χρίω
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
English (LSJ)
Ep. impf. A χρῖον Od.4.252, also χρίεσκε A.R.4.871: fut. χρίσω E.Med.789: aor. ἔχρῑσα Od.10.364, etc., Ep. χρῖσα Il.16.680, Od.4.49: pf. κέχρῑκα LXX 1 Ki.10.1, al.:—Med., fut. χρίσομαι Od.6.220: aor. part. χρῑσάμενος ib.96, Hes.Op.523, etc.:—Pass., fut. χρισθήσομαι LXXEx.30.32: aor. ἐχρίσθην A.Pr.675, Achae.10: pf. κέχρῑμαι Hdt.4.189,195, Magnes 3, etc., later κέχρισμαι LXX 2 Ki. 5.17: plpf. ἐκέχριστο f. l. in X.Cyr.7.1.2; 3pl. ἐκέχριντο Callix.2. [Even in pres. and impf. ι is long, Od.21.179 (ἐπι-χρῑοντες), Il.23.186, S.Tr.675, etc.; χρῐει only in late Poets, as AP6.275 (Noss.): in fut. and all other tenses ῑ without exception, whence the proper accent. is χρῖσαι, κεχρῖσθαι, χρῖσμα, etc.:—touch the surface of a body slightly, especially of the human body, graze, hence, I rub, anoint with scented unguents or oil, as was done after bathing, freq. in Hom., λόεον καὶ χρῖον ἐλαίῳ Od.4.252; ἔχρισεν λίπ' ἐλαίῳ 3.466; λοέσσαι τε χρῖσαί τε 19.320; of a dead body, χρῖεν ἐλαίῳ Il.23.186; anoint a suppliant, Berl.Sitzb.1927.170 (Cyrene); πέπλον χ. rub or infect with poison, S.Tr.675, cf. 689,832 (lyr.): metaph., ἱμέρῳ χρίσασ' οἰστόν E.Med.634 (lyr.); οὐ μέλανι, ἀλλὰ θανάτῳ χ. τὸν κάλαμον Plu.2.841e:—Med., anoint oneself, Od.6.96; κάλλεϊ ἀμβροσίῳ οἵῳ . . Κυθέρεια χρίεται 18.194, cf. Hes.Op.523; ἐλαίῳ Gal.6.417; ἐκ φαρμάκου Luc. Asin.13: c. acc. rei, ἰοὺς χρίεσθαι anoint (i. e. poison) one's arrows, Od.1.262:—Pass., χρίεσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου Hdt.3.124; βακκάριδι κεχριμένος Magnes l. c.; συκαμίνῳ τὰς γνάθους κεχριμέναι Eub.98.3: metaph., Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχριμένου Ar.Fr.581. 2 in LXX, anoint in token of consecration, χ. τινὰ εἰς βασιλέα 4 Ki.9.3; εἰς ἄρχοντα 1 Ki.10.1; εἰς προφήτην 3 Ki.19.16; also χ. τινὰ τοῦ βασιλεύειν Jd.9.15: c. dupl. acc., χ. τινὰ ἔλαιον Ep.Heb.1.9. II wash with colour, coat, αἰγέαι κεχριμέναι ἐρευθεδάνῳ Hdt.4.189; πίσσῃ ib.195, cf. Inscr.Délos442A188 (ii B. C.); ἀσφάλτῳ X.Cyr.7.5.22 (Pass.); στοάν Supp.Epigr.4.268 (Panamara, ii A. D.):—Med., τὸ σῶμα μίλτῳ χρίονται smear their bodies, Hdt.4.191. III wound on the surface, puncture, prick, sting, of the gadfly in A.Pr.566,597, 880 (all lyr.):—Pass., ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖσ' ib.675.
