κατέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν → the divine summons urges me | what has come from the god urges me | the power of the god is present, hurrying me on

Source
(T21)
(20)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=2nd aorist κατῆλθον, 1st [[person]] plural κατηλθαμεν (T Tr WH; on [[which]] [[form]] [[see]] [[ἀπέρχομαι]], at the [[beginning]]); (from [[Homer]] [[down]]); to [[come]] [[down]], go [[down]]; [[properly]], of [[one]] [[who]] goes from a [[higher]] to a [[lower]] [[locality]]: followed by [[εἰς]] [[with]] the accusative of [[place]], T Tr marginal [[reading]]); and L T Tr WH in [[ἀπό]] [[with]] the genitive of [[place]], [[ἀπό]] and [[εἰς]], Eustathius (ad [[Homer]]) 1408,29 ([[Odyssey]] 1,183) [[κατελθεῖν]], οὐ [[μόνον]] τό [[ἁπλῶς]] [[κάτω]] [[ποῦ]] [[ἐλθεῖν]], [[ἀλλά]] καί τό ἐς λιμένα [[ἐλθεῖν]], [[ὥσπερ]] καί καταβῆναι καί καταπλευσαι καί καταχθῆναι καί κατάραι, τό ἐλλιμενισαι λέγεται; [[also]] 1956,35 ([[Odyssey]] 24,115) κατῆλθον ἤ [[ἀντί]] [[τοῦ]] ἐνελιμενίσθην, ὡς [[πολλαχοῦ]] ἐρρέθη, ἤ [[ἀντί]] [[τοῦ]] [[ἁπλῶς]] [[ἦλθον]]; cf. Ebeling, Lex. [[Homer]], [[under]] the [[word]]): followed by [[εἰς]], L T Tr WH; [[πρός]] τινα, James 3:15.
|txtha=2nd aorist κατῆλθον, 1st [[person]] plural κατηλθαμεν (T Tr WH; on [[which]] [[form]] [[see]] [[ἀπέρχομαι]], at the [[beginning]]); (from [[Homer]] [[down]]); to [[come]] [[down]], go [[down]]; [[properly]], of [[one]] [[who]] goes from a [[higher]] to a [[lower]] [[locality]]: followed by [[εἰς]] [[with]] the accusative of [[place]], T Tr marginal [[reading]]); and L T Tr WH in [[ἀπό]] [[with]] the genitive of [[place]], [[ἀπό]] and [[εἰς]], Eustathius (ad [[Homer]]) 1408,29 ([[Odyssey]] 1,183) [[κατελθεῖν]], οὐ [[μόνον]] τό [[ἁπλῶς]] [[κάτω]] [[ποῦ]] [[ἐλθεῖν]], [[ἀλλά]] καί τό ἐς λιμένα [[ἐλθεῖν]], [[ὥσπερ]] καί καταβῆναι καί καταπλευσαι καί καταχθῆναι καί κατάραι, τό ἐλλιμενισαι λέγεται; [[also]] 1956,35 ([[Odyssey]] 24,115) κατῆλθον ἤ [[ἀντί]] [[τοῦ]] ἐνελιμενίσθην, ὡς [[πολλαχοῦ]] ἐρρέθη, ἤ [[ἀντί]] [[τοῦ]] [[ἁπλῶς]] [[ἦλθον]]; cf. Ebeling, Lex. [[Homer]], [[under]] the [[word]]): followed by [[εἰς]], L T Tr WH; [[πρός]] τινα, James 3:15.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[κατέρχομαι]])<br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[έρχομαι]] [[κάτω]], [[κατεβαίνω]], κατευθύνομαι από ψηλότερη [[θέση]] σε χαμηλότερη (α. «ο [[παγετώνας]] κατέρχεται [[αργά]]» β. «πάντες δ' Ούλύμποιο κατήλθομεν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «[[οὔπω]] κατῆλθον [[αὖθις]]... εἰς Ἅιδου», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταβαίνω]] από την [[περιφέρεια]] [[προς]] το [[κέντρο]] (α. «πολλοί από την [[επαρχία]] κατήλθαν στην [[πρωτεύουσα]]» β. «Φίλιππος δἐ κατελθὠν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας ἐκήρυσσεν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] από μεσόγειο σε παράλιο [[τόπο]] ή από βόρεια σε νοτιότερη [[χώρα]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (για καλά ή [[δεινά]]) παρέχομαι, [[έρχομαι]] από τον θεό («οὐ ἔστιν αὕτη ἡ [[σοφία]] [[ἄνωθεν]] κατερχομένη, ἀλλ' [[ἐπίγειος]]», ΚΔ)<br /><b>5.</b> (για [[πλοίο]]) [[έρχομαι]] από το [[πέλαγος]] στην [[παραλία]], στο [[λιμάνι]]<br /><b>6.</b> [[κυλώ]], χύνομαι, [[εκβάλλω]] (α. «ο Δούναβης κατέρχεται στον Εύξεινο» β. «ἐκλύσθη δἐ [[θάλασσα]] κατερχόμενης ὑπὸ πέτρης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> (για εξόριστους, ξενιτεμένους <b>κ.λπ.</b>) [[επανέρχομαι]] στην [[πατρίδα]], επαναπατρίζομαι («φυγὰς κατελθών», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για [[αξία]], [[τιμή]] πράγματος <b>κ.λπ.</b>) μειώνομαι, [[εκπίπτω]] («το [[δολάριο]] [[συνεχώς]] κατέρχεται»)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) έχω [[κλίση]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[είμαι]] [[κατηφορικός]]<br /><b>3.</b> (για πυρετό) μειώνομαι, [[λιγοστεύω]]<br /><b>4.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] που μειώνει την [[υπόληψη]] ή την αξιοπρέπειά μου<br /><b>5.</b> [[καταντώ]], [[ξεπέφτω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]], [[αναχωρώ]]<br /><b>2.</b> [[διέρχομαι]], [[περνώ]] από [[κάπου]]<br /><b>3.</b> [[ορμώ]], επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>4.</b> [[αναζητώ]], [[ανατρέχω]]<br /><b>5.</b> [[συγκατανεύω]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[κατέρχομαι]] εἰς νεκρούς» — [[πεθαίνω]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατέρχομαι Medium diacritics: κατέρχομαι Low diacritics: κατέρχομαι Capitals: ΚΑΤΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: katérchomai Transliteration B: katerchomai Transliteration C: katerchomai Beta Code: kate/rxomai

