ἄσημος

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσημος Medium diacritics: ἄσημος Low diacritics: άσημος Capitals: ΑΣΗΜΟΣ
Transliteration A: ásēmos Transliteration B: asēmos Transliteration C: asimos Beta Code: a)/shmos

English (LSJ)

Dor. ἄσαμος, ον,
A without mark or token, ἄσημος χρυσός = uncoined gold, bullion, or plate, Hdt.9.41; ἄσημον χρυσίον, ἄσημον ἀργύριον, Th.2.13,6.8, Alex.69; freq. in Inscrr., opp. ἐπίσημον, IG1.170.6, 2.652B22, etc., cf. Luc.Cont.10; also of cattle, not branded, IG7.3171; of persons, without distinguishing marks (e.g. οὐλαί), PGrenf.1.27.7, al.; ἄσημα ὅπλα arms without device, E.Ph.1112: generally, shapeless, formless, Opp.C.3.160.
2 later τὸ ἄσημον (sc. ἀργύριον) plate, silver, LXX Jb.42.11, AP11.371 (Pall.); μέταλλα ἀσήμου silvermines, Ptol.Geog.7.2.17: also, = electron, alloy of gold and silver, or an imitation thereof, Ps.-Democr.Alch.p.49 B., etc.:—masc. ἄσημος, ὁ, PLeid.X.6, al.
II of sacrifices, oracles, and the like, unintelligible, χρηστήρια Hdt.5.92.β; χρησμοί A.Pr.662; ἄ. ὀργίων μαντεύματε S.Ant.1013.
III leaving no mark, indistinct,
a to the hearing, πτερῶν γὰρ ῥοῖβδος οὐκ ἄσημος ἦν ib.1004; of sounds and voices, inarticulate, unintelligible, ἄσημα φράζειν Hdt.1.86; ἄ. κνυζήματα Id.2.2; ἄσημα βοῆς = ἄσημος βοή, S.Ant.1209.
b without significance, meaningless, [τοῦ διπλοῦ ὀνόματος] τὸ μὲν ἐκ σημαίνοντος καὶ ἀσήμου Arist.Po.1457a33, Rh.1405a35; ἄσημα τρίζειν, of a mouse, Babr.108.23; μόριον Stoic.2.46; λέξις Simp. in Ph.1164.4.
c to the eye, ἄσημον ἔχειν μυελόν Arist.PA652a1: generally, πρὸς τὴν αἴσθησιν ἀσημότερα Id.Aud.802a14.
d generally, unperceived, unnoticed, A. Ag.1596, S.Ant.252; ἀσήμων ὑπὲρ ἑρμάτων hidden, sunken rocks, Anacr.38.
IV of persons, cities, etc., of no mark, obscure, insignificant, οὐκ ἄ. E.HF849, cf. Ion8; νὺξ οὐκ ἄσημος a night to be remembered (being a feast), Antipho 2.4.8; τὸ τῆς πατρίδος ἢ τοῦ γένους ἄσημον Phld.Sto.Herc.339.16.
V Adv. ἀσήμως = without leaving traces, Hp.Epid.1.1, Morb.Sacr.11; ἀσήμως πορεύεσθαι X.Cyn.3.4; ἀσήμως καὶ κενῶς φθέγγεσθαι inarticulately, Theopomp.Hist.250.
2 ignobly, οὐκ ἀσήμως D.S.5.52, Hdn.1.10.4.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): eol., dór., beoc. ἄσαμος Alc.73.5, Stesich. en PLille 72, IG 7.3171.46
I 1que carece de marca, que carece de señal distintiva o divisa ὅπλα E.Ph.1112, δακτυρίτριον ἄ. anillo de plata no grabada, PLond.193ue.4, 44 (II d.C.), πλοῖον ἄ. navío sin mascarón de proa, PLond.948.2 (III d.C.)
de una túnica que no tiene una banda de púrpura Lamprid.Seuer.33.4, DP 19.3
que no tiene inscripción τύμβος IGLA 320 (Alejandría III/II a.C.)
de ganado sin hierro, IG 7.3171.46
pero tb. sin manchas op. ‘berrendo’, LXX Ge.30.42
de pers. sin marcas o señales de identificación τὰ μὲν ποδήρη ... ἔθρυπτ' ... ἄσημα machacó los pies en forma que no se conocieran A.A.1596, uso muy frec. en pap., cf. PGrenf.1.27.2.7, 3.8 (II a.C.), PMerton 105.12, 19, 20 (II d.C.)
en medic. de síntomas que no van acompañados de otros signos Hp.Coac.481
o que desaparecen sin dejar señal Hp.Epid.2.3.4, κρίσεις ἄσημοι de las crisis que se producen sin signos indicativos de crisis Gal.9.751, 766.
2 de metales nobles no acuñado o amonedado, en barras o lingotes χρυσός Hdt.9.41 ἀργύριον Th.6.8
subst. τὸ ἄσημον = electro Democr.B 300.18
plata LXX Ib.42.11, Ptol.Geog.7.2.17, BGU 1051.14 (I d.C.), PMich.645.16 (IV d.C.), PCair.Isidor.69.7, 18, 70.5 (IV d.C.), tb. subst. ὁ ἄ. PLeid.X.6.
II 1ininteligible, sin sentido de manifestaciones orales φωνή Democr.B 5.1, cf. Critias Fr.Trag.4a.14 (p.350), Plu.2.564b, λόγος Plu.2.596b, σκώμματα Plu.2.712a, como ac. int. ἄσημα ἔφραζε Hdt.1.86, ἄσημα γὰρ λέγεις E.Alc.522
de oráculos, escritos, etc. de sentido oscuro χρησμοί Stesich.l.c., A.Pr.662, χρηστήρια Hdt.5.92, μαντεύματα S.Ant.1013
tb. de palabras no significativo Chrysipp.Stoic.2.45.
2 que no da señales de sí, que no se advierte, imperceptible ἔρμα Alc.l.c., Anacr.114, ῥοῖβδος S.Ant.1004, πάντα ταῦτα ἀραιότερα φαινόμενα πρὸς τὴν αἴσθησιν ἀσημότερα γίγνεται Arist.Aud.802a14.
3 insignificante, sin relieve νὺξ οὐκ ἄσημος noche memorable Antipho 2.4.8, Κόρινθος ἄστρον οὐκ ἄσημον Ἑλλάδος Trag.Adesp.128, οὐκ ἄ. πόλις E.Io 8, cf. Hp.Ep.10, Act.Ap.21.39, οὐκ ἄ. ὢν ἀνήρ I.BI 6.81
subst. τὸ ἄσημον = falta de relieve τὸ τῆς πατρίδος ἢ τοῦ γένους ἄσημον Phld.Sto.10.17.
III adv. ἀσήμως
1 sin dejar rastro ἀσήμως ἀφανίζεσθαι Hp.Epid.1.1, ἀσήμως πορεύεσθαι X.Cyn.3.4.
2 ininteligiblemente ἀσήμως φθέγγεσθαι Theopomp.Hist.275, cf. Hsch.
3 en forma irrelevante τῆς ἐν Πλαταιαῖς παρατάξεως οὐκ ἀσήμως μετασχεῖν D.S.5.52.

