εἴρω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(1ab)
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εἴρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[συναρμολογώ]], [[συναρμόζω]]<br /><b>2.</b> [[παρεμβάλλω]], [[εμπλέκω]]<br /><b>3.</b> (για λόγο) [[συνδέω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «εἰρομένη [[λέξις]]» — χαλαρό ύφος του λόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ενεστώτα (με [[επίθημα]] -<i>ye</i>- / -<i>yo</i>-) που σχηματίζεται από την απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ser</i>- «[[βάζω]] στη [[σειρά]] το ένα [[κοντά]] στο [[άλλο]]», η οποία απαντά σε όλους τους ρηματικούς και σε ορισμένους ονοματικούς τ. Η [[ταυτοσημία]] του [[είρω]] με το λατ. <i>ser</i><i>ō</i> οδήγησε στη [[σύνδεση]] τών δύο τ., ενώ η [[απώλεια]] της δασύτητας στον ελληνικό τ. εξηγείται από τη σπάνια [[εμφάνιση]] του ρήματος ως απλού, το οποίο απαντά εν συνθέσει [[κυρίως]] με την [[πρόθεση]] <i>συν</i>. Εντούτοις υπάρχουν ίχνη δασύτητας, αν ληφθεί υπ' όψιν ο τ. [[είρω]] που παραδίδει το <i>Etymologicum Magnum</i> και το ομηρ. <i>εέρμενος</i>, το οποίο [[παρά]] την ψίλωσή του προϋποθέτει [[θέμα]] με αρχικό δασύ. Δασεία [[επίσης]] εμφανίζεται στα <i>έρματα</i>, [[ειρμός]]. Η [[υπόθεση]] ότι η [[δασεία]] οφείλεται στο ακολουθούν [[σύμπλεγμα]] -<i>ρμ</i>- δεν έχει ισχυρή [[βάση]]. Στη [[ρίζα]] <i>ser</i>-, εξάλλου, ανάγονται τα οσκ. <i>aserum</i>, αρχ. ιρλ. <i>sernaid</i>, ιρλ. <i>sreth</i>, τοχ. A' <i>sark</i>, Β' <i>serke</i> «[[γένος]], [[φυλή]], [[στεφάνι]]» και με ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ρίζας τα <i>όρμος</i>, [[ορμιά]], [[ορμαθός]]].<br /><b>(II)</b><br />[[εἴρω]] (Α)<br /><b>1.</b> λέω, [[μιλώ]]<br /><b>2.</b> [[αναγγέλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο μεμονωμένος [[ενεστωτικός]] τ. [[είρω]], που στον Όμηρο απαντά με αρχικό <i>F</i>- (<i>Fείρω</i>), θεωρείται [[νεώτερος]] [[σχηματισμός]] από τον μέλλ. (<i>F</i>)<i>ερέ</i>-[[σ]]-<i>ω</i> [[κατά]] το [[πρότυπο]] του <i>κτεν</i>-<i>έ</i>[[σ]]<i>ω</i>: [[κτείνω]]. Ο μέλλ. (<i>F</i>)[[ερέω]] (<span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>ερέ</i>-<i>σω</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i><i>ә</i><sub>1</sub>-, παρεκτεταμένη [[μορφή]] της αρχικής IE <i>wer</i>- «[[μιλώ]], λέω με στόμφο». Όλοι [[σχεδόν]] οι άλλοι ρηματικοί και [[κυρίως]] οι ονοματικοί τύποι ερμηνεύονται με [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>wr</i><i>ē</i>- (αρχ. ελλ. <i>Fρη</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>Fε</i>-<i>Fρη</i>-<i>μαι</i>, παθ. αόρ. <i>εFρή</i>-<i>θην</i> [[αλλά]] και <i>Fρη</i>-<i>τός</i> &GT; [[ρητός]] που αντιστοιχεί ακριβώς σε αβ. <i>urv</i><i>ā</i><i>ta</i>- «[[τάξη]], [[διαταγή]], αρχ. ινδ. <i>vrata</i>- «[[παραγγελία]], [[τάμα]]»). Το ίδιο θ. απαντά στα [[διαρρήδην]], <i>ρήσις</i>, [[ρήτρα]], [[ρήτωρ]], [[καθώς]] και στο [[ρήμα]] που συνδέεται με λατ. <i>ver</i>-<i>bum</i>, όπου απαντά η αρχική ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i>- και [[επίθημα]] -<i>dh</i>-, ενώ η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας απαντά στο αρχ. άνω γερμ. <i>wort</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>word</i>). Ο μη χρησιμοποιούμενος ενεστώτας [[είρω]] αντικαταστάθηκε από τα [[φημί]], [[λέγω]], [[αγορεύω]], ενώ ως αόριστός του λειτούργησε ο τ. [[είπον]]<br />εν χρήσει παρέμειναν οι τύποι του μέλλ., του παρακμ. και του παθ. αορ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ερώ</i>, <i>είρηκα</i>, <i>ερρήθην</i>)].<br /><b>(III)</b><br />[[εἴρω]] (Α)<br />[[ερωτώ]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εἴρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[συναρμολογώ]], [[συναρμόζω]]<br /><b>2.