πῆχυς
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
English (LSJ)
(Aeol. πᾶχυς Alc.33), ὁ, gen.
A πήχεος Hp.Fract.2, al., Hdt. 1.178, Pl.Alc.1.126d, Arist.Mir.813a10, LXXEx.25.9, al., Plb.10.44.2, Ph.Bel.73.42, πήχεως Arist.HA606a14 (v.l. -εος), PCair.Zen.484.10 (iii B.C.), πήχως (condemned by Phryn.222) corrected to πήχεος PCair.Zen.665.1 (iii B. C.) : gen. pl. πήχεων IG12.314.39, 22.1673.15, PCair.Zen.353.10 (iii B. C.); later contr. πηχῶν X.An.4.7.16 codd., Arist.Pol.1302b37, PCair.Zen.54.4 (iii B. C.), PStrassb.85.20 (ii B. C.), Phld.Sign.2, Phryn.222, Moer.p.327 P.:—forearm, from wrist to elbow, Hp.Fract.2, 3, al., Poll.2.140 ; opp. βραχίων, Pl.Ti.75a, X. Eq.12.5: in Poets, generally, arm, ἀμφὶ δ' ἑὸν φίλον υίὸν ἐχεύατο πήχεε λευκώ Il.5.314, cf. Od.17.38, 23.240 ; λευκὸν ἀντείνασα π. B.Fr.13.4, cf. E.Or.1466 (lyr.) ; λαιὸν ἔπαιρε π. Id.Heracl.728. 2 Anat., ulna, Ruf.Onom.80, Gal.UP2.2, Sor.Fract.20. II centrepiece, which joined the two horns of the bow, τόν ῥ' [ὀϊστὸν] ἐπὶ πήχει ἑλὼν ἕλκεν νευρήν Od.21.419 ; ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκε Il.11.375, 13.583. III in pl., horns of the lyre, opp. ζυγόν (the bridge), Hdt.4.192 ; πήχεις ἐναρμόσας καὶ ζυγώσας Luc.DDeor.7.4. 2 also, = ζυγόν, crosspiece or bridge in which the horns were fitted, Artemo Hist.12. IV in the balance, beam, IG22.1013.32, Theol.Ar. 29. V as a measure of length, distance from the point of the elbow to that of the middle finger, = 6 παλασταί = 24 δάκτυλοι, Poll.2.158 ; π. μέτριος Hdt.1.178 ; π. ἰδιωτικός, κοινός, Sch.Luc.Cat.16 ; but π. βασιλήϊος, = 27 δάκτυλοι, Hdt.1.178, 7.117 ; ὁ Αἰγύπτιος π. τυγχάνει ἴσος ἐὼν τῷ Σαμίῳ Id.2.168, cf. Luc. l. c. ; for later measurements, Hero Deff.131, Geom.4.2,al. 2 cubit-rule, as we say 'foot-rule', Ar. Ra.799, Gal.1.47 ; π. ἀκαμπής AP6.204 (Leon.) ; as epith. of Nemesis, APl.4.223, 224. 3 metaph. of any small amount (cf. πήχυιος), Ev.Matt.6.27 ; κατὰ πῆχυν little by little, Marin.Procl.26. VI πήχεις, οἱ, the cubits (of inundation), represented in pictures as children one cubit high playing round the Nile, Luc.Rh.Pr.6, Philostr. Im.1.5. (Cf. Skt. bāhú-, Avest. bāzu- (masc.) 'arm', ONorse bógr 'shoulder'.)
