βλάπτω
English (LSJ)
A fut. βλάψω E.Heracl.704, etc.: aor. ἔβλαψα, Ep.βλάψε Il.23.774: aor. 2 ἔβλᾰβον Q.S.5.509: pf. βέβλᾰφα D.19.180, Plb.12.26.2, ἔβλαφα (κατ-) IG7.303.51 (Oropus):—Pass., fut.βλᾰβήσομαι Isoc.1.25, Pl.Men.77e, Grg.475d, Hp.Mi.373a; βεβλάψομαι Hp.Acut.16: also fut. Med. βλάψομαι (in pass. signf.) Th.1.81, 6.64: aor. 1 ἐβλά-φθην Il.16.331, etc.: aor. 2 ἐβλάβην [ᾰ], 3pl. ἔβλαβεν, βλάβεν, 23.461, 545, part. βλᾰβείς A.Ag.120 (lyr.) (aor. Med. βλάψαντο only in Q.S.5.466): pf. βέβλαμμαι Il.16.660, etc.:—disable, hinder, μή τιν' ἑταίρων βλάπτοι ἐλαυνόντων Od.13.22; βλάψας δέ μοι ἵππους Il.23.571; β. πόδας disable the feet for running, lame them, ib.782:—Pass., ζωὸν ἕλε βλαφθέντα κατὰ κλόνον entangled in the mêlée, 16.331; ὄζῳ ἔνι βλαφθέντε μυρικίνῳ [the horses] caught in a branch, 6.39; βλάβεν ἅρματα καὶ ταχε' ἵππω chariots and horses were stopped, 23.545; Διόθεν βλαφθέντα βέλεμνα stopped, baffled by Zeus, 15.489, cf. 484; βεβλαμμένος ἦτορ stopped in his life (s. v.l.), 16.660.
2 c. gen., hinder from, τόν γε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου Od.1.195; οὐδέ τις αὐτὸν βλάπτειν οὔτ' αἰδοῦς οὔτε δίκης ἐθέλει Tyrt.12.40 (repeated in Thgn. 938):—Pass.,βλαβέντα λοισθίων δρόμων arrested in its last course, A.Ag.120 (lyr.).
II of the mind, distract, pervert, mislead, of the gods, τὸν δέ τις ἀθανάτων βλάψε φρένας Od.14.178, cf. Trag.Adesp. 455: c. acc. pers., Il.22.15, Od.23.14; so of Ate, φθάνει δέ τε πᾶσαν ἐπ' αἶαν βλάπτουσ' ἀνθρώπους Il.9.507; also of wine, Od.21.294; βλαφθείς, Lat. mente captus, Il.9.512: so c. gen., ἥ τε [Περσεφόνη]… βλάπτουσα νόοιο Thgn.705; νόου βεβλαμμένος ἐσθλοῦ Id.223.
III after Hom., damage, hurt, οἷσι μὴ βλάψῃ θεός (sc. τὰ τέκνα) A.Eu. 661, etc.: with neut. Adj., πλείω β. τινά Th.6.33; μείζω Pl.Ap.30c; ἄλλο τι X.HG1.1.22, etc.:—Pass., μεγάλα βεβλάφθαι Id.Cyr.5.3.30; βεβλαμμένος τὸν ὀφθαλμόν PStrassb.52.2 (ii A. D.), etc.: c. acc. cogn., β. τοὺς βίους μείζους βλάβας do greater mischiefs to... Posidipp.12.4: c. dupl. acc., β. τὴν πόλιν τοὺς ὑπολοίπους rob her of... App.BC2.131:—Pass., τοσούσδε βλαβῆναι τὴν πόλιν lose them, Id.Hann.28; τὸ βλαβέν, = βλάβη, Pl.Lg.933e.
2 c. acc. rei, β. λόγον mar the prophecy, Pi.P.9.94; τοὺς ὅρκους violate them, Arist.Fr.148. (βλαπ-< μλαπ- (mḷqu̯), cf. Skt. marcáyati 'injure', mṛktás 'wounded', Lat. mulco 'maltreat'.)