German (Pape)

[Seite 369] (σῆμα), 1) ohne Zeichen, ὅπλα Eur. Phoen. 1119; χρυσός, ungeprägt, Her. 9, 41; χρυσίον, ἀργύριον, Thuc. 2, 13. 6. 8; Sp., vgl. Poll. 3, 86; ohne Grabdenkmal. – 2) undeutlich, unkenntlich, unbekannt, χρησμός Aesch. Prom. 665; Ag. 1578; οὐκ ἄσ. ἀλλὰ δυστυχής Soph. Tr. 863; vgl. Ant. 252. 1000. 1194, vo ἄσημα βοῆς περιβαίνει auch malum omen erkl. wird; πόλις Eur. Ion. 8; ἄσημα φράζειν Her. 1, 86; νύξ Antiph. II, δ 8; Sp.; καὶ ἄγνωστος Hdn. 1, 9, 12; ἀσήμως, ohne Spur, Xen. Cyn. 3, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui n'est marqué d'aucun signe ; en parl. de métaux non travaillé, non monnayé;
II. p. suite :
1 indistinct, confus ; en parl. d'oracles équivoque, inintelligible;
2 obscur, inconnu;
Sp. ἀσημότατος.
Étymologie: , σῆμα.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and the base of σημαίνω; unmarked, i.e. (figuratively) ignoble: mean.

