ὑπάρχω

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπάρχω Medium diacritics: ὑπάρχω Low diacritics: υπάρχω Capitals: ΥΠΑΡΧΩ
Transliteration A: hypárchō Transliteration B: hyparchō Transliteration C: yparcho Beta Code: u(pa/rxw

English (LSJ)

fut.

   A -ξω Hdt.6.109, S.Ant.932 (anap.): aor. ὑπῆρξα (v. infr. 1):—Pass., fut. ὑπαρχθήσομαι PTeb.418.7 (iii A. D.): pf. ὕπηργμαι, Ion. -αργμαι Hdt.7.11:—begin, take the initiative:—Constr.:    1 abs., Od.24.286, E.Ph.1223; ὑπάρχων ἠδίκεις αὐτούς Isoc.16.44; ὁ ὑπάρξας the beginner (in a quarrel), D.59.15, cf. 1; ἀμύνεσθαι τοὺς ὑπάρξαντας Lys.24.18; ἀμυνομένους, μὴ ὑπάρχοντας Pl.Grg.456e; ὡς οὐχ ὑπάρχων ἀλλὰ τιμωρούμενος Men.358:—Med., Pl.Ti.41c, Ael. NA12.41, etc.    2 c. gen., take the initiative in, begin, ἀδίκων ἔργων, ἀδικίης, Hdt.1.5, 4.1, cf. Th.2.74, etc.; ὑ. τῆς ἐλευθερίας τῇ Ἑλλάδι And.1.142, cf. Pl.Mx.237b.    3 c. part., take the initiative in doing, ἐμὲ ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες Hdt.7.8.β, cf. 6.133, 9.78; ὑπάρχει εὖ (or κακῶς) ποιῶν τινα X.An.2.3.23, 5.5.9; τοῖς αὐτοῖς ἀμύνεσθαι οἷσπερ καὶ οἱ Λκεδαιμόνιοι ὑπῆρξαν retaliating by the means which the L. had used first, Th.2.67 (where οἷσπερ is expld. by the following ἀποκτείναντες and ἐσβαλόντες).    b in Med. c. inf., Ael.NA14.11: c. gen., βαδίσεως -ονται ib.4.34; ἡλίου -ομένου τῆς ἀκμῆς ib.1.20.    4 c. acc., ὑ. εὐεργεσίας εἴς τινα or τινι take the initiative in [doing] kindnesses to one, D.19.280, Aeschin.2.26; ὑ. τοῦτο (sc. τὸ εὐνοεῖν) Men.927:—Pass., ὑπηρεσίαι ὑπηργμέναι εἰς Φίλιππον αὑτῷ Aeschin. 2.109; τὰ παρὰ τῶν θεῶν ὑπηργμένα D.1.10; τὰ ἔκ τινος ὑπαργμένα (Ion. for ὑπηργ-) Hdt.7.11; ὑπηργμένων πολλῶν κἀγαθῶν Ar. Lys.1159; οὐδέν μοι ὑπῆρκτο εἰς αὐτόν Antipho 5.58; ἀνάξια τῶν εἰς ὑμᾶς ὑπηργμένων Lys.21.25; ἄξιον τῶν ὑ. equivalent to what was done for him, Arist.EN1163b21: impers., ὑπῆρκτο αὐτοῦ (sc. τοῦ Πειραιέως) a beginning of it had been made, Th.1.93.    B in Act. only, to be the begining, παιδοβόροι μὲν πρῶτον ὑπῆρξαν μόχθοι τάλανες A.Ch.1068 (anap.); πολλῶν κακῶν, μεγάλων ἀχέων, E.Ph.1582 (v. l.), Andr.274 (lyr.), cf. HF1169.    2 to be already in existence, πημονῆς δ' ἅλις γ' ὑπάρχει A.Ag.1656 (troch.); φοίνισσα δὲ Θρηϊκίων ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν was already there, Pi.P.4.205; αὗται αἱ νέες τοῖσι Ἀθηναίοισι ὑπῆρχον already existed, opp. to those they were about to build, Hdt.7.144; εἰ τοίνυν σφι χώρη γε μηδεμία ὑπῆρχε if they had no country originally existing, Id.2.15; χωρὶς δὲ τούτων οἱ χίλιοι ὑπῆρχον the original thousand existed, X.Cyr.1.5.5; ἔδει πρῶτον μὲν ὑπάρχειν πάντων ἰσηγορίαν Eup.291 (lyr.); ὑπαρχούσης μὲν τιμῆς, παρούσης δὲ δυνάμεως X.Ages.8.1; τοῦτο δεῖ προσεῖναι, τὰ δ' ἄλλ' ὑπάρχει D.3.15, cf. 8.53; ταὐτὰ ὑ. αὐτῷ ἅπερ ἐμοί Antipho 5.60, cf. Lys.12.23; ὑμῖν . . ἐλευθερίαν τε ὑπάρχειν καὶ Λακεδαιμονίων ξυμμάχοις κεκλῆσθαι there is in store for you... Th.5.9: c. gen., οἶκος δ' ὑ. τῶνδε . . ἔχειν there is store of these things for us to have, A.Ag.961 (s. v. l., οἴκοις Pors.): freq. in part., ἡ ὑπάρχουσα οὐσία the existing property, Isoc.1.28; τὰ ὑ. ἁμαρτήματα Th.2.92; τῆς ὑ. τιμῆς for the current price, Syngr. ap. D.35.12; οἱ ὑ. πολῖται the existing citizens, Id.18.295; τῆς φύσεως ὑ. nature being what it is, X.Cyr.6.4.4; also κρησφύγετόν τι ὑπάρχον εἶναι that there should be a refuge ready prepared, Hdt.5.124.    3 exist really, opp. φαίνομαι, Arist.Cael.297b22, Metaph. 1046b10; ἀθεώρητοι τῶν ὑπαρχόντων Id.GC316a9; καταληπτικὴ φαντασία ἡ ἀπὸ τοῦ ὑπάρχοντος Stoic.2.25.    