Spanish (DGE)
• Morfología: [délf. fut. βλαψέω CID 1.9A.8 (V/IV a.C.), v. pas. part. β] λαβησομένο[υς Epicur.Fr.[38.3] 2; aor. sigm. sin aum. βλάψε Il.23.774, tem. ἔβλαβον Q.S.5.509, pas. 3a plu. ἔβλαβεν, sin aum. βλάβεν Il.23.461, 545]
I en el avance o la carrera
1 sent. real poner trabas, estorbar, enredar c. ac. de animados o cosas en mov. βλάψε δέ οἱ φίλα γούναθ' Il.7.271, μή τιν' ἑταίρων βλάπτοι ἐλαυνόντων no fuera que estorbara a alguno de los compañeros que remaban, Od.13.22, βλάψας δέ μοι ἵππους Il.23.571, τὸν πλοῦν τῶν ὁλκάδων Th.2.69, τὸν ῥοῦν Pl.Cra.417d, en v. pas. ἵππω ... ὄζῳ ἔνι βλαφθέντε μυρικίνῳ biga enzarzada en una rama de tamarisco, Il.6.39, οἱ δ' οἱ ἐβλάφθησαν ἄνευ κέντροιο θέοντες (lloraba al ver que) los suyos sufrían trabas al correr sin fusta, Il.23.387, cf. 461, οἱ βλάβεν ἅρματα καὶ ταχέ' ἵππω Il.23.545, τῇ ... βλαφθεὶς πέσεν ὕπτιος (la correa del escudo) Il.15.647, Δίοθεν βλαφθέντα βέλεμνα dardos obstaculizados por Zeus, e.d. desviados, Il.15.489, cf. 16.331, Hp.Vict.4.89
•c. dos ac. μ' ἔβλαψε θεὰ πόδας Il.23.782
•c. ac. y gen. τόν γε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου Od.1.195, en v. pas. βλαβέντα ... δρόμων (una liebre) a la que se impide la carrera A.A.120
•abs. poner obstáculos, obstaculizar Αἴας ... ὄλισθε θέων, βλάψε γὰρ Ἀθήνη Il.23.774, cf. S.El.697, etim. deriv., según Platón, de βουλόμενον ἅπτειν Pl.Cra.417d.
2 fig. entorpecer, ofuscar rel. al hombre o a su mente, por parte de un dios u otro agente natural τότε βλάπτε φρένας ... Ζεύς Il.15.724, cf. Od.14.178, 23.14, βλάπτουσ' ἐν στήθεσσι φρένας κρατερῆς ὑπ' ἀνάγκης Thgn.387, ὁ δαίμων ... τὸν νοῦν ἔβλαψε Trag.Adesp.455, ἔβλαψάς μ', ἑκάεργε Il.22.15, como actividad de Ate Il.19.94, cf. 9.512, A.Ch.589 (pero v. βλαστέω), δαίμονα ... βίον βλάπτοντα Men.Fr.714.4, por parte del vino Od.21.294, E.Cyc.524, γῆρας ... βλάπτει δ' ὀφθαλμοὺς καὶ νόον Mimn.5.5, en v. pas. οὐδ' ὑπὸ κέρδει βλάβεν Pi.N.7.18, cf. Epicur.l.c.
•c. gen. (Περσεφόνη) βλάπτουσα νόοιο Thgn.705, cf. 223, τοῦ μὴ γνῶναι τὰ καλά LXX Sap.10.8
•c. ac. abstr. quebrantar, vulnerar λόγον Pi.P.9.94, τῶν ... ἔργων τὴν ὑπόνοιαν Th.2.41, βλάπτειν τοὺς ὅρκους Arist.Fr.148.
II gener.
1 sent. fís. dañar, estropear c. ac. de animados σῶμα μὴ βλάπτειν τὸ σόν E.Fr.50D., por la enfermedad, Th.1.23, ὡς δ' ἂν μηδὲ ἄνεμοι βλάπτωσιν (τοὺς ὀφθαλμούς) X.Mem.1.4.6, cf. Eq.5.5, Cyn.5.5
•en v. pas. recibir daños c. ac. de rel. βεβλαμμένον ἦτορ Il.16.660, βεβλαμμένος τὸν ὀφθαλμόν PFlor.1.2 (II d.C.)
•abs. esp. medic. y fisiológico ser malo o nocivo, perjudicar τὸ θερμὸν βλάπτει Hp.Aph.5.16, cf. Coac.481, c. dat. βλάπτει δὲ ταῦτα ... χρεομένοισι Hp.Liqu.1, πλήρωσις βλάπτει Gal.17(2).15, op. ὠφελεῖν Hp.Epid.1.11, cf. Acut.56, Fract.30, Arist.PA 651b2, op. ἰᾶσθαι Hp.Morb.Sacr.1.23
•en v. pas., c. ac. de rel. ser perjudicado en τὴν γνώμην βλαβέντες Hp.Acut.17, τοὺς ... πίνοντας μεγάλα βλάπτεσθαι καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν Mnesith.Ath.45
•c. ac. de inanimados estropear, deteriorar κέλευθον εἴ τις ἔβλαψε ποδὶ στείβων ἀνοσίῳ E.Hel.868, ἀναθέματα por parte de pájaros, E.Io 107, τῆς ... γῆς ... τι Th.1.142, cf. 4.98, en v. pas. (νῆες) ῥᾷσται δ' ἐς τὸ βλάπτεσθαι Th.7.67.