German (Pape)
[Seite 612] ὁ, gen. πήχεως, u. plur. πήχεων, erst spät zusammengezogen πηχῶν, Lob. Phryn. 246, steht aber noch Xen. An. 4, 7, 16, – der Unterarm von der Handwurzel dis zum Armgelenk, der Ellenbogen, poet. auch der ganze Arm; ἀμφὶ δὲ ὃν φίλον υἱὸν ἐχεύατο πήχεε λευκώ, Il. 5, 314, vgl. Od. 17, 38. 23, 240; λευκὸν ἐμβαλοῦσα πῆχυν στέρνοις, Eur. Or. 1466; Heracl. 728; τά τε τῶν βραχιόνων ὀστᾶ καὶ τὰ τῶν πήχεων, Plat. Tim. 75 a. – Am Bogen, der Bug in der Mitte zwischen den beiden Enden, der eine Art Griff bildete und beim Spannen zusammengezogen wurde, τόν ῥ' (ὀϊστόν) ἐπὶ πήχει ἑλών, ἕλκεν νευρήν, Od. 21, 419, ὁ δὲ τόξου πήχυν ἀνέλκεν, Il. 11, 375. 13, 583, wo man es auch = κέρατα erklärt. – Bei der Lyra sind πήχεις die beiden gebogenen Enden od. Griffe, zwischen denen der Steg angebracht ist, Her. 4, 192, Luc. D. D. 7, 4; der Steg selbst, Artemo bei Ath. XIV, 637 d; vgl. Hesych. u. Phot. – An der Wage, der Wagebalken, = ζυγός. – Auch das Richtscheit, ἀκαμπής, Leon. Tar. 28 (VI, 204). – Als Längenmaaß ist es die Weite von der Spitze des Ellenbogens bis zu der des Mittelfingers, Elle, ursprünglich 24 δακτύλους, 11/2 Fuß enthaltend, Her. 2, 175, der 1, 178 unterscheidet πῆχυς βασιλήϊος u. μέτριος, so daß der erstere um 3 δακτύλους größer ist als der letztere, welchem ὁ κοινός oder ἰδιωτικός entspricht, der auch der asiatische, samische, ägyptische heißt; vgl. Her. 2, 149. 168. Später = 2 Fuß entsprach er unserer Elle; aber bei Vermessung des Holzes und der Steine, πῆχυς τοῦ πριστικοῦ ξύλου u. λιθικός, ist er immer 11/2 Fuß gerechnet. – Ar. sagt übertr. καὶ κανόνας ἐξοίσουσι καὶ πήχεις ἐπῶν, Ran. 798. – Bei Sp. auch das gebogene Ende, der Winkel, Paul. Sil. ecphr. 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
πῆχυς: -εως, ὁ, γεν. πληθ. πήχεων, παρὰ μεταγεν. συγγραφ. συνῃρ. πηχῶν, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 246· ― τὸ πρόσθιον μέρος τῆς χειρὸς ἀπὸ τοῦ ἀγκῶνος μέχρι τοῦ καρποῦ, Λατ. ulna, Ἱππ. 751C, 752Α κἑξ., Πολυδ. Β΄, 140· ἀντίθετ. τῷ βραχίων, Πλάτ. Τίμ. 75Α, Ξεν. Ἱππ. 12, 5· ― παρὰ τοῖς ποιηταῖς καθόλου, βραχίων, ἀμφὶ δὲ ὃν φίλον υἱὸν ἐχεύατο πήχεε λευκὼ Ἰλ. Ε. 314, πρβλ. Ὀδ. Ρ. 38, Ψ. 240· λευκὸν ἀντείνασα πῆχυν Βακχυλίδ. Ἀποσπ. 17 [24] Blass., πρβλ. Εὐριπ. Ὀρ. 1466· λαιὸν ἔπαιρε π. ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 728· μεταφορ., οἰνάς... θαλερῷ ἐπορέξατο πήχει αἰθέρος Ἴων Χῖος 1. 5 Bgk. ΙΙ. τὸ κεντρικὸν μέρος ἤτοι ἡ λαβὴ ἀρχαίου τόξου ἔνθα ἡνοῦντο τὰ δύο κέρατα, τὸν ῥ’ [τὸν ὀϊστὸν] ἐπὶ πήχει ἑλών... εἷλκεν νευρὴν Ὀδ. Φ. 419· ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκεν Ἰλ. Λ. 375, Ν. 583. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ κέρατα ἢ τὰ ἑκατέρωθεν μέρη τῆς λύρας κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ ζυγὸν τὸ ἐγκάρσιον ξύλον ἐφ’ οὗ ἐστηρίζοντο αἱ χορδαί, Ἡρόδ. 4. 