περίειμι
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
(εἰμί sum) A to be around, χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν Th.7.81; but more freq. II to be superior to another, surpass, excel, c.gen.pers., τόσσον ἐγὼ περί τ' εἰμὶ θεῶν περί τ' εἴμ' ἀνθρώπων 11.8.27, cf. Emp.113, Hdt.3.146, X.Mem.3.7.7: c. acc. rei, περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων Il.13.631; περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε Od.18.248, cf. 19.326, etc.; οἳ περὶ μὲν βουλὴν Δαναῶν περὶ δ' ἐστὲ μάχεσθαι Il.1.258, cf. Od.1.66: later c. dat. rei, σοφίᾳ τῶν Ἑλλήνων π. Pl.Prt.342b, cf. Smp. 222e; τῇ ἐπιμελείᾳ π. τῶν φίλων X.An.1.9.24: without gen. pers., to be superior, ναυσὶ πολὺ π. Th.6.22; πολλὸν π. πλήθεϊ Hdt.9.31, cf. X. An.1.8.13: abs., ἐλπὶς τοῦ περιέσεσθαι hope of success, Th.1.144, cf. Men.Sam.134; ἐκ περιόντος ἀγωνιεῖσθαι at an advantage, Th.8.46. III to be spared, τινι Hdt.3.119: abs., survive, Id.1.11,120, al., Hp.Prog.20; τῇ σεωυτοῦ μοίρῃ περίεις by your own destiny, Hdt.1.121; τὴν Ἑλλάδα π. ἐλευθέρην shall remain free, Id.7.139, cf. D.21.222, etc.; of things, to be extant, still in existence, Hdt.1.92, etc. 2 to be over and above, remain, freq. in part., τὸ περιὸν τοῦ στρατοῦ Th.2.79; especially of property, money, etc., ἡ περιοῦσα παρασκευή Id.1.89; π. τινὶ εἰς τὸν ἐνιαυτόν Pl.R.416e; οἰόμενοι περιεῖναι χρήματά τῳ imagining that any one has a balance in his hands, D.18.227; τὰ περιόντα τοῦ κλήρου the surplus, balance, Pl.Lg.923d, cf. Lys.21.16, Is.5.41; τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως the money remaining after paying the expenses, D.59.4, cf. IG12.91.31, PRev.Laws 16.16 (iii B.C.), etc.; ἃ δὲ νῦν περιόντ' αὐτὸν ὑβρίζειν ἐπαίρει but the superfluous wealth which now incites him... D.21.211. b metaph., ἐκ τοῦ περιεῦντος γενέσθαι to be a luxury, Democr.144; ἐκ τοῦ π. in one's leisure, D.Ep.3.36; as a work of supererogation, Phld.Mus.p.108K.; τοῖς ἐκ τοῦ π. εἰς εὐπρέπειαν ἠσκημένοις Luc.Am.33; τοσοῦτον ὑμῖν περίεστι τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους you have such an excess of hatred against me, Ps.Philipp. ap. D.12.7; τοσοῦτον αὐτῷ περιῆν (sc. τῆς ὕβρεως) D.21.17, cf. Philostr.VA3.46, Ael.NA5.34, Aristid.Or.22(19).6, al.; τοσοῦτον περίεστιν (sc. τῆς ὕβρεως (, ὥστε τοὺς ἠδικημένους πρὸς συκοφαντοῦσιν D.55.29. 3 to be left over and above, to be the net result, ὑμῖν περίεστιν ἐκ τούτων the net result to you of all this is... Id.13.20; ἐνίοις… τὸ μηδὲν ἀναλῶσαι… περίεστιν to some the net result is that they spend nothing, Id.21.155; ὥστε μηδὲν ἄλλ' ἢ τὰς αἰσχύνας αὐτῷ περιεῖναι Aeschin.1.154; ψηφίσμαθ' ὑμῖν περιέσται, βελτίω δ' οὐδ' ὁτιοῦν τὰ πράγματ' ἔσται you will have plenty of decrees, but... D. Prooem.21.3: c. inf., περίεστι τοίνυν ὑμῖν ἀλλήλοις ἐρίζειν Id.2.29; cf. περιγίγνομαι.