2 en sent. más amplio dañar, perjudicar c. ac. de pers. particulares o colectivos βλάψει δ' ὁ κακὸς τὸν ἀρείονα φῶτα Hes.Op.193, cf. 258, Hdt.2.113, S.Ai.1345, OT 375, E.Heracl.263, 704, 1044, Is.1.12, οἷσι μὴ βλάψῃ θεός (τὰ τέκνα) A.Eu.661, φίλους βλάπτοντες E.Hec.256, cf. Th.1.82, 6.64, X.Cyr.1.6.29, D.4.20, βλάπτων πόλιν E.Supp.524, cf. 557, Fr.886, Ar.Ra.1049, Th.2.67, Pl.Lg.719b, Isoc.15.56, D.3.13, τὸ δημόσιον X.Ages.1.18, op. ὠφελέω Anaxarch.B 1, Antipho Soph.B 44.4.20, φίλους ὠφελεῖν ἢ πολεμίους βλάπτειν Gorg.B 11a.18, cf. Th.1.43, Pl.Lg.667e, X.Cyr.6.1.28, Isoc.1.29, Cod.Iust.8.10.12.4b
•op. ὀνίνημι E.Heracl.704, 1044, Pl.Ep.362a, rel. c. ἀδικέω Th.1.35, Chrysipp.Stoic.3.110, en v. pas. λαοῖς βλαπτομένοις a las personas perjudicadas Hes.Th.89, ὑπὸ Ἀθηναίων Th.1.68, οὐ γὰρ διὰ δόξαν βλάπτεται Antipho Soph.B 44.2.22, op. a la v. act. τὸ μὴ βλάπτειν ἀλλήλους μηδὲ βλάπτεσθαι Epicur.Sent.[5]31, τὸ ... βλαβὲν ... ἀβλαβὲς ποιητέον hay que reparar el daño Pl.Lg.862b, οὐ βλάπτομαι δοὺς αὐτῷ τὸ ἥμισυ LXX To.12.2, ὁ βλαφθείς el perjudicado, PPetr.3.26.8 (ptol.)
•c. ac. int. etim. o no βλάπτειν ... τοὺς βίους μείζους βλάβας Posidipp.13.4, τι ἄλλο ... τοὺς πολεμίους X.HG 1.1.22, o ac. adverb. μεγάλα βλάπτουσι τοὺς ἀξυνέτους οἱ ἐπαινέοντες Democr.B 113, με ... ἔβλαψε δόξα μεγάλα mi fama me perjudicó grandemente E.Med.293, cf. Th.1.35, 6.33, Pl.Ep.335c, Ap.30c, Eu.Luc.4.35, en v. pas. εἴ τι μὴ βλάπτῃ λόγῳ si no recibes daño del relato A.Pr.196, cf. X.Cyr.5.3.30, βλάπτῃ ... τί πατρὶ τιμωρῶν σέθεν; E.El.974, cf. Supp.237, Pl.Lg.669b
•menos frec. c. ac. de abstr. dañar, ser nocivo para τὰ πολιτικά Pl.R.407d, τὰ ἤθη Aristox.Harm.40.18
•abs. causar daño εἰ δέ τις θεῶν βλάπτοι S.Ai.456, ἀδικία βλάπτει Pl.R.367d, entendido como κινεῖν ἢ ἴσχειν κατὰ κακίαν Chrysipp.Stoic.3.28, ἀποδοκιμάζει παραγγέλματα ὡς βλάψοντα Aristid.Quint.62.8.
3 c. ac. de pers. y gen. ofender, faltar οὐ δέ τις αὐτὸν βλάπτειν οὔτ' αἰδοῦς οὔτε δίκης ἐθέλει y ninguno desea faltarle el respeto ni la justicia Tyrt.8.40, Thgn.938
•c. dos ac. perjudicar, τὴν δὲ πόλιν τοὺς ὑπολοίπους ... βλάψαι perjudicar a la ciudad en cuanto a los (hombres) que quedan, e.d., privar a la ciudad de los restantes App.BC 2.131, cf. en v. pas., App.Hann.28.
• Etimología: Prob. pres. secundario, quizá formado analóg. del fut. y aor. sigm. de la r. *mel-ku̯- / *ml̥-ku̯-, rel. c. ai. mr̥c-, mr̥cyati. La forma βλάβεται < *βλάπεται sería un antiguo pres. tem. Tb. se ha rel. c. la r. *(s)mel- y un alarg. -gu̯-, cf. av. mairya ‘fraudulento’, arm. mełk ‘pecado’, lituan. mẽlas, etc.