</b> [[παρεμβάλλω]], [[εμπλέκω]]<br /><b>3.</b> (για λόγο) [[συνδέω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «εἰρομένη [[λέξις]]» — χαλαρό ύφος του λόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ενεστώτα (με [[επίθημα]] -<i>ye</i>- / -<i>yo</i>-) που σχηματίζεται από την απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ser</i>- «[[βάζω]] στη [[σειρά]] το ένα [[κοντά]] στο [[άλλο]]», η οποία απαντά σε όλους τους ρηματικούς και σε ορισμένους ονοματικούς τ. Η [[ταυτοσημία]] του [[είρω]] με το λατ. <i>ser</i><i>ō</i> οδήγησε στη [[σύνδεση]] τών δύο τ., ενώ η [[απώλεια]] της δασύτητας στον ελληνικό τ. εξηγείται από τη σπάνια [[εμφάνιση]] του ρήματος ως απλού, το οποίο απαντά εν συνθέσει [[κυρίως]] με την [[πρόθεση]] <i>συν</i>. Εντούτοις υπάρχουν ίχνη δασύτητας, αν ληφθεί υπ' όψιν ο τ. [[είρω]] που παραδίδει το <i>Etymologicum Magnum</i> και το ομηρ. <i>εέρμενος</i>, το οποίο [[παρά]] την ψίλωσή του προϋποθέτει [[θέμα]] με αρχικό δασύ. Δασεία [[επίσης]] εμφανίζεται στα <i>έρματα</i>, [[ειρμός]]. Η [[υπόθεση]] ότι η [[δασεία]] οφείλεται στο ακολουθούν [[σύμπλεγμα]] -<i>ρμ</i>- δεν έχει ισχυρή [[βάση]]. Στη [[ρίζα]] <i>ser</i>-, εξάλλου, ανάγονται τα οσκ. <i>aserum</i>, αρχ. ιρλ. <i>sernaid</i>, ιρλ. <i>sreth</i>, τοχ. A' <i>sark</i>, Β' <i>serke</i> «[[γένος]], [[φυλή]], [[στεφάνι]]» και με ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ρίζας τα <i>όρμος</i>, [[ορμιά]], [[ορμαθός]]].<br /><b>(II)</b><br />[[εἴρω]] (Α)<br /><b>1.</b> λέω, [[μιλώ]]<br /><b>2.</b> [[αναγγέλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο μεμονωμένος [[ενεστωτικός]] τ. [[είρω]], που στον Όμηρο απαντά με αρχικό <i>F</i>- (<i>Fείρω</i>), θεωρείται [[νεώτερος]] [[σχηματισμός]] από τον μέλλ. (<i>F</i>)<i>ερέ</i>-[[σ]]-<i>ω</i> [[κατά]] το [[πρότυπο]] του <i>κτεν</i>-<i>έ</i>[[σ]]<i>ω</i>: [[κτείνω]]. Ο μέλλ. (<i>F</i>)[[ερέω]] (<span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>ερέ</i>-<i>σω</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i><i>ә</i><sub>1</sub>-, παρεκτεταμένη [[μορφή]] της αρχικής IE <i>wer</i>- «[[μιλώ]], λέω με στόμφο». Όλοι [[σχεδόν]] οι άλλοι ρηματικοί και [[κυρίως]] οι ονοματικοί τύποι ερμηνεύονται με [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>wr</i><i>ē</i>- (αρχ. ελλ. <i>Fρη</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>Fε</i>-<i>Fρη</i>-<i>μαι</i>, παθ. αόρ. <i>εFρή</i>-<i>θην</i> [[αλλά]] και <i>Fρη</i>-<i>τός</i> > [[ρητός]] που αντιστοιχεί ακριβώς σε αβ. <i>urv</i><i>ā</i><i>ta</i>- «[[τάξη]], [[διαταγή]], αρχ. ινδ. <i>vrata</i>- «[[παραγγελία]], [[τάμα]]»). Το ίδιο θ. απαντά στα [[διαρρήδην]], <i>ρήσις</i>, [[ρήτρα]], [[ρήτωρ]], [[καθώς]] και στο [[ρήμα]] που συνδέεται με λατ. <i>ver</i>-<i>bum</i>, όπου απαντά η αρχική ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i>- και [[επίθημα]] -<i>dh</i>-, ενώ η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας απαντά στο αρχ. άνω γερμ. <i>wort</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>word</i>). Ο μη χρησιμοποιούμενος ενεστώτας [[είρω]] αντικαταστάθηκε από τα [[φημί]], [[λέγω]], [[αγορεύω]], ενώ ως αόριστός του λειτούργησε ο τ. [[είπον]]<br />εν χρήσει παρέμειναν οι τύποι του μέλλ., του παρακμ. και του παθ. αορ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ερώ</i>, <i>είρηκα</i>, <i>ερρήθην</i>)].<br /><b>(III)</b><br />[[εἴρω]] (Α)<br />[[ερωτώ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:20, 15 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴρω Medium diacritics: εἴρω Low diacritics: είρω Capitals: ΕΙΡΩ
Transliteration A: eírō Transliteration B: eirō Transliteration C: eiro Beta Code: ei)/rw

English (LSJ)

(A), aor. εἶρα (v. infr.), also ἔρσα (v. διείρω):—Pass., pf. part. ἐρμένος (ἐν-) Hdt.4.190; Ep. ἐερμένος (v. infr.):—mostly in compds., ἀν-, δι-, ἐν-, ἐξ-, συν-είρω:—

   A fasten together in rows, string, used by Hom. only in Ep. pf. Pass., ἠλέκτροισιν ἐερμένος [a necklace] strung with pieces of amber, Od.18.296, and plpf. Pass., μετὰ δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο 15.460; περὶ στήθεσσιν ἔερτο [μίτρη] A.R.3.868; τὸ εὖ εἰρόμενον a connected system, Plot.2.3.7.    II after Hom.in Act., στεφάνους εἴ. Pi.N.7.77; εἴ. τὰ θεῖα Plu.2.1029c; insert, εἰς βρόχον εἴρας τὸν τράχηλον Zaleuc. ap. Stob.4.2.19 ad fin., cf. PMag.Par.1.259; esp. in speech, string together, ὁ εἴρας καὶ συνυφάνας ἕκαστα [λόγος] Ph.1.499; θρῆνον J.BJ6.5.3; πολλὰ ὀνόματα Philostr.VA 1.20, cf. 6.17; οἱ μηδὲ δύο σχεδὸν ῥήματα δεξιῶς εἴρειν δυνάμενοι S.E. M.1.98:—Pass., εἰρομένη λέξις continuous, running style, i.e. not antithetic or with balanced periods, Arist.Rh.1409a29.    2 εἰρόμενον, τό, 'dossier' of documents, Mitteis Chr.184.9 (iii A.D.); εἰ. τραπεζιτικόν PLips.9.22. (Etym. dub., cf. either Lat. sero or Lith. vérti 'thread'.)
(B),

   A say, speak, tell:—Act. is used by Hom. only in Od., and in 1 pers., μνηστῆρσιν δ' . . τάδε εἴρω 2.162, cf. 13.7; τὰ δέ τοι νημερτέα εἴρω 11.137:—Med. in same sense, καὶ εἴρετο δεύτερον αὖτις Il.1.513; εἴροντο δὲ κήδε' ἑκάστη Od.11.542, cf. Nic.Th.359:—Pass., 3sg. εἴρεται is said, Arat.172,261: for other forms v. ἐρῶ. (ϝέρ-yω, fr. root of ἐρῶ, q.v.)
(C),

   A ask: for Act. forms (stem ἐρε (ϝ)-), v. ἐρέω (A): for Med. forms (stems ἐρε (ϝ)- and ἐρ (ϝ)-), v. ἔρομαι, ἐπείρομαι.

German (Pape)

[Seite 735] ἐρῶ, εἴρηκα, s. ερ. aor. εἶρα u. ἔρσα, Hippocr. (vgl. compp.), aneinanderreihen; στεφάνους Pind. N. 5, 77, d. i. flechten; aber εἰρομένη λέξις ist bei Ar. rhet. 3, 9, im Ggstz von κατεστραμμένη, ein gedehnter Styl, aus locker aneinandergereiheten Sätzen bestehend, συνδέσμῳ μία, ἣ οὐδὲν ἔχει τέλος καθ' αὑτήν, ἂν μὴ τὸ πρᾶγμα λεγόμενον τελειωθῇ, vgl. Plut. εἰρόμενος λόγος (nach conj.) stoic. rep. 28; εἰρομένης ἀκρασίας garrul. 10. – Dahin gehört als perf. pass. ἐερμένος, ἠλέκτροισιν, von einem goldenen Halsbande mit Elektron, Od. 18, 295, wie 15, 460 μετὰ δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο.

