ρίζα
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek Monolingual
η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α
1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα του σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες του οποίου είναι η στήριξη του φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ' αυτό ανόργανων αλάτων, καθώς και η αγωγή τών στοιχείων αυτών στα υπέργεια τμήματά του
2. βάση, θεμέλιο
3. πρόποδες βουνού («στη ρίζα του βουνού σπηλιά»)
4. γένος, φύτρα, γενεαλογική γραμμή, συγγενική σειρά (α. «επιστροφή στις ρίζες» β. «γένους ἄπαντος ῥίζαν», Σοφ.)
5. πρώτη αρχή, πρώτο αίτιο ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης (α. «πρέπει να χτυπηθεί το κακό στη ρίζα του» β. «πηγὴ καὶ ῥίζα καλοκἀγαθίας», Πλούτ.)
6. ανατ. το τμήμα ενός οργάνου από το οποίο αυτό εκπορεύεται ή που αποτελεί τη βάση που το συγκρατεί (α. «η ρίζα του δοντιού» β. «ἔχει δὲ πᾶσα θρὶξ ὑγρότητα πρὸς τῇ ῥίζῃ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. γλωσσ. (στην παραδοσιακή γραμματική και στην ιστορική γλωσσολογία) το βασικό τμήμα μιας λέξης ή μιας ομάδας ομοειδών λέξεων που είναι φορέας της λεξικής σημασίας και το οποίο προκύπτει αν αφαιρεθούν τα προσφύματα και οι καταλήξεις
2. μαθ. α) κάθε αριθμός ή αλγεβρική έκφραση που επαληθεύει μια εξίσωση
β) αριθμός που όταν υψωθεί σε μια δύναμη δίνει έναν ορισμένο αριθμό
3. συνεκδ. φυτό, δέντρο («έχει 300 ρίζες ελιές»)
4. φρ. α) «πλευρική ρίζα»
βοτ. ρίζα που εκφύεται παράπλευρα από την κύρια ρίζα και σε αρκετή απόσταση από το ακρορρίζιο
β) «τετραγωνική ρίζα αριθμού»
μαθ. αριθμός που, πολλαπλασιαζόμενος με τον εαυτό του, δίνει τον δεδομένο αριθμό
γ) «κυβική ρίζα αριθμού»
μαθ. αριθμός που, όταν πολλαπλασιαστεί δύο φορές με τον εαυτό του, δίνει τον δεδομένο αριθμό
δ) «νιοστή ρίζα αριθμού»
μαθ. αριθμός που, όταν υψωθεί στη δύναμη ν, δίνει τον δεδομένο αριθμό
ε) «εξαγωγή ρίζας αριθμού»
μαθ. ο υπολογισμός της ρίζας ενός δεδομένου αριθμού
στ) «ελεύθερες ρίζες»
χημ. συμπλέγματα ατόμων, συνήθως τμήματα μορίων, τα οποία περιλαμβάνουν ένα τουλάχιστον ασύζευκτο ηλεκτρόνιο
ζ) «ρίζα του πηδαλίου» — το προς την πλώρη επίμηκες τεμάχιο του πηδαλίου που εκτείνεται σε όλο το μήκος του ποδοστήματος
αρχ.
1. διακλάδωση, απόσχισμα, παρακλάδι
2. πρωταρχικός πυρήνας από τον οποίο γεννιέται ή προέρχεται κάτι («ἀστέων ῥίζα», Πίνδ.)
3. φρ. «ἐλατήριος ῥίζα» — καθαρτική ρίζα, καθάρσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥίζα (< Fρίδ-ja) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα wrād- «βλαστός, ρίζα», με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -ι- (που οφείλεται πιθ. σε αντιπροσώπευση συνεσταλμένης βαθμίδας) και συνδέεται με τα λατ. rādix «ρίζα», αρχ. ισλδ. rōt «ρίζα» (πρβλ. αγγλ. root, γαλλ. racine), αρχ. άνω γερμ. wurz «φυτό, ρίζα» (πρβλ. γερμ. Wurzel). Στην ίδια ρίζα ανάγονται πιθ. και οι τ. ράδαμνος «βλαστός» και ράδιξ (βλ. και λ. ρόζος). Η λ., τέλος, μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. wiriza).
ΠΑΡ. ριζηδόν, ριζικός, ριζίο(ν), ριζώ(νω)
αρχ.
ριζαίος, ρίζηθεν, ριζίας, ρίζινος, ριζίς, ριζόθεν, ριζόθι, ριζώδης
μσν.
ριζιμαίος
νεοελλ.
ριζίδιο, ριζιμιός, ριζίτης, ριζίτικος.
ΣΥΝΘ. (Α
συνθετικό) ριζάγρα, ριζοβόλος, ριζολογώ, ριζοτόμος, ριζοφάγος, ριζοφόρος, ριζοφυής, ριζόφυλλος, ριζωνύχιο(ν)
αρχ.
ριζοκέφαλος, ριζοπώλης, ριζοσύνετος, ριζοτροφώ, ριζούχος, ριζοφοίτητος, ριζόφυτος, ριζωνυχία, ριζωρύχος αρχ.-μσν. ριζοπαγής
μσν.
ριζορυκτης, ριζοτρυγώ, ριζοφύτευτος
μσν.- νεοελλ.
ριζοειδής, ριζολόγος
νεοελλ.
ριζαλγία, ριζάφτι, ριζοβελονιά, ριζόβιος, ριζοβλάστημα, ριζοβούνι, ριζόβραχο, ριζογένεση, ριζογλύφος, ριζοδόντι, ριζόκαστρο, ριζοκόπος, ριζοκτονία, ριζόμορφος, ριζόποδα, ριζοσπάστης, ριζοτομή, ριζοχώρι. (Β' συνθετικό) άρριζος, βαθύρριζος, βραχύρριζος, ευθύρριζος, λεπτόρριζος, μακρόρριζος, μεγαλόρριζος, ολιγόρριζος, παχύρριζος, πολύρριζος, πρόρριζος, πυκνόρριζος, σύρριζος, υπόρριζος
αρχ.
ασθενόρριζος, αυτόρριζος, γλυκύρριζος, εύρριζος, ισχυρόρριζος, κατάρριζος, κεφαλόρριζος, μονόρριζος, ολόρριζος, πρόσριζος, πρωτόρριζος, σαρκόρριζος, φλοιόρριζος
νεοελλ.
ακρόρριζος, κονδυλόρριζος].