4 simply, be, τοῖσιν ἄγουσιν κλαύμαθ' ὑπάρξει S.Ant.932 (anap.); ὅθεν εὐμάρει' ὑπάρχοι πόρου Id.Ph.704 (lyr.): and with a predicate, θησαυρὸς ἄν σοι παῖς ὑπῆρχ' οὑμός E.Hec.1229; τὸ χωρίον καρτερὸν ὑ. Th.4.4; φύσεως ἀγαθῆς ὑπάρξαι to be of a good natural disposition, X.Oec.21.11; κἂν σοφὸς ὑπάρχῃ Philem.102; μέγα ὑ. τοῖς τοιούτοις λόγοις ις of great advantage to them, D.3.19; πολλῶν ὑπάρξει κῦρος ἡμέρα καλῶν, = κυρώσει πολλὰ καλά, S.El.919.    b τὰ ὑπάρχοντα, much like τὰ ὑπηργμένα (A. 4 Pass.), a man's record, ἀνάξιον τῶν ὑ. τῇ πόλει καὶ πεπραγμένων τοῖς προγόνοις D.8.49; τὰ κάλλιστα τῶν ὑ. your past record, Id.18.95; ἡ ὑπάρχουσα αἰσχύνη the disgrace which has been incurred, Id.19.217; τὰ ὑπάρχοντα [αὑτῷ] ἐγκλήματα Aeschin.1.179.    5 sts. with a part., much like [[τυγχάνω, τοιαῦτα [αὐτῷ] ὑπῆρχε ἐὀντα]] Hdt.1.192; ἐχθρὸς ὑ. ὤν D.21.38; ὑ. δύναμιν κεκτημένοι Id.3.7, cf. 15.1.    6 προγόνων ὑ. τῶν ἐξ Ἰλίου to be the descendant of... D.H.2.65.    II like ὑπόκειμαι 11.2, to be laid down, to be taken for granted, Pl.Smp. 198d; τούτου ὑπάρχοντος, τούτων ὑπαρχόντων, this being granted, Id.Ti.30c, 29b; θέντες ὡς ὑπάρχον Id.R.458a.    III belong to, fall to one, accrue, ὑπάρξει τοι . . τὰ ἐναντία you will have, Hdt.6.109, etc.; τὸ μισεῖσθαι πᾶσιν ὑ. Th.2.64; τὴν ὑπάρχουσαν ἀπ' ἀλλήλων ἀμφοτέροις [σωτηρίαν] Id.6.86; ἡ ὑπάρχουσα φύσις your proper nature, its normal condition, Id.2.45; τῇ τέχνῃ ὑπάρχειν διδούς assigning as a property of art, Pl.Phlb.58c, cf. Tht.150b, 150c.    2 of persons, ὑ. τινί to be devoted to one, X.An.1.1.4, HG7.5.5, D.19.54, etc.; καθ' ὑμῶν ὑπάρξων ἐκείνῳ he will be on his side against you, ib.118, cf. 2.14.    b ἐν παντὶ . . πᾶς χωρίῳ, καὶ ᾧ μὴ ὑπάρχομεν every one in every place, even outside our sphere of influence (lit. to which we do not belong), Th.6.87.    3 in the Logic of Arist. ὑπάρχειν denotes the subsistence of qualities in a subject, Metaph.1025a14; ὑ. τινί, = κατηγορεῖσθαί τινος, APr.25a13, al.; ὑ. κατά τινος ib.24a27, Int.16b13; ἐπί τινος ib.16a32; ὑ. τινὶ ζῴῳ πεζῷ δίποδι εἶναι Top.109a14; ὑπάρξει τι [τῷ πρώτῳ] it will have predicates, Plot.5.6.2; ἡ γένεσις τῷ χρόνῳ . . ὑπάρχει Dam.Pr.142.    IV freq. in neut. pl. part., τὰ ὑπάρχοντα,    1 in signf. 1, existing circumstances, present advantages, Democr. 191, D.2.2; ἀπὸ τῶν αἰεὶ ὑ. σφαλέντες Th.4.18, cf. 6.33; πρὸς τὰ ὑ. ib.31; ἐκ τῶν ὑ. under the circumstances, according to one's means, X. An.6.4.9, Arist.Pol.1288b33; ὡς ἐκ τῶν ὑ. Th.7.76, 8.1.    2 in signf. 111, possessions, resources, Id.1.70,144, etc.; τὰ ἑκατέροις ὑ. ib.141; κινδυνεύειν περὶ τῶν ὑ. Isoc.3.57: as a Subst., τὰ ὑ. αὐτοῦ Ev.Matt. 24.47, cf. LXXGe.12.5; ὑποθέμενος τὰ ὑ. καὶ ὑπάρξοντα present and future resources, POxy.125.22 (vi A.D.), etc.    3 Math., ὑπάρχοντα εἴδη positive terms, Dioph.1Def.10.    V impers., ὑπάρχει the fact is that... c. acc. et inf., ὑ. γάρ σε μὴ γνῶναί τινα S.El.1340; ὡς ὑ. τοῦ ἔχειν . . as the case stands with regard to having, Arist.HA516b25; περὶ τοὺς μαστοὺς ὑπεναντίως ὑ. ib.500a14.    2 it is allowed, it is possible, c. dat. et inf., ὑ. ἡμῖν ἐπικρατεῖν Th.7.63, cf. And.2.19, etc.; ὑ. αὐτῇ εὐδαίμονι εἶναι Pl.Phd.81a, cf. Prt.345a, Phdr.240b, etc.: also without a dat., οὐχ ὑ. εἰδέναι Th.1.82; ὑ. τὴν αὐτὴν εἶναι μητέρα Is.7.25, etc.: abs., ὥσπερ ὑπῆρχε as well as was possible, Th.3.109.    3 in neut. part., ὑπάρχον ὑμῖν πολεμεῖν since it is allowed you to... Th. 1.124, cf. Pl.Smp.217a.    C to be ὕπαρχος or subordinate colleague, D.C.36.36; τῷ . . Ἀντωνίνῳ Id.71.34.    II dub. in the sense of ἄρχω, rule; for Th.6.87, where the Sch. is in error, v. supr. B.111.2b; in Arist.Pol.1291b32 ὑπερέχειν is prob. l.