Greek (Liddell-Scott)

εἴρω: (Α): ἀόρ. εἶρα (ἴδε κατωτ.), ὡσαύτως ἔρσα (ἴδε διείρω): ― Παθ., μετοχ. πρκμ. ἐρμένος (ἐν-) Ἡρόδ. 4. 190· Ἐπ. ἐερμένος, ἴδε κατωτ., εἰρμένος Βακχυλ. 16. 116 (ἔκδ. Blass)· ― τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα εἶναι σπάνιον, πρβλ. ἀν-, δι-, ἐν-, ἐξ-, συν- είρω· (περὶ τῆς ῥίζης, ἴδε ἀείρω)· συνείρω, συνάπτω, πλέκω, ὁρμαθίζω, κοινῶς «ὁρμαθιάζω», παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Ἐπ. παθ. πρκμ., ὅρμον... ἠλέκτροισιν ἐερμένον, «ὡρμαθιασμένον», Ὀδ. Σ. 296· καὶ παθ. ὑπερσυντ., μετὰ δ’ ἠλέκτροισιν ἔερτο Ὀδ. Ο. 460· οὕτω, περὶ στήθεσσιν ἔερτο μίτρη Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 868. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ. ἐν τῷ ἐνεργ., στεφάνους εἴρην, Λατ. coronas nectere, Πινδ. Ν. 7. 113· εἴρ. τὰ θεῖα Πλούτ. 2. 1029C· δένω, περιδένω, εἰς βρόχον εἴρας τὸν τράχηλον Ζάλευκος παρὰ Στοβ. 280. 39: ― Παθ., εἰρομένη λέξις, συνεχὲς καὶ χαλαρὸν ὕφος, δηλ. οὐχὶ μετ’ ἀντιθέσεων, ἤτοι μετὰ περιόδων καὶ κώλων ἀντιστοιχούντων καὶ οὕτως εἰπεῖν ἰσορροπούντων, ἀντιτίθεται τῇ κατεστραμμένῃ λέξει, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 2· πρβλ. συνείρω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

1Act. seul. prés. et ao. εἶρα;
nouer, attacher, entrelacer ; Pass. ἠλέκτροισιν ἐερμένος OD (collier) fait de chaînons d’électron entrelacés ; μετὰ δ’ ἠλέκτροισιν ἔερτο OD (ce collier) était fait de chaînons d’électron entrelacés ; fig. εἰρομένη λέξις ARSTT style bien lié, continu, càd sans antithèses ou sans périodes balancées.
Étymologie: R. Σερ, nouer, attacher = lat. sero ; cf. σειρά.
2rare au prés. ; f. ἐρῶ, ao. inus., pf. εἴρηκα;
Pass. ao. ἐρρήθην, pf. εἴρημαι;
1 dire, parler : τινί τι, dire qch à qqn ; d’ord. au f. et au pf. : ἐρεῖν τι πρός τινα ATT dire qch à qqn ; κακῶς ἐρεῖν τινα, dire du mal de qqn ; ἐρεῖν τινά τι, dire qch de qqn;
2 particul. annoncer (une nouvelle, etc.);
3 convenir de : μισθὸς εἰρημένος HDT salaire convenu ; abs. εἰρημένον γὰρ δίκας μὲν τῶν διαφορῶν ἀλλήλοις διδόναι καὶ δέχεσθαι THC car bien qu’il soit dit (dans les traités) que les différends réciproques seront réglés à l’amiable;
4 ordonner : τινι avec l’inf. à qqn de ; Pass. εἴρητό οἱ avec l’inf. HDT il lui avait été ordonné de;
5 mentionner : οὗτοι μὲν οἱ παραθαλάσσιοι εἰρέαται (ion.) HDT j’ai parlé plus haut de ces populations maritimes.
Étymologie: R. Ϝερ, dire = lat. verbum ; de la R. parallèle Ϝρη viennent les pf. εἴρηκα = *ϜέϜρηκα, le f. Pass. ῥηθήσομαι, etc.

English (Autenrieth)

(1) (root ϝερ, cf. verbum), assumed pres. for fut. ἐρέω, -έει, -έουσι, part. ἐρέων, ἐρέουσα, pass. perf. εἴρηται, part. εἰρημένος, plup. εἴρητο, fut. εἰρήσεται, aor. part. dat. sing. ῥηθέντι: say, speak, declare; strictly with regard merely to the words said; announce, herald, (Ἠώς) Ζηνὶ φόως ἐρέουσα, Il. 2.49; (Ἑωσφόρος) φόως ἐρέων ἐπὶ γαῖαν, Il. 23.226.
(2) (root σερ, cf. sero), only pass. perf. part. ἐερμένος, plup. ἔερτο: string, as beads; μετὰ (adv.) δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο, at intervals ‘was strungwith beads of amber, Od. 15.460 ; ὅρμος ἠλέκτροισιν ἐερμένος, Od. 18.296; γέφῦραι ἐερμέναι, ‘joined’ in succession, Il. 5.89.

