δειλός
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
δειλή, δειλόν, (δέος):
I of persons, cowardly, opp. ἄλκιμος, Il. 13.278; opp. ἀνδρεῖος, Pl.Phdr.239a, etc.: hence, vile, worthless, Il. 1.293; δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι Od.8.351; opp. ἐσθλός, lowborn, mean, Hes.Fr.164; πλοῦτος καὶ δειλοῖσιν ἀνθρώπων ὁμιλεῖ B. 1.50; ἀγαθοὶ δειλῶν ἐπὶ δαῖτας ἴσιν Eup.289; of animals, Hdt.3.108: c.gen., δειλὸς μυάγρης afraid of.., AP9.410 (Tull. Sab.): c.inf., ib.6.232 (Crin.). Adv. δειλῶς Theoc.Adon.15, Plu.2.26b.
2 more commonly, miserable, wretched, with a compassionate sense, δειλοὶ βροτοί = poor mortals! Il.22.31, al.; ἆ δειλέ = poor wretch!, ἆ δειλοί = poor wretches! 17.201, Od.20.351; ἆ δειλὲ ξείνων 14.361; Πατροκλῆος δειλοῖο Il.17.670.
II of things, miserable, wretched, γῆρας Hes.Op.113; δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ = thrift in the lees is worthless, sera parsimonia in fundo est ib.369; τὰ δ. κέρδη S.Ant.326; ἔργα, λόγος, etc., Thgn.307, E.Andr.757, etc.: Comp., Longin.2.1: Sup., Ar.Pl.123: neuter plural as adverb, ὀχλεῖ μοι δειλὰ ὁ Τρωΐλος PIand. 11.4 (iii A.D.).—Trag. use δειλός chiefly in former sense, δείλαιος in latter.
Spanish (DGE)
δειλή, δειλόν
• Alolema(s): dór. fem. δειλά Theoc.27.52
• Morfología: [ép. gen. δειλοῖο Il.17.670; plu. dat. δειλοῖσι Il.22.31]
I 1c. ref. a la capacidad de acción miedoso, tímido, apocado, cobarde de pers. op. ἄλκιμος Il.13.278, op. ἀγαθός Sol.1.39, op. θρασύς S.Ai.1315, op. ἀνδρεῖος Pl.Phdr.239a, op. μάχιμος Hp.Aër.23
•gener. ἀνήρ Archil.123.12, cf. Ar.Ach.664, Eq.390, Nu.1046, ἡμᾶς σὺ δειλοὺς ... φανεῖς; S.Ai.1362, αὔχημα ... καὶ δειλῷ τινι ἐγγίγνεται Th.2.62, πᾶς ἀκόλαστος ἢ ἄδικος ἢ δ. Ph.1.297, τούτους δειλοὺς νομίζειν I.AI 5.216, δειλοὺς καὶ ὀξυρρόπους ὄντας ἤκουε D.C.42.42.3, τί δειλοί ἐστε; Eu.Matt.8.26, Eu.Marc.4.40, cf. Hsch.
•c. dat. ὁ ἄνθρωπος ... δ. τῇ καρδίᾳ el hombre ... temeroso en su corazón LXX De.20.8
•c. giro prep. δειλότερος εἰς τὸ πλοῦν Chio 13.2, δ. ... πρὸς τὰ αἰσχρά cobarde para las cosas vergonzosas Plu.2.530f, δειλότατος ἐν τοῖς μεγίστοις τῶν κινδύνων D.C.45.39.4
•abs. como exclamation ἀβέλτερε καὶ δειλότατε idiota y grandísimo cobarde Men.Sam.654, ὡς μάλα δειλά ¡qué tímida eres! Theoc.l.c.
•de anim. cobarde, tímido ὄρτυγες D.P.Au.1.30, ἵππος Hierocl.Facet.10, c. ac. de rel. ψυχὴν δειλά Hdt.3.108
•c. gen. σμίνθος ... οὐδὲ μυάγρης δ. un ratón que no teme la trampa, AP 9.410 (Tull.Sab.)
•de plantas, c. giro prep. φυτὰ ... δειλὰ πρὸς χειμῶνας plantas temerosas de los rigores del invierno Plu.2.939c, c. inf. δειλαὶ δάκνεσθαι ἀμυγδάλαι almendras que temen ser mordidas, AP 6.232 (Crin.)