German (Pape)

[Seite 1183] 1) anfangen, beginnen, ὅστις ὑπάρξῃ Od. 24, 286; gew. τινός, den Anfang womit machen, den Anlaß wozu geben, ἀδίκων ἔργων, ἀδικίης, Her. 1, 5. 4, 1. 7, 9; κακῶν, Eur. Phoen. 1576 Andr. 273 Herc. fur. 1169; ὑπῆρξαν τῆς ἐλευθερίας τῇ Ἑλλάδι Andoc. 142; τῆς ἔχθρας Dem. 59, 1; βίας Plut. Thes. 33; c. accus., εὐεργεσίας τινί Aesch. 2, 26; εἴς τινα, Dem. 19, 280; auch ohne Zusatz, Streit, Händel anfangen, οὐδέν μοι ὑπῆρκτο εἰς αὐτόν Antiph. 5, 58; οὐκ ὑπάρχων, ἀλλὰ τιμωρούμενος Dem. 59, 1; ἀμύνεσθαι καὶ μὴ προτέρους ὑπάρχειν Isocr. 9, 28; – c. partic., ἐμὲ ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες, sie thaten mir zuerst Unrecht, Her. 7, 8, 2; ὑπάρχει ἀτάσθαλα ποιέων ἐς τοὺς Ἕλληνας 9, 78; ὑπάρχει εὖ od. κακῶς ποιῶν τινα, er thut Einem zuerst Gutes, fügt Einem zuerst Schaden zu, Xen. An. 2, 3, 23. 5, 5, 9; μήτε ὑπάρχων, μήτε ἀμυνόμενος Plat. Legg. IX, 879 d; eben so Gorg. 456 e; – auch umgekehrt, ὑπάρχων ἠδίκεις αὐτόν, Isocr. 16, 44 u. A. – Bei Sp. auch med., ὑπαρχομένου τοῦ ἦρος, im Beginne des Frühlings, Ael., wie auch Plat. σπείρας καὶ ὑπαρξάμενος ἐγὼ παραδώσω vrbdt, Tim. 41 c. – Pass., τὰ ἔκ τινος ὑπαργμένα (ion. = ὑπηργμένα), das von Einem Angefangene, Her. 7, 11; ἀμνηστία τῶν ὑπηργμένων Strab. 2, 7, 1; s. auch 2 a. – 2) intrans., vorhanden, dasein, zu Jemandes Dienst oder Gebrauch bereit sein; Pind. ἀγέλα ὑπᾶρχεν P. 4, 205; πημονῆς δ' ἅλις γ' ὑπάρχει Aesch. Ag. 1641; Ch. 1064; Soph. Phil. 697; τοῖσιν ἄγουσιν κλαύμαθ' ὑπάρξει Ant. 923; θησαυρὸς ἄν σοι παῖς ὑπῆρχ' οὑμὸς μέγας Eur. Hec. 1229; u. in Prosa: τὸ πλέον τοῦ χωρίου αὐτὸ καρτερὸν ὑπῆρχε καὶ οὐδὲν ἔδει τείχους Thuc. 4, 4; ὑπῆρχε ἄρχουσι θεραπεύεσθαι ὑπὸ τῶν ἀρχομένων Xen. Cyr. 3, 1, 20; ἅτε καὶ τῆς φύσεως ὑπαρχούσης 6, 44, 4; δεσμὸς ὑπαρχέτω πᾶσι Plat. Legg. X, 908 a, u. öfter; οἱ ὑπάρχοντες im Gegensatz von οἱ προγενόμενοι Pol. 10, 17, 12; Dem. 3, 15 setzt gegenüber τοῦτ' οὖν δεῖ προσεῖναι, τὰ δ' ἄλλα ὑπάρχει. – Bes. al Einem günstig, gewogen sein, ihm wohlwollen; Xen. An. 1, 1, 4, vgl. Hell. 7, 5, 5; Dem. 18, 174. 19, 118; auch von Sachen, Einem zu Gute kommen, zu Theil werden, ἡ σωτηρία τοῖς Ἕλλησιν ἐκ θαλάττης ὑπῆρξε Plut. Them. 4; Dem. 1, 10 braucht so auch das pass., τὰ παρὰ τῶν θεῶν ὑπηργμένα, wie sonst τὰ ὑπάρχοντα = καιρός, 2, 2; vgl. Ar. Lys. 1159. – b) Einem zu Gebote stehen, erlaubt, möglich sein; ὑπάρχει τόδ' ἐν τῇ σῇ χθονὶ εἰπεῖν Eur. Heracl. 182; ὑπάρχον εἶναι Her. 5, 124; ὑπάρχον absolut, wie ἐξόν, da die Möglichkeit od. Gelegenheit da war, ὡς ὑπάρχον μοι χαρισαμένῳ Σωκράτει πάντ' ἀκοῦσαι Plat. Conv. 217 a; vgl. τοὺς νεκροὺς διὰ τάχους ἔθαπτον, ὥςπερ ὑπῆρχε, wie es anging, Thuc. 3, 109. – c) zu Grunde liegen, die Grundlage bilden; τοῦτο ὑπαρκτέον, dieses muß zu Grunde gelegt werden, Plat. Rep. V, 467 c; τοῦτο ὑπάρχειν δεῖν Conv. 198 d; τούτων ὑπαρχόντων, wenn dieses so ist, Tim. 29 a u. öfter. – d) impers., ὑπάρχει μοι, mir steht zu Gebote, wird zu Theil, ich besitze, habe; oft bei Plat., ᾡ πρῶτον μὲν ὑπάρχει ἰατρῷ εἶναι, ἔπειτα ἀγαθῷ ἰατρῷ Prot. 345 a; οἷ ἀφικομένῃ αὐτῇ ὑπάρχει αὐτῇ εὐδαίμονι εἶναι Phaed. 