German (Pape)
[Seite 447] fut. med. βλάψομαι in pass. Bdtg Thuc. 1, 81. 6, 64; aor. pass. ἐβλάφθην, Thuc. 4, 73. 87, nach den Atticisten die bessere Form; ἐβλάφθησαν Hom. Iliad. 23, 387, βλαφθείς 9, 512, vgl. 15, 484. 489. 16, 331. 6, 39; daneben ἐβλάβην, Hom. Iliad. 23, 461 ἔβλαβεν u. vs. 545 βλάβεν = ἐβλάβησαν; Pind. N. 7, 18; βλαβῆναι Thuc. 1, 141; Plat. u. Folgde; βλαβήσομαι Plat. Men. 77 d u. öfter, wie Folgde, z. B. Isocr. 1, 25; perf. βέβλαφα Dem. 19. 180; βεβλάφθαι Xen. Cyr. 5, 3, 30; untauglich machen, schwächen, hindern; γούνατα Il. 7, 271; πόδας 23, 782, im Laufe hindern; Αἴας ὄλισθε θέων – βλάψεν γὰρ Ἀθήνη 23, 774; βλάψας μοι ἵππους 23, 571; Κλεόβουλον βλαφθέντα κατὰ κλόνον, er wurde im Getümmel aufgehalten, 16, 331; ὄζῳ ἔνι βλαφθέντε μυρικίνῳ, sie wurden aufgehalten, 6, 39; βλάβεν ἅρματα καὶ ἵππω, wurden gehemmt, blieben zurück, 23, 545; Διόθεν βλαφθέντα βέλεμνα 15, 489, von Zeus gehemmte Geschosse. Übertr. auf den Geist, βλάψε φρένας, bethörte, verblendete den Verstand, Od. 14, 178; ἄτη βλάπτουσα ἀνθρώπους Il. 9, 507. 19, 94, vgl. Od. 23, 14; vom Wein 21, 294; βλαφθείς, sinnverwirrt, wahnsinnig, Il. 9, 512; βλάπτειν τινὰ κελεύθου Od. 1, 195, Einen am Wege hindern; vgl. Aesch. βλαβεὶς λοισθίων δρόμων Ag. 119; ὁδοῦ Opp. H. 2, 441; νόου βεβλαμμένος ἐσθλοῦ Theogn. 223; vgl. Qu. Sm. 13, 423; βασιλῆα βεβλαμμένον ἦτορ, am Herzen beschädigt, getödtet, Il. 16, 660. Bei den Folgdn gew. τινά, beschädigen, verletzen; λόγον, gegen die Regel handeln, Pind. P. 9, 97; Aesch. Eum. 631 τινί, In Prosa bes. Gegensatz zu ὠφελεῖν, z. B. φίλους ὠφελεῖν, ἐχθροὺς βλάπτειν Plat. Rep. I. 332 e; ebenso pass., ἢ βεβλαμμένος ἢ ὠφελημένος Prot. 314 b; Sp.; μέχρις ἂν ἰάσηται τὸ βλαβέν, den Schaden gut machen, Plat. Legg. XI, 933 e. Oft μέγα (auch τὰ μέγιστα) τὴν πόλιν, Plat. Rep. IV, 434 a; Thuc. 8, 60; ἄλλο τι βλ. τοὺς πολεμίους, den Feinden sonst noch Schaden thun, Xen. Hell. 1, 1, 22. S. βλάβη. Bei App. τὴν πόλιν τοὺς ὑπολοίπους B. C. 2, 131, der Stadt die Übrigen rauben; pass., ἄλλους τοσούσδε βλαβῆναι τὴν πόλιν, daß der Staat so vieler beraubt worden, B. Hann. 28.
French (Bailly abrégé)
f. βλάψω, ao. ἔβλαψα, pf. βέβλαφα;
Pass. f. βλαβήσομαι, ao. ἐβλάφθην, ao.2 ἐβλάβην, pf. βέβλαμμαι;
I. 1 léser, endommager : ἵππους IL blesser des chevaux ; Pass. éprouver un accident fâcheux;
2 gêner, embarrasser, acc. ; avec un gén. : τινα βλ. κελεύθου OD contrarier qqn en l'écartant de sa route ; arrêter : πόδας IL les pieds (d'Ajax) ; Pass. βλαβεὶς δρόμων ESCHL arrêté malheureusement dans sa course;
3 en parl. de l'esprit troubler la raison : βλ. φρένας IL, τινα βλ. φρένας OD, abs. βλ. τινά OD troubler la raison de qqn;
II. postér. faire du tort, nuire;
1 en gén. πλείω βλ. τινά THC ou μείζω PLAT causer à qqn plus de dommages ou de plus grands dommages ; μεγάλα βλάπτεσθαι XÉN éprouver de grands dommages ; rar. avec le dat. βλ. τινι causer du mal à qqn ; Pass. βλάπτεσθαι ὑπό τινος ATT éprouver un dommage de la part de qqn;
2 particul. faire tort en trompant, tromper, acc..