•de abstr. γυναικῶν δειλὸν ... λόγον tímido lenguaje de las mujeres E.Andr.757, λογισμοὶ γὰρ θνητῶν δειλοί LXX Sap.9.14, δειλῇ καὶ ἀνελευθέρῳ φύσει πίστις οὐκ ἂν μετείη Sext.Sent.170
•de una acción cobarde Luc.Nigr.19
•subst. τὸ δειλόν la cobardía τὸ δειλὸν οὐδὲ τοῦ βίου πόθος E.HF 316, φεύγω τὸ δειλὸν τῇδε evito así la acusación de cobardía E.Or.783, τὸ δειλὸν ἀποκρίναντας I.AI 4.298
•subst. ὁ δειλός el cobarde μὴ βουλεύου ... μετὰ δειλοῦ περὶ πολέμου no trates de guerra con el cobarde LXX Si.37.11, ὁ δ. ὑποπέπτωκε τῷ ἀνδρείῳ Ph.1.60, διαβάλλουσι ... τούς θαρσαλέους οἱ δειλοί Philostr.VS 515, τοῖς δὲ δειλοῖς ... τὸ μέρος los cobardes (tendrán) su parte en el infierno Apoc.21.8, σὺ ... ὃς δειλοῖς ἀεὶ συνηνέχθης Luc.DMort.12.2.
2 c. ref. a la capacidad de acción ante el trabajo, de pers. perezoso ὁρῶν σε δειλὸν ὄντα καὶ βραδύν Ar.Au.1336
•subst. ὁ δειλός el hombre pasivo, el perezoso νόσος δειλοῖσιν ἑορτή Antipho Soph.B 57.
3 c. ref. a una valoración moral o social, de pers. vil, despreciable, de poco valor, de baja condición de Aquiles δ. τε καὶ οὐτιδανός Il.1.293, ὕβρις γάρ τε κακὴ δειλῷ βροτῷ pues mala es la soberbia para un hombre de baja condición Hes.Op.214, ἐν πενίῃ δ' ὅ τε δ. ἀνὴρ ... φαίνεται Thgn.393, πλοῦτος δὲ καὶ δειλοῖσιν ἀνθρώπων ὁμιλεῖ B.1.161, δειλαὶ δυστοκέες ... ἀλετρίδες Call.Del.241
•prov. cóm. αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ δειλῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιν los nobles sin ser invitados van a los banquetes de los plebeyos Eup.315
•op. ἀγαθός Praxill.3
•de abstr. de poco valor, mezquino, vil δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι ἐγγυάασθαι de poco valor son las garantías ofrecidas por los viles, Od.8.351, δειλὴ ... φειδώ una economía mezquina Hes.Op.369, ἔργα Thgn.307, δειλὰ κέρδη ganancias obtenidas por medios viles S.Ant.326, τὰ φυσικὰ ἔργα ... δειλότερα καθίσταται Longin.2.1, ἦθος Vett.Val.48.19.
4 c. ref. a la suerte desgraciado, infortunado de pers. Πατροκλῆος δειλοῖο μνησάσθω Il.17.670, βροτοί Il.22.31, ἔμε δείλαν Alc.10.1, cf. Call.Lau.Pall.89, A.R.1.279, 3.262, 636, 771, Opp.C.3.229, Q.S.5.546, δειλοῖς ἐν νεκύεσσι Theoc.16.43, κούρη Opp.C.1.497, ἀνήρ Opp.H.2.155, Ἀλκιμάχεια Nonn.D.35.376, cf. 46.338, op. ὄλβιος Emp.B 132
•abs. como exclamation ἆ δείλ' desgraciado, Il.17.201, A.R.2.244, IG 22.10073.10 (II/III d.C.), Q.S.6.41, ἆ δειλοί Od.20.351, Q.S.11.217, 12.540, cf. Orph.A.1226, Q.S.1.100, 3.455, Nonn.D.6.259, 30.207, c. gen. ἆ δειλὲ ξείνων Od.14.361, ἆ δ. Βασιλέων Call.Dian.255, c. dat. ὤ μοι ἐγὼ δ. ¡ay, desgraciado de mí! Thgn.1107
•de abstr. infortunado, triste γῆρας Hes.Op.113
•neutr. plu. δειλά cosas tristes, malas e.e. desgraciadas op. ἐσθλά Hes.Fr.273, Emp.B 15.
5 en sent. posit. reverente, temeroso de Dios de un obispo ὥστε εἰ καὶ νέος, ἀλλὰ πρᾶος ὑπαρχέτω δ. τε καὶ ἡσύχιος Const.App.2.1.5.
II adv. -ῶς con miedo, cobardemente ἔβαινε Theoc.Adon.15, προσκυνεῖν Plu.2.26b, ἀτόλμως καὶ δ. διακείμενοι Aen.Tact.16.20, cf. Poll.1.159.
• Diccionario Micénico: de-we-ro.
• Etimología: De *δϝειλός o de *δϝει-ελος, deriv. de la raíz que da lugar a δείδω q.u., e.e. < *du̯e-Hi̯3- ‘dos’.
German (Pape)
[Seite 537] (entstanden aus δεΙ-λο'Σ, Wurzel δε = δι, verwandt δέος, δείδω), a) furchtsam, feig, Gegensatz von ἄλκιμος, Il. 13, 278; vgl. Arist. Eth. 2, 7, 3; oft bei Plat. u. a. Att.; Gegensatz θρασύς Diphil. Ath. III, 35 d. Auch mit dem gen., vor etwas, σμίνθος – οὐδὲ μυάγρης δειλός Gemin. 9 (XI, 410). – b) überh. schlecht, schwach, verächtlich; δειλός τε καὶ οὐτιδανός Il. 1, 293; δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι ἐγγυάασθαι Odyss. 8, 351. Dah. bei Theogn. Gegensatz von ἀγαθός u. ἀμείνων, 393. 463; vgl. Hes. O. 711. – c) unglücklich, bejammernswert, u. mit dem Ausdrucke mitleidigen Bedauerns, arm, oft Hom.; ὤ μοι ἐγὼ δειλός, weh mir Aermstem, Odyss. 5, 299; δειλοῖσι βροτοῖσιν, den armen Sterblichen, Iliad. 22, 31; Anrede ἆ δειλέ, Iliad. 17, 201, ἆ δειλοί, Odyss. 10, 431, ἆ δειλώ Iliad. 17, 443 Odyss. 21, 86; mit genitiv., ἆ δειλὲ ξείνων Odyss. 14, 361. 21, 288. So δειλοῖς ἐν νεκύεσσι Theocrit. 16, 43. Attisch heißt dies δείλαιος. S. Scholl. Aristonic. Iliad. 17, 38. 22, 31. 23, 65 Herodian. 11, 441. 17, 201 Apollon. Lex. Homer. p. 56, 30 Lehrs Aristarch. p. 122.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. craintif, d'où
1 timide ; en parl. de plantes δειλὸς πρὸς χειμῶνας PLUT plante qui craint les températures rigoureuses;
2 lâche;
II. p. ext. :
1 vil, méprisable;
2 bas, vulgaire, de condition inférieure : δειλὰ κέρδη SOPH gain honteux;
3 en gén. faible, pauvre, malheureux : ἆ δειλέ, ἆ δειλοί, ἆ δειλώ (v. ἆ) malheureux ! avec un gén. ἆ δειλὲ ξείνων OD malheureux étranger !.
Étymologie: R. ΔϜι, craindre ; v. δείδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δειλός -ή -όν [~ δείδω] laf, bang, van pers.:; ἔνθ’ ὅ τε δειλὸς ἀνὴρ ὅς τ’ ἄλκιμος ἐξεφαάνθη waar duidelijk blijkt wie er laf is en wie weerbaar Il. 13.278; τί δειλοί ἐστε, ὀλιγόπιστοι; waarom zijt gij bevreesd, kleingelovigen? NT Mt. 8.26; van zaken:; γυναικῶν δειλόν... λόγον angstige vrouwenpraat Eur. Andr. 757; subst.: τὸ δειλόν lafheid Eur. HF 316. minderwaardig, van pers.:; ὕβρις γάρ τε κακὴ δειλῷ βροτῷ gewelddadigheid is een kwaad voor een minderwaardige sterveling Hes. Op. 214; van zaken:. δειλὰ κέρδη minderwaardig winstbejag Soph. Ant. 326. ongelukkig, van pers.:; Πατροκλῆος δειλοῖο μνησάσθω laat hij zich de ongelukkige Patroclus herinneren Il. 17.670; van zaak:. δειλόν γῆρας ongelukkige ouderdom Hes. Op. 113.