(εἶμι) A ibo). [In Com. the ι in περί is sometimes elided in the part., περιών, περιόντες, Pherecr.186, Phryn.Com.3.4, Pl.Com.193, Antiph.279, and the part. is so written in Pap. of Arist.Ath.53.1, Hyp.Dem.Fr.4, Lyc.2, also in all or some codd. of Th.1.30, al., X.HG 3.2.25, D.4.10, 48, al.]: go round, fetch a compass, Hdt.2.138, etc.; π. κατὰ νώτου τισί get round and take them in rear, Th.4.36; π. κατὰ τὰς κώμας go round to every village, Pl.Min.320c; π. κατ' ἀγρούς Lys.31.18. b go about, Hp.Fract.15, Gland.12; βούλεσθε περιιόντες πυνθάνεσθαι D.4.10, cf. 48,6.14, 18.158, etc.; κατὰ τὴν ἀγορὰν π. Phryn.Com. l. c. 2 c. acc. loci, go round, compass, π. τὸν νηὸν κύκλῳ Hdt.1.159; π. φυλακάς go round the guards, visit them, Id.5.33; τὸν βωμόν Ar.Pax 957; ἐν κύκλῳ περιῄει πάντα Id.Pl.709; ὁ ἥλιος κύκλῳ π. τὴν σελήνην Pl.Cra.409b, cf. La.183b; τὴν Ἑλλάδα περιῄει X.An.7.1.33; αἰ μὴ περιιεῖεν [τὰν ἱερὰν γᾶν] IG22.1126.18(Amphict. Delph.); of sounds, αὐλῶν σε περίεισιν πνοή Ar.Ra.154. II come round to one, especially in one's turn or by inheritance, ἡ ἀρχή, βασιληΐη περίεισι ἔς τινα, Hdt.1.120, 2.120. 2 of revolving periods, χρόνου περιιόντος as time came round, ib.121.α', 4.155; ὁ κύκλος τῶν ὡρέων ἐς τὠυτὸ περιιών Id.2.4; περι (ι) όντι τῷ θέρει, τῷ ἐνιαυτῷ, Th.1.30, X.HG 3.2.25.
German (Pape)
[Seite 574] (s. εἶμι), umgehen, umhergehen; ἐκεῖνος δ' ἐν κύκλῳ τὰ νοσήματα σκοπῶν περιῄει πάντα κοσμίως πάνυ, Ar. Plut. 708; Plat. Conv. 193 a; κύκλῳ, Lach. 183 b, u. öfter; κατὰ νώτου τινί, Thuc. 4, 36, im Rücken umgehen. – In der Reihe herumgehen und wieder an denselben Ort kommen, u. übh. an Einen kommen, gelangen, ἡ ἀρχὴ ἐς τὸν παῖδα περιιοῦσα, die auf den Sohn vererbte, Her. 1, 120; ἡ βασιληΐη ἐς Ἀλέξανδρον περιήϊε, 2, 120; ἐς τωὐτό, 2, 4; u. von der Zeit, χρόνου περιιόντος, als Zeit verflossen war, im Verlauf der Zeit, 2, 121, 1. 4, 155; περιιόντος ἐνιαυτοῦ τοῦ δευτέρου, Plut. Agesil. 14; u. so περιιόντι τῷ θέρει Thuc. 1, 30 für περιόντι zu lesen; vgl. Xen. Hell. 3, 2, 25. – Auch trans., umgehen, umwandeln, τὰς φυλακάς, die Runde machen, Her. 5, 33; τὴν Ἑλλάδα περιῄει, er ging in ganz Griechenland herum, Xen. An. 7, 1, 33. (s. εἰμί), 1) herumsein, χωρίον, ᾡ κύκλῳ τειχίον περιῆν, Thuc. 7, 81. – 2) wie ὑπέρειμι, über einen Andern sein, d. i. besser oder vorzüglicher als er sein, ihn übertreffen, c. gen. der Person, die man, u. c. acc. der Sache, in der man überlegen ist, ἀλλάων περίειμι νόον, Od. 19, 326; περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε, 18, 248; öfter in tmesi (vgl. περί); ὡς δόξαι τὴν