βάσανος

From LSJ

σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακόbetter than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰ́σᾰνος Medium diacritics: βάσανος Low diacritics: βάσανος Capitals: ΒΑΣΑΝΟΣ
Transliteration A: básanos Transliteration B: basanos Transliteration C: vasanos Beta Code: ba/sanos

English (LSJ)

ἡ,
A touchstone, on which pure gold leaves a yellow streak, ἐς βάσανον δ' ἐλθὼν παρατρίβομαι ὥστε μολύβδῳ χρυσός Thgn.417; χρυσὸν τριβόμενον βασάνῳ Id.450, cf. 1105; παρατρίβεσθαι πρὸς τὰς β. Arist.Col.793b1, cf. HA 597b2: metaph., βάσανος τοῦ ἀρώματος (sc. τοῦ κινναμώμου) τὴν αἶγα εἶναι Philostr.VA3.4.
II the use of a touchstone as a test, χρυσὸς ἐν β. πρέπει Pi.P.10.67: generally, test, trial of genuineness, οὐκ ἔστιν μείζων βάσανος χρόνου [Simon.]175.1; δόμεν τι βασάνῳ ἐς ἔλεγχον Pi.N.8.20; σοφὸς ὤφθη βασάνῳ θ' ἁδύπολις S.OT510 (lyr.), cf. 494; βάσανον λαμβάνειν περί τινος Pl.Lg.648b; εἰς βάσανον εἶ χερῶν wilt come to a trial of strength, S. OC835; πλοῦτος β. ἀνθρώπου τρόπων Antiph.232.5; [νόσου] ἔσχ' ἐπὶ σοὶ βάσανον had experienced it in you, i.e. you had had it first, IG14.1320; βάσανον ὑποκείσονται will be subjected to a test, of candidates, POxy.58.25 (iii A. D.).
III inquiry by torture, ἐς πᾶσαν β. ἀπικνέεσθαι Hdt.8.110; εἰς βάσανον αἰτεῖν Herod.2.88; ἐξετάσαι διὰ βασάνων SIG780.12 (Astypalaea, Aug.); esp. at Athens, used to extort evidence from slaves, εἰς βάσανον δέχεσθαι Antipho1.12; εἰς βάσανον παραδοῦναι Is.8.17; ἐκ βασάνων εἰπεῖν ib.12: in plural, confession upon torture, D. 53.24, Hyp.Fr.5, Arist.Rh.1355b37.
2 agony of battle, ἡ κατὰ τὸ ἔργον β. S.E.M.6.24; tortures of disease, Ev.Matt.4.24; cf. ἐπάγρυπνος β. Vett.Val.211.28; also ψυχικαί Id.182.19; torments of hell, Ev.Luc.16.23.
3 trespass-offering, LXX 1 Ki.6.17.—Oriental word.

Spanish (DGE)