Russian (Dvoretsky)
δειλός:
1 робкий, боязливый, трусливый (Hom., Hes., Eur., Thuc., Plat., Arst., Plut.; πρός τι Plut. и τινος или ποιεῖν τι Anth.);
2 жалкий, несчастный (βροτοί Hom.; γῆρας Hes.; νέκυες Theocr.);
3 презренный, низкий (δ. τε καὶ οὐτιδανός Hom.; δειλῶν τε καὶ ἐσθλῶν τέκμαρ Hes.; κέρδη Soph.).
English (Autenrieth)
(root δϝι): (1) cowardly, Il. 1.293, Il. 13.278.—(2) wretched (wretch), miserable; especially in phrase δειλοῖσι βροτοῖσιν, and ἆ δειλέ, δειλώ, δειλοί.
English (Strong)
from deos (dread); timid, i.e. (by implication) faithless: fearful.
English (Thayer)
δείλη, δειλόν (δείδω to fear), timid, fearful: Homer down.)
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δειλός, -ή, -όν)
αυτός που κατέχεται από φόβο, που δεν έχει θάρρος, άτολμος
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δειλά
φοβισμένες ενέργειες
2. φρ. «κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης» — είναι προτιμότερο να φοβάται κανείς τον κίνδυνο και να σωθεί παρά να ριψοκινδυνεύσει και να σκοτωθεί
αρχ.-μσν.
(για λόγους και ενέργειες) αυτός που φέρνει ντροπή («οὐ πείθεται τοῖς ἀδελφοῖς, δειλὸν τὸ πρᾶγμα κρίνει», «δειλὸς λόγος»)
αρχ.
1. φαύλος, πρόστυχος
2. από κατώτερη γενιά, ταπεινής καταγωγής
3. (με έκφραση συμπάθειας) δύστυχος, ταλαίπωρος («δειλοὶ βροτοί»)
4. (με γεν.) «δειλός τινος» — φοβισμένος από κάτι
5. (για φυτά) ευαίσθητος, αδύνατος («δειλὰ πρὸς χειμῶνα» — που δεν αντέχουν στο κρύο)
6. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ δειλόν
η δειλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δειλός ανάγεται σε IE ρίζα δFει- «φοβάμαι» (πρβλ. δέος < δFείος, δείδω) με επίθημα -λος ή -ελος (πρβλ. νεφέλη-νέφος). Αξίζει να σημειωθεί η σημασιολογική σχέση μεταξύ τών δειλός και δεινός. Προερχόμενα και τα δύο από τη ρίζα δFει-, που δήλωνε τον φόβο (πρβλ. δείδω «φοβάμαι», δέος «φόβος»), διακρίθηκαν σημασιολογικώς ως προς την ενεργητική-παθητική δήλωση του φόβου: δεινός = ο προκαλών τον φόβο (τρομοκρατών), δειλός = ο υφιστάμενος, δεχόμενος, αισθανόμενος τον φόβο (τρομοκρατούμενος). Τέλος εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε πολλές σύνθετες λέξεις ο τ. δειλο- που προέρχεται από επίθετο ή επίρρημα.
ΠΑΡ. δειλία
αρχ.
δειλούμαι
αρχ.-μσν.
δειλαίνομαι, δειλότητα.
ΣΥΝΘ. αρχ. δειλοκαταφρονητής, δειλοκοπώ, δειλοποιός, δειλόφθονος
μσν.
δειλοκάρδιος, δειλόνους, δειλογνωμώ
μσν.- νεοελλ.
δειλοσκοπώ
νεοελλ.
δειλόκαρδος, δειλοπατώ·].
Greek Monotonic
δειλός: -ή, -όν (δέος),
I. 1. λέγεται για πρόσωπα, φοβιτσιάρης, άνανδρος, άτολμος, μικρόψυχος, σε Ομήρ. Ιλ.· από όπου, φαύλος, πρόστυχος, μηδαμινός, ουτιδανός, στο ίδ.· δειλός τινος, με το φόβο του..., σε Ανθ.