ἑωυτοῦ δύναμιν περιέσεσθαι τῆς βασιλῆος, Her. 3, 146; in Prosa häufiger c. dat. der Sache, πολλὸν γὰρ περιέασαν (od. περίεσαν) πλήθεϊ οἱ Πέρσαι, 9, 31, an Zahl übertreffen, mehr sein, wie Xen. An. 1, 8, 13; ναυσὶ πολὺ περιεῖναι, Thuc. 6, 22, wie auch ἐκ περιόντος ἀγωνιεῖσθαι 8, 46 zu nehmen, mit der Übermacht; σοφίᾳ τῶν Ἑλλήνων περίεισιν, Plat. Prot. 342 b; Conv. 222 e u. öfter; τῇ ἐπιμελείᾳ τῶν φίλων, Xen. An. 1, 9, 24; πανταχοῦ κρατοῦμεν καὶ περίεσμεν τῷ λόγῳ, Dem. 10, 3, öfter; Pol. 1, 27, 11 u. öfter, u. Folgde. – 3) überleben; ἢν περιῇς τῶν κηρίων, Ar. Eccl. 1035; τινί, Her. 1, 121. 3, 119; häufig absolut, ἔςτ' ἂν πυνθάνηται περιεόντα τὸν πατέρα, 3, 53, am Leben bleiben, gerettet werden, genesen, vgl. 1, 11. 120. 7, 107, öfter; οἰκίαι αἱ μὲν πολλαὶ πεπτώκεσαν, ὀλίγαι δὲ περιῆσαν, Thuc. 1, 89; 5, 11 u. öfter; dah. = übrig sein, vom Gelde und Besitzthume, Gegensatz von ἐνδεῖν, Plat. Rep. III, 416 e; πρὸς μέρος νεμέτω ὁ πατὴρ τὰ περιόντα τοῦ κλήρου, Legg. XI, 923 d; τοσοῦτον ὑμῖν περίεστι τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους, ihr habt so viel übrig, so reichlichen Haß gegen mich, Dem. 12, 7 (epist. Phil.); vgl. τούτοις δὲ τοσοῦτον περίεστιν, ὥςτε τοὺς ἠδικημένους προσσυκοφαντοῦσι, 55, 29, sie sind so übermüthig, sie wissen sich vor Übermuth nicht zu lassen, wie οὐδ' ἐνταῦθα ἔστη τῆς ὕβρεως, ἀλλὰ τοσοῦτον αὐτῷ περιῆν, 21, 17. Auch περίεστιν ὑμίν ἐκ τούτων, das habt ihr davon, das kommt davon, Dem. 13, 20, vgl. ep. 3 p. 643; τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως, der Überschuß, der nach Abzug der Ausgabe übrigbleibt, Cassenbestand, 59, 4, vgl. 18, 227. – Dah. ἐκ τοῦ περιόντος ταῦτα ποιῶ, aus Übermuth, Dem. ep. 3 p. 643; ohne Noth, Luc. amor. 33 u. Plut. – Auch als Resultat, Endergebniß übrigbleiben, Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
1impf. περιῆν, f. περιέσομαι;
I. être autour de, τινι;
II. être au-dessus de, être supérieur à, l'emporter sur : τινος sur qqn ; τινός τι sur qqn en qch ; τινι en qch, être supérieur en qch ; ἐκ περιόντος THC avec supériorité;
III. être de plus, être en plus :
1 être de reste : τὸ περιὸν τοῦ στρατοῦ THC le reste de l'armée ; ἡ περιοῦσα παρασκευή THC ce qui reste des biens mobiliers;
2 survivre : τινί, à qqn;
3 rester, se maintenir : περεῖναι ἐλευθέρην HDT rester libre en parl. de la Grèce;
4 rester comme résultat final : ὑμῖν περίεστι ἐκ τούτων DÉM de cela il vous reste l'avantage de, vous gagnerez à cela de ; avec l'inf. περίεστι τοίνυν ἡμῖν ἀλλήλοις ἐρίζειν DÉM nous y gagnons de nous quereller mutuellement.