English (Slater)

εἴρω
   1 weave εἴρειν στεφάνους ἐλαφρόν (N. 7.77)

Spanish (DGE)

• Morfología: [3a sg. impf. εἶρεν B.17.20, 74]
1 decir μνηστῆρσιν δ' ... τάδε εἴρω Od.2.162, cf. 13.7, τὰ δέ τοι νημερτέα εἴρω Od.11.137, εἶρεν τε· B.ll.cc., τὸ γὰρ ‘εἴρειν’ λέγειν ἐστίν Pl.Cra.398d, cf. 408a, ἓν τοῦτο δ'εἴρει Men.Mis.297.
2 indicar, mostrar εἴρει (σελήνη) ὁποσταίη μηνὸς περιτέλλεται ἠώς Arat.739.

• Etimología: De *(H)u̯erH1- > Ϝερω > εἴρω, cf. lat. uerbum; y en ø/ø ai. vratá- ‘orden’ y en ø/P ῥήτωρ, εἴρηκα < *(H)u̯reH1-.

• Morfología: [aor. εἶρα Ph.1.499, Zaleuc.p.228.17, Philostr.VA 1.20, PMag.4.259; part. perf. pas. ἐερμένος Od.15.460, h.Ap.104, plusperf. 3a sg. ἔερτο Od.18.296]
1 ensartar c. dat. instrum. de las piezas ensartadas, en v. pas. ὅρμον ... χρύσεον, ἠλέκτροισι ἐερμένον un collar de oro, ensartado con cuentas de ámbar, Od.18.296, cf. 15.460
ensartar, atar c. ac. y dat. instrum. de con qué se ensarta φόρει (λεπίδα) εἴρας ἱμάντι ὄνου PMag.l.c.
enristrar, atar en ristras el pescado SB 12495.15, 19 (I d.C.), en v. pas. εἰρμένος (ἰχθῦς) SB 12495.16 (I d.C.)
introducir, meter εἰς βρόχον εἴρας τὸν τράχηλον metiendo el cuello en el dogal Zaleuc.l.c.
2 engarzar, ligar, enlazar ὁ δ' εἴρας καὶ συνυφήνας ἕκαστα (el logos divino) es el que liga y entreteje todas las cosas Ph.l.c., οἱ μηδὲ δύο σχεδόν ῥήματα δεξιῶς εἴρειν δυνάμενοι γραμματικοί S.E.M.1.98, en v. pas. χρὴ δὲ τὴν ἱστορικὴν πραγματείαν εἰρομένην εἶναι D.H.Th.9.9, cf. Comp.26.14, οὐκ εἰρόμενα τὰ ἐνύπνια sueños incoherentes, sin ilación Arist.Insomn.461a22, cf. 27
trenzar, entrelazar εἴρειν στεφάνους fig. del poema, Pi.N.7.77, en v. pas. μέγαν ὅρμον χρυσείοισι λίνοισιν ἐερμένον una gran guirnalda entrelazada con hilos de oro, h.Ap.l.c.
encadenar, concatenar en etim. estoicas de εἱμαρμένη (cf. εἱρμός 2): εἱμαρμένην δὲ διὰ τὸ εἴρειν τε καὶ χωρεῖν ἀκωλύτως Arist.Mu.401b9, cf. Chrysipp.Stoic.2.265, εἱμαρμένη τε γὰρ προσαγορεύεται ὡς ἂν εἰρομένη τις Plu.2.570b, cf. D.L.7.149
ret. λέξις εἰρομένη estilo continuo, seguido, coordinado caracterizado por la sucesión paratáctica de las oraciones, op. κατεστραμμένη Arist.Rh.1409a30, (oratio) perpetua, quam Graeci εἰρομένην λέξιν appellant Aquila 18
enumerar πολλὰ ... εἴρας ὀνόματα Philostr.l.c.
part. neutr. subst. τὸ εἰρόμενον lista de resúmenes de contratos registrados en la escribanía pública ἐξ εἰρομένου μνημονικοῦ χρηματισμῶν κα (ἔτους) PMil.Vogl.98.34 (II d.C.), ἀντίγραφον ὁμολο(γίας) ἐνοικήσεως ἐξ ἰρομ(ένου) τό(μου) Καρανίδ(ος) PMich.570.1 (II d.C.), ἐξ εἰρομ(ένου) κώμη(ς) μʹ τό(μου) κο(λλήματος) πα τοῦ τετάρτου ἔτους PMich.625.5, cf. PMil.Vogl.227.1 (ambos II d.C.), Mitteis Chr.184.9 (III d.C.).
3 ceñir, rodear en v. pas. θυώδεϊ κάτθετο μίτρῃ ἥ τέ οἱ ... περὶ στήθεσσιν ἔερτο lo colocó (el filtro) en el perfumado ceñidor, que estaba enrollado en torno a sus pechos A.R.3.868, ἀμφὶ τε κεβλὴν εἰρμένος ἀγλίθων ... ἔχει στέφανον ceñido en su cabeza tiene una corona de ajos Call.Fr.657.