German (Pape)
[Seite 1377] eigtl. die Oberfläche eines Körpers, bes. des menschlichen Leibes, leicht berühren, darüber hinstreichen; dah. – a) mit wohlriechender Salbe, mit Salböl bestreichen u. einreiben, salben, welches von den ältesten Zeiten an gleich nach dem Bade zu geschehen pflegte; oft bei Hom.: χρῖεν ἐλαίῳ Il. 23, 186; ὅτε δή μιν ἐγὼ λόεον καὶ χρῖον ἐλαίῳ Od. 4, 252, wie ἐπεὶ λοῦσέν τε καὶ ἔχρισεν λίπ' ἐλαίῳ 3, 466 u. öfter; λοέσσαι τε χρῖσαί τε 19, 320; u. med., ἀμβροσίῳ, οἵῳ Κυθέρεια χρίεται 18, 194, sich salben, wie χρισάμενοι 6, 96; Hes. O. 524; χρίεσθαι ἰούς, sich, zu eigenem Gebrauche seine Pfeile salben, mit Gift bestreichen, Od. 1, 262; Soph. Tr. 672. 686; ἱμέρῳ χρίσασα τόξα Eur. Med. 635, vgl. 789; μύρῳ Luc. merc. cond. 28. – b) mit Farbe überstreichen, anstreichen, färben, schminken, tünchen; κεχριμένος ἐρευθεδάνῳ Her. 4, 189, πίσσῃ 195; χρίεσθαι τὰ σώματα μίλτῳ 191; ὅπλα ἐκέχριστο χρυσοειδεῖ χρώματι Xen. Cyr. 7, 1,2. – Auch = die Haut leicht verletzen, ritzen, streifen, in welcher Bdtg ι im aor. u. den übrigen tempp. außer praes. u. impf. kurz ist; χρίει τις αὖ με τάλαιναν οἶστρος Aesch. Prom. 566, vgl. 600. 882; ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖσα 678; Phryn. in B. A. 46.
Greek (Liddell-Scott)
χρίω: Ἐπικ. παρατ. χρῖον, ἴδε κατωτ.˙ -μέλλ. χρίσω Εὐρ. Μήδ. 789. - ἀόρ. ἔχρῑσα, Ἐπικ. χρῖσα Ἰλ. Π. 680, Ὀδ. Δ. 49˙ - πρκμ. κέχρῑκα Ἑβδ. (Α΄ Βασ. Γ, 1, κ. ἀλλ.)˙ - Μέσ. μέλλ. χρίσομαι Ὀδ. Ζ. 220˙ - ἀόρ. μετοχ. χρῑσάμενος Ζ. 96, Ἠσ., κλπ.- Παθ., μέλλ. χρισθήσομαι Ἑβδ. - ἀόρ. ἐχρίσθην Αἰσχύλ. Πρ. 675, Ἀχαι. Τραγ. Ἀποσπ. 10˙ - πρκμ. κέχρισμαι ἢ (παρὰ τοῖς παλαιοτέροις) κέχρῑμαι Ἡρόδ. 4. 189, 195, καὶ Ἀττ., ἴδε κατωτ. ὑπερσ. ἐκέχριστο ἢ -ι το Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 1, 2. [Τὸ ι εἶναι μακρὸν ἔτι καὶ ἐν τῷ ἐνεστ., ἴδε Ὀδ. Φ. 179, Ἰλ. Ψ. 186, Σοφ. Τρ. 675, κλπ.˙ χρῐει μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, οἷον Ἀνθ. Π. 6. 275˙ ἐν τῷ μέλλ. καὶ τοῖς λοιποῖς χρόνοις ῑ ἄνευ ἐξαιρέσεως, ὅθεν ὁ προσήκων τονισμὸς εἶναι χρῖσαι, κεχρῖσθαι, χρῖσμα, κλπ. Ἡ παρατήρησις τοῦ Buttm. ὅτι τὸ ι εἶναι βραχὺ ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙΙ δὲν δύναται νὰ δικαιολογηθῇ]. Ἐκ τῆς √ΧΡΙ παράγεται καὶ τὸ χρίμπτω˙ Σανσκρ. ghri, ghartum, (conspergo), ghrish, gharsh-ami · Λατ. fri-o, fri-co, πρβλ. καὶ χράω Α.) Ἐγγίζω, ψαύω τὴν ἐπιφάνειαν σώματός τινος, ἐλαφρῶς, μάλιστα δὲ τὸ ἀνθρώπινον σῶμα, ἐπιψαύω, ὅθεν, 1) ἐπιτρίβω, ἐπαλείφω δι’ εὐώδους μύρου ἢ ἐλαίου, ὡς ἐγίνετο μετὰ τὸ λουτρὸν, συχν. παρ’ Ὁμ., λόεον καὶ χρῖον ἐλαίῳ Ὀδ. Δ. 252˙ ἔχρισεν λίπ’ ὅ ἐλαίῳ Ἰλ. Ψ. 186˙ ᾧ γὰρ τὸν ἐνδυτῆρα πέπλον ἀρτίως ἔχριον… τοῦτ’ ἠφάνισται, τοῦτο ἐξηφανίσθη, Σοφ. Τρ. 675, πρβλ. 689, 832˙ μεταφορ., ἱμέρῳ χρίσασ’ οἰστὸν Εὐρ. Μήδ. 634˙ - Μέσ., ἀλείφω ἐμαυτόν, ἀλείφομαι, Ὀδ. Ζ. 96˙ κἀλλεῖ ἀμβροσίῳ οἵῳ Κυθέρεια χρίεται Σ. 193, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 521˙ ἐκ φαρμάκου Λουκ. Λούκιος ἢ Ὄκ. 13˙ μετ’ αἰτ. πράγμ., χρίεσθαι ἰούς, ἀλείφειν διὰ δηλητηρίου τὰ βέλη Ὀδ. Α. 262. - Παθ., χρίεσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου Ἡρόδ. 3. 124˙ βακκάριδι κεχριμένος Μάγνης ἐν «Λυδοῖς» 1˙ συκαμίνῳ τὰς γνάθους κεχριμέναι Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλεσιν»1˙ μεταφορ., Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχριμένου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 231. 2) παρὰ τοῖς Ἑβδ., χρίω διὰ τοῦ ἱεροῦ χρίσματος εἰς ἔνδειξιν καθιερώσεως, π.χ. χρ. τινά εἰς βασιλέα Α΄ Βασιλ. Θ΄, 3˙ εἰς ἄρχοντα Α΄ Βασιλ. Ι΄, 1˙ εἰς προφήτην Γ΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 16· ὡσαύτως, χρ. τινὰ τοῦ βασιλεύειν Κριτ. Θ΄, 15˙ μετὰ διπλ. αἰτ., ἔλαιον χρ. τινὰ Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. α΄, 9. ΙΙ. ἐπιχρίω, ἀλείφω, κεχριμένος ἐρευθεδάνῳ Ἡρόδ. 4. 189· πίσσῃ αὐτόθι 195˙ ἀσφάλτῳ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 5, 22˙ - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, χρίεσθαι τὰ σώματα μίλτῳ, ἀλείφεσθαι διὰ μίλτου, κοκκίνου χρώματος, αὐτόθι 191. ΙΙΙ. νύττω, κεντῶ, κεντρίζω, χρίει τις αὖ με τὴν τάλαιναν οἶστρος Αἰσχύλ. Πρ. 567 χρίουσα μέτροισι 598˙ οἴστρου δ’ ἄρδις χρίει μ’ ἄπυρος 880.- Παθ., ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖσ’ αὐτόθι 675˙ πρβλ. ἐγχρίω ΙΙΙ. - Ἴδε Cabet ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου τόμ. Α΄, σ. 471.
French (Bailly abrégé)
pf. κέχρικα;
Pass. f. χρισθήσομαι, ao. ἐχρίσθην, pf. κέχριμαι, postér. κέχρισμαι;
toucher légèrement, effleurer, d’où
1 écorcher légèrement, piquer : μύωπι ESCHL avec l’aiguillon ; fig. en parl. de la maladie;
2 frotter ; oindre, enduire : χρ. ἐλαίῳ OD oindre d’huile ; oindre d’ambroisie, d’un parfum, d’un onguent ; avec l’acc. de l’objet qu’on enduit : πέπλον χρ. SOPH enduire une tunique (de poison) ; χρ. ὅπλα χρώματι XÉN enduire des armes d’une couleur;
Moy. χρίομαι (ao. ἐχρισάμην);
1 intr. se graisser : ἐλαίῳ OD d’huile;
2 tr. oindre, enduire : ἰούς OD enduire ses flèches de poison ; τὰ σώματα μίλτῳ HDT enduire leur corps de vermillon.