Étymologie: περί, εἰμί.
2impf. περιῄειν, f. περίειμι;
I. aller autour, d'où
1 faire le tour de, avec un rég. ; abs. aller çà et là ; particul. aller çà et là en flânant ; κατὰ νώτου τινι THC faire le tour pour se mettre derrière qqn ; abs. χρόνου περιϊόντος HDT le temps s'écoulant;
2 faire un tour à travers, parcourir dans une tournée : φύλακας HDT visiter les postes ; τὴν Ἑλλάδα XÉN parcourir la Grèce;
II. échoir par tour de succession : ἔς τινα, à qqn.
Étymologie: περί, εἶμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περί-ειμι [περί, εἰμί] aor. en perf. suppl., zie περιγίγνομαι rondom... zijn, met dat.: χωρίον ᾧ... τειχίον περιῆν een plaats waar een muurtje omheen stond Thuc. 7.81.4. beter zijn, overtreffen; met gen..; οἳ περὶ μὲν βουλὴν Δαναῶν, περὶ δ’ ἐστὲ μάχεσθαι jullie die de Grieken overtreffen in raadgeven en strijden Il. 1.258; met gen. en dat..; τῇ ἐπιμελείᾳ περιεῖναι τῶν φίλων zijn vrienden overtreffen in zorgzaamheid Xen. An. 1.9.24; abs.. ἐλπὶς τοῦ περιέσεσθαι hoop op succes Thuc. 1.144.1. overleven:; αἱρέεται αὐτὸς περιεῖναι hij koos ervoor zelf te overleven Hdt. 1.11.4; overblijven, blijven:; τὴν Ἑλλάδα περιεῖναι ἐλευθέρην dat Griekenland een vrij land blijft Hdt. 7.139.5; τὸ περιὸν τοῦ στρατοῦ het overblijvende deel van het leger Thuc. 2.79; over zijn, in overvloed aanwezig zijn:; ἃ... περιόντα αὐτὸν ὑβρίζειν ἐπαίρει de overvloed die hem brutaal maakt Dem. 21.211; overdr.. ἐκ τοῦ περιόντος uit overvloed [Luc.] 49.33; ἐκ περιόντος ἀγωνίζεσθαι vanuit een overmacht strijden Thuc. 8.46.5. onpers. resteren, als resultaat of per saldo overblijven, met inf.: περίεστι... ὑμῖν ἀλλήλοις ἐρίζειν het resultaat is, dat jullie onderling twisten Dem. 2.29.
περί-ειμι [περί, εἶμι] imperf. 3 plur. περιῇσαν en περιῄεσαν; praes. en aor. perf. suppl., zie περιέρχομαι, praes. ook voor fut. rondgaan, rondlopen:; περιιὼν κατ’ ἀγρούς over de velden rondlopend Lys. 31.18; een omtrekkende beweging maken:; π. κατὰ νώτου αὐτοῖς hun in de rug komen ( eigenl. in hun rug om hen heen trekken) Thuc. 4.36.1; van tijd. περιιόντι τῷ θέρει bij de terugkeer van de zomer Thuc. 1.30.3. om... heen gaan, met acc.:; περιιόντος Μεγαβάτεω τὰς... φυλακὰς toen Megabates de ronde deed langs de wachtposten Hdt. 5.33.2; omringen:. αὐλῶν τίς σε περίεισιν πνοή een geluid van fluiten zal je omringen Aristoph. Ran. 154. terechtkomen bij:. ἡ βασιληίη ἐς Ἀλέξανδρον περιήιε het koningschap kwam terecht bij Alexander Hdt. 2.120.4.
Russian (Dvoretsky)
περίειμι:
I εἰμί (inf. περιεῖναι, impf. περιῆν, fut. περιέσομαι)
1 находиться вокруг, окружать: χωρίον, ᾦ κύκλῳ τειχίον περιῆν Thuc. место, обнесенное вокруг оградой;
2 иметь преимущество, превосходить: περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων Hom. разумом превосходить других; σοφίᾳ π. τῶν Ἑλλήνων Plat. превосходить мудростью (всех) греков; ἐκ περιόντος ἀγωνιεῖσθαι Thuc. сражаться, имея (на своей стороне) преимущество; ἐκ τοῦ περιόντος Dem. из чувства превосходства, из гордости (ср. 4);
3 уцелевать, оставаться невредимым или в живых: αἱρέεται περιεῖναι Her. (Гигес) предпочел остаться в живых; ἑλόμενοι τὴν Ἑλλάδα περιεῖναι ἑλευθέρην Her. решив, что Эллада должна сохраниться свободной; τῇ ἑωυτοῦ μοίρῃ π. Her. пережить свою судьбу, т. е. спастись от смерти; οἰκίαι αἱ μὲν πολλαὶ πεπτώκεσαν, ὀλίγαι δὲ περιῆσαν Thuc. большинство домов рухнуло и лишь немногие уцелели; τὸ περιόν (тж. pl.) Thuc., Plat. уцелевшая часть, остатки; ἡ περιοῦσα κατασκευή Thuc. уцелевшая часть имущества;
4 оставаться, быть в избытке: τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως Dem. денежный остаток за вычетом расходов; ἐκ τοῦ περιόντος εἰς εὐπρέπειαν Luc. от избытка (и) для украшения (ср. 2);
5 оказываться в результате: περίεστι τοίνυν ἡμῖν ἀλλήλοις ἐρίζειν Dem. получилось то, что мы друг с другом ссоримся.
II εἶμι (inf. περιϊέναι, impf. περιῄειν, fut. περίειμι)
1 обходить (τὸν νηὸν κύκλῳ Her.; τὴν Ἑλλάδα Xen.): π. κατὰ τὰς κώμας Plat. и κατ᾽ ἀγρούς Lys. ходить по деревням; κύκλῳ π. τὴν σελήνην Plat. двигаться вокруг луны; π. κατὰ νώτου τινί Thuc. заходить в тыл кому-л.;
2 (о времени) проходить, протекать: ὁ κύκλος τῶν ὡρέων ἑς τωὐτὸ περιϊών Her. круговорот времен года, совершающийся в одно и то же время (благодаря високосным месяцам и дням); χρόνου περιϊόντος Her. по прошествии (некоторого) времени; περιόντι (= περιϊόντι) τῷ θέρει Thuc. с наступлением лета;
3 переходить по наследству, доставаться (ἡ ἀρχὴ περίεισι ἔς τινα Her.).
English (Autenrieth)
(εἰμί): be superior, excel one in something; τινός τι, ς 2, Od. 19.326.
English (Slater)
περίειμι v. πέρειμι.
Greek Monolingual
(I)
ΜΑ
επιζώ, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῖναι» — προτιμά να επιζήσει αυτός, Ηρόδ.
β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.)
αρχ.
1. βρίσκομαι γύρω από κάτι («χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν», Θουκ.)
2. υπερέχω, είμαι υπέρτερος από άλλον («περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε», Ομ. Οδ.)
3. διασώζομαι, γλυτώνω («τὸν ἄνδρα καὶ τὰ τέκνα ἐγκαταλιποῦσα τὸν ἀδελφεὸν εἵλευ περιεῖναί τοι», Ηρόδ.)
4. υπολείπομαι, απομένω («ἐς Ἀθήνας ἀναχωροῦσι τῷ περιόντι τοῦ στρατοῦ», Θουκ.)
5. υπάρχω, υφίσταμαι (α. «ταῦτα μὲν καὶ ἔτι ἐς ἐμὲ ἦ περιεόντα», Ηρόδ.
β. «τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως», Δημοσθ.)
6. μένω ως αποτέλεσμα, υπολείπομαι, απομένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + εἰμί «είμαι»].
(II)
Α
1. περιέρχομαι, πηγαίνω γύρω από κάτι («περιιέναι κατὰ νώτου αὐτοῖς» — να τους κυκλώσουν και να επιτεθούν από τα νώτα, Θουκ.)