192 (ἔνθα λέγεται ὅτι ἦσαν ταῦτα πεποιημένα ἐκ τῶν κεράτων τοῦ ἐλαφοειδοῦς ζῴου ὄρυος)· πήχεις ἐναρμόσας καὶ ζυγώσας Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7· 4· ἀλλὰ πῆχυς φαίνεται ὅτι σημαίνει ὡσαύτως τὸ ζυγόν, ἤτοι τὸ ἐγκάρσιον τεμάχιον πρὸς ὃ προσηλοῦντο τὰ κέρατα καὶ προσηρμόζοντο αἱ χορδαὶ διὰ κολλόπων, ἴδε Ἀρτέμ. παρ’ Ἀθην. 637C, καὶ αὐτόθι τὸν Schweigh. IV. ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ (ζυγαριᾶς), ἡ «φάλαγξ», Θεολ. Ἀριθμ. 29, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 32. V. ὡς μέτρον ἐκτάσεως ἡ ἀπόστασις ἡ ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ ἀγκῶνος μέχρι τοῦ ἄκρου τοῦ μικροῦ δακτύλου, Λατ. cubitus ἢ ulna, πῆχυς περιέχων 24 δακτύλους, ἢ 6 παλάμας (παλαστάς), ἢ περίπου, 0,46 τοῦ μέτρου, Πολυδ. Β΄, 158· τοῦτο καλεῖται: π. μέτριος παρ’ Ἡροδ. 1. 178 ἰδιωτικὸς ἢ κοινὸς παρὰ τοῦ Σχολ. εἰς Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 16· τούτου ὁ Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ., διακρίνει τὸν π. βασιλήιον ὡς μακρότερον κατὰ τρεῖς δακτύλους, ὥστε ὁ βασιλικὸς ἢ Περσικὸς πῆχυς περιεῖχεν 27 δακτύλους ἢ περίπου 0,52 τοῦ μέτρου, πρβλ. 7. 117· ὁ δὲ Σάμιος καὶ ὁ Αἰγύπτιος ἦσαν σχεδὸν ἴσοι τῷ βασιλικῷ ἢ Περσικῷ, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 149, 168, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Böckh. Metrol. σ. 212· ― ὕστερον ὁ πῆχυς ἐμηκύνθη μέχρι περίπου 0,61 τοῦ μέτρου, ἀλλὰ κατὰ τὴν καταμέτρησιν ξύλου ἢ λίθου ἐτηρεῖτο τὸ παλαιὸν μέτρον, ὥστε: ὁ πῆχυς τοῦ πριστικοῦ ξύλου καὶ πῆχυς λιθικὸς ἦσαν ἀείποτε 0, 45, Ἥρων· πρβλ. Böckh. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) κανὼν πηχυαῖος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 799· π. ἀκαμπὴς Ἀνθ. Π. 6. 204, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 223, 224. VI. γωνία, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρασις Ἁγ. Σοφ. 150. VII. πήχεις, οἱ νᾶνοι παριστανόμενοι ἐν εἰκόσιν ὡς παίζοντες περὶ τὸν Νεῖλον, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 6, Φιλόστρ. 769. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. bâh-us, Ζενδ. bâz-us (ὁ βραχίων)· Ἀρχ. Σκανδ. bóg-r (armus)).
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ) :
I. coude, p. ext. bras ; fig. coudée, aune, mesure de longueur valant 2 σπιθαμαί ou 6 παλασταί ou 24 δάκτυλοι;
II. p. anal.
1 courbure du milieu de l’arc;
2 οἱ πήχεις les extrémités recourbées d’une lyre, rejointes par une barre transversale;
3 οἱ πήχεις les figurines de petits hommes grands comme le coude, càd les Pygmées représentés sur les tableaux du dieu Nil comme folâtrant autour de lui.
Étym. skr. bahus, coude.
