vêtements, de bijoux) qui sont des marques d'honneur;
Moy. κοσμέομαι, κοσμοῦμαι;
1 arranger ou disposer pour soi : κοσμησάμενος πολιήτας IL ayant disposé en bon ordre ses compatriotes;
2 parer pour soi ou sur soi : κ. τὰς κόμας HDT se parer la chevelure.
Étymologie: κόσμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσμέω [κόσμος] ep. aor. pass. 3 plur. κόσμηθεν; Ion. perf. med.-pass. 3 plur. κεκοσμέαται, Ion. plqperf. med.-pass. 3 plur. ἐκεκοσμέατο ordenen; milit. opstellen, ook med.:; κοσμησάμενος πολιήτας als hij zijn eigen mensen heeft opgesteld Il. 2.806; ἐπὶ... τάξις πλεῦνας ἐκεκοσμέατο ze stonden opgesteld in meerdere linies Hdt. 9.31.2; in orde brengen:; δόρπον de maaltijd Od. 7.13; κ. τράπεζαν een tafel dekken Xen. Cyr. 8.2.6; indelen:. ἐς γὰρ τὸν Αἰγύπτιον νομὸν αὗται ἐκεκοσμέατο zij waren ingedeeld onder de satrapie Egypte Hdt. 3.91.2. regeren, besturen:; τὴν πόλιν κοσμέων καλῶς τε καὶ εὖ de stad goed en rechtvaardig besturend Hdt. 1.59.6; τάδε δὲ ἄλλα ἐκεκοσμέατό οἱ verder waren door hem nog de volgende maatregelen getroffen Hdt. 1.100.2; τὰ κοσμούμενα de bestuursmaatregelen Soph. Ant. 677; abs. kosmos zijn (hoge bestuursfunctie op Kreta). versieren, uitrusten met:; παρθένον... κοσμήσαντες κυνέῃ... Κορινθιῇ als ze het meisje getooid hebben met een Corinthische helm Hdt. 4.180.3; ook med.:; χαλκέοις σῶμ’ ἐκοσμήσανθ’ ὅπλοις zij hebben hun lichaam getooid met bronzen wapenrusting Eur. Phoen. 1359; overdr.: ἐπὶ τὸ μεῖζον κοσμοῦντες iets mooier makend dan het is Thuc. 1.21.1; λόγον εὐρυθμίαις een betoog met ritmische effecten verfraaien Isocr. 5.27. eren, verheerlijken:. τάφον κοσμοῦσα terwijl zij het graf eer bewees Soph. Ant. 396; τόν... τὴν ἐκείνων ἀρετὴν κοσμήσοντα degene die hun voortreffelijkheid zal verheerlijken Dem. 18.287.

Russian (Dvoretsky)

κοσμέω:
1 воен. строить, выстраивать (ἵππους τε καὶ ἀνέρας Hom.; στρατόν Eur.): πένταχα κοσμηθέντες Hom. выстроенные пятью отрядами; στρατιὰ κατὰ ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη Plat. войско, разделенное на одиннадцать колонн;
2 устраивать, располагать в порядке (τεταγμένον τε καὶ κεκοσμημένον πρᾶγμα Plat.): ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος Plat. скромный и сдержанный; τὰ κοσμούμενα Soph. распоряжения;
3 устраивать, готовить (δόρπον Hom.; δεῖπνον Pind.; τράπεζαν Xen.; τάφον, ἐς τάφον λέβητα κ. Soph.): κ. ἀοιδήν Hom. слагать песнь;
4 устраивать, управлять, править (νοῦς κοσμῶν Anaxagoras ap. Plat.): τὴν πόλιν κ. καλῶς τε καὶ εὖ Her. превосходно управлять государством;
5 заправлять (маслом) (τὰς λαμπάδας NT);
6 (на Крите), быть космом (см. κόσμος 5), осуществлять верховную власть: οἱ γέροντες ἐκ τῶν κεκοσμηκότων Arst. (на Крите избираются) члены совета старейшин из числа тех, которые (в прошлом) исполняли должность космов;
7 убирать, прибирать (οἶκος κεκοσμημένος NT);
8 наряжать, убирать, одевать (τινα πανοπλίῃ Her.; σῶμα ὅπλοις Eur.; γυναῖκας ἐν καταστολῇ NT): κοσμέεσθαι τὰς κεφαλάς Her. убирать себе головы, причесываться; κεκοσμημένος ἐσθῆτι ποικίλῃ Plat. нарядившись в пеструю одежду;
9 украшать (δόμους τριπόδεσσι Pind.);
10 разукрашивать, приукрашивать (λόγους Eur.; τραγικὸν λῆρον Arph.): κενοῖς λόγοις αὑτὸν κ. Plat. рядиться в пустые фразы; ἐπὶ τὸ μεῖζον κ. Thuc. расписывать преувеличенно яркими красками;
11 служить украшением, украшать собой (νᾶσον Pind.; πόλιν Thuc.);
12 обряжать, готовить к погребению (τινα Soph.; νέκυν Eur.);
13 причислять, относить (ἐς τὸν Αἰγύπτιον νομὸν κοσμέεσθαι Her.).

English (Autenrieth)

(κόσμος), aor. ἐκόσμησα, pass. aor. 3 pl. κόσμηθεν, mid. aor. part. κοσμησάμενος: arrange, order, esp. marshall troops, mid., one's own men, Il. 2.806; of preparing a meal, Od. 7.13.

English (Slater)

κοσμέω (κοσμεῖν: ἐκόσμησαν; κοσμήσαις: pass. aor. ἐκόσμηθεν: pf. κεκόσμηται.) deck, dress richly ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις having dressed her in fine clothing (P. 9.118) καὶ τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ (I. 1.19) χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν as victors in the games Παρθ. 2. . ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται is richly laid out (N. 1.22) met., honour, πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν (N. 6.46)

Spanish

adornar

English (Strong)

from κόσμος; to put in proper order, i.e. decorate (literally or figuratively); specially, to snuff (a wick): adorn, garnish, trim.

English (Thayer)

κόσμῳ; 3rd person plural imperfect ἐκόσμουν; 1st aorist ἐκόσμησά; perfect passive κεκόσμημαι; (κόσμος);
1. to put in order, arrange, make ready, prepare: τάς λαμπάδας, put in order (A. V. trim), δόρπον, Homer, Odyssey 7,13; τράπεζαν, Xenophon, Cyril 8,2, 6; 6,11; the Sept. עָרַך; προσφοράν, to ornament, adorn (so in Greek writings from Hesiod down; the Sept. several times for עָדָה); properly: οἶκον, in the passive, τά μνημεῖα, to decorate (A. V. garnish), τάφους, Xenophon, mem. 2,2, 13); τό ἱερόν λίθοις καί ἀναθεμασι, in the passive, τούς θεμελίους τοῦ τείχους λίθῳ τιμίῳ, τινα (with garments), νύμφην, passive ἑαυτάς ἐν τίνι, καταστολή, 2). Metaphorically equivalent to to embellish with honor, gain honor (Pindar nem. 6,78; Thucydides 2,42; κεκοσμενον τῇ ἀρετή, Xenophon, Cyril 8,1, 21): ἑαυτάς, followed by a participle designating the act by which the honor is gained, τήν διδασκαλίαν ἐν πᾶσιν, in all things, Titus 2:10.

Greek Monotonic

κοσμέω: μέλ. -ήσω (κοσμός),
I. 1. τακτοποιώ, διευθετώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· ιδίως, παρατάσσω στράτευμα, βάζω στη σειρά, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., κοσμησάμενος πολιήτας, έχοντας τακτοποιήσει τους άνδρες τους, στο ίδ.
2. γενικά, προετοιμάζω, προπαρασκευάζω, δόρπον, σε Ομήρ. Οδ.· ἔργα, σε Ησίοδ. κ.λπ.
II. 1. διαθέτω, κυβερνώ, διοικώ, διευθύνω, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· τὰ κοσμούμενα, διαταγές, διατάγματα, σε Σοφ.
2. στην Κρήτη, είμαι ο Κόσμος (κόσμος III), διοικώ ως τέτοιος, σε Αριστ.
III. 1. κοσμώ, στολίζω, καταρτίζω, εφοδιάζω, ντύνω, ιδίως, λέγεται για γυναίκες, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. κ.λπ. — Μέσ., κοσμέεσθαι τὰς κεφαλάς, διακοσμώ τα κεφάλια τους, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. μεταφ., στολίζω, καλλωπίζω, εξωραΐζω, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
3. τιμώ, αποδίδω τιμές σε, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
IV. στην Παθ., αποδίδομαι ή ανάγομαι σε κάτι, ἐς τὸν Αἰγύπτιον νόμον αὗται (αἱ πόλεις) ἐκεκοσμέατο, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμέω: (κόσμος)· ― τακτοποιῶ, διευθετῶ, Ὅμ., ἰδίως (ὡς ἀείποτε ἐν τῇ Ἰλ.), παρατάττω στρατόν, Γ. 1., Ξ. 379, κτλ.· κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἀνέρας Β. 554, κτλ.· πένταχα κοσμηθέντες, παραταχθέντες εἰς πέντε σώματα, Α. 87· ἐν τῇ Ὀδ. μόνον ἅπαξ ἐπὶ θηρευτῶν, διὰ δὲ τρίχα κοσμηθέντες Ι. 157· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κοσμησάμενος πολιήτας, τακτοποιήσας τοὺς ἑαυτοῦ ἄνδρας, Ἰλ. Β. 806· ― οὕτω καὶ μετέπειτα, κ. στρατὸν Εὐρ. Ρῆσ. 662· ἀλλὰ κ. συμμάχους, καθησυχάζω αὐτοὺς, αὐτόθι 138)· τάξεις κεκοσμημέναι Ξεν. Κύρ. 2. 1, 26, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 247Α· ἐπὶ τάξις πλεῦνας ἐκεκοσμέατο Ἡρόδ. 9. 31. 2) καθόλου, διευθετῶ, ἑτοιμάζω, δόρπον ἐκόσμει Ὀδ. Ζ. 13· κ. ἀοιδὴν Ὁμ. Ὕμν. 6. 59· ἔργα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 304· δεῖπνον Πινδ. Ν. 1. 32· στέφανον Εὐρ. Ἱππ. 74· τράπεζαν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 6· εἰς τάφον λέβητα Σοφ. Ἠλ. 1401. ΙΙ. διατίθημι, κυβερνῶ, διοικῶ, διευθύνω, τὴν πόλιν κ. καλῶν τε καὶ εὖ Ἡρόδ. 1. 59, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1103· τὰ ἄλλα ἐκεκοσμέατό οἱ Ἡρόδ. 1. 100· τόν γε νοῦν κοσμοῦντα πάντα κοσμεῖν Πλάτ. Φαίδ. 97C· ἐντεῦθεν, τὰ κοσμούμενα, αἱ διαταγαί, τὰ διατάγματα, Σοφ. Ἀντ. 677· ἀλλὰ μετοχ. πρκμ. ἐπὶ προσώπων, καλῶς διατεταγμένος, τακτικός, ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος Πλάτ. Νόμ. 716Α, πρβλ. Γοργ. 504Α. 2) ἐν Κρήτῃ, εἶμαι Κόσμος, κυβερνήτης, διοικῶ, κυβερνῶ ὡς τοιοῦτος (ἴδε κόσμος ΙΙΙ), Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 10, Πολύβ. 23. 15, 1· πρβλ. Böckh εἰς Συλλογ. Ἐπιγραφ. 2. σ. 405. ΙΙΙ. κοσμῶ, «στολίζω», καταρτίζω, ἐφοδιάζω μέ τι, ἐνδύω, ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, Ὁμ. Ὕμν. 5. 11, 12, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 72, Θ. 573· κοσμεῖν τινα πανοπλίῃ Ἡρόδ. 4. 180· τριπόδεσσι κ. δόμους Πινδ. Ι. 1. 27, κτλ.· καὶ συχν. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κοσμέεσθαι τὰς κεφαλὰς Ἡρόδ. 7. 209· κοσμεῖσθαι σῶμα ὅπλοις Εὐρ. Φοίν. 1359, πρβλ. Σοφ. Φ. 1064, Θουκ. 6. 41· ἐν φοινικίσι κοσμησάμενοι, κοσμήσαντες ἑαυτούς, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 8. ― Παθ., χρυσῷ κοσμηθεῖσα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 65· ἵπποι κεκοσμημένοι ὡς κάλλιστα Ἡρόδ. 7. 40· κεκοσμ. ἐσθῆτι ποικίλῃ καὶ χρυσοῖσι στεφάνοις Πλάτ. Ἴων 535D. κτλ. 2) μεταφ., κοσμῶ, καλλωπίζω, καλλύνω, λόγους Εὐρ. Μήδ. 576, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 17C· τραγικὸν λῆρον Ἀριστοφ. Βάτρ. 1005, πρβλ. 1027· λόγον εὐρυθμίαις Ἰσοκρ. 87Ε· αὑτὸν λόγοις Πλάτ. Λάχ. 196Β, πρβλ. 197C· ἐπὶ τὸ μεῖζον κ. Θουκ. 1. 21· τὸν... τὴν ἐκείνων ἀρετὴν κοσμήσαντα (ἐν τῇ ἀγορεύσει) Δημ. 321. 14. 3) διὰ περικοσμήσεως ἀπονέμω τιμὴν εἴς τινα, λουτροῖς σ᾿ ἐκόσμησ᾿ Σοφ. Ἠλ. 1139· κ. τάφον ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 396· νέκυν Εὐρ. ἐν Τρῳ. 1147· κ. καὶ τιμᾶν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3· ― ἐπὶ προσώπων, περικοσμῶ, προξενῶ τιμὴν εἴς τι, πόλιν Θέογν. 941· νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν Πινδ. Ν. 6. 78· Σαλαμῖνα κ. πατρίδα Εὐρ. Ἀποσπ. 534· οὕτω, τὴν πόλιν αἱ τῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν Θουκ. 2. 42. IV. ἐν τῷ παθ., ἀποδίδομαι ἢ ἀνάγομαι εἴς τι ἐς τὸν Αὐγύπτιον νόμον αὗται αἱ πόλεις ἐκεκοσμέατο Ἡρόδ. 3. 91· ἐς Πέρσας ἐκεκοσμέατο ὁ αὐτ. 6. 41.

Middle Liddell

[κοσμός]
I. to order, arrange, Hom., etc.: esp. to set an army in array, marshal it, Il.:— Mid., κοσμησάμενος πολιήτας having arranged his men, Il.
2. generally, to arrange, prepare, δόρπον Od.; ἔργα Hes., etc.
II. to dispose, order, rule, govern, Hdt., Soph., etc.; τὰ κοσμούμενα orderly institutions, set order, Soph.
2. in Crete, to be Cosmos (κόσμος ΙΙΙ), rule as such, Arist.
III. to deck, adorn, equip, furnish, dress, especially of women, Hhymn., Hes., etc.: Mid., κοσμέεσθαι τὰς κεφαλάς to adorn their heads, Hdt., etc.
2. metaph. to adorn, embellish, Eur., Thuc., etc.
3. to honour, pay honour to, Soph., Eur., etc.
IV. in Pass. to be assigned or ascribed to, ἐς τὸν Αἰγύπτιον νόμον αὗται [αἱ πόλεις] ἐκεκοσμέατο Hdt.

Chinese

原文音譯:kosmšw 可士姆哦
詞類次數:動詞(10)
原文字根:系統 相當於: (עֲדִי‎)
字義溯源:裝飾,修飾,妝飾,妝飾整齊,收拾,收拾整齊,預備,敬重,尊榮;源自(κόσμος)*=世界)
出現次數:總共(10);太(3);路(2);提前(1);多(1);彼前(1);啓(2)
譯字彙編
1) 修飾(2) 太12:44; 太23:29;
2) 妝飾整齊(1) 啓21:2;
3) 他們⋯敬重(1) 多2:10;
4) 乃是用⋯修飾的(1) 啓21:19;
5) 妝飾(1) 彼前3:5;
6) 裝飾(1) 提前2:9;
7) 收拾(1) 太25:7;
8) 修飾好了(1) 路11:25;
9) 妝飾的(1) 路21:5

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=τακτοποιῶ, στολίζω). Άπό τό κόσμος (=τάξη, στολισμός).
Παράγωγα: κόσμημα, κόσμησις, δοακόσμησις, κοσμητέος, κοσμητής καί κοσμητήρ, κοσμητικός, διακοσμητικός, κοσμητός, ἀκόσμητος, κοσμήτρια, κοσμήτωρ (=ἀρχηγός), κοσμικός, κόσμιος, κοσμιότης, κοσμοκράτωρ.