2. άθλιος, ατυχής, ταλαίπωρος, δόλιος, δυστυχής, σε Όμηρ.· με τη σημασία της συμπάθειας, όπως το Λατ. miser, δειλοὶ βροτοί, κακόμοιροι, δυστυχισμένοι θνητοί! ἆ δειλέ, κακομοίρη! δυστυχή! ἆ δειλοί, δυστυχισμένοι! κακόμοιροι! στον ίδ.
II. λέγεται για πράγματα, άθλιος, ελεεινός, ποταπός, ευτελής, σε Ησίοδ., Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
δειλός: -ή, -όν, (δέος) Ι. ἐπὶ προσώπων, ἄνανδρος, «φοβιτσιάρης», ἄψυχος, ἀντίθετον τῷ ἄλκιμος, Ἰλ. Ν. 278· ἐντεῦθεν, κατὰ τὴν ἡρωικὴν ἐποχήν, φαῦλος, πρόστυχος, μηδαμινός, Ἰλ. Α. 293· δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι Ὀδ. Θ. 351, ἔνθα ἴδε Nitzsch.· καὶ ὡσαύτως, ἀντίθ τῷ ἐσθλός, καὶ κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ κακός, πρόστυχος, ἐκ ποταπῆς γενεᾶς, Ἡσ. Ἀποσπ. 55· ἀγαθοὶ δειλῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιν Εὔπολ. Χρυσ. γεν. 14· ἴδε ἐν λ. ἀγαθός Ι. 1·― δειλός τινος, φοβούμενος ἀπό τινος..., Ἀνθ. Π. 9. 410· οὕτω μετ’ ἀπαρ., αὐτόθι 6. 232. 2) συνηθέστερον, ἄθλιος, ἀτυχής, ταλαίπωρος, Ὅμ., μετά τινος ἐννοίας συμπαθείας, ὡς τὸ Λατ. miser, δειλοὶ βροτοί, δυστυχεῖς θνητοί ! συχνὸν παρ’ Ὁμ.· ἆ δειλέ, δυστυχισμένε ! ἆ δειλοί, δυστυχεῖς, κακόμοιροι ! οὕτως, ἆ δειλὲ ξείνων Ὀδ. Ξ. 361· Πατροκλῆος δειλοῖο Ἰλ. Ρ. 670. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, δυστυχής, ἐλεεινός, γῆρας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 113· τὰ δ. κέρδη Σοφ. Ἀντ. 326· ἔργα, λόγος, κτλ., Θέογν. 307, Εὐρ. Ἀνδρομ. 757, κτλ. ― Οἱ Ἀττ. μετεχειρίζοντο τὸ δειλός κυρίως ἐν τῇ πρώτῃ σημασίᾳ· τὸ δὲ δείλαιος μετὰ τῆς δευτέρας. Πρβλ. δεινός.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: cowardly, miserable (Il.).
Compounds: ἄ-, θρασύ-, πάν-, περί-.
Derivatives: δειλία cowardice, uselessness (Ion.-Att.) with δειλιάω fear (LXX), ἀπο-δειλιάω (Pl.) and (ἀπο-)δειλίασις (Plb.); δειλότης (H.) and denomin. δειλαίνω be fearful (Arist.), δειλόομαι (S. Ichn. 150?, LXX); δειλιαίνω make fearful (LXX). - Express. δείλαιος wretched (Emp.), δειλαιότης (sch.);: δείλακρος (Ar.; Frisk Nom. 63f.)), δειλακρίων (Ar.), δειλακρίνας (EM).
Origin: IE [Indo-European] [227] *du̯ei- fear
Etymology: From *δϜει-λός or *δϜει-ελός (λ-stem beside *δϜεῖος > δέος as νεφέλη: νέφος?); on the suffix cf. ἔκπαγλος, Chantraine 238. - Kuiper Glotta 75 (1999) 63-67 finds cowardly only in N 278 and thinks that connection with Skt. dīná- weak, minor, miserable is the better connection and points to *deih₁-lo-.