81 a; τὰ ὑπάρχοντα, der Besitz, die Habe, das Vermögen, Xen. u. sonst oft; auch geistig, die natürlichen Anlagen des Menschen, Plat. u. A.; die Eigenschaften, M. Ant. – 3) = ὕπαρχός εἰμι, Unterfeldherr oder Statthalter sein, gebieten, befehligen, τινός, aber auch τινί, wie τῷ χωρίῳ Thuc. 6, 87.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάρχω: μέλλ. -ξω· ἀόρ. ὑπῆρξα. - Παθ., πρκμ. ὑπῆργμαι καὶ Ἰωνικ. ἐν τῇ δοτ. πληθυντ. τῆς μετοχ. ὑπαργμένοισι ἀντὶ ὑπηργμένοισι, Ἡρόδ. 7. 11. Ἄρχομαι, κάμνω ἀρχήν. - Συντακτικῶς τίθεται: 1) ἀπολ., Ὀδ. Ω. 286, Εὐρ. Φοίν. 1223· ὑπάρχων ἠδίκεις αὐτοὺς Ἰσοκρ. 356Α· τὸν ὑπάρξαντα, τὸν ἀρξάμενον (τῆς ἔριδος), Δημ. 1350. 4, πρβλ. 1345. 7· ἀμύνεσθαι τοὺς ὑπάρξαντας Λυσί. 169. 44· ἀμυνομένους, μὴ ὑπάρχοντας Πλάτ. Γοργ. 456Ε· ὡς οὐχ ὑπάρχων ἀλλὰ τιμωρούμενος Μένανδρ. ἐν «Ὀλυνθίᾳ» 2· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Τίμ. 41C, Αἰλ. π. Ζ. 12. 41, κλπ. 2) μετὰ γεν., ἀρχὴν ποιοῦμαι, ἀρχίζω, ἀδίκων ἔργων, ἀδικίης Ἡρόδ. 1. 5, 4. 1, πρβλ. Θουκ. 2. 74. κτλ.· πολλῶν κακῶν, μεγάλων ἀχέων Εὐρ. Φοίν. 1581, Ἀνδρ. 274, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 1169· ὑπ. τῆς ἐλευθερίας τῇ Ἑλλάδι Ἀνδοκ. 18. 34, πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 237Β - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὑπ. τῆς ἀκμῆς, τῆς βαδίσεως Αἰλ. π. Ζ. 1. 20., 4. 34. 3) μετὰ μετοχ., ἄρχομαι ποιεῖν τι, ἐμὲ ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες Ἡρόδ. 6. 133, πρβλ. 7. 8, 2., 9. 78· ὑπάρχει εὖ (ἢ κακῶς) ποιῶν τινα Ξενοφ. Ἀνάβ. 2. 3, 23., 5. 5, 9· δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν μετοχὴν ἐν Θουκ. 2. 67· τοῖς αὐτοῖς ἀμύνεσθαι οἵσπερ οἱ Λακεδαιμόνιοι ὑπῆρξαν (ἐξυπακ. ἀμυνόμενοι), πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 1068. β) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ μετ’ ἀπαρ., Αἰλ. π. Ζ. 14. 11. 4) μετ’ αἰτ., ὑπ. εὐεργεσίας εἴς τινα ἤ τινι, ἀρχίζω νὰ εὐεργετῶ τινα, Δημ. 431. 17, Αἰσχίν. 31, 31· ὑπ. τοῦτο (ἐξυπακ. τὸ παρακαλεῖν) Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 236. - Παθητ., ὑπηρεσίαι ὑπηργμέναι εἴς τινα Αἰσχίν. 42. 23· τὰ παρὰ τῶν θεῶν ὑπηργμένα Δημ. 12. 1· τὰ ἔκ τινος ὑπαργμένα (Ἰων. ἀντὶ ὑπηργ-) Ἡρόδ. 7. 11· ὑπηργμένων πολλῶν κἀγαθῶν Ἀριστοφ. Λυσ. 1169· οὐδέν μοι ὑπῆρκτο εἰς αὐτὸν Ἀντιφῶν 136. 13· ἀνάξια τῶν εἰς ὑμᾶς ὑπηργμένων Λυσί. 164. 7· ἄξιον τῶν ὑπ., ἰσούμενον πρὸς ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶχον πραχθῆ δι’ αὐτόν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14, 4· - ἀπροσ., ὑπῆρκτο αὐτοῦ, εἶχε γείνῃ ἀρχὴ αὐτοῦ, Θουκ. 1. 93. Β. ἐν τῷ ἐνεργ. μόνον, ἀρχίζω νὰ ὑπάρχω, ἀναφαίνομαι, παιδοβόροι μὲν πρῶτον μόχθοι Αἰσχύλ. Χο. 1068· ὅθεν εὐμάρει’ ὑπάρχοι πόρου Σοφ. Φιλ. 704, Δημ. 804. 22, Αἰσχίν. 25. 29. 2) ὡς καὶ νῦν, ὑπάρχω, αὗταί τε δὴ αἱ νῆες τοῖσι Ἀθηναίοισι προποιηθεῖσαι ὑπῆρχον, ἤδη ὑπῆρχον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἑτέρας, ἃς ἔμελλον νὰ προσναυπηγήσωσι, Ἡρόδ. 7. 144· εἰ τοίνυν σφι χώρη γε μηδεμία ὑπῆρχε, ἐὰν ἐξ ἀρχῆς δὲν εἶχον οὐδεμίαν χώραν, ὁ αὐτ. 2. 15· ἔδει πρῶτον μὲν ὑπάρχειν πάντων ἰσηγορίαν Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 3· ὑπαρχούσης μὲν τιμῆς, παρούσης δὲ δυνάμεως Ξενοφ. Ἀγησ. 8. 1· τοῦτο δεῖ προσεῖναι, τὰ δ’ ἄλλα ὑπάρχει Δημ. 32. 20, πρβλ. 103. 6· ταὐτὰ ὑπ. αὐτῷ ἅπερ ἐμοὶ Ἀντιφῶν 136. 22, πρβλ. Λυσί. 122. 13· ὑμῖν... ἐλευθερίαν τε ὑπάρχειν καὶ Λακεδαιμονίων ξυμμάχοις κεκλῆσθαι Θουκ. 5. 9· -μετὰ γεν., οἴκοις δ’ ὑπάρχει τῶνδε, εὑρίσκεται ἱκανὴ ποσότης τούτων ἐν τῷ οἴκῳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 961, πρβλ. Πινδ. Π. 4. 366, Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 1. 5, 5· - συχν. ἐν τῇ μετοχ., ἡ ὑπάρχουσα οὐσία, ἡ «εὑρισκομένη» περιουσία, Ἰσοκρ. 8Α· τὰ ὑπ. ἁμαρτήματα Θουκ. 2. 92· ἐξέστω... ἀποδόσθαι τῆς ὑπαρχούσης τιμῆς, εἰς τὴν τρέχουσαν τιμήν, Δημ. 926. 24· οἱ ὑπ. πολῖται, οἱ εὑρισκόμενοι πολῖται, ὁ αὐτ. 324. 6· τῆς φύσεως ὑπ., τῆς φύσεως οὔσης ὁποία εἶναι, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 4, 4· - ὡσαύτως, ὑπάρχον ἐστί τι Ἡρόδ. 5. 124. 3) ὄντως ὑπάρχω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φαίνομαι, Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 2. 14, 17, Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 2, 3· ἀθεώρητοι τῶν ὑπαρχόντων ὁ αὐτ. περὶ Γεν. κ. Φθορ. 1. 2, 10. 4) ἁπλῶς, εἶμαι, πημονῆς δ’ ἅλις γ’ ὑπάρχει Αἰσχύλ. Ἀγ. 1656· τοῖσιν ἄγουσιν κλαύμαθ’ ὑπάρξει Σοφοκλ. Ἀντ. 932· καὶ μετὰ κατηγορουμένου, θησαυρὸς ἄν σοι παῖς ὑπῆρχ’ οὑμὸς Εὐρ. Ἑκ. 1229· τὸ χωρίον καρτερὸν ὑπ. Θουκ. 4. 4· ἀλλὰ καὶ παιδείας δεῖν φημι τῷ ταῦτα μέλλοντι δυνήσεσθαι καὶ φύσεως ἀγαθῆς ὑπάρξαι Ξεν. Οἰκ. 21. 11· κἂν σοφὸς ὑπάρχῃ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 15· μέγα ὑπ. τινί τι, μεγάλως ὠφελεῖ τινα, Δημ. 33. 27· - πολλῶν ὑπάρξει κῦρος... καλῶν = κυρώσει πολλὰ καλὰ Σοφ. Ἠλ. 919. 5) ἐνίοτε μετὰ μετοχῆς, σχεδὸν ὡς τὸ τυγχάνω, τοιαῦτα [αὐτῷ] ὑπῆρχε ἐόντα Ἡρόδ. 1. 192· ὑπ. ἐχθρὸς ὢν Δημ. 526. 18 ὑπ. κεκτημένος ὁ αὐτ. 30. 15, πρβλ. 190, ἐν τέλ. 6) ὑπ. τινός, εἶμαι ἀπόγονός τινος, Διονύσ. Ἁλ. 2. 65. ΙΙ. ὡς τὸ ὑπόκειμαι ΙΙ. 2, ὑπόκειμαι ὡς βάσις, λαμβάνομαι ὡς δεδομένον, Πλάτ. Συμπ. 198D· τούτου ὑπάρχοντος, τούτων ὑπαρχόντων = quae cum ita sint, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 30C, 29· τιθέναι ὡς ὑπάρχον ὁ αὐτ. Πολ. 458Α. ΙΙΙ. ἀνήκω εἴς τινα, ὑπάρχει τινί τι, ἔχει τίς τι, Ἡρόδ. 6. 