English (Autenrieth)
εος: elbow, then fore-arm, arm, Il. 21.166, Od. 17.38. Also centre-piece of a bow, joining the arms (horns) of the weapon, being the part grasped by the left hand in shooting, Il. 11.375, Od. 21.419. (For the manner of holding, see cuts Nos. 104, Heracles; 127, Paris; 63, 89, 90, Assyrians.)
English (Strong)
of uncertain affinity; the fore-arm, i.e. (as a measure) a cubit: cubit.
English (Thayer)
genitive πηχεως (not found in the N. T.), genitive plural πηχῶν contracted from Ionic πήχεων (πήχεων, which is common in the Sept. (cf. Lob. ad Phryn., p. 245f; (WH s Appendix, p. 157); Winer's Grammar, § 9,2e.), ὁ, the forearm i. e. that part of the arm between the hand and the elbow-joint (Homer, Odyssey 17,38; Iliad 21,166, etc.); hence, a cubit (ell, Latin ulna), a measure of length equal to the distance from the joint of the elbow to the tip of the middle finger (i. e. about one foot and a half, but its precise length varied and is disputed; see B. D., under the phrase, Weights and Measures, II:1): ἡλικία, 1a.); Sept. very often for אַמָּה.)
Greek Monolingual
-εως, ο / πῆχυς, -εως και -εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, -ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α
το αντιβράχιο, το τμήμα του χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση
νεοελλ.-αρχ.
ο κανόνας, η ρίγα με μήκος ενός πήχυ («καὶ κανόνας ἐξοίσουσι καὶ πήχεις ἐπῶν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. ονομασία διαφόρων μονάδων μετρήσεως μήκους, που οι υποδιαιρέσεις και το μήκος τους ποικίλλουν κατά χώρες (α. «αγγλικός πήχυς» β. «γαλλικός πήχυς»
«σερβικός πήχυς»)
2. φρ. α) «βασιλικός πήχυς» — η νόμιμη μετρική μονάδα που καθιερώθηκε στην Ελλάδα το 1936, κατά το δεκαδικό σύστημα, ίση με ένα μέτρο, αλλ. μέτρο
β) «κοινός πήχυς» ή «εμπορικός πήχυς» ή «τουρκικός πήχυς» — η μονάδα που χρησιμοποιήθηκε μέχρι το 1959 για τη μέτρηση ιδίως υφασμάτων, είχε μήκος 0,648 μέτρα και υποδιαιρούνταν σε 8 ρούπια, αλλ. πήχη
γ) «τεκτονικός πήχυς» — μονάδα που χρησιμοποιήθηκε στην Ελλάδα για γραμμικές ή τετραγωνικές μετρήσεις γηπέδων, ισοδύναμη με 0,75 μέτρα και υποδιαιρούμενη σε 24 δακτύλους
δ) «τετραγωνικός τεκτονικός πήχυς» — μονάδα μέτρησης επιφανειών, που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν και ισοδυναμούσε με 0,5625 τετραγωνικά μέτρα
ε) «έβγαλε μια πήχη γλώσσα» — αυθαδίασε
στ) «βγήκε η γλώσσα μου μια πήχη» — λαχάνιασα τρέχοντας ή έκανα μεγάλες προσπάθειες για κάτι
6. (στον τ. πήχη) α) κάθε επιμήκης και μικρού πάχους και πλάτους κανονική σανίδα
β) λαϊκή ονομασία τών αστέρων που αποτελούν τον τελαμώνα, δηλ. τον ιμάντα του κυνηγετικού σάκου του Ωρίωνα, που είναι τοποθετημένα σε σχήμα πήχεως
μσν.-αρχ.
το οστό του αγκώνα
αρχ.
1. (ποιητ.) ο βραχίονας, το μπράτσο («λευκὸν δ' ἐμβαλοῡσα πῆχυν στέρνοις», Ευρ.)
2. το κεντρικό μέρος του τόξου, όπου ενώνονται τα δύο άκρα του, τα δύο κέρατα, η λαβή του τόξου («ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκε», Ομ. Ιλ.)