(βάσᾰνος) -ου, ἡ
• Prosodia: [βᾰ-]
I 1piedra de toque χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει el oro se distingue en la piedra de toque Pi.P.10.67, ἐς βάσανον δ' ἐλθὼν παρατρίβομαι ὥστε μολίβδῳ χρυσός Thgn.417, παρατρίβεσθαι πρὸς τὰς βασάνους Arist.Col.793b1, cf. Thgn.450, 1105, Pi.Fr.122.16, Antipho Soph.B 88, Antipho Fr.157, Hsch.s.u. βασανίτης, fig. νεαρὰ ... δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον someter a prueba lo nuevo en la piedra de toque Pi.N.8.20.
2 fig. comprobación, prueba c. gen. obj. οὐκ ἔστιν μείζων β. χρόνου οὐδενὸς ἔργου Lyr.Eleg.Adesp.22W., τῶν πολιτῶν ... βάσανον ... λαμβάνειν ἀνδρείας τε πέρι Pl.Lg.648b, βάσανον εἰληφέναι ἀπὸ τοῦ πατρὸς ... τῆς εἰς αὑτὸν εὐνοίας Is.9.29, τοῦ χρυσίου μὲν β. ... πῦρ Com.Adesp.306Au., β. του ἀρώματος ... ἡ αἴξ la prueba de que es la especia la da la cabra Philostr.VA 3.4, cf. Antiph.232b.1, X.Cyr.7.5.64, Plb.6.2.6, Plu.2.109c, c. gen. subjet. β. χερῶν una prueba de fuerza S.OC 835, pero ἐκ πυρὸς β. la prueba del fuego Plb.21.20.7, βάσανον ἐπὶ τῶν ὁμοίων ἔργων λαβεῖν presentar una prueba basada en hechos similares D.H.Dem.16, abs. σοφὸς ὤφθη βασάνῳ se le vio sabio ante la prueba S.OT 510, β. δὲ πάρεστιν ἰδέσθαι Ar.Th.800, cf. 801, B.9.58, μετὰ πολλῆς βασάνου ἀγωνιστικῶς διήλεγχε Marin.Procl.22, διδόναι βάσανον φανεράν ofrecer una prueba fehaciente Chilo SHell.523.3, de los candidatos a un puesto βασάνοις ὑποκείσεσθαι someterse a las pruebas, POxy.58.25 (III d.C.)
en el sent. de obstáculo δώσω τὴν βάσανον εἰς πρόσωπον αὐτοῦ pondré ante él una prueba e.d. un obstáculo LXX Ez.3.20
indagación ἀκρίβειάν τινα ... ἔχειν εἰς βασάνου κρίσιν Poll.7proem.
experiencia ἧς (νόσου) ἔσχ' ἐπί σοι βά<σα>νον IUrb.Rom.1167.2 (III d.C.).
II 1interrogatorio hecho con tortura τοῖσι ἐπίστευε σιγᾶν ἐς πᾶσαν βάσανον ἀπικομένοισι Hdt.8.110, διὰ τῶν βασάνων ἐλεγχόμενος ἀνθωμολογεῖτο Plb.30.8.7, cf. 15.27.7, 9, IG 12(3).174.12 (Astipalea I a.C.)
jur., como procedimiento formal, en un proceso, aplicado a esclavos y servidores παραδοῦναι εἰς βάσανον Is.8.17, διδόναι εἰς βάσανον Antipho 1.12, φεύγειν τὴν βάσανον D.29.12, 13, εἰς βάσανον αἰτεῖν Herod.2.88, cf. Is.8.12, D.29.14, 30.35, PLille 29.1.22 (III a.C.)
en plu. confesiones bajo tortura τὰ ἐν ταῖς βασάνοις εἰρημένα ὑπὸ τῶν βασανιζομένων καὶ ἀναγραφέντα βασάνους ὠνόμασε Hyp.Fr.5, cf. D.53.54, Arist.Rh.1355b37
tortura, tormento como castigo αἰσχίσταις βασάνοις ἀποτυμπανισθήσεται LXX 3Ma.3.27, μετὰ πῦρ καὶ σίδηρον καὶ τὰς πολλὰς βασάνους Alciphr.3.16.3, de los tormentos del infierno Eu.Luc.16.23, MAMA 4.36 (Frigia VI d.C.).
2 fig. tortura, sufrimiento físico o moral ἀπέθανεν ... μετὰ βασάνου μεγάλης LXX 1Ma.9.56, de enfermos βασάνοις συνεχομένους Eu.Matt.4.24, τῆς κατὰ τὸ ἔργον βασάνου S.E.M.6.24, ψυχικαὶ βάσανοι Vett.Val.173.7, cf. 273.22, ret. del uso impropio del orden de palabras βάσανον τῷ τε λέγοντι αὐτῷ καὶ τῷ ἀκούοντι Demetr.Eloc.201.
III usos especiales en el AT
1 trad. del hebr. kelimah, ignominia, insulto κομίσαι βάσανόν σου LXX Ez.16.52, cf. 32.24.
2 trad. del hebr. ragezah, agitación τὸ ὕδωρ σου μετὰ βασάνου καὶ θλίψεως πίεσαι LXX Ez.12.18.
3 trad. del hebr. ’ašam, expiación αἱ ἕδραι αἱ χρυσαῖ, ἃς ἀπέδωκαν οἱ ἀλλόφυλοι τῆς βασάνου τῷ κυρίῳ LXX 1Re.6.17, cf. 6.3, 4, 8.
• Etimología: Prést. del egipcio baḫan a través del lidio.