109, κλπ.· τὸ μιμεῖσθαι πᾶσιν ὑπ. Θουκ. 2. 64, πρβλ. 4. 18· τὴν ὑπάρχουσαν ἀπ’ ἀλλήλων ἀμφοτέροις [σωτηρίαν] ὁ αὐτ. 6. 86· τῇ τέχνῃ ὑπάρχειν διδούς, ἀπονέμων ὡς ἰδιότητα τῆς τέχνης, Πλάτ. Φίληβ. 58C, πρβλ. Θεαίτ. 150B, C. 2) ἐπὶ προσώπων, ὑπ. τινί, εἶμαι ἀφωσιωμένος εἴς τινα, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 4, Ἑλλ. 7. 5, 5, Δημ. 358. 7, κλπ.· καθ’ ὑμῶν ὑπάρξει ἐκείνῳ, θὰ εἶναι μετ’ ἐκείνου ἐναντίον ὑμῶν, Δημ. 377. 10, πρβλ. 22. 5. 3) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ. τὸ ὑπάρχειν σημαίνει τὴν ὕπαρξιν ἰδιοτήτων ἔν τινι ὑποκειμένῳ εἴτε φυσικῶν εἴτε τυχαίων, Μετὰ τὰ Φυσικ. 4. 30, 1· ὑπ. τινι = κατηγορεῖσθαί τινος αὐτόθι 1. 1, 3, περὶ Ἑρμην. 3, 2· ἐπί τινος αὐτόθι 2, 3· ὑπ’ τινὶ ζῴῳ δίποδι εἶναι Τοπικ. 2. 1, 3, κλπ. IV. συχν. ἐν τῷ οὐδ. πληθ. τῆς μετοχ., τὰ ὑπάρχοντα, 1) ἐν μέρει ἐπὶ τῆς σημασίας Ι, ὑπάρχουσαι περιστάσεις, ὑπάρχουσαι εὐκολίαι, Δημ. 18. 12· ἀπὸ τῶν ἀεὶ ὑπαρχόντων σφαλέντες Θουκ. 4. 18, πρβλ. 6. 33· πρὸς τὰ ὑπ. ὁ αὐτ. 6. 31· ἐκ τῶν ὑπ., κατὰ τὰς περιστάσεις, συμφώνως πρὸς τὰ μέσα τὰ ὁποῖα ἔχει τις, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 9, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 1, 4· ὡς ἐκ τῶν ὑπ. Θουκ. 7. 76., 8. 1. 2) ἐν μέρει ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙΙ, τὰ ἀνήκοντα εἴς τινα, τὰ κτήματα ἢ ἡ περιουσία τινός, αὐτόθι 1. 70, 144, κλπ.· τὰ ἑκατέροις ὑπ. ὁ αὐτ. 1. 141· περὶ τῶν ὑπ. κινδυνεύειν Ἰσοκρ. 38Ε· καὶ ὡς οὐσιαστ., τὰ ὑπ’ αὐτοῦ Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κδ΄, 47· πρβλ. ἀναρρίπτω ΙΙ. V. ἀπροσ. ὑπάρχει, τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι... μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὑπ. γάρ σε μὴ γνῶναί τινα Σοφ. Ἠλ. 1340 ὡς ὑπ. τοῦ ἔχειν... ὡς συμβαίνει τὸ πρᾶγμα ἐν σχέσει πρὸς τὸ ἔχειν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 12· περὶ τοὺς μαστοὺς ὑπεναντίως ὑπ. αὐτόθι 2. 1, 38. 2) ἐπιτρέπεται, εἶναι δυνατόν, μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., ὑπ. μοι εἶναι ἢ ποιεῖν τι Θουκ. 7. 63, Ἀνδοκ. 22. 13, κλπ.· ὑπ. αὐτῇ εὐδαίμονι εἶναι Πλάτ. Φαίδων 81Α, πρβλ. Πρωτ. 345Α, Φαῖδρ. 240Β, κλπ.· ὡσαύτως ἄνευ δοτ., οὐχ ὑπ’ εἰδέναι Θουκ. 1. 32, πρβλ. Ἰσαῖον 66. 3, κλπ.· - ἀπολ., ὥσπερ ὑπῆρχε, ὅσον ἦτο δυνατόν, Θουκ. 3. 109. 3) ἐν τῷ οὐδ. τῆς μετοχ. ὡς τὰ ἐξόν, παρόν, κτλ., ὑπάρχον ὑμῖν πολεμεῖν Θουκ. 1. 124, Πλάτ. Συμπ. 217Α. Γ. εἶμαι ὕπαρχος, ὑποδιοικητής, ὑποστράτηγος, Δίων Κ. 36. 19· τῷ... Ἀντωνίνῳ ὁ αὐτ. 71. 34. ΙΙ. λίαν ἀμφίβολ. ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἁπλοῦ ἄρχω, κυβερνῶ, διοικῶ· διότι ἐν Θουκ. 6. 87 ὁ Σχολιαστὴς πλημμελῶς ἑρμηνεύει, ἴδε Arnold. ἐν τόπῳ· ἐν δὲ Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 22, ὁ Schneid. διορθοῖ ἄρχειν ἐκ τοῦ 6. 2, 9.

