τρέχω

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρέχω Medium diacritics: τρέχω Low diacritics: τρέχω Capitals: ΤΡΕΧΩ
Transliteration A: tréchō Transliteration B: trechō Transliteration C: trecho Beta Code: tre/xw

English (LSJ)

Od.9.386, etc.: fut. θρέξομαι (ἀπο-) Ar.Nu. 1005 (anap.), (μετα-) Id.Pax 261, (περῖ) Id.Ra.193; θρέξω only in Lyc.108; but

   A ἀπο-θρέξεις Pl.Com.232: aor. 1 ἔθρεξα (v. infr.):—but the usual fut. and aor. come from the root δραμ-, viz. δρᾰμοῦμαι E.Or.878, X.An. 7.3.45, etc.; Ion. δραμέομαι Hdt.8.102; late δραμῶ LXX Ca.1.4; but ὑπερ-δραμῶ Philetaer.3 (dub. l.); δράμομαι in compd. ἀναδράμεται AP 9.575 (Phil.): aor. 2 ἔδρᾰμον (v. infr.): pf. δεδράμηκα [ᾰ] Philem. 38, Men.741, (ἀνα-) Hdt.8.55, (κατα-) X.HG4.7.6, (περι-) Pl.Clit. 410a, (συν-) D.17.9: plpf. ἐδεδραμήκεσαν (κατ-) Th.8.92: poet. pf. δέδρομα (ἀνα-, ἐπι-) Od.5.412, 20.357:—Pass., pf. δεδράμημαι (ἐπι-) X.Oec.15.1.—The Verb is not common in Hom., who has pres. in Il.23.520, Od.9.386; in Il.18.599,602, Ion. Iterat. θρέξασκον (ἔθρεξα was also old Att., Epigr. ap. Plu.Arist.20, E.IA1569 (s. v. l., ἔβρεξε Weil), (περι-) Ar.Th.657); but the common aor. was ἔδραμον, Il. 23.393, Od.23.207, al.—Dor. τράχω [ᾰ] Pi.P.8.32, Hsch., EM356.10: fut. θραξοῦμαι Hsch.:—run, of men, ἰθὺς δράμε Od.23.207, etc.; θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι Il.18.599; τρέχει Ὅρκος ἅμα . . δίκῃσιν Hes. Op.219; ᾤχεο τρέχων Epich.37,110 (τράχων cf. Ahrens); βαδίζειν καὶ τ. Pl.Grg.468a; τρέχων, opp. βάδην, X.Cyr.2.2.30; τ. χερσίν, οὐ ποδωκείᾳ σκελῶν A.Eu.37: of horses, Il.23.393,520: the part. is freq. added to another Verb, τί οὐ τρέχων σὺ τὰς τραπέζας ἐκφέρεις; why do you not run and carry out . . ? Pl.Com.69.2, cf. Pl.R.327b; v. infr. 2.    2 of things, move quickly, τὸ δὲ [τρύπανον] τ. ἐμμενὲς αἰεί Od.9.386, cf. Il.14.413; ναῦς παρὰ γῆν ἔδραμεν Thgn.856; πόλιν . . ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν S.Aj.1083; τὸ δ' ἐν ποσὶ τράχον ἴτω let what is now before me go trippingly, Pi.P.8.32; ἐπὶ καρδίαν ἔδραμε . . σταγών A.Ag.1121 (lyr.); ἔρις δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω having run its course, S.Aj. 731; πυρετὸς . . ἥκει τρέχων has come quickly, Nicopho 12.    3 οἱ τρέχοντες a constellation rising with Libra, Antiochus ap. Teucrum in Boll Sphaera 58.    II c. acc. loci, run over, ῥόθια πεδία E.Hel.1117 (lyr.); ὁ ἵππος τ. καὶ πρανῆ καὶ ὄρεια X.Eq. 8.1:—in Att. Prose θέω seems to be more freq. in the pres., and in some phrases used exclusively, e.g. θεῖν δρόμῳ, v. θέω (A) 11.1 and cf. Th.3.111, X.An.1.8.18.    