• Etimología: Prob. de *ser- (cf. lat. sero, air. sernaid, etc.), c. pérdida de aspiración inicial, que se encuentra en ἕρματα, ὅρμος (< *sor-m-), etc.

Greek Monolingual

(I)
εἴρω (Α)
1. συναρμολογώ, συναρμόζω
2. παρεμβάλλω, εμπλέκω
3. (για λόγο) συνδέω
4. φρ. «εἰρομένη λέξις» — χαλαρό ύφος του λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστώτα (με επίθημα -ye- / -yo-) που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ser- «βάζω στη σειρά το ένα κοντά στο άλλο», η οποία απαντά σε όλους τους ρηματικούς και σε ορισμένους ονοματικούς τ. Η ταυτοσημία του είρω με το λατ. serō οδήγησε στη σύνδεση τών δύο τ., ενώ η απώλεια της δασύτητας στον ελληνικό τ. εξηγείται από τη σπάνια εμφάνιση του ρήματος ως απλού, το οποίο απαντά εν συνθέσει κυρίως με την πρόθεση συν. Εντούτοις υπάρχουν ίχνη δασύτητας, αν ληφθεί υπ' όψιν ο τ. είρω που παραδίδει το Etymologicum Magnum και το ομηρ. εέρμενος, το οποίο παρά την ψίλωσή του προϋποθέτει θέμα με αρχικό δασύ. Δασεία επίσης εμφανίζεται στα έρματα, ειρμός. Η υπόθεση ότι η δασεία οφείλεται στο ακολουθούν σύμπλεγμα -ρμ- δεν έχει ισχυρή βάση. Στη ρίζα ser-, εξάλλου, ανάγονται τα οσκ. aserum, αρχ. ιρλ. sernaid, ιρλ. sreth, τοχ. A' sark, Β' serke «γένος, φυλή, στεφάνι» και με ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας τα όρμος, ορμιά, ορμαθός].
(II)
εἴρω (Α)
1. λέω, μιλώ
2. αναγγέλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μεμονωμένος ενεστωτικός τ. είρω, που στον Όμηρο απαντά με αρχικό F- (Fείρω), θεωρείται νεώτερος σχηματισμός από τον μέλλ. (F)ερέ-σ-ω κατά το πρότυπο του κτεν-έσω: κτείνω. Ο μέλλ. (F)ερέω (< (F)ερέ-σω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα werә1-, παρεκτεταμένη μορφή της αρχικής IE wer- «μιλώ, λέω με στόμφο». Όλοι σχεδόν οι άλλοι ρηματικοί και κυρίως οι ονοματικοί τύποι ερμηνεύονται με αναγωγή σε ρίζα wrē- (αρχ. ελλ. Fρη-, πρβλ. παρακμ. -Fρη-μαι, παθ. αόρ. εFρή-θην αλλά και Fρη-τός > ρητός που αντιστοιχεί ακριβώς σε αβ. urvāta- «τάξη, διαταγή, αρχ. ινδ. vrata- «παραγγελία, τάμα»). Το ίδιο θ. απαντά στα διαρρήδην, ρήσις, ρήτρα, ρήτωρ, καθώς και στο ρήμα που συνδέεται με λατ. ver-bum, όπου απαντά η αρχική ΙΕ ρίζα wer- και επίθημα -dh-, ενώ η συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας απαντά στο αρχ. άνω γερμ. wort (πρβλ. αγγλ. word). Ο μη χρησιμοποιούμενος ενεστώτας είρω αντικαταστάθηκε από τα φημί, λέγω, αγορεύω, ενώ ως αόριστός του λειτούργησε ο τ. είπον
εν χρήσει παρέμειναν οι τύποι του μέλλ., του παρακμ. και του παθ. αορ. (πρβλ. ερώ, είρηκα, ερρήθην)].
(III)
εἴρω (Α)
ερωτώ.

Greek Monotonic

εἴρω: (Α), αόρ. αʹ εἶρα ή ἔρσα, μτχ. Παθ. παρακ. ἐρμένος, Επικ. ἐερμένος· δένω, συνδέω σε σειρές, σε αράδες, περνώ σε σπάγγο ή κλωστή, ἠλέκτροισιν ἐερμένος, περιδέραιο («κολλιέ») στο οποίο έχουν περαστεί χάντρες από κεχριμπάρι, σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. √ΣΕΡ, πρβλ. Λατ. ser-o, serui, σειρά).
εἴρω: (Β), λέω, μιλώ, εκφράζω, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Όμηρ.· αλλά στον Ιων. πεζό λόγο, η Μέσ. σημαίνει, προκαλώ, γίνομαι αίτιος να ειπωθεί κάτι για μένα, δηλ. ρωτώ, όπως το Αττ. ἐροῦμαι. (√ϜΕΡ, πρβλ. Λατ. verbum, λόγος, λέξη).