German (Pape)

[Seite 436] ἡ, 1) der Probierstein, lapis lydius, χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει Pind. P. 10, 67; χρυσὸς τριβόμενος βασάνῳ Theogn. 250; übertr., Sp. D., z. B. ἐν βασάνῳ σοφίης κρίνεσθαι Mnasale. 15 (VII, 54). – 2) Untersuchung, ἐς πᾶσαν β. ἀφικνεῖσθαι Her. 8, 110; ἐς βάσανον χερῶν εἶ Soph. O. C. 839; vgl. O. R. 492; ἐπ' ἄλλην β. ἀναφέρειν Plat. Gorg. 487 e; προσφέρειν τινί Phil. 23 a; β. λαμβάνειν τινός, Prüfung anstellen, Tim. 68 d; βάσανον δοῦναι, Probe, Beweis von etwas geben, Ar. Th. 801; Plat. Legg. VI, 751 c; τοῦ πιστοὶ εἶναι Xen. Cyr. 7, 5, 64; vgl. ἱκανὴν β. ἔχειν τινός Lys. 26, 17; Untersuchung durch die Folter, ἀκριβέστατος ἔλεγχος Is. 8, 12; εἰς βάσανον διδόναι Antiph. 1, 11; 5, 31; ἐκ βασάνων τἀληθῆ λέγειν Is. 8, 12, auf der Folter, durch die Folterwerkzeuge; so öfter bei den Rednern; das durch die Folter erzwungene Geständniß, Dem. 23, 24; vgl. Harpocr. Bei Sp. übh. Marter, Qual, z. B. N.T.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
I. pierre de touche;
II. fig. 1 moyen d'éprouver, épreuve;
2 épreuve par la torture, mise à la question;
NT: tourment.
Étymologie: DELG mot égyptien bahan, désignant une espèce de schiste utilisé comme pierre de touche.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βάσανος -ου, ἡ
1. toetssteen (om zuiverheid v. e. edelmetaal vast te stellen).
2. uitbr. onderzoeking, toetsing:. σοφὸς ὤφθη βασάνῳ θ’ ἡδύπολις hij werd gezien als een wijs man en onder beproeving dierbaar aan de stad Soph. OT 510 (lyr.); τῶν πολιτῶν βάσανον λαμβάνειν de proef nemen van de medeburgers Plat. Lg. 648b.
3. ondervraging (m. n. onder foltering); vandaar ook foltering:; ἐς πᾶσαν βάσανον ἀπικνεομένοισι ook al moesten ze elke vorm van foltering doorstaan Hdt. 8.110.2; ὑπάρχων ἐν βασάνοις gekweld door folteringen (in de Hades) NT Luc. 16.23; bewijs verkregen door foltering. Aristot. Rh. 1355b37.