2 c. acc. cogn., δραμεῖν ἀγῶνα, βῆμα, δίαυλον, δρόμον, run a course, a heat, E.El.883,954, Alex.235, Men. 741, etc.; λαμπάδας, i. e. torch-races, IG22.1028.14: freq. metaph., ἀγῶνα δρ. run a risk, E.Alc.489, cf. IA1455; ἀγῶνα θανάσιμον δραμούμενον Id.Or.878; πολλοὺς ἀγῶνας δραμέονται περὶ σφέων αὐτῶν run for their life or safety, Hdt.8.102; κινδύνων τὸν μέγιστον τ. D.H.4.47; τὸν ὑπὲρ ψυχῆς ἀγῶνα, κίνδυνον ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τ., Id.7.48, 4.4; ἐσχάτην τρέχοντες ταύτην Plb.1.87.3: sts. the acc. is omitted, περὶ ἑωυτοῦ τρέχων running for his life, Hdt.7.57; περὶ τῆς ψυχῆς Id.9.37; φόνου πέρι E.El.1264; περὶ νίκης f.l. in X.An.1.5.8 (ἐπὶ νίκῃ Rehdantz); cf. θέω (A) 1.2, δρόμος 1.2, κρέας fin.    3 παρὰ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν he was within one fall or bout of carrying off the victory, Hdt.9.33; cf. παρά c. 111.5, τριάζω 1.    4 commit, μηδ' ἑτέρας δραμεῖν ἀταξίας ἢ ἀσελγίας PLond.5.1711.34 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 1138] dor. τράχω, s. Böckh v. l. Pind. P. 8, 34; fut. θρέξομαι, p. ἀποθρέξεις wird B. A. 427 aus Plat. com. angeführt, s. ἀνατρέχω; aor. ἔθρεξα, θρέξασκον, Il. 18, 399; gewöhnlicher fut. δραμοῦμαι; δραμῶ nur in der Zusammensetzung ὑπερδραμῶ, Philetaer. bei Ath. X, 416 f; u. δράμομαι in der Zusammensetzung ἀναδράμεται, Philp. 24 (IX, 575); aor. ἔδραμον; perf. δεδράμηκα, p. auch δέδρομα, vgl. ἐπιδεδράμημαι; Hom. hat das praes. Il. 23, 520 Od. 9, 386; θρέξασκον Il. oft; aor. II. Il. 23, 393 Od. 23, 307; das perf. nur in Zusammensetzungen; – laufen, Hom. Il. 23, 520; auch mit dem Zusatz ποσί, πόδεσσι, 18, 599, wie Pind. Ol. 11, 65; ἐν ποσί μοι τράχον χρέος, P. 8, 33, wo Böckh zu vgl.; ἅμα τινί, mit Einem gleichen Schritt halten, Hes. O. 221; Tragg. u. in Prosa; aor. I. auch att., Ar. Nubb. 1095 Th. 657; übertr., λήγει δ' ἔρις δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω, Soph. Ai. 718; δρόμον δραμεῖν, ἀγῶνα δραμεῖν, wie unser »Gefahr laufen«, Her. 8, 102; Eur. I. A. 1456 El. 883; ἀγῶνα θανάσιμον δραμούμενον, Or. 876; τρέχειν περὶ ἑωυτοῦ, περὶ ψυχῆς, laufen, um sich selbst od. sein Leben zu retten, Her. 7, 57. 9, 37; φόνου πέρι, Eur. El. 1264; so τρέχειν τὴν ἐσχάτην, Pol. 1, 87, 3. 18, 35, 6; περὶ νίκης, Xen. An. 1, 5, 8; παρ' ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν, außer einer Kampfübung trug er den Sieg davon, Her. 9, 33; βαδίζειν καὶ τρέχειν, Plat. Gorg. 468 a; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