French (Bailly abrégé)

A. (ἄρχω commencer);
I. tr. commencer : ὅστις ὑπάρξῃ OD celui qui commencerait ; παιδοβόροι πρῶτον ὑπῆρξαν μόχθοι ESCHL le massacre des enfants qui furent dévorés fut le commencement ; avec le gén. : ὑπάρχειν ἀδίκων ἔργων HDT, ἀδικίης HDT, τῆς ἀδικίας THC prendre l’initiative d’un tort fait à qqn, faire tort le premier ; abs. ὑπάρχων ἠδίκεις αὐτούς ISOCR c’est toi qui as commencé à leur faire tort ; Pass. ὑπῆρκτο αὐτοῦ THC on en avait déjà commencé une partie (du Pirée) ; τὰ ὑπαργμένα (ion. p. ὑπηεργμένα) ἐκ τινος HDT ce qui est commencé par qqn, les premiers essais de qqn ; αἱ ὑπηρεσίαι αἱ ὑπηργμέναι εἰς Φίλιππον αὐτῷ ESCHN les services qu’il a rendus le premier à Philippe ; avec le part. : ἐμὲ ὑπῆρξαν ἄδικα ποιοῦντες HDT ils m’ont fait tort les premiers ; avec un dat. instrum. : τοῖς αὐτοῖς ἀμύνεσθαι οἷσπερ καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι ὑπῆρξαν THC se venger en faisant les mêmes maux dont les Lacédémoniens avaient pris l’initiative, càd que les Lacédémoniens avaient commis les premiers;
II. commencer en bas, sortir du fond ; en gén. sortir, naître, résulter de : τὸ μισεῖν πᾶσιν ὑπ. THC être haï échoit à tous ceux qui ; ἡ ὑπάρχουσα ἀπ’ ἀλλήλων ἀμφοτέροις σωτηρία THC la sécurité que nous nous procurons mutuellement, càd qui résulte de notre union;
III. être le fondement, d’où
1 être, exister antérieurement : πημονῆς ἅλις γ’ ὑπάρχει ESCHL voilà assez de désastres ; πολλαὶ ὑπάρχουσιν ἡμῖν εὐεργεσίαι ἐς τὴν πόλιν ISOCR il existe de notre part beaucoup de services envers l’État, nous avons fait beaucoup de bien à la cité;
2 être sous la main, être à la disposition : ἡ ὑπάρχουσα οὐσία ISOCR le bien existant, qu’on a à sa disposition ; αἱ νέες τοῖσι Ἀθηναίοισι προποιηθεῖσαι ὑπῆρχον HDT les navires construits auparavant par les Athéniens se trouvaient disponibles ; τά γ’ ἀφ’ ὑμῶν ὑπάρχει DÉM au moins ce qui vient de vous est prêt, càd de votre part, il n’y a pas d’obstacle ; τὰ ἑκατέροις ὑπάρχοντα THC les ressources dont chacun des deux partis disposait ; ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων THC avec les moyens dont on dispose ; τὰ ὑπάρχοντα les exemples qu’on a sous les yeux, ou ce qu’on possède, le bien, la fortune ; avec l’inf. : il est à ma disposition de, il m’est accordé, permis, possible de ; sans dat. : οὐχ ὑπάρχει εἰδέναι THC il n’est pas possible de savoir ; part. neutre abs. : πανταχόθεν ὑπάρχον ὑμῖν πολεμεῖν THC tout vous conviant à faire la guerre ; particul. ὑπάρχειν τινί être à la disposition de qqn, càd être prêt à servir qqn, lui être dévoué, lui être utile, l’assister ; ὑπ. τινὶ πρός τινα aider qqn contre qqn;
3 en gén. c. εἶναι être : τοῖσιν ἄγουσιν κλαύμαθ’ ὑπάρξει SOPH pour ceux qui la conduisent, il y aura des pleurs ; avec un attrib. : τὸ πλέον τοῦ χωρίου καρτερὸν αὐτὸ ὑπῆρχε THC la plus grande partie du pays était naturellement fortifiée ; μέγα ὑπάρχειν ATT pouvoir beaucoup, contribuer beaucoup : τινι dans qch ; πρός τι pour qch ; ὥσπερ ὑπῆρχε THC comme cela se trouvait, càd selon les circonstances ; part. ὑπάρχον, ουσα, ον ce qui se trouve, ce qui existe ; part. plur. τὰ ὑπάρχοντα l’état actuel, la situation présente, les circonstances existantes ; ἀπὸ τῶν ἀεὶ ὑπαρχόντων THC par la suite des circonstances, càd des événements ; τὰ ὑπάρχοντα la puissance existante ; ὑπάρχω avec un part. au sens de τυγχάνω : ἐχθρὸς ὑπῆρχεν ὤν DÉM il se trouvait avoir des sentiments d’inimitié;
B. (ἄρχω commander) commander à, dominer sur, τινι;
Moy. ὑπάρχομαι (f. ὑπάρξομαι, ao. ὑπηρξάμην);
1 commencer, être à son commencement : ὑπαρχομένου τοῦ ἦρος ÉL au commencement du printemps;
2 commencer, prendre l’initiative, avec le gén. ou l’inf..
Étymologie: ὑπό, ἄρχω.