3. στον πληθ. οἱ πήχεες
οι δύο βραχίονες της λύρας, σε αντιδιαστολή με το ζυγόν, δηλαδή με το κάθετο ξύλο που ενώνει τους βραχίονες της λύρας και πάνω στο οποίο στηρίζονται οι χορδές
4. το ζυγόν της λύρας
5. η φάλαγγα, η οριζόντια δοκός της ζυγαριάς, η τρυτάνη
6. (ως μονάδα μέτρησης) η απόσταση από την άκρη του αγκώνα ώς την άκρη του μικρού δακτύλου, ίση με 24 δακτύλους ή 6 παλαστάς, παλάμες, ή με 0,46 μέτρα, ο αρχαίος ελληνικός πήχυς
7. μτφ. μικρή ποσότητα («προσθεῑναι ἐπὶ τήν ήλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα», ΚΔ)
8. στον πληθ. οἱ πήχεις
οι νάνοι, τα 16 παιδιά που παριστάνονται σε εικόνες να παίζουν γύρω από τον Νείλο και που συμβόλιζαν τους 16 πήχεις στους οποίους ανέβαινε η στάθμη του ποταμού κατά την ευεργετική για την Αίγυπτο πλημμύρα
9. φρ. α) «πῆχυς βασιλήϊος» — περσικός πήχυς, μακρότερος από τον ελληνικό κατά 3 δακτύλους, δηλαδή ίσος με 27 δακτύλους ή με 0,52 περίπου μέτρα
β) «πῆχυς τοῦ πριστικοῡ ξύλου» ή «πήχυς λιθικός» — ο πήχυς που σταθεροποιήθηκε στους μεταγενέστερους χρόνους σε μήκος 0,45 μέτρα για τη μέτρηση ξύλου ή λίθου, ενώ ο πήχυς για άλλες χρήσεις είχε κατά τους μεταγενέστερους χρόνους μήκος 0,61 μέτρα
γ) «κατά πήχυν» — λίγο λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πῆχυς, η οποία δηλώνει μέλος του σώματος, ανάγεται σε ΙΕ bhāĝhu- «πήχυς» και συνδέεται με ανάλογους τύπους άλλων γλωσσών (πρβλ. αρχ. ινδ. bāhu-, αβεστ. bāzu- «βραχίονας, μπροστινό πόδι ζώου», αγγλοσαξονικό bōg «ώμος, βραχίονας», γερμ. Bug «ωμοπλάτη»). Αξιοσημείωτες είναι οι διαφορές που παρουσιάζουν οι τύποι αυτοί ως προς το μέλος του σώματος το οποίο δηλώνουν. Στην προταθείσα ερμηνεία ότι οι τ. αυτοί ανάγονται στη ρίζα που βρίσκουμε σε ορισμένους τύπους της Οσετικής (i-voez- «απλώνω, εκτείνω», ivaz-n «οργυιά») αντιπαρατηρείται ότι η λ. δεν είχε τη σημ. «τεντωμένος βραχίονας» ή τη σημ. «οργυιά», αλλά δήλωνε το μήκος από τον αγκώνα ώς τον καρπό, τον πήχυ].
Greek Monotonic
πῆχυς: -εως, ὁ, γεν. πληθ. πήχεων·
I. αντιβράχιο, πήχυς, μέρος του χεριού από τον καρπό μέχρι τον ώμο, Λατ. ulna, σε Ξεν. κ.λπ.· γενικά, χέρι, ἀμφὶ υἱὸν ἐχεύατο πήχεε λευκώ, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
II. το κεντρικό μέρος που ένωνε τα δύο κέρατα του τόξου, σε Όμηρ.
III. στον πληθ., κέρατα ή μέρη λύρας, αντίθ. προς ζυγόν, εγκάρσιο ξύλο, γέφυρα, σε Ηρόδ.
IV. ως μονάδα μήκους, απόσταση από το άκρο του αγκώνα έως το άκρο του μικρού δακτύλου, Λατ. cubitus ή ulna, οργιά ή πήχυς που περιέχει εικοσιτέσσερις δακτύλους, στον Ηρόδ. ο πήχυς βασιλήϊος ήταν μεγαλύτερος έχοντας 3 δακτύλους = 27 δακτύλους, στον ίδ.