Middle Liddell
δέος
I. of persons, cowardly, craven, Il.; hence, vile, worthless, Il.:— δειλός τινος afraid of…, Anth.
2. miserable, luckless, wretched, Hom.; with a compassionate sense, like Lat. miser, δειλοὶ βροτοί poor mortals! ἆ δειλέ poor wretch! ἆ δειλοί poor wretches! Hom.
II. of things, miserable, wretched, Hes., Soph.
Frisk Etymology German
δειλός: {deilós}
Meaning: furchtsam, elend (vorw. ep. ion. poet. seit Il.).
Composita: Kompp. ἄ-, θρασύ-, πάν-, περί-.
Derivative: Ableitungen: Abstraktum δειλία Feigheit, Nichtswürdigkeit (ion. att.) mit δειλιάω sich fürchten (LXX, D. S. u. a.), ἀποδειλιάω (Pl., X. usw.) und (ἀπο-)δειλίασις (Plb., Plu.). Von δειλός auch δειλότης (H.) und die Denominativa δειλαίνω furchtsam sein (Arist., Luk. u. a.), δειλόομαι (S. Ichn. 150?, LXX, D. S.). Daneben von δειλία: δειλιαίνω in Furcht setzen (LXX). — Expressive Erweiterungen von δειλός: δείλαιος elend, bedauernswert (Emp., Trag., Lys. usw.; vgl. μάταιος und Chantraine Formation 46ff.) mit δειλαιότης (Sch.); mit infigiertem -ακ- (Frisk Nom. 63f.): δείλακρος (Ar.), wovon δειλακρίων (Ar.; vgl. Chantraine 165) und δειλακρίνας (EM).
Etymology: Grundform *δϝειλός bzw. *δϝειελός (so Schulze Q. 244 A. 2; λ-Stamm neben *δϝεῖος > δέος wie νεφέλη: νέφος ?); zum Suffix vgl. ἔκπαγλος erschrecklich und die Ausdrücke für Gebrechen bei Chantraine 238; weitere Beziehungen s. δείδω. — Abzulehnen Kuiper ZII 8, 255ff.: zu aind. dīná- schwach, gering, elend.
Page 1,356-357
Chinese
原文音譯:deilÒj 得羅士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:畏懼
字義溯源:膽怯的,膽小的;源自(δέομαι)X*=畏懼)
出現次數:總共(3);太(1);可(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 膽怯(2) 太8:26; 可4:40;
2) 膽怯的(1) 啓21:8
Mantoulidis Etymological
(=φοβιτσιάρης). Ἀπό τό δείδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
timidus, ignavus, cowardly, idle, 2.62.4, 6.36.1.
Translations
coward
Afrikaans: lafaard, papbroek; Albanian: frikacak; Arabic: جَبَان; Armenian: վախկոտ, ղզիկ; Azerbaijani: qorxaq; Bashkir: ҡурҡаҡ; Basque: koldar; Belarusian: баязлі́вец, баязлі́ўка, палахлі́вец, палахлі́ўка; Bulgarian: страхливец, страхливка; Catalan: covard; Cebuano: talawan; Chakma: 𑄛𑄘𑄢; Chamicuro: s̈hamle'c̈homa; nMandarin: 懦夫, 孬種, 孬种, 孱頭, 孱头, 膽小鬼, 胆小鬼; Chukchi: айыԓгыԓьын; Crimean Czech: zbabělec, zbabělkyně, bázlivec, posera; Danish: bangebuks, kujon, kryster; Dutch: lafaard, slapjanus, watje; Erzya: тандаль; Esperanto: malkuraĝulo, timemulo, timulo, poltrono; Estonian: argpüks; Faroese: bloyta, ræðuskítur, rædduskítur, bløka, ónytta; Finnish: pelkuri; French: couard, couarde, poltron, poltronne, froussard, froussarde, lâche; Galician: covarde, cagainas; Georgian: მშიშარა, მხდალი, ლაჩარი, ჯაბანი, ქვეშაჯვია; German: Feigling, Angsthase, Schisser, Schisserin, Hosenscheißer, Warmduscher; Greek: δειλός, δειλή, άνανδρος, κότα, φοβιτσιάρης, κιοτής, φοβητσιάρης; Ancient Greek: ἀβλεμής, ἀγεννής, ἀθέλιμνος, ἀθυμητής, ἄθυμος, αἰκέλιος, ἀκάρδιος, ἀνάλκιμος, ἄναλκις, ἄνανδρος, ἀνδρογύνης, ἄνευρος, ἀπομάλακος, ἀπότολμος, ἀσπιδαποβλής, ἄσπλαγχνος, ἄτολμος, ἀφάρυμος, ἀφιλοπόλεμος, ἄψυχος, βληχρός, γυναικίας, δεδείκελος, δειδήμων, δείλανδρος, δειλός, δειλόψυχος, δειμαλέος, ἐκπάλαιστος, ἐλεγχής, ἔνδειλος, κακόσπλαγχνος, λευκηπατίας, λυγρός, μαλακός, μαλακόψυχος, μαλθακός, ὀλιγόψυχος, περίδειλος, ῥίψασπις, τρέστης, φιλόζωος, φιλόψυχος, φυγαίχμης, φυγόμαχος, φύξηλις; Haitian Creole: kapon; Hebrew: פַּחְדָן, פחדנית, מוּג לֵב; Hindi: कायर, डरपोक, बुज़दिल, बुजदिल; Hungarian: gyáva; Icelandic: bleyða; Ido: poltrono, deskurajozo; Ilocano: natakrot; Indonesian: pengecut; Irish: cladhaire; Italian: codardo, pusillanime, vigliacco, vile, coniglio; Ivatan: matahaw; Japanese: 臆病者, 怖がり, 怖がり屋, 腰抜け, 弱虫, 卑怯者; Kapampangan: bayugin, galgawu, mataloti; Kazakh: қорқақ; Khmer: អ្នកកំសាក, កំសាក; Korean: 겁쟁이, 비겁자(卑怯者), 겁꾸러기, 겁보, 겁부(怯夫); Kurdish Northern Kurdish: tirsok, newêrek, bêcesaret, bêkulek, tirsonek, tirsoke; Kyrgyz: коркок; Lao: ຄົນຕາຂາວ, ຄົນຂີ້ຢ້ານ; Latvian: gļēvulis, gļēvule; Lithuanian: bailys; Luxembourgish: Feigling; Macedonian: кукавица, страшливец; Malagasy: fananga; Malay: pengecut; Malayalam: ഭീരു; Manx: aggleydagh; Maori: tautauhea, tautauwhea, tautauā, whiore hume, hukehuke, hamo pango, poromataku; Maranao: talaw; Middle English: coward; Mongolian Cyrillic: аймхай хүн, хулчгар хүн; Norwegian Bokmål: feiging, reddhare; Nynorsk: feiging, reddhare; Occitan: coard; Old English: earg; Persian: ترسو, نامرد, بزدل; Plautdietsch: Schietstremp; Polish: tchórz, strachajło, bojaźliwiec; Portuguese: covarde; Romanian: laș, lașă; Russian: трус, трусиха, трусишка, ссыкун, бздун, ссыкло, бояка, боягуз, боягузка; Scottish Gaelic: cladhaire, gealtaire; Serbo-Croatian Cyrillic: ку̏кавица; Roman: kȕkavica; Shan: ၵူၼ်းၶီႈယၢၼ်ႈ; Shor: қортуқ; Slovak: zbabelec, zbabelkyňa, bojazlivec, ustrašenec; Slovene: strahopetnež, strahopetnica; Spanish: cobarde, gallina; Swahili: mwoga; Swedish: fegis, mes; Tagalog: duwag; Tajik: тарсу, тарсончак, номард, буздил; Tatar: куркак; Telugu: పిరికివాడు; Thai: คนขี้ขลาด, ขี้ขลาด; Turkish: korkak, ödlek, tabansız; Ukrainian: боягуз, боягузка, страхополох; Uyghur: قورقۇنچاق; Uzbek: qoʻrqoq; Vietnamese: người nhát gan, người nhút nhát; Volapük: dredöfan, hidredöfan, jidredöfan, dredajiedan, dredahijiedan, dredajijiedan; Welsh: cachadur, cachgi, cachwr, llwfrgi, llyfrgi, cilgi; West Frisian: fiich, leffert; Yiddish: פּחדן, פּחדנטע, טרוס