Étymologie: origine, inconnue, pê R. Μλαπ > μβλαπ-, βλαπ- apparentée à la racine de βλάξ, de ἀμβλύς et de μαλακός, v. ces mots.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλάπτω [~ βλάβη aor. pass. ἐβλάφθην en ἐβλάβην, ep. 3 plur. ἔβλαβεν en βλάβεν, ptc. βλαφθείς en βλαβείς; perf. act. βέβλαφα, med.-pass. βέβλαμμαι
1. hinderen, tegenhouden, stoppen
2. met acc..; βλάψε δέ οἱ... γουνατα hij verlamde zijn knieën Il. 7.271; μή τιν’ ἑταίρων βλάπτοι ἐλαυνόντων opdat (de geschenken) niemand van de makkers zouden hinderen bij het roeien Od. 13.22; met dubb. acc..; ἦ μ’ ἔβλαψε θεὰ πόδας ach! een godin heeft mijn voeten verlamd Il. 23.782; pass.. ὄζῳ ἔνι βλαφθέντε μυρικίνῳ (de twee paarden) verstrikt geraakt in een tamariskentak Il. 6.39; ἐπεὶ βασιλῆα ἴδον βεβλαμμένον ἦτορ toen zij zagen dat hun koning van zijn hartslag beroofd was Il. 16.660.
3. met acc. en gen. hinderen bij, belemmeren in, afhouden van:. τόν γε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου hem dwarsbomen de goden bij zijn terugkeer Od. 1.195.
4. overdr. in verwarring brengen:; βλάπτε φρένας... Ζεύς ἡμετέρας Zeus bracht onze geest in verwarring Il. 15.724; met dubb. acc..; τὸν δέ τις ἀθανάτων βλάψε φρένας een van de goden heeft hem zijn verstand ontnomen Od. 14.178; pass.. βλαφθείς in zijn dwaasheid Il. 9.512.
5. post-hom. schaden, schade toebrengen, schade berokkenen; met acc..; βουλόμενοι βλάπτειν αὐτόν omdat ze hem wilden schaden Hdt. 2.113.3; met acc. en acc. v. h. inw. obj..; οὐκ ἐμὲ μείζω βλάψετε jullie zullen mij niet meer schade toebrengen Plat. Ap. 30c; ellipt..; οἷσι μὴ βλάψῃ θεός als de godheid hun kind (nl. van de vaders) geen schade toebrengt Aeschl. Eum. 661; pass.. τὸ βλαβέν de schade Plat. Lg. 933e.
Russian (Dvoretsky)
βλάπτω: (fut. βλάψω, pf. βέβλᾰφα; pass.: fut. βλᾰβήσομαι, aor. 1 ἐβλάφθην, aor. 2 ἐβλάβην, pf. βέβλαμμαι)
1 задерживать, мешать (ἵππους Hom.): βλάβεν ἅρματα καὶ ἵππω Hom. колесница и кони отстали; Διόθεν βλαφθέντα βέλεμνα Hom. задержанные Зевсом снаряды; β. τινὰ κελεύθου Hom. преграждать кому-л. путь; ὄζῳ ἔνι βλαφθῆναι Hom. зацепиться за сук;
2 повреждать, наносить ущерб, вредить (τινά Thuc., Xen., Plat., реже τινί Aesch.; πρὸς ὑγίειαν Arst.; μεγάλα β. Arst. и βλάπτεσθαι Xen.): βλάπτεσθαι τὰ ὄμματα πρὸς ὀξυωπίαν Arst. терять остроту зрения; βλάψαι τινὰ (φρένας) Hom. помрачить чей-л. рассудок; βεβλαμμένος ἦτορ Hom. пораженный в сердце; βλαφθείς Hom. умалишенный, помешанный;
3 нарушать (λόγον τινός Pind.; ὅρκους Arst.).
Frisk Etymological English
See also: s. βλάβη.
Middle Liddell
[Root !βλαβ, v. βλάβη
I. to disable, hinder, stop Hom.:—βλ. πόδας to disable the feet, to lame them, Od.:—Pass., ὄζωι ἔνι βλαφθέντε [the horses] caught in a branch, Il.; βλάβεν ἅρματα were stopped, Il.; Διόθεν βλαφθέντα βέλεμνα stopped, made frustrate by Zeus, Il.
2. c. gen. to hinder from, βλάπτουσι κελεύθου Od.:—Pass., βλαβέντα λοισθίων δρόμων arrested in its last course, Aesch.
II. of the mind, to distract, delude, deceive, mislead, of the Gods, Hom.; βλαφθείς, Lat. mente captus, Il.
III. after Hom. to damage, hurt, mar, opp. to wilful wrong (ἀδικεῖν), Aesch., etc.
English (Autenrieth)
aor. ἔβλαψα, βλάψα, pass. pres. βλάβεται, perf. part. βεβλαμμένος, aor. 1, 3 pl., ἐβλάφθησαν, part. βλαφθείς, aor. 2 ἐβλάβην, 3 pl. ἔβλαβεν, βλάβεν: impede, arrest; τόν γε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου, Od. 1.195; (ἵππω) ὄζῳ ἐνὶ βλαφθέντε, ‘caught’ in, Il. 6.39, Il. 15.647 ; βλάψε δέ οἱ φίλα γούνατα, Il. 7.271; so pass., βλάβεται γούνατα, ‘totter,’ Od. 13.34 ; βεβλαμμένον· ἦτορ, ‘arrested in life's flow,’ i. e. ‘wounded in the heart,’ Il. 16.660; metaph., harm the mind., infatuate; τὸν δέ τις ἆθανάτων βλἁψε φρένας, Od. 14.178; and without φρένας, (-Ἄτη) βλάπτουσ' ἀνθρώπους, Il. 9.507; pass., βλαφθείς, Il. 9.512.