2. περιέρχομαι, τριγυρνώ εδώ κι εκεί («βούλεσθε περιιόντες πυνθάνεσθαι», Δημοσθ.)
3. επιθεωρώ («περιιόντος τὰς ἐπὶ τῶν νεῶν φυλακάς», Αριστοφ.)
4. περιηγούμαι («τήν Ἑλλάδα περιῄει», Ξεν.)
5. περιέρχομαι σε κάποιον κατά σειρά ή κατά διαδοχή («ἡ βασιληΐη ἐς Ἀλέξανδρον περιήϊε», Ηρόδ.)
6. (για χρονικές περιόδους) επανέρχομαι κανονικά (α. «περιιόντι τῷ θέρει», Θουκ.
β. «περιιόντι δὲ τῷ ἐνιαυτῷ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + εἶμι «έρχομαι»].
Greek Monotonic
περίειμι: (εἶμι, Λατ. ibo), απαρ. -ιέναι, μτχ. περι-ιών·
I. 1. κινούμαι κυκλικά, περικυκλώνω, σε Ηρόδ.· περίειμι κατὰ νώτου τινί, κυκλώνω και προσβάλλω στα νώτα, σε Θουκ.· περιφέρομαι ασχολούμενος με μάταιες ερωτήσεις ή διηγήσεις, σε Δημ.
2. με αιτ. τόπου, περιέρχομαι, περιτριγυρίζω, περίειμι τὸν νηὸν κύκλῳ, σε Ηρόδ.· περίειμι φυλακάς, περιτριγυρίζω τους φύλακες, τους επισκέπτομαι, στον ίδ.· λέγεται για ήχους, αὐλῶν σε περίεισιν πνοή, σε Αριστοφ.
II. 1. έρχομαι μετά από κάποιον, κατά διαδοχή ή από κληρονομικότητα, ἡ ἀρχή, βασιληΐη περίεισι εἴς τινα, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για επαναλαμβανόμενες χρονικές περιόδους, χρόνου περιιόντος, καθώς ο χρόνος παρήλθε, πέρασε, στον ίδ.· περιιόντι τῷθέρει, σε Θουκ.
• περίειμι: (εἰμί, Λατ. sum), απαρ. -εῖναι, μτχ. περι-ών·
I. βρίσκομαι γύρω από ένα μέρος, με δοτ., σε Θουκ.· τὰ περιόντα, οι περιστάσεις, σε Δημ.
II. είμαι καλύτερος από, ανώτερος από τον άλλο, υπερέχω, εξέχω, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε, σε Ομήρ. Οδ.· οἳ περὶ μὲν βουλὴν Δαναῶν περὶ δ' ἐστὲ μάχεσθαι (= μάχην), σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ. πράγμ., σοφίᾳ περίειμι τῶν Ἑλλήνων, σε Πλάτ.· απόλ., είμαι ανώτερος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐκ περιόντος, σε Θουκ.
III. 1. επιζώ, ζω μετά από κάτι ή κάποιον, τινι, σε Ηρόδ.· απόλ., επιζώ, παραμένω ζωντανός, στον ίδ., σε Δημ. κ.λπ.· λέγεται για πράγματα, υφίσταμαι, υπάρχω, σε Ηρόδ.
2. βρίσκομαι πέρα ή πάνω από, υπολείπομαι, παραμένω, λέγεται για περιουσία, χρήματα κ.λπ., σε Θουκ.· οἰόμενοι περιεῖναι χρήματά τῷ φανταζόμενοι, θεωρώντας ότι ο καθένας έχει μια ζυγαριά στα χέρια του, σε Δημ.