Étymologie: R. Χρι, frotter ; cf. lat. frio, frico ; cf. χρίμπτω.
English (Autenrieth)
ipf. χρῖον, aor. ἔχρῖσα, χρῖσε, mid. fut. χρίσομαι: smear with oil, anoint; mid., oneself, or something of one's own, ἰοὺς φαρμάκῳ, Od. 1.262.
English (Slater)
χρῑω
1 rub on ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν δῶκε χρίεσθαι (P. 4.222)
Spanish
English (Strong)
probably akin to χράομαι through the idea of contact; to smear or rub with oil, i.e. (by implication) to consecrate to an office or religious service: anoint.
English (Thayer)
1st aorist ἀχρισα; (akin to χείρ (?), see Curtius, § 201), χραίνω; properly, 'to touch with the hand', 'to besmear'); from Homer down; the Sept. for מָשַׁח; to anoint (on the persons who received anointing among the Hebrews, see χρῖσμα); in the N. T. only tropically, of God a. consecrating Jesus to the Messianic office, and furnishing him with powers necessary for its administration (see χρῖσμα): ἔλαιον, (like verbs of clothing, putting on, etc. (cf. Winer's Grammar, § 32,4a.; Buttmann, § 131,6)), Theophilus ad Autol. 1,12we find χρίεσθαι ἔλαιον Θεοῦ and χρίεσθαι φωτί καί πνεύματι almost in the same sentence); πνεύματι ἁγίῳ καί δυνάμει, χρίειν used absolutely, ἐγχρίω, ἐπιχρίω. Synonym: see ἀλείφω, at the end)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και χρίζω Ν
1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω
2. εκκλ. (για ιερέα) αλείφω τον νεοφώτιστο με άγιο μύρο αμέσως μετά την τέλεση του μυστηρίου του βαπτίσματος
3. (για ιεράρχη) αναγορεύω ηγεμόνα, αλείφοντάς τον με μύρο, κατά την τελετή της στέψης (α. «ο πάπας Πίος Ζ' έχρισε αυτοκράτορα τον Ναπολέοντα» β. «χρίσεις αὐτὸν εἰς ἄρχοντα ἐπὶ τὸν λαὸν μου», ΠΔ)
4. καλύπτω με ασβεστοκονίαμα, σοβαντίζω
νεοελλ.
1. αλείφω με ασβέστη, ασπρίζω («το καλοκαίρι θα χρίσουμε τη μάντρα της αυλής»)
2. παθ. χρίομαι
λερώνομαι
3. μτφ. δίνω το χρίσμα, ανακηρύσσω, αναγνωρίζω επίσημα, αναγορεύω (α. «τον έχρισαν αρχηγό» β. «θα χριστεί υποψήφιος του κόμματος για τις επόμενες προεδρικές εκλογές»)
αρχ.