English (Slater)
βλάπτω
1 harm, hurt met. τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω violating (P. 9.94) σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον οὐδ' ὑπὸ κέρδει βλάβεν (N. 7.18)
English (Abbott-Smith)
βλάπτω, [in LXX: Pr 25:20, To 12:2, Wi 10:8 18:2, II Mac 12:22, IV Mac 9:7*;]
to hurt, injure: c. acc., Mk 16:[18], Lk 4:35.†
English (Strong)
a primary verb; properly, to hinder, i.e. (by implication) to injure: hurt.
English (Thayer)
future βλαψω; 1st aorist ἐβλαψα; to hurt, harm, injure: τινα, Homer down; 2 Maccabees 12:22, etc.)
Greek Monolingual
και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και -φτομαι και -βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι)
προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι
μσν.- νεοελλ.
καταστρέφω
νεοελλ.
Ι. 1. σκοτώνω
2. ενοχλώ, πειράζω
II. βλάπτομαι
1. αρρωσταίνω
2. σκοτώνω
2. είμαι έγκυος
αρχ.
Ι. 1. εμποδίζω, σταματώ, αναχαιτίζω
2. παραπλανώ, εξαπατώ
3. φρ. α) «βλάπτω λόγον» — αλλοιώνω την προφητεία
β) «βλάπτω ὅρκους» — παραβιάζω, αθετώ
II. (μτχ. παθ. παρακμ.) βλαμμένος, -η, -ο (AM βεβλαμμένος, -η, -ον)
1. αυτός που έχει υποστεί κάποια βλάβη
2. αυτός που έχει βλάβη στο μυαλό ή που συμπεριφέρεται ανόητα («νόοιο βεβλαμμένος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βλάπτω < (θ.) βλαπ- + (επίθημα) -ye- / - yo- και πιθ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. mrc- ya- ti «βλάπτω», ενώ ο συσχετισμός του με τα λατ. mulceō «αγγίζω, ψήχω» -mulco «βασανίζομαι» δεν είναι φωνητικά και σημασιολογικά δυνατός. Το ομηρικό βλάβεται απαντά χωρίς ενεστωτικό επίθημα και πιθ. αποτελεί αρχαίο σχηματισμό, μολονότι έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. βλάβεται < εβλάβην, παθ. αόρ. β' του βλάπτομαι. Τέλος, το βλάβω < έβλαψα, αόρ. του βλάπτω κατά το σχήμα: έθλιψα -θλίβω, έτριψα -τρίβω, ήμειψα- αμείβω κ.ά. Το ρ. βλάπτω χρησιμοποιείται στον Όμηρο με τη σημασία του «σταματώ την πορεία, φράζω τον δρόμο» (ανθρώπου ή αλόγου) ή «εξαπατώ», ενώ με την έννοια του «ζημιώνω, προκαλώ βλάβη» απαντά στη μεθομηρική εποχή.
ΠΑΡ. βλάψη (-ις)
αρχ.
βλάμμα, βλαπτήριος, βλαπτικός
νεοελλ.
βλάψιμο.
ΣΥΝΘ. παραβλάπτω, καταβλάπτω
αρχ.
αντιβλάπτω, αποβλάπτω επιβλάπτω, προσβλάπτω αρχ.-μσν. συμβλάπτω].
Greek Monotonic
βλάπτω: (√ΒΛΑΒ, βλ. βλάβη), μέλ. -ψω, αόρ. αʹ ἔβλαψα, Επικ. βλάψε, παρακ. βέβλᾰφα — Παθ., μέλ. βλᾰβήσομαι και στο Μέσ. τύπο βλάψομαι, Παθ. αόρ. αʹ ἐβλάφθην, Παθ. αόρ. βʹ ἐβλάβην [ᾰ], Επικ. γʹ πληθ. ἔβλαβεν, βλάβεν, παρακ. βέβλαμμαι,
I. 1. αχρηστεύω, αδρανοποιώ, παρακωλύω, δυσχεραίνω, εμποδίζω, σε Όμηρ.· βλάπτω πόδας, ακινητοποιώ τα πόδια, τα κάνω να χωλαίνουν, τα κουράζω, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., ὄζῳ ἔνι βλαφθέντε (οἱ ἵπποι), (τα άλογα) παγιδευμένα σε ένα κλαδί, σε Ομήρ. Ιλ.· βλάβεν ἅρματα, αναχαιτίστηκαν, σταματήθηκαν τα άρματα, στο ίδ.· Διόθεν βλαφθέντα βέλεμνα, σταματημένα, εμποδισμένα, εξουδετερωμένα από το Δία, στο ίδ.
2. με γεν., παρακωλύω, εμποδίζω από κάποιον· βλάπτουσι κελεύθου, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., βλαβέντα λοισθίων δρόμων, αυτά που αναχαιτίστηκαν στην τελευταία διαδρομή, σε Αισχύλ.
II. λέγεται για τη νόηση, πνεύμα, παραπλανώ, εξαπατώ, παροδηγώ, μωραίνω· χρησιμοποιείται για τους θεούς, σε Όμηρ.· βλαφθείς, Λατ. mente captus, σε Ομήρ. Ιλ.
III. μετά τον Όμηρ. καταστρέφω, πλήττω, πληγώνω, φθείρω, συντρίβω, αντίθ. προς το προμελετημένο κακό (ἀδικεῖν), σε Αισχύλ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
βλάπτω: μέλλ. -ψω· ἀόρ. ἔβλαφα, Ἐπ. βλάψε Ἰλ. Ψ, 774· πρκμ. βέβλᾰφα Δημ. 398. 4, ἔβλαφα (κατ-) Συλλ. Ἐπιγρ. 1570 α. 51. - Παθ., μέλλ βλᾰβήσομαι Ἰσοκρ. 7Β, Πλάτ. Μένων. 77Ε, Γοργ. 475D, Ἱππ. Ἐλ. 373Α· βεβλάψομαι Ἱππ. 385. 52· ὡσαύτως, μέσ. μέλλ. βλάψομαι (μὲ παθ. σημασ.) Θουκ. 1. 81., 6. 64· ἀόρ. α΄ ἐβλάφθην Ὅμ., συχν. καὶ παρ΄ Ἀττ.· ἀόρ. β’ ἐβλάβην [ᾰ], Ἀττ., γ΄ πληθ. ἔβλαβεν, βλάβεν Ἰλ. Ψ, 461, 545, βλαβεὶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 120· (μέσ. ἀόρ. βλάψαντο μόνον παρὰ Κοίντ. Σμ. 5. 466)· πρκμ. βέβλαμμαι Ἰλ., Ἀττ. (√ΒΛΑΒ, ἐξ ἧς καὶ τὰ βλάβομαι, βλαβῆναι, βλάβη, βλάβος, δὲν εὑρέθησαν δὲ ἀκόμη τὰ ἴχνη αὐτῆς ἐν ἄλλαις γλώσσαις). Ἀνίκανον καθιστῶ, κωλύω, ἐμποδίζω, σταματῶ, μή τιν΄ ἑταίρων βλάπτοι ἐλαύνοντα Ὀδ. Ν. 22· βλάψας δέ μοι ἵππους Ἰλ. Ψ. 571· βλ. πόδας, καθιστῶ τοὺς πόδας ἀνικάνους πρὸς δρόμον, χωλαίνω αὐτούς, ἐπιφέρω κούρασιν εἰς αὐτούς, Ψ. 782. - Παθ., ζωὸν ἕλε, βλαφθέντα κατὰ κλόνον, περιπλακέντα ἐν τῇ συμπλοκῇ καὶ παραπλανηθέντα, Π. 331· ὄζῳ ἔνι βλαφθέντε μυρικίνῳ [οἱ ἵπποι], περιπλακέντες (ἐμπερδευθέντες) εἰς κλάδον…, Ζ. 39· βλάβεν ἅρματα καὶ ταχέ’ ἵππω, ἀνεχαιτίσθησαν τὰ ἅρματα καὶ οἱ ἵπποι, Ψ. 545· Διόθεν βλαφθέντα βέλεμνα, ἐμποδισθέντα, ματαιωθέντα ὑπὸ τοῦ Διός. Ο. 489, πρβλ. 485. 2) μ. γεν., κωλύω ἀπό τινος, τόνγε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου Ὀδ. Α. 195· οὐδέ τις αὐτὸν βλάπτειν οὔτ’αἰδοῦς οὔτε δίκης ἐθέλει Τυρταῖ. 8. 40, πρβλ. Θέογν.938.-Παθ., βλαβέντα λοισθίων δρόμων, ἀναχαιτισθέντα ἐν τῷ τελευταίῳ δρόμῳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 120. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ πνεύματος, παραπλανῶ, ἐξαπατῶ, μωραίνω, παροδηγῶ, ἐπὶ τῶν θεῶν, τοῦ δέ τις ἀθανάτων βλάψε φρένας Ὀδ. Ξ. 178· οὕτω μ. αἰτ. προσώπ., Ἰλ. Χ. 15, Ὀδ. Ψ. 14· οὕτω περὶ τῆς Ἄτης, φθάνει δέ τε πᾶσαν ἐπ΄ αἶαν βλάπτουσ΄ ἀνθρώπους Ἰλ. Ι. 507· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ οἴνου, Ὀδ. Φ. 294· βλαφθείς, Λατ. mente captus, Ἰλ. Ι. 508· - οὕτω μ. γεν. ἥ τε (Περσεφόνη)… βλάπτουσα νόοιο Θέογν. 