English (Thayer)

ἄσημον (σῆμα a mark), unmarked or unstamped (money); unknown, of no Mark, insignificant, ignoble: Herodotus down; tropically, from Euripides, down.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσημος, -ον) σήμα
1. ο ασήμαντος, ο άγνωστος
2. (για αιγοπρόβατα και βόδια) αυτός που δεν είναι σημαδεμένος, που δεν έχει σημαδευτεί με διακριτικό σημείο
αρχ.-μσν.
ως ουσ. τὸ ἄσημον
το ασήμι, ο άργυρος
αρχ.
1. ο άργυρος ή ο χρυσός που δεν έχει κοπεί σε νομίσματα
2. ο άμορφος, ο ασχημάτιστος
3. ο δυσδιάκριτος, αυτός που δεν αφήνει ίχνη
4. (για χρησμό ή θυσία) ο ακατάληπτος, ο ασαφής.

Greek Monotonic

ἄσημος: Δωρ. ἄ-σᾱμος, -ον (σῆμα
I. αυτός που δεν έχει σημείο ή σημάδι, ἄσημος χρυσός, άκοπος χρυσός, σε φυσική κατάσταση, σε Ηρόδ.· ἄσημον ἀργύριον, σε Θουκ.· ἄσημα ὅπλα, όπλα χωρίς σήμα, σε Ευρ.
II. λέγεται για θυσίες ή χρησμούς, αυτός που δεν παρέχει κανένα σημάδι, ακατανόητος, ακατάληπτος, ασαφής, σε Ηρόδ., Τραγ.
III. αυτός που δεν αφήνει κανένα σημάδι ή ίχνος, ακαθόριστος, σε Σοφ.· λέγεται για ήχους, άναρθρος, ακατάληπτος, σε Ηρόδ.· ἄσημα βοῆς = ἄσημος βοή, σε Σοφ.· γενικά, απαρατήρητος, αδιάκριτος, σε Αισχύλ., Σοφ.
IV. λέγεται για πρόσωπα, πόλεις κ.λπ., ασήμαντος, άγνωστος, μικρός, αφανής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσημος:
1 не меченный, не имеющий знаков, без эмблем (ὅπλα Eur.);
2 нечеканенный, в слитках (χρυσός Her.; χρυσίον Thuc., Arst.; ἄργυρος ἄ. καὶ νομίσματα Plut.);
3 неясный, неразборчивый, невнятный (ἄσημα φράζειν Her.; φωναί Arst., Plut.);
4 непонятный, темный (χρηστήρια Her.; χρησμοί Aesch.; ὄργια Soph.);
5 неизвестный, безвестный, незначительный (οὐκ ἄ. πόλις Eur.; οἱ ἔνδοξοι καὶ οἱ ἀσημότεροι Plut.);
6 неузнанный, незамеченный (ὁ ἐργάτης Soph.).

Middle Liddell

σῆμα
I. without mark or sign, ἄς. χρυσός uncoined gold, Hdt.; ἄς. ἀργύριον Thuc.; ἄς. ὅπλα arms without device, Eur.
II. of sacrifices or oracles, giving no sign, unintelligible, Hdt., Trag.
III. leaving no mark, indistinct, Soph.; of sounds, inarticulate, unintelligible, Hdt.; ἄσημα βοῆς = ἄσημος βοή, Soph.:—generally, unperceived, unnoticed, Aesch., Soph.
IV. of persons, cities, etc., of no mark, unknown, obscure, Eur.

Chinese

原文音譯:¥shmoj 阿-些摩士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-標記(意義)
字義溯源:無記號的,無意義的,無名的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不,無)與(σημαίνω)=指明)組成;而 (σημαίνω)出自 (Σήμ)X*=記號
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 無名(1) 徒21:39

English (Woodhouse)

abstruse, dark, indistinct, inglorious, obscure, vague, difficult to understand, hard to understand, hard to unravel, ill-defined, not clear, of money, without device

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ὁ δίχως σημείο, ἀφανής, ἀσήμαντος). Ἀπό τό α στερ. + σῆμα τοῦ σημαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

formless

Bulgarian: безформен; Catalan: sense forma; Dutch: vormloos; French: sans forme, informe; Greek: άμορφος; Ancient Greek: ἀειδής, ἀΐδηλος, ἄμορφος, ἀνείδεος, ἄσαμος, ἄσημος, ἀσχημάτιστος; Ido: senforma; Latin: informis; Lithuanian: beformis; Polish: bezkształtny, bezpostaciowy; Spanish: sin forma; Swedish: formlös

incomprehensible

Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий