Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταλείπω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(5)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταλείπω:''' Επικ. επίσης [[καλλείπω]], μέλ. <i>καλλείψω</i>, αόρ. βʹ <i>κάλλῐπον</i>· Ιων. παρατ. <i>καταλείπεσκον</i> — Μέσ. και Παθ., Μέσ. μέλ. (με Παθ. [[σημασία]]), επίσης μέλ. <i>καταλειφθήσομαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ιδίως]], λέγεται για ανθρώπους που πεθαίνουν ή φεύγουν σε μακρινό [[μέρος]], οἷόν μιν [[Τροίηνδε]] κιὼν κατέλειπεν [[Ὀδυσσεύς]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>κ. τινὰ μόνον</i>, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., <i>καταλείπεσθαι παῖδας</i>, [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., καταλελειμμένος τοῦ [[ἄλλου]] στρατοῦ, είμαι [[μέρος]] του στρατεύματος που έχει μείνει [[πίσω]], που υπολείπεται, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταλείπω]] ως [[κληρονομιά]], [[κληροδοτώ]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· <i>καταλείψει οὐδὲ ταφῆναι</i>, δεν θα αφήσει αρκετά για να ταφεί, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ. [[απλώς]], [[αφήνω]] [[κάτι]] σε κάποια [[κατάσταση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εγκαταλείπω]], [[παρατώ]], [[αφήνω]], απαρνιέμαι, [[παραχωρώ]], [[αφήνω]] στην [[τύχη]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αφήνω]] [[υπόλοιπο]], <i>ὀκτὼ μόνον</i>, σε Ξεν. — Μέσ., [[κρατώ]] για τον εαυτό μου, στον ίδ. — Παθ., καταλείπεται [[μάχη]], υπολείπεται κι [[άλλη]] [[μάχη]], υπάρχει κι [[άλλη]] [[μάχη]] να δοθεί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αφήνω]] κατά [[μέρος]], στον ίδ.
|lsmtext='''καταλείπω:''' Επικ. επίσης [[καλλείπω]], μέλ. <i>καλλείψω</i>, αόρ. βʹ <i>κάλλῐπον</i>· Ιων. παρατ. <i>καταλείπεσκον</i> — Μέσ. και Παθ., Μέσ. μέλ. (με Παθ. [[σημασία]]), επίσης μέλ. <i>καταλειφθήσομαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ιδίως]], λέγεται για ανθρώπους που πεθαίνουν ή φεύγουν σε μακρινό [[μέρος]], οἷόν μιν [[Τροίηνδε]] κιὼν κατέλειπεν [[Ὀδυσσεύς]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>κ. τινὰ μόνον</i>, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., <i>καταλείπεσθαι παῖδας</i>, [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., καταλελειμμένος τοῦ [[ἄλλου]] στρατοῦ, είμαι [[μέρος]] του στρατεύματος που έχει μείνει [[πίσω]], που υπολείπεται, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταλείπω]] ως [[κληρονομιά]], [[κληροδοτώ]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· <i>καταλείψει οὐδὲ ταφῆναι</i>, δεν θα αφήσει αρκετά για να ταφεί, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ. [[απλώς]], [[αφήνω]] [[κάτι]] σε κάποια [[κατάσταση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εγκαταλείπω]], [[παρατώ]], [[αφήνω]], απαρνιέμαι, [[παραχωρώ]], [[αφήνω]] στην [[τύχη]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αφήνω]] [[υπόλοιπο]], <i>ὀκτὼ μόνον</i>, σε Ξεν. — Μέσ., [[κρατώ]] για τον εαυτό μου, στον ίδ. — Παθ., καταλείπεται [[μάχη]], υπολείπεται κι [[άλλη]] [[μάχη]], υπάρχει κι [[άλλη]] [[μάχη]] να δοθεί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αφήνω]] κατά [[μέρος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταλείπω:''' эп. [[καλλείπω]] (эп. fut. тж. [[καλλείψω]], aor. 2 κατέλιπον, pf. καταλέλοιπα; pass.: fut. καταλειφθήσομαι, aor. κατελείφθην, pf. καταλέλειμμαι) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> оставлять (τινὰ παρ᾽ [[ὄχεσφιν]] Hom.; ἄφοδόν τινι Xen.; στενὴν διέξοδον καταλιπέσθαι Plat.; ἑαυτῷ τι Arst.): ὁ στρατὸς καταλελειμμένος τοῦ [[ἄλλου]] στρατοῦ Her. оставленная (для несения охраны) часть войска; κατελείφθη [[μόνος]] NT он остался один; διαλαβεῖν εἰς [[δύο]], [[ὥστε]] μηδὲν καταλιπεῖν [[μέσον]] Arst. разделить пополам без остатка;<br /><b class="num">2)</b> оставлять на поле сражения, т. е. терять убитыми (πολλους Τρώων Hom.);<br /><b class="num">3)</b> покидать, бросать (Ἀχαιούς, πόλιν Hom.; οἰκίας τε καὶ [[ἱερά]] Thuc.): κ. [[σχεδίην]] ἀνέμοισι φέρεσθαι Hom. бросить плот на произвол ветров; ἀλλ᾽ [[ἀντιάζω]], μή με καταλίπῃς [[μόνον]] Soph. но прошу тебя, не покидай меня одного;<br /><b class="num">4)</b> оставлять после себя или в наследство (τινὶ ὀδύνας τε γόους τε Hom.; αἰδῶ παισίν, οὐ χρυσόν Plat.; [[δύο]] θυγατέρας Arst.): τὰ ἐν μύθου σχήματι καταλελειμμένα τοῖς [[ὕστερον]] Arst. перешедшее в форме мифа к позднейшим поколениям;<br /><b class="num">5)</b> оставлять, сохранять, сберегать (ὀκτὼ μόνους, sc. ἄνδρας Xen.; τριτάτην μοῖραν Arst.; ἑπτακισχιλίους ἄνδρας ἑαυτῷ NT): τὰ μὲν ἄλλα περιῄρει, κατέλειπε δὲ τὸ εὐδαίμονας ποιεῖν Xen. (Сократ) отбрасывал все другое и интересовался лишь тем, как сделать счастливыми (людей); καταλείπεσθαι ἑαυτῷ Xen. сохранить для самого себя;<br /><b class="num">6)</b> предоставлять (θυσίαι κατελείφθησαν τοῖς βασιλεῦσι [[μόνον]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 22:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλείπω Medium diacritics: καταλείπω Low diacritics: καταλείπω Capitals: ΚΑΤΑΛΕΙΠΩ
Transliteration A: kataleípō Transliteration B: kataleipō Transliteration C: kataleipo Beta Code: katalei/pw

English (LSJ)

later καταλιμπάνω (q.v.), Ep. also καλλείπω Il.10.238: fut.

   A καλλείψω 14.89: aor. κάλλῐπον 12.92: aor. 1 subj. καλλείψῃς Q.S.10.299; part. καλλείψας Nonn.D.32.130; καταλείψας Luc. DMeretr.7.3; Ion. iterat. καταλίπεσκε (κατελίπεσκε, καταλειπέεσκε codd.) Hdt.4.78: pf. -λέλοιπα Ar.Lys.736:—Med., fut. καταλείψομαι (in pass. sense) X.An.5.6.12: aor. 2 -ελιπόμην Hdt.3.34, Pl. Smp.209d (in pass. sense, Berl.Sitzb.1927.161 (Cyrene)):—Pass., fut. καταλειφθήσομαι Isoc.15.7, 17.1:—leave behind, πὰρ δ' ἄρ' ὄχεσφιν ἄλλον . . κάλλιπεν Il.12.92; esp. of persons dying or going into a far country, κὰδ δέ με Χήρην λείπεις ἐν μεγάροισι 24.725; οὖρον . . κατέλειπον ἐπὶ κτεάτεσσιν Od.15.89; οἷόν μιν Τροίηυδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς 17.314; so later, τὴν στρατιὴν καταλίπεσκε ἐν τῷ προαστίῳ Hdt.4.78; φύλακον κ. τινά Id.1.113, cf. 2.103:—Med., καταλείπεσθαι παῖδας leave behind one, Pl.Smp.l.c., cf. Hdt.3.34, etc.:— Pass., to be left, remain behind, κατελέλειπτο ἐν Πέρσῃσι Hdt.1.209, cf. 7.170, X.An.5.6.12: c. gen., [στρατὸς] καταλελειμμένος τοῦ ἄλλου στρατοῦ a force left behind the rest, Hdt.9.96.    2 bequeath, [τόξον] παιδὶ κάλλιπ' ἀποθνῄσκων Od.21.33: metaph., ἐμοὶ δ' ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν 1.243, cf. 11.279; δόκησιν ἰσχύος καὶ ξυνέσεως ἐς τὸ ἔπειτα Th.4.18; τοῖς θρέψασι λύπας Lys.2.70; παισὶν αἰδῶ οὐ Χρυσὸν κ. Pl.Lg.729b: c. inf., εἰ καταλείψει μηδὲ ταφῆναι not enough to be buried with, Ar.Pl.556:—Pass., [Χρήματα] καταλειφθέντα Is.1.45.    b κ. διαθήκας leave a will (when going on service), Id.9.14.    3 Med., leave in a certain state, κόλπον βαθὺν καταλιπόμενος τοῦ κιθῶνος Hdt.6.125.    II forsake, abandon, οὕτω δὴ μέμονας Τρώων πόλιν . . καλλείψειν; Il.14.89, cf. 22.383; πολλοὺς καταλείψομεν we shall leave many upon the field, 12.226; ὤ μοι, εἰ μέν κε λίπω κάτα τεύχεα 17.91; κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ λίποιεν Ἀργείην Ἑλένην 2.160: c. inf., κάλλιπεν οἰωνοῖσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι Od.3.271; σχεδίην ἀνέμοισι φέρεσθαι κ. 5.344; μέλη . . θηρσὶν βοράν E.Supp.46 (lyr.); μή ποτ' ἐμὸν κατ' αἰῶνα λίποι θεῶν πανάγυρις A. Th.219; μή με καταλίπῃς μόνον S.Ph.809; οἰκίας τε καὶ ἱερά Th. 2.16; πατέρας καὶ ξυγγενεῖς ἀτίμους κ. Id.3.58; κ. τὴν δίαιταν not to appear at the trial, Test. ap. D.21.93.    2 let drop, give up, τὰ αὑτῶν ἔργα X.Cyn.3.10, cf. 10.15; εἰ ἐνταῦθα -λίποιμι τὸν λόγον Isoc. 9.33.    III leave remaining, ὀκτὼ μόνον X.An.6.3.5 codd.; κ. ἄφοδον leave an exit, ib.4.2.11:—Med., κ. στενὴν διέξοδον Pl.Ti.73e; -λείπεσθαι ἑαυτῷ reserve for oneself, X.Mem.1.1.8; ὑπερβολὴν οὐ κ. Χαρᾶς Plb.16.23.4, cf. 16.25.6:—Pass., to be left, remain, τίς ἔτι ἡδονὴ -λείπεται; Lys.2.71, cf. Ep.Hebr.4.1, etc.; of the remainder in calculations, PPetr.3p.326, al. (iii B.C.), Nicom.Ar.1.13.13, etc.: impers. καταλείπεται c. inf., it remains that . ., τὸν κόσμον κ. ἀθάνατον εἶμεν Aristaeusap.Stob.1.20.6, cf. D.Chr.37.16, etc.; -λείπεται μάχη yet remains to be fought, X.Cyr.2.3.11.    2 leave alone, opp. περιαιρέω, Id.Mem.3.2.4, cf. Arist.Pol.1342a34.    b leave undisputed, τὰς παραλλαγάς Phld.Sign.24: hence, admit, allow the truth of a doctrine, Id.Po.5.34, Demetr.Lac.Herc.1055.13:—Pass., Phld.Piet. 80.    c omit, c. inf., Alex.Aphr.in SE118.10.

German (Pape)

[Seite 1359] poet, oft καλλείπω (s. λείπω), zurücklassen; – a) verlassen, im Stich lassen; οὕνεκ' Ἀχαιοὺς κάλλιπες (poet. für κατέλιπες), αὐτὰρ Τρωσὶν ἀμύνεις Il. 21, 414; Ggstz von μένω, 22, 383; πολλοὺς γὰρ Τρώων καταλείψομεν, οὕς κεν Ἀχαιοὶ χαλκῷ δῃώσουσι, wir werden sie auf dem Schlachtfelde zurücklassen, viele Menschen verlieren, 12, 226; ἀοιδὸν ἄγων ἐς νῆσον ἐρήμην κάλλιπεν οἰωνοῖσιν ἕλωρ καὶ κῦρμα γενέσθαι Od. 3, 271; öfter in tmesi; ὦ πατρίς, καταλειπομέναν σε δακρύω Eur. Troad. 596; μή με καταλίπῃς μόνον Soph. Phil. 798. – b) hinterlassen, zurücklassen, bes. von Abreisenden u. Sterbenden, κὰδ δέ με χήρην λείπεις ἐν μεγάροισι Il. 24, 726, οἷόν μιν Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Od. 17, 314; τὴν δ' ἀηδόνα κατάλειφ' ἡμῖν Ar. Av. 660; εἴ που πόπανον εἴη τι καταλελειμμένον, übriggeblieben, Plut. 680; οὔκουν ἂν μῦθον ἀκέφαλον ἑκὼν καταλίποιμι Plat. Legg. VI, 752 a; ὡς ἕνα μὴ καταλείπεσθαι ἐνθάδε, ἡμεῖς δὲ πλέοιμεν ἄν Xen. An. 5, 6, 12; ἀποκτιννύασι τοὺς ἄλλους πάντας· ἄλλου δὲ λόχου ὀκτὼ μόνους κατέλιπον, sie ließen nur acht Mann übrig, 6, 1, 5; καταλελειμμένος τοῦ ἄλλου στρατοῦ, hinter dem übrigen Heere zurückbleiben, Her. 9, 96; Xen. oft; bes. von Erbschaften, τὰ καταλειφθέντα, die Hinterlassenschaft, Is. 1, 45 u. öfter; παισὶ δὲ αἰδῶ χρὴ πολλήν, οὐ χρυσὸν καταλεί πειν Plat. Legg. V, 729 b; ἕνα κληρονόμον 740 b; Sp., die auch den aor. I. haben, καταλείψαντες τὴν κτῆσιν Schol. Ar. Nubb. 1001. – Sein lassen, unangetastet lassen, Xen. Hem. 3, 2, 4; Arist. pol. 6, 7; τὸν λόγον, die Rede lassen, aufhören, Isocr. 9, 33. – Med., für sich zurücklassen, οὐ γάρ κώ τοί ἐστι υἱὸς οἷόν σε ἐκεῖνος κατελίπετο Her. 3, 34; Plat. Legg. IV, 721 e Conv. 209 d; στενὴν ἔξοδον, übriglassen, Tim. 73 e; τὰ μέγιστα τοὺς θεοὺς ἑαυτοῖς καταλείπεσθαι Xen. Hem. 1, 1, 8, sich aufbewahren, vorbehalten; aber καταλείψομαι ist pass. An. 5, 6, 12. – Aor. II. pass., καταλιπείς Schol. Ar. Pax 1127. – Bei Ael. V. H. 12, 21 = ἐάω, geschehen lassen, c. inf.

Greek (Liddell-Scott)

καταλείπω: Ἐπ. ὡσαύτως καλλείπω, μέλ. καλλείψω, ἀόρ. κάλλῐπον, ἅπαντες οἱ τύπ. παρ’ Ὁμ.· Ἰων. παρατ. καταλείπεσκον Ἡρόδ. -λέλοιπα, Ἀριστοφ. Λυσ. 736.- Μέσ. μέλ. (ἐπὶ παθ. σημασ.), Ξεν. Ἀν. 5. 6, 12.- Παθ. μέλ. καταλειφθήσομαι, Ἰσοκρ. 311D, 358Α, Ἀφίνω ὀπίσω, παρ’ ὄχεσφιν ἄλλον… κάλλιπεν Ἰλ. Μ. 92· ἰδίως ἐπὶ προσώπων ἀποθνησκόντων ἢ ἀπερχομένων εἰς μακρινὸν μέρος, κὰδ δέ με χήρην λείπεις ἐν μεγάροισι Ω. 726· οὖρον… κατέλειπον ἐπὶ κτεάτεσσιν Ὀδ. Ο. 88· οἷόν μιν Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεὺς Ρ. 314· τὴν στρατιὴν καταλείπεσκε ἐν τῷ προαστείῳ Ἡρόδ. 4. 78· φύλακον κ. τινὰ αὐτόθι 1. 113, πρβλ. 2. 103· κ. τινὰ μόνον Σοφ. Φ. 809, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καταλείπεσθαι παῖδας, ἀφίνω ὀπίσω μου, Ἡρόδ. 3. 34, Πλάτ. Συμπ. 209D, κτλ.- Παθ., μένω ἢ ὑπολείπομαι ὀπίσω, Ἡρόδ. 1. 209· ἕνα μὴ καταλείπεσθαι ἐνθάδε, ἡμεῖς δὲ πλέοιμεν ἄν· εἰ δὲ μέλλοιμεν οἱ μὲν καταλείψεσθαι, οἱ δὲ πλεύσεσθαι Ξεν. Ἀν. 5. 6, 12· μετὰ γεν., καταλελειμμένος τοῦ ἄλλου στρατοῦ, ἓν μέρος ἐκ τοῦ ἄλλου στρατοῦ ὅστις ἔμεινεν (ὅπως φυλάττῃ τὴν Ἰωνίαν), Ἡρόδ. 9. 96, πρβλ. 7. 170· οὓς ἂν καταλείπωσι κυρίους (οἱ ἀποδημοῦντες) Ἐπιγρ. Dittenb. 2) ἀφίνω ὡς κληρονομίαν (περὶ τοῦ πατρός, τῶν προγόνων), τόξον παιδὶ κάλλιπ’ ἀποθνήσκων Ὀδ. Φ. 33· οὕτως, ἐμοὶ δ’ ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν Α. 242, πρβλ. Λ. 279· δόκησιν ἰσχύος καὶ ξυνέσεως Θουκ. 4. 18· αἰδῶ κ. παισὶν οὐ χρυσὸν Πλάτ. Νόμ. 729Β· ὀνείδη παισὶ Ἀντιφ. 117. 20· μετ’ ἀπαρ., καταλείψει οὐδὲ ταφῆναι, οὐχὶ ἀρκετὰ οὐδὲ πρὸς ταφήν, Ἀριστοφ. Πλ. 556· καταλιπών τι διαθήκαις· κ. διαθήκας Ἐπιγρ. Dittenb.- Παθ., χρήματα καταλειφθέντα, ὅσα κατέλιπέ τις εἰς τοὺς κληρονόμους, Ἰσαῖ, Κλεων. § 49· ἐπίτροποι καταλελειμμένοι ὑπὸ τοῦ πατρὸς Ἐπιγρ. Dittenb. κτλ. 3) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἁπλῶς, ἀφίνω ἔν τινι καταστάσει, κόλπον βαθὺν καταλιπόμενος τοῦ κιθῶνος Ἡρόδ. 6. 125. ΙΙ. ἀφίνω τινὰ εἰς τὴν τύχην, ἐγκαταλείπω· οὕτω δὴ μέμονας Τρώων πόλιν… καλλείψειν; ἐρωτᾷ ὁ Ὀδυσσεὺς τὸν Ἀγαμέμνονα, Ἰλ. Ξ. 88· καταλείψουσι πόλιν, ἐπὶ τῶν Τρώων, Χ. 383· πολλοὺς καταλείψομεν, πολλοὺς θὰ ἀφήσωμεν ἐπὶ τοῦ πεδίου τῆς μάχης, Μ. 226, πρβλ. Ρ. 91· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., κάλλιπεν οἰωνοῖσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι Ὀδ. Γ. 271· κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ λίποιεν Ἀργείην Ἑλένην (δηλ. γενέσθαι) Ἰλ. Β. 160· σχεδίην ἀνέμοισι φέρεσθαι κ. Ὀδ. Ε. 344· μέλη… θηρσὶν βορὰν Εὐρ. Ἱκέτ. 45·― ὡσαύτως παρ’ Ἀττ., κατ’ αἰῶνα λίποι Αἱσχύλου Θήβ. 219· μή με καταλίπῃς μόνον Σοφ. Φ. 809· οἰκίας τε καὶ ἱερὰ Θουκ. 2. 16, πρβλ. 3. 58· κ. τὴν δίαιταν, δὲν ἐμφανίζομαι κατὰ τὴν δίκην (ἀντιθ. ἀπαντᾶν πρὸς τὴν κυρίαν) Δημ. 544. 21· μὴ κ. διαθήκας, δὲν ἀφίνω διαθήκην, Ἰσαῖ. 76. 10. ΙΙΙ. ἀφίνω ὑπόλοιπον (ἀντιθ. τοῦ ἀποκτείνω), ὀκτὼ μόνον Ξεν. Ἀν. 6. 3, 5· κ. ἄφοδον, ἀφίνω ἔξοδον, αὐτόθι 4. 2, 11· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Τίμ. 73Ε· ὑπερβολὴν οὐ κ. χαρᾶς, μένω ἀνυπέρβλητος εἰς τὴν χαράν, Πολύβ. 16. 23, 4, πρβλ. 16. 25, 6· οὐ κ. ὑπερβολὴν φιλοτιμίας (Ἐπιγραφ.)― Παθ., διαμένω, μένω ὀπίσω, Λυσ. 197. 19, κτλ.· καταλείπεται μάχη, εἰσέτι ὑπολείπεται νὰ διεξαχθῇ, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 11· καὶ μέσ., καταλείπεσθαι ἑαυτῷ, κρατῶ διὰ τὸν ἑαυτόν μου, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 1. 1, 8. 2) ἀφίνω κατὰ μέρος, ἐναντίον τοῦ περιαιρέω, ὁ αὐτ. 3. 2, 4, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 9· 3) καταλείπω τὸν λόγον, τελειώνω τὸν λόγον, Ἰσοκρ. 195Α, Ξεν. Κυν. 1. 10., 10, 15· κ. τὸ ἔργον, ἀμελῶ.

French (Bailly abrégé)

f. καταλείψω, ao. κατέλειψα, d’ord. ao.2 κατέλιπον, etc.
Pass. ao. κατελείφθην, pf. καταλέλειμμαι;
I. laisser derrière soi, acc. ; Pass. être laissé ou rester derrière : καταλελειμμένος τοῦ ἄλλου στρατοῦ HDT (corps d’armée) laissé en arrière du reste de l’armée;
II. laisser après soi, particul. laisser en héritage;
III. délaisser, quitter, déserter, abandonner : τινα οἰωνοῖσιν ἕλωρ γενέσθαι OD abandonner qqn comme une proie pour les oiseaux ; σχεδίην ἀνέμοισι φέρεσθαι OD un radeau pour être entraîné par les vents;
IV. laisser restant, d’où
1 laisser en surplus, épargner : ὀκτὼ μόνον XÉN huit seulement ; fig. laisser subsister (dans une discussion), concéder : κ. τὸ εὐδαίμονας εἶναι XÉN concéder le bonheur;
2 laisser libre : κ. ἄφοδον XÉN laisser une issue libre pour fuir;
3 laisser à faire : καταλείπεται μάχη XÉN il reste encore à combattre;
4 mettre de côté, réserver, acc.;
Moy. καταλείπομαι;
1 laisser derrière soi ou après soi;
2 mettre de côté pour soi, se réserver.
Étymologie: κατά, λείπω.

English (Autenrieth)

aor. 2 κάλλιπον (κάλλιφ, Ζ 223, Il. 10.338), inf. -έειν: leave behind, leave in the lurch, abandon, Il. 21.414, Il. 22.383, Il. 24.383; ‘give over,’ ἕλωρ γενέσθαι, Il. 17.151, γ 2, Od. 5.344.

English (Strong)

from κατά and λείπω; to leave down, i.e. behind; by implication, to abandon, have remaining: forsake, leave, reserve.

English (Thayer)

future καταλείψω; 1st aorist κατελειψα (in later authors; cf. Lob. ad Phryn., p. 713ff; (Veitch, under the word λείπω; WH's Appendix, p. 169f)); 2nd aorist κατέλιπον; passive, present καταλείπομαι; perfect participle καταλελειμμένος (WH καταλελιμμενος, see (their Appendix, p. 154b, and) under the word Iota); 1st aorist κατελείφθην; (see κατά, III:5); the Sept. for הותִיר, הִשְׁאִיר, עָזַב; (from Homer down); to leave behind; with the accusative of place or person;
a. equivalent to to depart from, leave, a person or thing: εὐθεῖαν ὁδόν, to forsake true religion, to be left: ἐν with the dative of place, to bid (one) to remain: τινα in a place, R G; others ἀπολείπω).
c. to forsake, leave to oneself a person or thing, by ceasing to care for it, to abandon, leave in the lurch: καταλείψει ... τόν πατέρα καί τήν μητέρα, to be abandoned, forsaken: εἰς ᾅδου (or ᾅδην (which see 2)), (see ἐγκαταλείπω, 1); with the accusative of the thing, τόν λόγον, to neglect the office of instruction, to cause to be left over, to reserve, to leave remaining: ἐμαυτῷ, καταλείπεται, there still remains, ἐπαγγελία, a promise (to be made good by the event), μάχη, Xenophon, Cyril 2,3, 11; σωτηρίας ἐλπίς, Josephus, b. j. 4,5, 4); τινα with an infinitive (to leave any business to be done by one alone), leave behind, it is used of one who on being called away cannot take another with him: L marginal reading T Tr WH); Homer Iliad 24,726; Odyssey 21,33on).
f. like our leave equivalent to leave alone, disregard: of those who sail past a place without stopping, ἐγκαταλείπω.)

Greek Monolingual

(AM καταλείπω)
1. αφήνω υπόλοιπο
2. (για γονείς) αφήνω ως κληρονομιά, κληροδοτώ
3. εγκαταλείπω κάποιον ή κάτι στην τύχη του
μσν.
1. αφήνω κάποιον ως αντικαταστάτη μου
2. επιτρέπω σε κάποιον να...
3. εμπιστεύομαι
4. (με αντικ. λέξη που δηλώνει κάτι το δυσάρεστο) προξενώ
μσν.-αρχ.
1. παραλείπω
2. παύω, σταματώ
αρχ.
1. (ιδίως για πρόσ. που αναχωρούν ή πεθαίνουν) αφήνω πίσω και φεύγω, εγκαταλείπω κάπου κάποιον ή κάτι
2. αφήνω κατά μέρος, παραβλέπω κάτι
3. αφήνω αδιαφιλονίκητο
4. δέχομαι την αλήθεια της διδασκαλίας κάποιου
5. μέσ. καταλείπομαι
αφήνω σε κάποια κατάσταση
6. (το γ' εν. πρόσ. ενεστ. ως απρόσ.) καταλείπεται
μένει ως υπόλοιπο.

Greek Monotonic

καταλείπω: Επικ. επίσης καλλείπω, μέλ. καλλείψω, αόρ. βʹ κάλλῐπον· Ιων. παρατ. καταλείπεσκον — Μέσ. και Παθ., Μέσ. μέλ. (με Παθ. σημασία), επίσης μέλ. καταλειφθήσομαι·
I. 1. αφήνω πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.· ιδίως, λέγεται για ανθρώπους που πεθαίνουν ή φεύγουν σε μακρινό μέρος, οἷόν μιν Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς, σε Ομήρ. Οδ.· κ. τινὰ μόνον, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., καταλείπεσθαι παῖδας, αφήνω πίσω μου, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., καταλελειμμένος τοῦ ἄλλου στρατοῦ, είμαι μέρος του στρατεύματος που έχει μείνει πίσω, που υπολείπεται, στον ίδ.
2. καταλείπω ως κληρονομιά, κληροδοτώ, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· καταλείψει οὐδὲ ταφῆναι, δεν θα αφήσει αρκετά για να ταφεί, σε Αριστοφ.
3. στη Μέσ. απλώς, αφήνω κάτι σε κάποια κατάσταση, σε Ηρόδ.
II. εγκαταλείπω, παρατώ, αφήνω, απαρνιέμαι, παραχωρώ, αφήνω στην τύχη, σε Όμηρ., Αττ.
III. 1. αφήνω υπόλοιπο, ὀκτὼ μόνον, σε Ξεν. — Μέσ., κρατώ για τον εαυτό μου, στον ίδ. — Παθ., καταλείπεται μάχη, υπολείπεται κι άλλη μάχη, υπάρχει κι άλλη μάχη να δοθεί, στον ίδ.
2. αφήνω κατά μέρος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

καταλείπω: эп. καλλείπω (эп. fut. тж. καλλείψω, aor. 2 κατέλιπον, pf. καταλέλοιπα; pass.: fut. καταλειφθήσομαι, aor. κατελείφθην, pf. καταλέλειμμαι) тж. med.
1) оставлять (τινὰ παρ᾽ ὄχεσφιν Hom.; ἄφοδόν τινι Xen.; στενὴν διέξοδον καταλιπέσθαι Plat.; ἑαυτῷ τι Arst.): ὁ στρατὸς καταλελειμμένος τοῦ ἄλλου στρατοῦ Her. оставленная (для несения охраны) часть войска; κατελείφθη μόνος NT он остался один; διαλαβεῖν εἰς δύο, ὥστε μηδὲν καταλιπεῖν μέσον Arst. разделить пополам без остатка;
2) оставлять на поле сражения, т. е. терять убитыми (πολλους Τρώων Hom.);
3) покидать, бросать (Ἀχαιούς, πόλιν Hom.; οἰκίας τε καὶ ἱερά Thuc.): κ. σχεδίην ἀνέμοισι φέρεσθαι Hom. бросить плот на произвол ветров; ἀλλ᾽ ἀντιάζω, μή με καταλίπῃς μόνον Soph. но прошу тебя, не покидай меня одного;
4) оставлять после себя или в наследство (τινὶ ὀδύνας τε γόους τε Hom.; αἰδῶ παισίν, οὐ χρυσόν Plat.; δύο θυγατέρας Arst.): τὰ ἐν μύθου σχήματι καταλελειμμένα τοῖς ὕστερον Arst. перешедшее в форме мифа к позднейшим поколениям;
5) оставлять, сохранять, сберегать (ὀκτὼ μόνους, sc. ἄνδρας Xen.; τριτάτην μοῖραν Arst.; ἑπτακισχιλίους ἄνδρας ἑαυτῷ NT): τὰ μὲν ἄλλα περιῄρει, κατέλειπε δὲ τὸ εὐδαίμονας ποιεῖν Xen. (Сократ) отбрасывал все другое и интересовался лишь тем, как сделать счастливыми (людей); καταλείπεσθαι ἑαυτῷ Xen. сохранить для самого себя;
6) предоставлять (θυσίαι κατελείφθησαν τοῖς βασιλεῦσι μόνον Arst.).