705· νόου βεβλαμμένος ἐσθλοῦ ὁ αὐτ. 222· πρβλ. βλαψίφρων, φρενοβλαβής. ΙΙΙ. μεθ΄ Ὅμηρ., βλάπτω, ἐπιφέρω βλάβην, ζημιῶ, φθείρω, ἀντίθ. πρὸς τὸ ἑκουσίως πράττω τὸ κακὸν εἴς τινα (ἀδικεῖν), οἶσι μὴ βλάπτῃ θεὸς (ἐνν. τὰ τέκνα) Αἰσχύλ. Εὐμ. 661, κτλ.·- ὡσαύτως μετ΄ οὐδ. ἐπιθ., πλείω βλ. τινὰ Θουκ. 6. 33· μείζω Πλάτ. Ἀπολ. 30C· ἄλλο τι Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 22, κτλ.· καὶ ἐν τῷ παθ., μέγα, μεγάλα βλάπτεσθαι ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 3, 13, πρβλ. Πόρσ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1475· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτιατικῆς, βλ. τοὺς βίους μείζους βλάβας, κάμνω μεγαλειτέρας βλάβας εἰς…, Ποσείδιππ. Ἐφεσ. 1· - ὡσαύτως πράγματι μετὰ διπλ. αἰτιατ., βλ. τὴν πόλιν τοὺς ὑπολοίπους, ἀποστερῶ αὐτὴν τῶν…, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 131· καὶ ἐν τῷ παθ., τοσούσδε βλαβῆναι τὴν πόλιν, νὰ χάσῃ ἡ πόλις, ὁ αὐτ. Ἀνν. 28· τὸ βλαβὲν = βλάβη Πλάτ. Νόμ. 933Ε. 2) μ. αἰτ. πράγμ., βλ. λόγον, ἀλλοιώνω, φθείρω τὴν προφητείαν, Πίνδ. ΙΙ. 9. 167· τοὺς ὅρκους, παραβιάζω αὐτούς, Ἀριστ. Ἀποσπ. 143. - Ἡ σημασία αὕτη οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ παρ΄ Ὁμ., διότι ἐν Ἰλ. Π.660 ἡ γραφὴ βεβλημένος ἦτορ δικαίως προτιμᾶται τῆς βεβλαμμένος, ἴδε Spitzn. ἐνταῦθα.
Frisk Etymology German
βλάπτω: {bláptō}
See also: s. βλάβη.
Page 1,241
Chinese
原文音譯:bl£ptw 不拉普拖
詞類次數:動詞(2)
原文字根:傷害
字義溯源:妨礙*,傷害,受害,害。
同義字:1) (βλάπτω)妨礙 2) (κακόω)傷害
同源字:1) (βλαβερός)有害白 2) (βλάπτω)妨礙 3) (βλασφημέω / δυσφημέω)詆毀 4) (βλασφημία)毀謗 5) (βλάσφημος)褻瀆的
出現次數:總共(2);可(1);路(1)
譯字彙編:
1) 害(1) 路4:35;
2) 受害(1) 可16:18
Lexicon Thucydideum
damno afficere, nocere, to injure, harm, 1.23.3, 1.33.1, 1.35.5, 1.37.3. 1.41.1. 1.43.1, 1.70.4, 1.82.1, 1.122.4, 1.141.7. 2.42.3, 2.51.2, 2.67.2, 3.13.2, 3.40.1, 3.45.5, 3.61.2, 3.84.2, 3.85.2, 4.3.3, 4.29.3. 4.41.2, 4.46.1, 4.61.1, 5.25.3, 5.95.1. 5.103.1. 6.14.1, 6.17.8. 6.33.4, 6.64.1, 6.69.3, 6.72.3. 6.72.4, 6.83.1. 6.87.3, 6.91.6. 6.92.3, 6.92.5, 7.25.5. 7.27.3, 7.28.4. 7.29.1, 7.36.6. 7.40.5, 7.44.6, 7.49.2. 7.68.5, 8.35.4. 8.51.3, 8.60.1, 8.67.2, 8.109.1, [vulgo commonly ἐπιβλ.].
PASS. 1.68.2, 1.71.1. 1.81.4, 1.86.3. 1.124.2. 1.141.1, 3.37.2. 3.43.5. 3.46.4. 3.56.2, 4.64.1, 4.64.4. 4.73.4, 4.87.3. 4.87.5, 6.64.1, 6.84.1, 6.87.2. 6.89.3. 6.103.4. 7.27.4, 7.62.1. 7.62.3.
detrimentum afferre, laedere, to cause loss, hurt, 1.142.4, 4.98.1, 5.65.4,
PASS. 7.67.3,
impedire, to hinder, impede, 2.41.4, 2.69.1, 7.21.4, 7.62.2.