Léxico de magia

adornar ἐπιθέντος σου αὐτὸν ἐπὶ τὴν τράπεζαν καὶ κοσμήσαντος cuando lo hayas colocado sobre la mesa y lo hayas adornado (ref. a una estatua de Eros) P XII 27

German (Pape)

1 ordnen; bes. ein Heer zur Schlacht in Reih' und Glied stellen, Il., κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἀνέρας 2.534, vgl. 14.379; ἐπεὶ κόσμηθεν, = ἐκοσμήθησαν, 3.1; πένταχα κοσμηθέντες, in fünf Scharen geordnet, 12.87 (vgl. διακοσμέω); auch im med., κοσμησάμενος πολιήτας, nachdem er sich die Bürger, seine Bürger geordnet hat, 2.806; Θρῇκα κοσμήσων στρατόν Eur. Rhes. 662; und in Prosa, ἐπὶ τάξις πλεῦνας ἐκεκοσμέατο Her. 9.31, στρατιὰ θεῶν κατὰ ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη Plat. Phaedr. 247a; auch τεταγμένον τε καὶ κεκοσμημένον πρᾶγμα, Gorg. 504a; auch ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος, gesetzt und bescheiden, Legg. IV.716a. – Daher auch = befehlen, Soph. Aj. 1082, τὰ κοσμούμενα, die Anordnungen, Befehle, Ant. 673; so noch Dion.Hal. 2.7, ἡγεμὼν ἑκάστην ἐκόσμει δεκάδα. – Bes. bei den Kretern = die höchste obrigkeitliche Würde haben, Pol. 23.15.1; vgl. Arist. Pol. 2.10. – Übh. anordnen, einrichten; δεῖπνον Pind. N. 1.22; τράπεζαν Xen. Cyr. 8.2.6; τράπεζαν ἀφθόνως αὑτῷ κεκοσμημένον Bato bei Ath. XIV.639f; vgl. noch Soph. ἡ μὲν εἰς τάφον λέβητα κοσμεῖ, El. 1393; ἀοιδήν H.h. 6.59; ἔργα κοσμεῖν, die Geschäfte ordentlich ausrichten, verrichten, Hes. O. 308. – Κοσμεῖσθαι εἴς τι, zu Etwas gerechnet, zugeordnet werden, τὰ τέκνα αὐτοῦ εἰς Πέρσας κεκοσμέαται, Her. 6.41, vgl. 3.91.
2 schmücken, zieren, χρυσῷ κοσμηθεῖσα Ἀφροδίτη H.h. Ven. 65; Hes. O. 72, Th. 573; δόμον τριπόδεσσιν Pind. I. 1.19; λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός Aesch. Spt. 461; τοῖς ἐμοῖς ὅπλοισι κοσμηθεὶς φανεῖ Soph. Phil. 1053, wie Eur. Phoen. 1368 und öfter; in Prosa häufig, z.B. ἀλλοτρίοις χρώμασι καὶ κόσμοις κοσμούμενος Plat. Phaedr. 249d; auch μεθ' ὅπλων τε καὶ ἵππων κοσμεῖσθαι, Legg. VII.796c; Sp. – Ehren, bes. die Toten, τάφον Soph. Ant. 592, λουτροῖς ἐκόσμησ' ἄθλιον βάρος El. 1128, ὅταν σὺ κοσμήσῃς νέκυν Eur. Troad. 1147; mit Worten, εὖ ὅδε ἑαυτὸν κοσμεῖ τῷ λόγῳ Plat. Lach. 197e, und so auch A.; αἱ τῶνδε ἀρεταὶ τὴν πόλιν ἐκόσμησαν Thuc. 2.42; καὶ τιμᾶν Xen. Cyr. 1.3.3; auch ἐπὶ τὸ μεῖζον κοσμεῖν, ausschmücken und vergrößern, Thuc. 1.21; bereichern, πλούτῳ ὑπερβάλλοντι ἐκόσμησε Hdn. 3.10.12.