τρέχω: μέλλ. θρέξομαι (ἀπο-) Ἀριστοφ. Νεφ. 1001, (μετα-) ὁ αὐτ. ἐν Εἰρήν. 161, (περι-) ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 193· θρέξω μόνον παρὰ Λυκόφρ. 108· ἀλλὰ ἀποθρέξεις Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 65· - ἀόρ. α΄ ἔθρεξα (ἴδε κατωτ.)· - ἀλλ. ὁ συνήθης μέλλ. καὶ ἀόρ. παράγονται ἐξ ἑτέρας ῥίζης ΔΡΑΜ, δηλ. δρᾰμοῦμαι Εὐρ. Ὀρ. 878, Ξεν., κλπ.· Ἰων. δραμέομαι Ἡρόδ. 8. 102· μεταγεν. δραμῶ Ἑβδ., κλπ.· ἀλλὰ ὑπερδραμῶ Φιλέταιρος ἐν «Ἀταλάντῃ» 1· δράμομαι ἐν συνθέσει, ἀναδράμεται Ἀνθ. Π. 9. 575· ἀόρ. β΄ ἔδρᾰμον, ἴδε κατωτ.· - πρκμ. δεδράμηκα [ᾰ], Φιλήμων ἐν «Κοινωνοῖς» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 220· (ἀνα-) Ἡρόδ. 8. 55, (κατα-) Ξενοφ., (περι-, συν-) Πλάτ.· ποιητ. πρκμ. δέδρομα (ἀνα-, ἐπι-) Ὀδ. - Παθ., πρκμ. δεδράμημαι (ἐπι-) Ξεν. Οἰκ. 12. 1. - Τὸ ῥῆμα εἶναι μᾶλλον σπάνιον παρ’ Ὁμήρῳ, ὅστις ἔχει τὸν ἐνεστ. ἐν Ἰλ. Ψ. 520, Ὀδ. Ι. 386· ἐν δὲ Ἰλ. Σ. 599, 602, τὸν Ἰων. ἀόριστ. θρέξασκον (ἔθρεξα ἦτο καὶ ἀρχ. Ἀττικ. τύπος, Εὐρ. Ι. Α. 1569, Ἀριστοφ. Νεφ. 1005, Θεσμ. 657)· ἀλλ’ ὁ συνήθης ἀόριστ. ἦτο ἔδραμον, Ἰλ. Ψ. 393, Ὀδ. Ψ. 207, κλπ. - Δωρ. τράχω [ᾰ], Böckh διάφορ. γραφ. ἐν Πινδ. Π. 2. 34 (45)· μέλλ. θράξομαι, θραξοῦμαι, Ἡσύχ. (Ἐκ τῆς √ΤΡΕΧ παράγονται καὶ αἱ λέξ. τρόχος, τροχός, τρόχις, κλπ., πρβλ. Γοτθ. thrag-ja (τρέχω), Ἀγγλο-Σαξον. prah (decursus temporis)· - ἴδε ὡσαύτως τράχηλος). Ὡς καὶ νῦν, τρέχω, Λατιν. curro, ἐπὶ ἀνθρώπων, Ὅμηρ., κλπ.· ἰθὺ δραμὼν Ὀδ. Ψ. 207· θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσιν Ἰλ. Σ. 599· ἅμα τινὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 217· ᾤχεο τρέχων Ἐπίχ. 20 Ahr.· βαδίζειν καὶ τρ. Πλάτ. Γοργ. 468A· τρέχων ἀντίθετον τῷ βάδην, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 30· τρ. χερσίν, οὐ ποδωκίᾳ σκελῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 37· - ἐπὶ ἵππων, αἱ δὲ οἱ ἵπποι ἀμφὶς ὁδοῦ δραμέτην Ἰλ. Ψ. 393, 520· -συχνάκις ἡ μετοχὴ προσάπτεται εἰς ἕτερον ῥῆμα, τί οὐ τρέχων σὺ τὰς τραπέζας ἐκφέρεις; διὰ τί δὲν τρέχεις νὰ φέρῃς ἔξω τὰς τραπέζας; Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 1, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 327B· ἴδε κατωτ. 2. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κινοῦμαι ταχέως, τὸ δὲ [[[τρύπανον]]] τρ. ἐμμενὲς αἰεὶ Ὀδ. Ι. 386, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 413· ἐπὶ πλοίου, παρὰ γῆν ἔδραμεν Θέογν. 856, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1083· τὸ δ’ ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ, ...ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ, τὸ δὲ νῦν ἐνώπιόν μου ὄν, δηλ. ὁ ὀφειλόμενός σοι ἔπαινος, ὦ νεανίσκε, ἂς ὑπάγῃ τρέχον γενόμενον ὑπόπτερον διὰ τῆς ἐμῆς τέχνης, Πινδ. Π. 8. 45· ἐπὶ καρδίαν ... ἔδραμε σταγὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1121· ἔρις δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω, διατρέξασα τὸ στάδιόν της, Σοφ. Αἴ. 731· ἐὰν δέ γ’ ἡμῶν σῦκά τις μεσημβρίας τρώγων καθεύδῃ χλωρά, πυρετὸς εὐθέως ἥκει τρέχων Νικοφ. ἐν «Σειρ.» 1. II. μετ’ αἰτιατ. τόπου, ὃς ἔδραμε ῥόθια Εὐρ. Ἑλ. 1118 (λυρικ. χωρίον)· ὁ ἵππος τρ. καὶ πρανῆ καὶ ὄρεια Ξεν. Ἱππ. 8, 1· - παρὰ πεζογράφοις τὸ θέω φαίνεται συνηθέστερον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ ἔν τισι φράσεσιν εἶναι αποκλειστικῶς ἐν χρήσει, π.χ. θεῖν δρόμῳ (οὐχὶ τρέχειν) Ἀριστοφ. Ὄρν. 205, Θουκ. 3. 111, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., τρ. δρόμον, βῆμα, ἀγῶνα, δίαυλον Εὐρ. Ἠλ. 883, 954· τὸν γὰρ ὕστατον τρέχων δίαυλον τοῦ βίου ζῆν βούλομαι Ἄλεξις ἐν «Τραυματίᾳ» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 220, κλπ.· συχν. μεταφορ., ἀγῶνα δρ., διακινδυνεύειν, Εὐρ. Ἄλκ. 489, Ι. Α. 1456· ἀγῶνα θανάσιμον δρ. ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 878· πολλοὺς ἀγῶνας δραμεῖν περὶ σφέων αὐτέων, περὶ ζωῆς ἢ σωτηρίας, Ἡρόδ. 7. 57., 8. 102· κινδύνων τὸν μέγιστον τρ. Διον. Ἁλ. 4. 47· τὸν ὑπὲρ ψυχῆς ἀγῶνα, κίνδυνον ὑπέρ τῆς ψυχῆς τρ. ὁ αὐτ. 7. 48., 4. 4· ἐσχάτην τρ. Πολύβ. 1. 87, 3, κλπ.· - ἐνίοτε ἡ αἰτιατ. παραλείπεται, τρ. περὶ ἑωυτοῦ, μὴ κίνδυνον τῆς ἰδίας του ζωῆς, Ἡρόδ. 7. 57· περὶ τῆς ψυχῆς ὁ αὐτ. 9. 37· φόνου πέρι Εὐρ. Ἠλ. 1264· περὶ τῆς νίκης Ξεν. Ἀν. 1. 5, 8, πρβλ. θέω Ι. 2, δρόμος Ι. 2. κρέας ἐν τέλει. 2) παρ’ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν, ὀλίγον ἔλειψε νὰ νικήσῃ, Ἡρόδ. 9. 33, πρβλ. παρὰ Γ. 1, τριάζω Ι. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σελ. 531.

French (Bailly abrégé)

f. δραμοῦμαι, ao. rare ἔθρεξα, ao.2 ἔδραμον, pf. en compos. δεδράμηκα et δέδρομα;
courir;
1 en gén. : πόδεσσι IL aller de toute la vitesse de ses pieds ; πρανῆ καὶ ὄρεια XÉN courir par monts et par vaux ; ἀνὰ τὰ ὄρη XÉN courir par les montagnes ; εἴς τινα sur qqn, contre qqn ; fig., en parl. de choses se mouvoir rapidement;
2 particul. courir dans la carrière : στάδιον PLUT courir le stade ; Ὀλύμπια PLUT courir, càd lutter à la course aux jeux Olympiques ; p. ext. ἀγῶνα EUR courir le risque d’une lutte ; παρ’ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν HDT il s’en fallut d’un assaut qu’il ne fût vainqueur ; abs. courir un danger : τρέχειν περὶ ἑαυτοῦ HDT, περὶ ψυχῆς HDT courir le risque de sa vie.
Étymologie: R. Τρεχ et Δραμ, courir.

English (Autenrieth)

aor. 1 iter. θρέξασκον, aor. 2 ἔδραμον, δράμε: run; fig., of the auger, Od. 9.386.

English (Slater)

τρέχω, τρᾰχω (τρεχέτω; τρέχων, τράχον; τρέχειν: aor. ἔδραμον; δραμεῖν.)
   1 run ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ χαλκέοις σὺν ὅπλοις ἔδραμο̄ν ἀθρόοι (ἔδραμον σὺν ὅπλοις coni. Bergk: came running ) (N. 1.51) τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων (sc. ὠαρίων: τρέχε τοι coni. Turyn) fr. 74. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν (τρέφειν v. l.) fr. 106. 2. c. acc. cogn., στάδιον μὲν ἀρίστευσεν, εὐθὺν τόνον ποσσὶ τρέχων Οἰωνός (O. 10.65) met., καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν (N. 6.7) of time, τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος (P. 8.32)

Spanish

triacontarca, dios que preside un mes del año

English (Strong)

apparently a primary verb (properly, threcho; compare θρίξ); which uses dremo drem'-o (the base of δρόμος) as alternate in certain tenses; to run or walk hastily (literally or figuratively): have course, run.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α
1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.)
2. (για άψυχα) κινούμαι ταχέως (α. «η φήμη τρέχει» β. «ἔρις δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω», Σοφ.)
3. (για τα μέσα συγκοινωνίας) διανύω μία απόσταση ωθούμενος ή κινούμενος από φυσική ή μηχανική δύναμη (α. «το αυτοκίνητο αυτό μπορεί να τρέξει με 200 χιλιόμετρα την ώρα» β. «ναῡς παρὰ γῆν ἔδραμεν», Θεόγν.)
4. (για αθλητή) παίρνω μέρος σε αγώνα δρόμου
5. (για ίππο και αναβάτη) παίρνω μέρος σε ιπποδρομία
6. (για υγρό) ρέω, χύνομαι (α. «το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι» β. «ἐπὶ... καρδίαν...δράμε σταγών», Αισχύλ.)
7. πηγαίνω κάπου πρόθυμα
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον να προχωρεί γρήγορα («μην το τρέχεις το παιδί», Ερωτόκρ.)
2. (για δοχείο, βρύση, στέγη) αφήνω να διαρρεύσει υγρό (α. «η βρύση τρέχει» β. «η στάμνα τρέχει»)
3. τριγυρίζω στους δρόμους γεμάτος έγνοιες («όλη μέρα τρέχει για να βρει δουλειά»)
4. περιπλανιέμαι, ιδίως άσκοπα («πού τρέχεις τα βράδια;»)
5. λέγω ή ενεργώ με ρυθμό ταχύτερο από τον κανονικό («πάλι τρέχει το ρολόι»)
6. (ως τριτοπρόσ.) τρέχει
συμβαίνει («τί τρέχει;»)
7. φρ. α) «τρέχει και δεν φτάνει» — δεν μπορεί να επανορθώσει τη ζημιά ή δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες παρά τις προσπάθειές του
β) «τρέχει κι ακόμα τρέχει» — λέγεται για πανικόβλητο
γ) «τρέχει όπου τρέχουν τα νερά» — ακολουθεί αυτούς που βρίσκονται σε καλή κατάσταση
δ) «τρέχα γύρευε»
i) είναι δύσκολο να το βρεις ή είναι δύσκολο να μάθεις τί συμβαίνει
ii) δεν αξίζει να ενδιαφέρεται κανείς
ε) «τρέχει ο νους μου» ή «τρέχει ο λογισμός μου» — σκέπτομαι διάφορα πράγματα
στ) «μού τρέχει» — μού πάνε ευνοϊκά τα πράγματα
ζ) «μέ τρέχει» — μέ καταδιώκει, μέ καταπιέζει με συνεχή παρακολούθηση
η) «το τρέχον έτος» — το έτος που διανύουμε
θ) «η τρέχουσα τιμή» ή «η τρέχουσα αξία» — η τιμή ή η αξία που ισχύει σήμερα
ι) «ο μήνας που τρέχει» — ο τωρινός μήνας, ο μήνας που διανύουμε
ια) «τρέχων λογαριασμός» — ο τρεχούμενος λογαριασμός
ιβ) «τρέχει ο τόκος», «τρέχει ο μισθός», «τρέχει η σύνταξη» — ο τόκος, ο μισθός ή η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται ή να αυξάνεται
ιγ) «κάτι τρέχει στα γύφτικα» — λέγεται ειρωνικά για ασήμαντο γεγονός
ιδ) «τρέχει η μύτη μου» — έχω καταρροή
ιε) «τρέχουν τα σάλια μου» — επιθυμώ πολύ κάτι
ιστ) «τρέχον κύμα»
φυσ. (στην κυματική) το σύνηθες κύμα που διαδίδεται χωρίς περιορισμό σε ένα ομοιογενές μέσον, σε αντιδιαστολή προς το στάσιμο κύμα
8. παροιμ. α) «δεν σέ τρέχει, καβαλάρη, μη σκοτώνεις τ' άλογό σου» — οι κόποι αποβαίνουν μάταιοι όταν δεν υπάρχει η εύνοια της τύχης
β) «σαν δεν σού τρέχει, μην τρέχεις
κι αν σού τρέχει, μην τρέχεις» — αν η τύχη δεν σέ ευνοεί μην κοπιάζεις, κι αν σέ ευνοεί είναι πάλι περιττό να κοπιάζεις
γ) «εκεί που τρέχει το νερό πάλι να τρέξει θέλει» — αυτοί που έχασαν τα αγαθά τους θα τά αποκτήσουν ξανά
μσν.
διαπράττω («μηδ' ἑτέρας δραμεῑν ἀταξίας ἢ ἀσελγίας», πάπ.)
αρχ.
1. (συν. με τις αιτ. βῆμα, δίαυλον, δρόμον, ἀγῶνα) διατρέχω, διανύω
2. (συν. το αρσ. μτχ. ενεστ. με επιρρμ. σημ.) τρέχων
ταχέως
3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Τρέχοντες
ονομασία αστερισμού
4. φρ. α) «τρέχω κίνδυνον» — διατρέχω κίνδυνο
β) «παρὰ ἓv πάλαισμα ἔδραμε νικᾱν ὀλυμπιάδα» — παρά ένα αγώνισμα θα νικούσε στην ολυμπιάδα, κόντεψε να νικήσει στην ολυμπιάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρέχω (< θρέχω, με ανομοίωση τών δασέων) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα dhregh- «γλιστρώ, κινούμαι, τρέχω». Το παραγωγό του ρ. τροχός, που ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του θέματος, αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ιρλδ. droch «τροχός», ενώ ο αρμεν. τ. durgn εμφανίζει πιθ. μακρό φωνηεντισμό (πρβλ. τρωχάω). Στη συνεσταλμένη βαθμίδα του θέματος τραχ- ανάγονται ο δωρ. τ. τράχω και το ουσ. τράχηλος].