Russian (Dvoretsky)

εἴρω: I (aor. εἶρα; pass.: эп. 3 л. sing. ppf. ἔερτο, эп. part. pf. ἐερμένος)
1) плести, сплетать, свивать (στεφάνους Pind.);
2) низать, нанизывать (ὅρμος ἠλέκτροισιν ἐερμένος Hom.): εἰρομένη λέξις Arst. непрерывная речь.
II эп.-ион. εἰρέω (fut. ἐρῶ - эп.-ион. ἐρέω, pf. εἴρηκα, ppf. εἰρήκειν; pass.: fut. ῥηθήσομαι, aor. ἐρρήθην и ἐρρέθην - ион. εἰρέθην, pf. εἴρημαι)
1) говорить (τινί τι Hom.; τὸ εἴ. λέγειν ἐστίν Plat.): οὐκ ἄλλα ἢ ἃ ἂν γιγνώσκω βέλτιστα ἐρῶ Thuc. я выскажу лишь то, что считаю наилучшим; ἐπεὶ ταῦτα ἐρρήθη Xen. после этих слов; εἴρηται λόγος Aesch. слово сказано, т. е. я кончил; κακῶς ἐρεῖν τινα Eur. дурно отзываться о ком-л.;
2) говорить, приказывать: εἴρηκα πάντας πείθεσθαί σοι Xen. я приказал всем слушаться тебя; εἴρητο συλλέγεσθαι (ὁ στρατός) Her. войску приказано было собраться;
3) оговаривать, обусловливать: μισθὸς εἰρημένος Hes., Her.; обусловленное вознаграждение - см. тж. ἔρομαι.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: v.
Meaning: knit together,
Other forms: mostly present, aor. εἶραι, ἔρσαι (Ion.-Att.; cf. Schwyzer 753), perf. med. Ptz. ἐερμένος, εἰρμένος (Ion. etc.), plusquamperf. ἔερτο (Hom.), perf. act. δι-εῖρκα (X.) fit together, mostly with prefix, esp. συν-είρω
Compounds: also ἐν-, ἀν-, δι-, ἐξ- u. a. (Ion.-Att.).
Derivatives: ἕρματα pl. earhangers (Od.), sling (Ael.), also καθέρματα (Anacr.); ἔνερσις (ἐνείρω) fit together (Th. 1, 6), δίερσις sting through (hell.); from present εἱρμός connecting (Arist.; on spir. asper s. below), συνειρμός (Demetr. Eloc. 180); - with ο-Ablaut ὅρμος chain, collar (s. v.), from where ὁρμιά, ὁρμαθός.
Origin: IE [Indo-European] [911] *ser- fit together
Etymology: Beside the Jot present εἴρω (as simplex only Pi. and Arist.), with full grade, Latin has serō; this etymology supposes, that εἴρω lost the spir. asper, which is understandable as the simplex is rare compared with συν-είρω etc.; an aspirated εἵρω is mentioned by EM 304, 30 (s. Solmsen Unt. 292 n. 2). Also the verbal nouns may have the old aspir., if it did not arise sec. before ρμ (cf. Schwyzer 306). - Traces of the verb and nouns in: Italic, Osc. aserum asserere, in Celtic OIr. sern(a)id serit, nasal present, coincided with sern(a)id sternit (Thurneysen Grammar 133); further the nouns Skt. sarat f. thread (Lex.), OLith. sėris thread; further OWNo. sørvi n. collar (PGm. *saru̯ii̯a-), from where the old Germ. word for weapon, equipment, e. g. Goth. sarwa n. pl. (PGm. *saru̯a-, IE *sor-u̯o-; with *sor-mo- parallel to ὅρμος); also Toch. A sark, B serke m. wreath (Schneider KZ 66, 259, Duchesne-Guillemin BSL 41, 161; IE *sor-ko-, *sor-g(h)o-). - The parallel ἔνερσις = inserti-ō is due to parallel innovation. - Diff. on εἴρω Sommer Lautstud. 134. - W.-Hofmann s. serō.
2.
Grammatical information: v.
Meaning: say.