English (Autenrieth)

aor. subj. ὑπάρξῃ: begin, make a beginning, Od. 24.286.

English (Slater)

ὑπάρχω
   1 be available ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον θέναρ (P. 4.205)

English (Strong)

from ὑπό and ἄρχομαι; to begin under (quietly), i.e. come into existence (be present or at hand); expletively, to exist (as copula or subordinate to an adjective, participle, adverb or preposition, or as an auxiliary to a principal (verb): after, behave, live.

English (Thayer)

imperfect ὑπῆρχον;
1. properly, to begin below, to make a beginning; universally, to begin; (Homer, Aeschylus, Herodotus, and following).
2. to come forth, hence, to be there, be ready, be at hand (Aeschylus, Herodotus, Pindar, and following): universally, and simply, Buttmann, § 151,29 note); ἐν τίνι, to be found in one, ὑπάρχει μοι τί, something is mine, I have something: παρόντα; τά ὑπάρχοντα τίνι, one's substance, one's property, L text T Tr WH; τά ὑπάρχοντα τίνος, R G L marginal reading, 33,44 (here L marginal reading Tr marginal reading the dative); Sept. for מִקְנֶה, רְכוּשׁ, נְכָסִים; τά ἰδίᾳ ὑπαρξοντα, Polybius 4,3,1).
3. to be, with a predicate nominative (as often in Attic) (cf. Buttmann, § 144,14, 15a., 18; Winer's Grammar, 350 (328)): as ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχεν, being i. e. who is etc., since or although he etc. is: ὑπάρχειν followed by ἐν with a dative of the thing, to be contained in, to be in a place, ἐν τῇ ἐξουσία τίνος, to be left in one's power or disposal, ἐν ἱματισμῷ ἐνδόξῳ καί τρυφή, to be gorgeously apparelled and to live delicately, ἐν μορφή Θεοῦ ὑπάρχειν, to be in the form of God (see μορφή), R. V. marginal reading Gr. being originally (?; yet cf. ἐν with a dative plural of the person, among, R G; μακράν ἀπό ἑνός ... ὑπάρχοντα , πρός τῆς σωτηρίας, to be conducive to safety, προϋπάρχω.)

Greek Monolingual

ὑπάρχω ΝΜΑ ἄρχω
1. έχω ύπαρξη, έχω υπόσταση, ζω, υφίσταμαι (α. «υπάρχει δικαιοσύνη» β. «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» γ. «μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος», ΚΔ
δ. «τοὺς ὑπάρχοντας... πολίτας ἐξαπατῶντες», Δημοσθ.)
2. (ως συνδετικό, στη νεοελλ. μόνον στον αόρ.) είμαι, διατελώ (α. «υπήρξε πρότυπο ανδρείας και τιμιότητας για όλους μας» β. «φιλάσθενος ὑπάρχω», Πρόδρ.
γ. «ἰατρὸς ὑπάρχων τὴν τέχνην», πάπ.)
3. (το ουδ. της μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τα υπάρχοντα
όλα όσα έχει κανείς, η περιουσία του (α. «έχασε όλα τα υπάρχοντά του» β. «πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῑς», ΚΔ)
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) (μτβ.) κάνω αρχή, αρχίζω (α. «ὑπάρξαντα ἀδίκων ἔργων», Ηρόδ.
β. «βαδίσεως ὑπάρχονται... τὰ... βρέφη», Αιλ.)
2. (αμτβ.) αρχίζω να αναφαίνομαιὅθεν εὐμάρει' ὑπάρχοι πόρου», Σοφ.)
3. είμαι απόγονος κάποιου, κατάγομαι από κάποιον
4. αποτελώ βάση, θεμέλιο, λαμβάνομαι ως δεδομένο («θέντες ὡς ὑπάρχον εἶναι ὅ βούλονται», Πλάτ.)
5. ανήκω σε κάποιον («τῇ μὲν ἐκείνου ὑπάρχειν τέχνῃ διδούς», Πλάτ.)
6. (για πρόσ.) είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον («Παρύσατις μὲν δὴ ἠ μήτηρ ὑπῆρχε τῷ Κύρῳ», Ξεν.)
7. (με μτχ. με επιρρμ. σημ., όπως το τυγχάνω) κατά τύχη, τυχαία («οὐ γὰρ ἐχθρὸς γ' ὑπῆρχεν ὤν», Δημοσθ.)
8. είμαι ύπαρχος («τῷ... Ἀντωνίνῳ... ὑπάρξας», Δίων Κάσσ)
9. πιθ. διοικώ, κυβερνώ
10. (στο γ' εν. ως απρόσ.) ὑπάρχει
α) είναι βέβαιο ή πιθανόν
β) είναι δυνατόν, επιτρέπεται («ὑπάρχει... ὑμῑν... ἐπικρατεῑν», Θουκ.)
11. (το απρμφ. ενεστ.) ὑπάρχειν
(στον Αριστοτ.) είμαι γνώρισμα ή ιδιότητα κάποιου («ὑπάρχειν τινὶ ζῴῳ δίποδι εἶναι», Αριστοτ.)
12. (το ουδ. εν. της μτχ. ενεστ.) ὑπάρχον
αφού υπήρχε η ευκαιρία ή αφού ήταν δυνατόν («ὑπάρχον ὑμῑν πολεμεῑν», Θουκ.)
13. (το ουδ. της μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) α) οι υπάρχουσες περιστάσεις
β) οι υπάρχουσες ευκολίες
14. φρ. α) «ἐκ τῶν ὑπαρχόντων»
i) σύμφωνα με τα μέσα τα οποία διαθέτει κανείς
ii) κατά τις περιστάσεις
β) «ὑπῆρκτο αὐτοῡ» — είχε γίνει αρχή του, είχε γίνει έναρξή του (Θουκ.).

Greek Monolingual

-έω, Α ὕπαρχος
είμαι ύπαρχος.