English (LSJ)

fut.

   A κατελεύσομαι Od.1.303, Hdt.5.125, Arr.An.6.12.3 (but in good Att. κάτειμι, as also κατῄειν is always used for the impf.): aor. κατήλῠθον or κατῆλθον, inf. κατελθεῖν; Dor. subj. κατένθῃ Berl.Sitzb.1927.165 (Cyrene); Arc. part. κατενθών, pf. part. κατηνθηκώς, v. καθέρπω 11: pf. κατελήλυθα SIG675.24 (ii B.C.):—go down, Οὐλύμποιο κατήλθομεν Il.20.125, etc.; τιν' ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος . . κατελθέμεν 6.109; go down to the grave, κ. Ἄϊδος εἴσω, Ἄϊδόσδε, ib. 284, 7.330; εἰς Ἅιδου E.HF1101, etc.: rarely c. acc., τίς . . σκότου πύλας ἔτλη κατελθεῖν; Ar.Fr.149.2 (parod.); from high land to the coast, ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι Od.1.303; from country to town, 11.188; down the Nile, εἰς Ἀλεξάνδρειαν PLille3.80(iii B.C.), etc.    2 of things, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης by the descending rock, Od.9.484, 541; of a river, κατέρχεται ὁ Νεῖλος πληθύων comes down in flood, Hdt.2.19; κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος Th.4.75.    3 κ. εἰς τὸν ἀγῶνα, Lat. descendere in certamen, S.E.M.7.324.    4 c. acc., come to a place, ὑμέτερον δῶ Od.24.115; ἀφθονία κατελήλυθε τὴν πόλιν Lyd.Mag.3.76.    5 of property, pass to, PRein.42.28 (i/ii A.D.), POxy.1704.5(iii A.D.).    II come back, return, esp. come back from exile, Hdt.4.4, al., A.Ag.1647, Ch.3, Eu.462, S.OC601, Ar.Ra.1165, 1167, Pl.Ap.21a, OGI90.20 (Rosetta, ii B.C.), etc.; φυγὰς κατελθών S.Ant.200; ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν E.IT39: in pass. sense, ὑπ' ὀλιγαρχίας κατελθεῖν to be brought back by... Th.8.68; cf. κάτειμι 11, καθέρπω 11.

German (Pape)

[Seite 1397] (s. ἔρχομαι), 1) herabkommen, herabsteigen; πάντες δ' Οὐλύμποιο κατήλθομεν Il. 20, 125; ἐξ οὐρανοῦ 6, 109; in die Unterwelt hinabsteigen, Ἄϊδος εἴσω 6, 128, ψυχαὶ δ' ἄϊδόσδε κατῆλθον 7, 330; so Eur. Herc. Fur. 1101; zum Meeresstrande, ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι Od. 1, 303, öfter; nach der niedriger liegenden Stadt, 11, 188; von leblosen Dingen, herabkommen, -fallen, κατερχομένης πέτρης 9, 484. 541; von Flüssen, κατέρχεται ὁ Νεῖλος Her. 1, 19; – εἰς ἀγῶνα, in certamen descendere, S. Emp. adv. math. 7, 324. – 2) zurückkommen, bes. von den Verbannten, in die Heimath zurückkehren; ἐς πόλιν Aesch. Spt. 980, vgl. Ch. 3; ἥκω γὰρ εἰς γῆν τήνδε καὶ κατέρχομαι Eum. 440; φυγὰς κατελθών Soph. Ant. 200, vgl. O. C. 607; εἴ κως κατέλθοιεν εἰς τὴν ἑαυτῶν Her. 5, 30; häufig bei Thuc., Xen. u. den Rednern, wie Sp. Vgl. κάτειμι.

Greek (Liddell-Scott)

κατέρχομαι: μέλλ. κατελεύσομαι (ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. κάτειμι, ὡς καὶ τὸ κατῄειν εἶναι ἐν χρήσει ἀντὶ παρατ.)˙ ἀόρ. κατήλῠθον ἢ κατῆλθον: ἀπαρ. κατελθεῖν˙ ἀποθ. καταβαίνω, Λατ. descendere, Οὐλύμποιο κατήλθομεν Ἰλ. Υ. 125, κτλ.˙ τιν’ ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος… κατελθέμεν Ζ. 109˙ καταβαίνω εἰς τὸν τάφον, κ. Ἄϊδος εἴσω, Ἄϊδόσδε αὐτόθι 284., Η. 330˙ εἰς Ἅιδου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1101, κτλ.˙ σπανίως μετ’ αἰτ., τίς… σκότου πύλας ἔτλη κατελθεῖν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198. 2˙- ὡσαύτως ἀπὸ τῶν μεσογείων εἰς τὰ παράλια, ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι Ὀδ. Α. 303, πρβλ. ἢ ἀπὸ τῶν ἀγρῶν εἰς τὴν παρὰ τὴν θάλασσαν πόλιν, ἔτι δὲ ἀπὸ τοῦ πελάγους εἰς τὴν παραλίαν ἢ τὸν λιμένα (= κατάγομαι), μίμνει ἀγρῷ, οὐδὲ πόλινδε κ. Ὀδ. Λ. 188 καὶ Ω. 115. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης ἐκλύσθη ἡ θάλασσα, ὑπὸ τοῦ κρημνιζομένου, καταφερομένου βράχου, Ὀδ. Ι. 484. 541˙ ἐπὶ ποταμοῦ, κατέρχεται ὁ Νεῖλος πληθύων, καταβαίνει πλημμυρῶν, Ἡρόδ. 2. 19˙ κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥεύματος Θουκ. 4. 75. 3) κ. εἰς τὸν ἀγῶνα, Λατ. descendere ad certamen, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 324. ΙΙ. ἰδίως ἐπανέρχομαι ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἡρόδ. 4. 4., 5. 30., κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1647, Χο. 3, Εὐμ. 462, Σοφ. Ο. Κ. 601, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1165, κἑξ.˙ φυγὰς κατελθὼν Σοφ. Ἀντ. 200˙ ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν Εὐρ. Ι. Τ. 39˙ ἐπὶ παθ. σημασ., ὑπ’ ὀλιγαρχίας κατελθεῖν, ἐπαναφέρομαι ὑπὸ…, Θουκ. 7. 63˙ ἴδε κάτειμι.