Other forms: only 1. sg. pres. (Od.) and 3. sg. εἶρεν as aorist (B. 16, 20; 74), but εἴρετο (Α 513), -οντο (λ 342) rather asked (cf. Chantr. Gramn. hom. 1, 341 n. 3), εἴρεται (Arat.) for εἴρηται as sometimes hell. εἴρεκα for εἴρηκα (to ἐρρέθην), fut. ep. Ion. ἐρέω, Att. ἐρῶ, perf. med. εἴρηται (Il.; Arg. ϜεϜρημένος, Cret. Ϝερημένος), with fut. pass. ει᾽ρήσομαι (ep. Ion. Il.), perf. act. εἴρηκα (A., Ar.), aor. pass. ptc. ῥηθείς (Od.), εἰρέθην (Hdt.; rather with Lejeune Traité de phon. 136 after εἴρηται than with Schwyzer 654 from *ἐϜρέθην), Att. ἐρρήθην, hell. innovation ἐρρέθην, fut. ῥηθήσομαι (Att.) - As aorist εἶπον is used, as present φημί, λέγω, hell. also ἐρῶ (Schwyzer 784 n. 4) with ipf. ἤρεον (εἴ-) said (Hp.).
Compounds: Often with prefix: προ-, προσ-, κατ-, also ἀν-, ἀπ-, δι-, ἐπ-, συν-, ὑπ-ερῶ etc.
Derivatives: Action nouns: ῥῆσις (Ion.-Att. φ 291), Arc. Ϝρῆσις pronunciation, speech (on the meaning Chantr. Form. 283, further Holt Les noms d'action en -σις 87f. w. n. 1), often to the prefixed verbs: ἀνά-, ἀπό-, διά-, ἐπί-, κατά-, παρά-, πρό-, πρόσ-ρησις (cf. Holt, s. index); ῥῆμα statement, word, story, as grammatical terminus verb (Ion. Archil.), also ἀπό-, ἐπί-, πρό-, πρόσ-ρημα; ῥήτρα, (ξ 393, X., Dor.), El. Ϝράτρα *Schwyzer 679), Cypr. with dissim. Ϝρήτα (from where εὑϜρητάσατυ) agreement, treaty, law, pronunciation (Chantr. Form. 333), with ῥητρεύω pronounce (Lyc.); on τρα-suffix cf. ῥητήρ, ῥήτωρ. - Agent nouns: ῥητήρ speaker (Ι 443), ῥήτωρ speaker, esp. orator in state affairs (trag., Att.). - Verbal adj. ῥητός agreed, settled (Φ 445 < *u̯rh₁-tos; cf. Ammann Μνήμης χάριν 1, 20), pronounceable, what can be said, rational (A., S.), often opposed to ἄρρητος (e. g. Hes. Op. 4), ἀπό-, ἐπί-, πρό-ρρητος; παρα-ρρητός convincing (Il.; to παρά-φημι, -ειπεῖν). - Adv. δια-ρρήδην expressly (h. Merc. etc.; Schwyzer-Debrunner 450), ἐπι-ρρήδην open (hell.), ῥήδην only A. D., EM (from δια-ρρ.). - Note the juridical and official meaning of many of the nouns (cf. the non-Greek cognates below); see Porzig Satzinhalte 265f., Fournier Les verbes "dire" 5ff., 94ff., 224ff.
Origin: IE [Indo-European] [1162] *u̯erh₁-, u̯r̥h₁- speak (officially)
Etymology: With exception of isolated (Ϝ)είρω (on the digamma Chantr. Gramm. hom. 1, 136), which is an innovation to (Ϝ)ερέ-[σ]ω after κτεν-έ[σ]ω : κτείνω (cf. also Hitt. u̯erii̯a- below; aoristic εἶρεν [B.] after κτεῖνεν?), all forms are from disyllabic (Ϝ)ερε- and (Ϝ)ρη-; the first in the future, the latter in the perfect (Ϝέ-Ϝρη-μαι etc.; Schwyzer 649), the passive aorist and the verbal nouns. - Cf. Hitt. Jotpresent u̯erii̯a- call, name, order (= (Ϝ)είρω, s. above), with the particle for the direct speech -wa(r)- prop. said (he); also the Russ. deverbat. vrú, vrátь lie, talk rot (< *vьrǫ, *vьrati) has been connected. Of the nouns compare Av. urvāta- n. pronouncement, order, (IE *u̯reh₁-to-?). With (unexplained) short vowel Av. urvata- n. = Skt. vratá- n. id., IE *u̯re\/o-to- (?), Russ. etc. rotá oath, IE. *u̯ro-tā (?); monosyllabic with old dh-enlargement Lat. verbum, Lith. var̃das name, Goth. waúrd word. Very doubtful is (on a wrong place, after ἔραχος, given ἔρθει φθέγγεται H. (not to verbum, which would give *ἐρεθ-) - S. also εἴρων.

Middle Liddell

1 [The Root is prob. !σερ, cf. Lat. sero, serui, σειρά
to fasten together in rows, to string, ἠλέκτροισιν ἐερμένος a necklace strung with pieces of electron, Od.
2 [see ἐρῶ]