2. ο κανόνας του πήχυ, καθώς λέμε ο κανόνας των ποδιών, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πῆχυς: εως, ион. εος ὁ (gen. pl. πήχεων, πηχέων и πηχῶν)
1) предплечье (τὰ τῶν βραχιόνων ὀστᾶ καὶ τὰ τῶν πήχεων Plat.);
2) рука Hom. etc.: ἀμφὶ δὲ παιδὶ βάλε πήχεε Hom. (Пенелопа) обвила сына обеими руками;
3) изгиб в середине лука (служивший рукоятью при стрельбе) (τόξου π. Hom.);
4) рог лиры Her., Luc.;
5) пехий, локоть (мера длины; π. μέτριος содержал 24 δάκτυλοι, т. е. ок. 46 см, π. βασιλήϊος - 27 δάκτυλοι) Her., Xen., Plat.;
6) складная измерительная линейка Arph.;
7) угольник Anth.;
8) pl. οἱ πήχεις карлики (человечки, которые изображалась резвящимися вокруг гигантской фигуры бога Нила) Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πῆχυς -εως, ὁ, Aeol. πᾶχυς, Ion. gen. πήχεος; gen. plur. πήχεων, later πηχῶν elleboog, onderarm:; πῆχυν... βάλε χειρὸς δεξιτέρης hij trof de elleboog van zijn rechter arm Il. 21.166; τά τε περὶ τῶν βραχιόνων ὀστᾶ καὶ τὰ τῶν πήχεων de botten van de boven- en onderarmen Plat. Tim. 75a; uitbr. arm:; ἀμφὶ δὲ παιδὶ φίλῳ βάλε πήχεε hij sloeg zijn armen om zijn dierbare zoon heen Od. 17.38; anal. het middelste stuk van een boog (waaromheen de boog buigt):; ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκε hij spande de boog Il. 11.375; τὸν ῥ ’ ἐπὶ πήχει ἑλών nadat hij die (de pijl) op de boog gelegd had Od. 21.419; plur. armen van een lier:. ὄρυες, τῶν τὰ κέρεα τοῖσι φοίνιξι οἱ πήχεες ποιεῦνται antilopen, waarvan de hoorns gemaakt worden tot de armen van de lieren Hdt. 4.192.1. el (lengtemaat van ca. 45 cm, de afstand tussen de elleboog en het uiteinde van de middelvinger):. τοῦ ὀστέου, ἀφ ’ ὁτέου τὸν πῆχυν οἱ ἄνθρωποι μετρέουσιν het bot waarnaar de mensen de el afmeten Hp. Fract. 3; τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίην αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; wie van jullie kan door zich zorgen te maken ook maar één el aan zijn levensduur toevoegen? NT Mt. 6.27. meetlat; AP 6.204.1; overdr..; ἐξοίσουσι καὶ πήχεις ἐπῶν ze zullen ook ‘woordenmeters’ tevoorschijn halen Aristoph. Ran. 799; plur. meetpunt (voor het stijgen van de Nijl). Luc. 41.6.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: forearm, arm (cf. βραχίων), also as measure = cubit and metaph. in diff. meanings (Il.).
Other forms: Dor. Aeol. πᾶχυς, -εος, -εως.
Compounds: Often as 2. member, e.g. δί-πηχυς two cubits long (IA.).
Derivatives: 1. dimin. πηχίσκος m. (Anon. ap. Suid.); 2. adj. πηχυ-αῖος (IA., παχυ- Epich.), -ιος (Mimn., A. R.) cubits long; 3. verbs: πηχίζω to measure by the cubit (LXX) with πηχ-ισμός m. measuring by the cubit (LXX, pap.), -ισμα n. cubit-measure (Sm.); πηχύνω (περι-πῆχυς) to embrace (hell. a. late epic).
Origin: IE [Indo-European] [108] *bʰeh₂gʰu- lower arm, elbow
Etymology: Old inherited name of a member, in several languages retained: Skt. bāhú-, Av. bāzu- m. lower arm, arm, foreleg of an animal, Germ., e.g. OWNo. bōgr, OHG buog m. the upper part of the foreleg, Bug; IE *bhāǵhu-; here, with unclear transformation of the stem, Toch. A poke, B obl. pokai arm (on the phonetics v. Windekens Orbis 11, 191 f. a. 12, 190). Also on Italic bottom the word was once alive, if with Pisani KZ 71, 44 Lat. trifāx, -ācis a three ell long weapon as Oscan LW [loanword] belongs here. -- A basic verb, IE *bhaǵh-, Benveniste BSL 52, 60 ff. wants to see on Iran. soil in Oss. i-væz- stretch out (Iran. *baz-); not very credible, cf. Mayrhofer s. bāhúḥ w. lit. (the short vowel makes a problem.
Middle Liddell
I. the fore-arm, from the wrist to the elbow, Lat. ulna, Xen., etc.:— generally, the arm, ἀμφὶ υἱὸν ἐχεύατο πήχεε λευκώ Il., etc.
II. the centrepiece, which joined the two horns of the bow, Hom.
III. in pl., the horns or sides of the lyre, opp. to ζυγόν the bridge, Hdt.
IV. as a measure of length, the distance from the point of the elbow to the end of the little finger, Lat. cubitus or ulna, a cubit or ell, containing 24 δάκτυλοι or 18 1/4 inches, Hdt.: the π. βασιλήιος was longer by three δάκτυλοι, = 27 δάκτυλοι or 20 1/2 inches, Hdt.
2. a cubit-rule, as we say "a foot-rule, " Ar.
Frisk Etymology German
πῆχυς: {pē̃khus}
Forms: dor. äol. πᾶχυς, -εος, -εως
Grammar: m.
Meaning: Unterarm, Arm (vgl. βραχίων), auch als Maß = Elle und übertr. in verschied Bedd. (seit Il.).
Composita : Oft als Hinterglied, z.B. δίπηχυς zwei Ellen messend (ion. att.).
Derivative: Davon 1. das Demin. πηχίσκος m. (Anon. ap. Suid.); 2. die Adj. πηχυαῖος (ion. att., παχυ- Epich.), -ιος (Mimn., A. R.) ellenlang; 3. die Verba: πηχίζω mit Ellenmaß messen (LXX u.a.) mit πηχισμός m. Messung mit Ellenmaß (LXX, Pap. u.a.), -ισμα n. das Ellenmaß (Sm.); πηχύνω (περι-~) umarmen (hell. u. sp. Epik).
Etymology : Altererbte Körperteilbezeichnung, in mehreren Sprachen erhalten: aind. bāhú-, aw. bāzu- m. ‘Unterarm, Arm, Vorderfuß, -bein beim Tier’, germ., z.B. awno. bōgr, ahd. buog m. ‘der obere Teil des Vorderbeins, Bug’; idg. *bhāĝhu-; dazu, mit unklarer Umbildung des Stamms, toch. A poke, B Obl. pokai Arm (zum Lautlichen v. Windekens Orbis 11, 191 f. u. 12, 190). Auch auf italischem. Boden war das Wort einmal lebendig, wenn mit Pisani KZ 71, 44 lat. trifāx, -ācis eine drei Ellen lange Waffe als oskisches LW hierher gehört. —Ein zugrunde liegendes Verb, idg. *bhaĝh-, will Benveniste BSL 52, 60 ff. auf iran. Boden in oss. i-væz- ausstrecken (iran. *băz-) sehen; nicht besonders glaubhaft, vgl. Mayrhofer s. bāhúḥ m. Lit.
Page 2,531
Chinese
原文音譯:pÁcuj 胚虛士詞類次數:名詞(4)
原文字根:肘尺
字義溯源:前臂^,肘,一肘;長度單位,即自肘頭至中指端的長度,約合一尺半
出現次數:總共(4);太(1);路(1);約(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 肘(3) 太6:27; 約21:8; 啓21:17;
2) 一肘(1) 路12:25