3. έρχομαι ως αποτέλεσμα ή συνέπεια, περίεστιν ὑμῖν ἐκ τούτων, στον ίδ.· τοσοῦτον ὑμῖν περίεστιν τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους, έχει παραμείνει σ' εσάς τόσο μίσος εναντίον μου, σε Φίλιπ. παρά Δημ.· με απαρ., περίεστι ὑμῖν αὐτοῖς ἐρίζειν, απομένει σε σένα να φιλονικείς μαζί τους, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
περίειμι: (εἰμί, sum) εἶμαι πέριξ, χωρίον ᾧ τειχίον περιῆν Θουκ. 7. 81˙ ἃ δὲ νῦν περιόντ’ αὐτὸν ὑβρίζειν ἐπαίρει Δημ. 582. 12 (κοινῶς περιιόντ’). ΙΙ. ὡς τὸ ὑπέρειμι, εἶμαι ὑπέρτερός τινος, ὑπερέχω, ἐξέχω, μετὰ γεν. προσ., τόσον ἐγὼ περί τ’ εἰμὶ θεῶν περί τ’ εἶμ’ ἀνθρώπων Ἰλ. Θ. 27, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 146˙ μετ’ αἰτ. πράγμ., περὶ φρένας ἔμεναι ἄλλων Ἰλ. Ν. 631˙ περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε Ὀδ. Σ. 248, πρβλ. Τ. 326, κτλ.˙ οἳ περὶ μὲν βουλὴν Δαναῶν περὶ δ’ ἐστὲ μάχεσθαι (= μάχην) Ἰλ. Α. 258, πρβλ. Ὀδ. Α. 66˙ ― παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως μετὰ δοτ. πράγμ., σοφίᾳ π. τῶν Ἑλλήνων Πλάτ. Πρωτ. 342Β, πρβλ. Συμπ. 222Ε˙ καὶ ἄνευ τῆς γεν. προσ., εἶμαι ὑπέρτερος, ναυσὶ πολὺ π. Θουκ. 6. 22˙ πολλὸν π. πλήθει Ἡρόδ. 9. 31, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8, 13 καὶ 9. 24· ἀπολ., ἐλπὶς τοῦ περιέσεσθαι, ἐλπὶς ἐπιτυχίας, Θουκ. 1. 144˙ ἐκ περιόντος, ἐξ ὑπεροχῆς, ὁ αὐτ. 8. 46˙ ἀλλά, ἐκ τοῦ παριόντος, ἐξ αὐθαδείας, ἀκολασίας, Δημ. 1483.15, Λουκ. Ἔρωτ. 33˙ πρβλ. περιουσία. ΙΙΙ. ἐπιζῶ, ζῶ μετά τινα, τινι Ἡρόδ. 1. 121, 3. 119˙ ἀπολ., ἐπιζῶ, διαμένω ἐν τῇ ζωῇ, συχν. παρ’ Ἡρόδ., ὡς 1. 11, 120 κτλ.˙ τὴν Ἑλλάδα π. ἐλεύθερην, ὅτι θέλει διαμείνῃ, παραμείνῃ ἐλευθέρα, ὁ αὐτ. 7. 139˙ οὕτω καὶ παρὰ Δημ. 585. 18, κτλ.˙ ― ἐπὶ πραγμάτων, ὑφίσταμαι, ὑπάρχω Ἡρόδ. 1. 92, κτλ. 2) διαμένω, ὑπολείπομαι, ἀπομένω, τὸ περιὸν τοῦ στρατοῦ Θουκ. 2. 79˙ ἰδίως ἐπὶ περιουσίας, χρημάτων κτλ., ἡ περιοῦσα παρασκευὴ ὁ αὐτ. 1. 89˙ π. τινι εἰς τὸν ἐνιαυτὸν Πλάτ. Πολ. 416Ε˙ οἰόμενοι περιεῖναι χρήματά τῳ, φανταζόμενοι ὅτι ἔχει τις περίσσευμα ἀνὰ χεῖρας, Δημ. 303. 22˙ τὰ περιόντα, τὸ περίσσευμα, τὸ ὑπόλοιπον, Πλάτ. Νόμ. 923D, Ἰσαῖ. 55. 13˙ τὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως, τὰ ὑπολειπόμενα χρήματα μετὰ τὴν πληρωμὴν τῆς δαπάνης, Δημ. 1346. 18. 3) ὑπολείπομαι ἐπὶ πλέον, εἶμαι ἀποτέλεσμα, ἀκολουθῶ, περίεστιν ὑμῖν ἐκ τούτων, ὅ,τι ἐκερδήσατε ἐκ πάντων τούτων εἶναι ..., Δημ. 172. 