1. (κυρίως σχετικά με το ανθρώπινο σώμα) αγγίζω ελαφρά
2. (για έντομο) τσιμπώ, κεντώ, τρυπώ ελαφρά την επιδερμίδα
3. μέσ. α) αλείφομαι
β) (με αιτ. πράγματος) αλείφω κάτι προτού το χρησιμοποιήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. χρῑω (< χρισ-ω ή χρῑσ-jω) πρέπει να έχει προέλθει από ένα θ. χρῑσ- (πρβλ. χρῖσμα, χριστός) με δυσερμήνευτο χαρακτήρα -σ-, του οποίου, όμως, η αρχαιότητα δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί (πρβλ. και πρίω), αφού και το μυκην. kirita= χριστά δεν εμφανίζει -σ-, ενώ ο αμφβλ. τ. kirisewe, πιθ. ονομ. επαγγέλματος, ίσως να μην ανήκει σε αυτήν τηv οικογένεια. Το ρ. χρίω φαίνεται ότι συνδέεται με τα χραύω (πρβλ. και τα ζεύγη χνίω: χναύω, ψίω: ψαύω) και χραίνω. Κατά μία άποψη, που ωστόσο παραμένει ανεπιβεβαίωτη, οι τ. ανάγονται σε μια γενική μορφή ρίζας gher- «τρίβω με δύναμη» (βλ. και λ. χραύω). Εξάλλου, οι συνδέσεις με τα ομόρριζα λιθουαν. gr(i)eju, griẽti «βγάζω το λίπος από το γάλα, διώχνω, κυνηγώ» και τους γερμ. τ. grĩma «μάσκα, κράνος, φάντασμα» και grēme «βρόμα» προσκρούουν σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τέλος, δεν θεωρείται ικανοποιητική η σύνδεση του ρ. χρίω με τους δυσερμήνευτους νεοφρυγ. τ. μτχ. γεγρειμεναν και γεγρειμενον].
Greek Monotonic
χρίω: [ῑ], Επικ. παρατ. χρῖον· μέλ. χρίσω, αόρ. αʹ ἔχρῑσα, Επικ. χρῖσα — Παθ., αόρ. αʹ ἐχρίσθην, παρακ. κέχρισμαι ή κέχρῑμαι· γʹ ενικ. υπερσ. ἐκέχριστο ή -ῑτο·
I. αγγίζω την επιφάνεια, τρίβω ή αλείφω με ευώδες μύρο, σε Όμηρ.· λόεον καὶ χρῖον ἐλαίῳ, σε Ομήρ. Οδ.· πέπλον χρίω, μολύνω με δηλητήριο, σε Σοφ.· μεταφ., ἱμέρῳ χρίσασ' οἰστόν, σε Ευρ. — Μέσ., αλείφομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· με αιτ. πράγμ., χρίεσθαι ἰούς, αλείφω (δηλ. με δηλητήριο) τα βέλη μου, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., χρίεσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, λέγεται για νεκρό σώμα που αφέθηκε εκτεθειμένο στον ήλιο, σε Ηρόδ.
II. αλείφω με χρώμα — Παθ., χρωματίζομαι, στον ίδ. — Μέσ., χρίεσθαι τὰ σώματα, αλείφουν τα σώματά τους, σε Ξεν.
III. τραυματίζω, κεντρίζω, τρυπώ, σε Αισχύλ. — Παθ., ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖσ', στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
χρίω: (ῑ; pf. pass. κέχρισμαι и κέχρῑμαι)
1) умащивать, смазывать, натирать (ἐλαίῳ Hom.; μέλιτι Soph.; μύρῳ Luc., Plut.): κεχριμένος πίσσῃ Her. вымазанный смолой;
2) намазывать краской, окрашивать (ἐρευθεδάνῳ Her.; ὅπλα χρώματι Xen.; χρίεσθαι τὸ σῶμα μίλτῳ Her.);
3) колоть, жалить (ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖσα, sc. Ἰώ Aesch.): χ. τινὰ κέντροις Aesch. жалить кого-л.;
4) совершать обряд помазания (ἔλαιον χ. τινά NT).
Middle Liddell
I. to touch on the surface: to rub or anoint with scented unguents, Hom.; λόεον καὶ χρῖον ἐλαίωι Od.; πέπλον χρ. to infect with poison, Soph.; metaph., ἱμέρωι χρίσασ' οἰστόν Eur.:—Mid. to anoint oneself, Od., Hes.: c. acc. rei, χρίεσθαι ἰούς to anoint (i. e. poison) one's arrows, Od.:—Pass., χρίεσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, of a dead body left exposed to the sun, Hdt.
II. to rub over with colour: Pass. to be coloured, Hdt.:—Mid., χρίεσθαι τὰ σώματα to smear their bodies, Xen.
III. to wound on the surface, prick, sting, Aesch.:—Pass., ὀξυστόμωι μύωπι χρισθεῖσ' Xen.
Frisk Etymology German
χρίω: (-ι-, sp. auch -ι-), -ομαι,
{khríō}
Forms: Aor. χρῖσαι, -σασθαι (seit Il.), -σθῆναι (A. u.a.), Fut. χρίσω (E. u.a.), -σομαι (Od. u.a.), -σθήσομαι (LXX), Perf. κέχριμαι (Hdt.), -ισμαι (LXX), κέχρικα (LXX),
Grammar: v.
Meaning: ‘streifen, (be)streichen, (be)schmieren, einreihen, salben, tünchen’.
Composita: oft m. Präfix, z.B. ἐπι-, ἐν-, κατα-, ὑπο-,
Derivative: Davon 1. χρῖσις (ἔγ-, κατά- u.a.) f. das Bestreichen, Beschmieren, Salben, Tünchen (Hp., Arist., hell. u. sp.) mit χρίσιμος (Sch., Arbenz 96). 2. χρῖμα (A., X., Kall. u.a.), gewöhnlicher χρῖσμα, später χρίσμα (wie κλίμα, θέμα u.a.; ἐπί-, περί- u.a.) n. Salbung, Salbe, Tünche. 3. δια-, συγχρισμός m. das Salben, Salbe (Mediz.). 4. χρῖσται m. pl. H. s. κονιαταί. 5. χριστήριον n. Öl, Ölflasche (Suid.). 6. χριστός (ἐπί-, κατά- u.a.) zum Bestreichen, zum Salben geeignet (A. Pr. 480, E. u.a.), gesalbt, m. Gesalbter (LXX), Messias, Christus (NT).
Etymology: Die regelmäßig ausgebaute Flexion von χρίω ist offenbar eine späte Schöpfung, aber nach aller Wahrscheinlichkeit auf idg. Grundlage, obwohl eine genaue oder überzeugende außergriech. Anknüpfung fehlt. Nach allgemeiner Annahme seit Fick 1, 418 zu lit. gr(i)ejù, griẽti Sahne von der Milch schöpfen, auch jagen, treiben, scheuchen; zur selben Wurzel sollen ferner aus dem Germ. ags. grīma m. Maske, Helm, Gespenst, mnd. grēme f. Schmutz u.a.m., mit anderen Erweiterungen noch χραύω, χραίνω, sogar χόνδρος und χέραδος gehören, s. dd. und WP. 1, 646f., Pok. 457 m. weiteren Hypothesen u. reicher Lit. Verlockend ist der Vergleich mit dem phryg. Ptz. gegreimenan, -os etwa bemalt, verziert, geschrieben, γεγραμμένος (Haas Sprache 6, 19 ff.). — Aus χρίσμα lat. chrĭ́sma (Eccl.) mit frz. crème usw.; aus Χριστός lat. Chrīstus mit Chrīstiānus, woraus durch Rückentlehnung Χριστιανός.
Page 2,1120
Chinese
原文音譯:cr⋯w 赫里哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:膏 相當於: (σύνδεσμος)
字義溯源:(用油)塗抹*,用油揉摩,任命,膏;或源自(χράομαι)=對待*,供應)。參讀 (ἀλείφω)同義字
同源字:1) (ἀντίχριστος)敵基督 2) (ἐγχρίω)敷膏 3) (ἐπιχρίω)塗上 4) (χρῖσμα)軟膏 5) (Χριστιανός)基督徒 6) (Χριστός)基督,受膏者 7) (χρίω)塗抹 8) (ψευδόχριστος)假基督
出現次數:總共(5);路(1);徒(2);林後(1);來(1)
譯字彙編:
1) 膏⋯的(1) 林後1:21;
2) 你⋯膏(1) 徒4:27;
3) 膏(1) 來1:9;
4) 膏了(1) 徒10:38;
5) 他膏(1) 路4:18