Russian (Dvoretsky)

βάσᾰνος: (βᾰ) ἡ
1 пробный камень Pind., Arst., Anth.;
2 проба, испытание (ἐπὶ βάσανον ἀναφέρειν τι и βάσανον λαμβάνειν τινός Plat.): ἐς βάσανον εἶ χερῶν Soph. ты испытаешь силу (наших) рук;
3 допрос с пристрастием, пытка (ἐκ βασάνων τἀληθῆ λέγειν Isae.): ἐς πᾶσαν βάσανον ἀφικνεῖσθαι Her. подвергаться всяческим пыткам;
4 доказательство (βασανον διδόναι Arph., Xen., Plat.);
5 pl. признание под пыткой Dem.;
6 мучение, страдание Sext., NT.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: touchstone, inquiry (by torture), agony (Pi.).
Derivatives: βασανίτης λίθος (H., cf. Redard Noms grecs en -της 53). Denom. βασανίζω put to the test, inquire (by torture) (Ion.-Att.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Egypt. (Lyd.)
Etymology: From Egypt. baḫan, a stone, used by the Egyptians as touchstone of gold. It came to Greece through Lydia (Λυδία λίθος B. 22); the σ for is unclear. Sethe BerlSb. 1933, 894ff.; Kretschmer Glotta 24, 90. - In Plin. 36, 58 basaniten became basalten by mistake, from where basalt originated, s. Niedermann Mus. Helv. 2, 127f.

Middle Liddell

[deriv. uncertain]
I. the touch-stone, Lat. lapis Lydius, a dark-coloured stone on which pure gold, when rubbed, leaves a peculiar mark, Theogn.: hence.
II. generally, a test, trial whether a thing be genuine or real, Hdt., Soph.
III. inquiry by torture, the "question, " torture, used to extort evidence from slaves, Oratt.
2. torture of disease, NTest.

English (Slater)

touchstone πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός (P. 10.67) νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος (N. 8.20) διδάξαμεν χρυσὸν καθαρᾷ βασάνῳ fr. 122. 16.

English (Abbott-Smith)

βάσανος, -ου, ὁ (of Oriental origin), [in LXX chiefly for כְּלִמָּה,אָשָׁם, and freq. in IV Mac;]
1.prop., touchstone, a dark stone used in testing metals.
2.examination by torture.
3.torment, torture: Mt 4:24, Lk 15:23, 28. †

English (Strong)

perhaps remotely from the same as βάσις (through the notion of going to the bottom); a touch-stone, i.e. (by analogy) torture: torment.

English (Thayer)

βασάνου, ἡ (Curtius, p. 439);
a. the touchstone (called also basanite, Latin lapis Lydius), by which gold and other metals are tested.
b. the rack or instrument of torture by which one is forced to divulge the truth.
c. torture, torment, acute pains: used of the pains of disease, ἐν βασάνοις ὑπάρχειν, ὁ τόπος τῆς βασάνου is used of Gehenna, Theognis), Pindar down.)

Greek Monolingual

η (AM βάσανος)
λεπτομερής, εξονυχιστική εξέταση (α. «η βάσανος της λογικής» β. «βάσανον ὑποκείσονται» — θα περάσουν από δοκιμασία, θα υποστούν λεπτομερή έλεγχο)
αρχ.-μσν.
βασανιστήριο, σωματική κάκωση
2. πόνος, ταλαιπωρία
αρχ.
1. η λυδία λίθος, πάνω στην οποία ο γνήσιος χρυσός αφήνει κίτρινο χρώμα
2. η χρησιμοποίηση της λυδίας λίθου για τον έλεγχο της γνησιότητας του χρυσού
3. ανάκριση με βασανιστήρια
4. πληθ. ομολογία κατόπιν βασανιστηρίων
5. η αγωνία για την έκβαση μιας μάχης
6. προσφορά εξιλασμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη βάσανος ανάγεται στο αιγυπτιακό bahan «είδος σχιστόλιθου που χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι ως λυδία λίθο». Υποστηρίζεται ότι ο αιγυπτιακός τ. τράπηκε από τους Χετταίους ή από κάποιον άλλο μικρασιατικό λαό σε bašan, μορφή με την οποία παρελήφθη από τους Λυδούς, ενώ τέλος στην Ελληνική εισήχθη μέσω της Λυδικής (πρβλ. βάσανος: λυδία λίθος). Η σημασία της λ. βάσανος (που δήλωνε αρχικά τη λυδία λίθο) «ανάκριση με βασανιστήρια» οφείλεται σε σημασιολογική επίδραση του ρ. βασανίζω.

Greek Monotonic

βάσᾰνος: [βᾰ], ἡ,
I. Λυδία λίθος, η οποία χρησιμοποιούνταν για τη δοκιμή του χρυσού, Λατ. lapis Lydius, μια σκουρόχρωμη πέτρα επί της οποίας, όταν τριφθεί καθαρό χρυσάφι, αφήνει ένα χαρακτηριστικό σημάδι, ίχνος, σε Θέογν.
II. γενικά, μια δοκιμασία που αποβλέπει στο να εξακριβώσει αν ένα πράγμα είναι γνήσιο ή πραγματικό, σε Ηρόδ., Σοφ.
III. 1. αναζήτηση της αλήθειας μέσω βασανισμού, «η ανάκριση», το μαρτύριο για απόσπαση μαρτυρίας, το οποίο εφαρμοζόταν σε δούλους, στους Ρήτ.
2. το μαρτύριο μιας αρρώστιας, σε Καινή Διαθήκη (αμφίβ. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

βάσᾰνος: [βᾰ], ἡ, ἡ Λυδία λίθος,ἡ πρὸς δοκιμὴν τοῦ χρυσίου, Λατ. la pis Lvdius, μέλαινα τὴν χροιάν, ἐφ' ἧς ὁ καθαρὸς χρυσὸς τριβεὶς ἀφίνει ἰδιαίτερον ἴχνος,ἐς βάσανον δ' ἐλθὼν παρατρίβομαι ὥστε μολύβδῳ χρυσὸς Θέογν. 417· χρυσὸν τριβόμενον βασάνῳ αὐτόθι 450, πρβλ. 1005· παρατρίβεσθαι πρὸς τὰς β. Ἀριστ.π.Χρωμ.3.7. ΙΙ.ἡ χρῆσις τῆς λίθου ταύτης πρὸς δοκιμήν, χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει Πίνδ. II.10.105· καθόλου, δοκιμὴ καὶ ἔρευνα ὁρίζουσα ἂν τὸ πρᾶγμα εἶναι γνήσιον, σωστὸν ἢ πραγματικόν, οὐκ ἔστι μείζων;β. χρόνου Σιμων.101· ἐς πᾶσαν β. ἀπικνέεσθαι Ἡρόδ. 8.110· δοῦναί τι βασάνῳ Πίνδ. Ν.8.33· σοφὸς ὤφθη, βασάνῳ θ' ἁδύπολις Σοφ. Ο.Τ.510. πρβλ. 494· βάσανον λαμβάνειν περί τινος Πλάτ. Νόμ. 648Β· εἰς β. εἶ χερῶν, θὰ ἔλθῃς εἰς δοκιμὴν τῆς ἰσχύος σου .Σοφ. Ο.Κ. 835· πλοῦτος β. ἀνθρώπου τρόπων Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 60· [νόσου]ἔσχ' ἐπί σοὶ βάσανον, σὺ πρῶτος τὴν ἐδοκίμασας,δηλ. σὺ πρῶτος τὴν εἶχες, Ἐπιγράμ. Ἑλλην. 722· πρβλ. ἔλεγχος ΙΙ. ΙΙΙ. ἐξέτασις διὰ βασάνου, ἀνάκρισις δι' ἐφαρμογῆς βασάνου, ἐν χρήσει πρὸς ἀπόσπασιν μαρτυρίας ἀπὸ τῶν δούλων, Ἀντιφῶν 112.24.,133.29,κτλ.., ἴδε Ἀριστ. Ρητ. 1.15,26· εἰς βάσανον παραδιδόναι Ἰσαῖ. 70.34· ἐκ βασάνων εἰπεῖν αὐτόθι 8· κατὰ πληθ., ὁμολογία διὰ βασάνου, Δημ. 1254.9· -ἦτο ἀπηγορευμένον νὰ βασανίσῃ τις τὸν ἐλεύθερον ἐν Ἀθήναις,Ἀνδοκ. 6.44,Λυσ. 102.4.,132.16· ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λ. tormentum. 2) κόπος βασανιστικός, βάσανος τῆς νόσου,κτλ.., Σέξτ. Ἐμπ. Μ.6.24, Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ', 24. (Ἐν τῇ Σανσκρ. ὡσαύτως ἀπαντᾷ μεμονωμένος τις τύπος p âshânas (lapis),καὶ ἐν τῇ Ἑβραïκῇ, Bâshan=Βασαλτικὴ χώρα· ἀλλ' "η ἀρχὴ τῶν λέξεων τούτων εἶναι ἄγνωστος).

Frisk Etymology German

βάσανος: {básanos}
Grammar: f.
Meaning: ‘Probierstein, Prüfung, Untersuchung (durch die Folter), Qual' (Thgn., Pi., ion. att.), semantisch teilweise postverbal zu βασανίζω.
Derivative: Davon βασανίτης λίθος (H., Ptol., vgl. Redard Les noms grecs en -της 53). Denominatives Verb βασανίζω ‘an den Probierstein reiben, (die Echtheit) prüfen, foltern’ (ion. att.) mit βασινισμός Folterung (Alex., Apok.), gewöhnlich von βάσανος ersetzt; βασανιστής m. Untersucher, Folterer, f. -ίστρια (Antipho, Ar. u. a.); βασανιστήριον Folterkammer (Theopomp. Kom. usw.), τὰ βασανιστήρια Folterinstrumente (Plu. u. a.); Adj. βασανιστήριος zur Folterung dienend (J.).
Etymology: Letzten Endes stammt βάσανος aus ägypt. baḫan, Bez. einer Schieferart, die von den Ägyptern als Prüfstein des Goldes verwendet wurde. Zu den Griechen kam das Wort u. a. durch lydische Vermittlung (βάσανος als Λυδία λίθος bezeichnet B. 22); der Wandel von in σ (š) ist unklar. Sethe BerlSb. 1933, 894ff.; vgl. Kretschmer Glotta 24, 90. — Bei Plin. 36, 58 wurde basaniten in basalten verschrieben, woraus Basalt und andere moderne Formen, s. Niedermann Mus. Helv. 2, 127f.
Page 1,222

Chinese

原文音譯:b£sanoj 巴沙挪士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:嚴酷考驗 相當於: (אָשָׁם‎) (כְּלִמָּה‎) (מִכְשֹׁול‎)
字義溯源:試金石*,痛苦,疼痛,大痛苦;或源自(βάσις)=腳步),而 (βάσις)出自(βαθύς)X=行走*)。試金石這字可能來自埃及語;是(βασανίζω)=受苦),(βασανισμός)=痛苦),) (βασανιστής)=掌刑的)這三個字的字根
同源字:1) (βασανίζω)受苦 2) (βασανισμός)痛苦 3) (βασανιστής)掌刑的 4) (βάσανος)試金石,痛苦
出現次數:總共(3);太(1);路(2)
譯字彙編
1) 痛苦(2) 路16:23; 路16:28;
2) 疼痛的(1) 太4:24

English (Woodhouse)

examination by rack

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἡ Λυδία πέτρα πού χρησιμεύει γιά ἐξακρίβωση τῆς γνησιότητας τοῦ χρυσοῦ, μεταφορικά σημαίνει ἔλεγχος, ψυχική ὀδύνη). Ἡ λέξη εἶναι ξενική.
Παράγωγα: βασανίζω, βασανισμός, βασανιστής, βασανιστήριον, βασανιστέος, βασανιστέον, ἀβασάνιστος.