9˙ ἐνίοις ... τὸ μηδὲν ἀναλῶσαι ... περίεστιν, εἴς τινας τὸ ἀποτέλεσμα ... εἶναι ὅτι οὐδὲν ἐδαπάνησεν, ὁ αὐτ. 565. 2˙ συχνάκις ἐπὶ τῆς κακῆς ἐννοίας, τοσοῦτον ὑμῖν περίεστιν τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους, ἔχει ὑπολειφθῆ εἰς ὑμᾶς τοσοῦτον μῖσος ἐναντίον μου, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 160. 12˙ τοσοῦτον αὐτῷ περιῆν (ἐξυπακ. τῆς ὕβρεως) ὁ αὐτ. 520. 16 περιεῖναι αὐτῷ μηδὲν ἄλλ’ ἢ τὰς αἰσχύνας Αἰσχίν. 22. 8· ψηφίσμαθ’ ὑμῖν περιέσται, βελτίω δ’ οὐδὲν ἔσται τὰ πράγματα, θὰ ἔχητε ἀφθονίαν ψηφισμάτων, ἀλλὰ ..., Δημ. 1432. 16, πρβλ. 565. 4˙ μετ’ ἀπαρ., περίεστι τοίνυν ὑμῖν αὐτοῖς ἐρίζειν ὁ αὐτ. 26. 19˙ οὕτω, τούτοις τοσοῦτον περίεστιν, ὥστε προσσυκοφαντοῦσιν, εἰς τοιαύτην κατάστασιν ἔχουσι φθάσῃ τὰ πράγματα παρ’ αὐτοῖς ὥστε ..., ὁ αὐτ. 1280. 1. Πρβλ. περιγίγνομαι, ἀπ ἀρχῆς μέχρις τέλους.
Middle Liddell
εἶμι ibo] inf. -ιέναι part. περι-ιών
I. to go round fetch a compass, Hdt.; π. κατὰ νώτου τινί to get round and take him in rear, Thuc.:— to go about with idle questions or stories, Dem.
2. c. acc. loci, to go round, compass, π. τὸν νηὸν κύκλῳ Hdt.; π. φυλακάς to go round the guards, visit them, Hdt.:—of sounds, αὐλῶν σε περίεισιν πνοή Ar.
II. to come round to one, in succession or by inheritance, ἢ ἀρχή, βασιληίη περίεισι εἴς τινα Hdt.
2. of revolving periods, χρόνου περιιόντος as time came round, Hdt.; περιιόντι τῷ θέρει Thuc.
εἰμί sum] inf. -εῖναι part. περι-ών
I. to be around a place, c. dat., Thuc.; τὰ περιόντα circumstances, Dem.
II. to be better than, superior to another, surpass, excel, c. gen., Il., Hdt.; περίεσσι γυναικῶν εἶδός τε μέγεθός τε Od.; οἳ περὶ μὲν βουλὴν Δαναῶν περὶ δ' ἐστὲ μάχεσθαι ( = μάχην) Il.; c. dat. rei, σοφίᾳ π. τῶν Ἑλλήνων Plat.: absol. to be superior, Hdt., etc.; ἐκ περιόντος at an advantage, Thuc.
III. to overlive, outlive, τινι Hdt.: absol. to survive, remain alive, Hdt., Dem., etc.:—of things, to be extant, to be in existence, Hdt.
2. to be over and above, to remain in hand, of property, money, etc., Thuc.; οἰόμενοι περιεῖναι χρήματά τῳ imagining that any one has a balance in his hands, Dem.
3. to be a result or consequence, περίεστιν ὑμῖν ἐκ τούτων what you have got by all this is…, Dem.; τοσοῦτον ὑμῖν περίεστιν τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους you have so much hatred against me left, Philipp. ap. Dem.; c. inf., περίεστι ὑμῖν αὐτοῖς ἐρίζειν it remains for you to quarrel with them, Dem.