French (Bailly abrégé)

f. κάτειμι, ao.2 κατῆλθον;
I. descendre ; particul.
1 dans les enfers : Ἄϊδος εἴσω IL, Ἀϊδόσδε IL chez Hadès;
2 de l’intérieur du pays à la côte : ἐπὶ νῆα OD pour s’embarquer;
3 de la campagne à la ville, descendre en ville;
4 fig. en parl. de choses tomber en pente en parl. d’un rocher ; en parl d’un fleuve. s’écouler, etc.
II. revenir, particul. revenir d’exil ; au sens Pass. être ramené d’exil : ὑπό τινος par qqn;
III. c. κατατρέχω fondre sur, attaquer.
Étymologie: κατά, ἔρχομαι.

English (Autenrieth)

fut. κατελεύσομαι, aor. κατήλυθον, inf. κατελθέμεν: come or go down, come in some definite direction, as from country to town, home, from high sea to harbor, etc.; πέτρη, ‘descending,’ Od. 9.484.

English (Strong)

from κατά and ἔρχομαι (including its alternate); to come (or go) down (literally or figuratively): come (down), depart, descend, go down, land.

English (Thayer)

2nd aorist κατῆλθον, 1st person plural κατηλθαμεν (T Tr WH; on which form see ἀπέρχομαι, at the beginning); (from Homer down); to come down, go down; properly, of one who goes from a higher to a lower locality: followed by εἰς with the accusative of place, T Tr marginal reading); and L T Tr WH in ἀπό with the genitive of place, ἀπό and εἰς, Eustathius (ad Homer) 1408,29 (Odyssey 1,183) κατελθεῖν, οὐ μόνον τό ἁπλῶς κάτω ποῦ ἐλθεῖν, ἀλλά καί τό ἐς λιμένα ἐλθεῖν, ὥσπερ καί καταβῆναι καί καταπλευσαι καί καταχθῆναι καί κατάραι, τό ἐλλιμενισαι λέγεται; also 1956,35 (Odyssey 24,115) κατῆλθον ἤ ἀντί τοῦ ἐνελιμενίσθην, ὡς πολλαχοῦ ἐρρέθη, ἤ ἀντί τοῦ ἁπλῶς ἦλθον; cf. Ebeling, Lex. Homer, under the word): followed by εἰς, L T Tr WH; πρός τινα, James 3:15.

Greek Monolingual

(AM κατέρχομαι)
1. πορεύομαι προς τα κάτω, έρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «ο παγετώνας κατέρχεται αργά» β. «πάντες δ' Ούλύμποιο κατήλθομεν», Ομ. Ιλ.
γ. «οὔπω κατῆλθον αὖθις... εἰς Ἅιδου», Ευρ.)
2. μεταβαίνω από την περιφέρεια προς το κέντρο (α. «πολλοί από την επαρχία κατήλθαν στην πρωτεύουσα» β. «Φίλιππος δἐ κατελθὠν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας ἐκήρυσσεν», ΚΔ)
3. έρχομαι από μεσόγειο σε παράλιο τόπο ή από βόρεια σε νοτιότερη χώρα
4. μτφ. (για καλά ή δεινά) παρέχομαι, έρχομαι από τον θεό («οὐ ἔστιν αὕτη ἡ σοφία ἄνωθεν κατερχομένη, ἀλλ' ἐπίγειος», ΚΔ)
5. (για πλοίο) έρχομαι από το πέλαγος στην παραλία, στο λιμάνι
6. κυλώ, χύνομαι, εκβάλλω (α. «ο Δούναβης κατέρχεται στον Εύξεινο» β. «ἐκλύσθη δἐ θάλασσα κατερχόμενης ὑπὸ πέτρης», Ομ. Οδ.)
7. (για εξόριστους, ξενιτεμένους κ.λπ.) επανέρχομαι στην πατρίδα, επαναπατρίζομαι («φυγὰς κατελθών», Σοφ.)
νεοελλ.
1. μτφ. (για αξία, τιμή πράγματος κ.λπ.) μειώνομαι, εκπίπτω («το δολάριο συνεχώς κατέρχεται»)
2. (για τόπο) έχω κλίση προς τα κάτω, είμαι κατηφορικός
3. (για πυρετό) μειώνομαι, λιγοστεύω
4. κάνω κάτι που μειώνει την υπόληψη ή την αξιοπρέπειά μου
5. καταντώ, ξεπέφτω
μσν.
1. πηγαίνω, αναχωρώ
2. διέρχομαι, περνώ από κάπου
3. ορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
4. αναζητώ, ανατρέχω
5. συγκατανεύω
6. φρ. «κατέρχομαι εἰς νεκρούς» — πεθαίνω.