συμφορά

English (LSJ)

Ion. συμφορή, ἡ, (συμφέρω)
A bringing together, collecting, βελῶν Polem.Cyn.24; conjunction, νούσων μυρίων τε καὶ κακῶν Aret. SD2.11; comparison, τὰς ξ. τῶν βουλευμάτων S.OT44 (but in signf. ΙΙ.1, = τὰς συντυχίας καὶ ἀποβάσεις, acc. to Sch.):—pedantically for συμβολή, a contribution, Luc.Lex.6.
II commonly (from συμφέρω A. ΙΙΙ.4, and B. ΙΙΙ), event, circumstance, chance, hap, πᾶν ἐστι ἄνθρωπος συμφορή = man is entirely a creature of chance Hdt.1.32; αἱ σ. τῶν ἀνθρώπων ἄρχουσι, καὶ οὐκὶ ὥνθρωποι τῶν σ. Id.7.49; συμφορὰς βίου A.Eu.1020 (lyr.), cf. 897, Fr.96A; ἔν τε συμφοραῖς βίου S.OT33; ξυμφορᾶς ἵν' ἕσταμεν = in what a plight I am, Id.Tr.1145; ὦ ξ. τάλαινα τῶν ἐμῶν κακῶν Ar.Ach.1204; ξυμφορᾶς τίνος κυρῆσαι; E.Ion536 (troch.); πρὸς τὰς ξ. καὶ τὰς γνώμας τρέπεσθαι Th.1.140; αἱ ξ. τῶν πραγμάτων ibid.
2 mishap, misfortune, Hippon.49.4, etc.; early writers freq. add an epithet, σ. ἄχαρις Hdt.1.41, 7.190; οἰκτρά Pi.O.7.77; κακή A.Pers.445; τάλαινα S.El.1179: c. gen., σ. πάθους A.Pers.436; κακοῦ ib.1030 (lyr.): but the word came to be used alone in a bad sense, συμφορᾷ δεδαιγμένοι (or δεδαγμένοι) Pi.P.8.87; ὑπὸ τῆς σ. ἐκπεπληγμένος Hdt.3.64; συμφορῇ τοιῇδε κεχρημένος Id.1.42, cf. Antipho 3.2.8; αἱ παροῦσαι σ. S. Ph.885; ἐς (ἐπὶ codd.) συμφορὴν ἐμπεσεῖν, of a hurt or a disease, Hdt.7.88; of defects of character, τριῶν τῶν μεγίστων ξυμφορῶν, ἀξυνεσίαςμαλακίαςἀμελείας Th.1.122; of overpowering passion, X.Cyr.6.1.37: euphemism for ἄγος, S.OT99; for ἀτιμία, And.1.86; for banishment, X.HG1.1.27, Isoc.5.58; offence, trespass, Pl.Lg.854d, 934b; συμφορήν or μεγάλην σ. ποιεῖσθαί (τι) look upon or consider a thing as a great misfortune, Hdt.1.83, 4.79, 5.35, etc.; followedby ὅτι, Id.1.216, etc.; σ. νομίζειν, κρίνειν, ἡγεῖσθαι, X.Ages.7.4, 11.9, Pl.Phd.84e: prov., πῖνε, πῖν' ἐπὶ συμφοραῖς = drink, drink on a happy occasion, Simon. (14) ap.Ar.Eq.406; of a person, μηδὲ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα, i.e. ὡς ὄντα σ., S.Aj.68; τὸν ἄνθρωπον . . κοινὴν τῶν ἑλλήνων σ. Aeschin.3.253; σ. τῆς πόλεως Din.1.65.
3 rarely in good sense, good luck, happy issue, A.Ag.24, S. El.1230 (pl.); σ. καίριοι A.Ch.1064; εὔανδροι Id.Eu.1031; σ. ἐσθλαί, εὐδαίμονες, E.Alc.1155, Hel.457; σ. ἀγαθαί Ar.Eq.655.

German (Pape)

[Seite 992] ἡ, ion. συμφορή, das Zusammentragen, Zusammenbringen, Sammeln. Gew. Ereigniß, Zufall, Eur. Ion 536; bes. im schlimmen Sinne, Unfall, Mißgeschick; λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκύ, Pind. Ol. 7, 77; συμφορᾷ δεδαϊγμένοι, P. 8, 87; Aesch. Prom. 391 u. oft, κακῶν Pers. 431, πάθους 428; u. oft bei Soph. u. Eur.; ξυμφορᾷ καινῇ πεπληγμένος, Ar. Th. 179; ξυμφορὰ γενήσεται τὸ πρᾶγμα, Eccl. 488; θεήλατος, Eur. Or. 2; ἀμήχανος, Med. 392, u. oft; u. in Prosa: συμφορῇ χρῆσθαι, unglücklich sein, Her. 1, 42. 3, 41; πρὸς τὰ μέγιστα, 8, 20; oft συμφορήν, μεγάλην συμφορὴν ποιεῖσθαί τι, Etwas für ein großes Unglück ansehen, viel Aufhebens davon machen u. laut klagen, 1, 83. 216. 5, 5. 35 u. sonst; ἀμήχανος, Plat. Prot. 344 c; ὅταν τις τοσαύτη ξυμφορὰ καταλάβῃ, Rep. III, 387 e; περὶ τῆς ξυμφορᾶς διεξιόντες ὅση ἡμῖν γεγονυῖα εἴη, Phaed. 116 a; οὐ ξυμφορὰν ἡγοῦμαι τὴν παροῦσαν τύχην, 84 e; Thuc. u. Folgde. – Selten von erfreulichen Begebnissen, Aesch. Ag. 24 Eum. 985; vgl. Soph. El. 1221; übh. Geschick, φρονῶ δὴ ξυμφορᾶς ἵν' ἕσταμεν, Tr. 1135; πρὸς ἄλλαν ἐλαύνει θεὸς συμφορὰν τᾶσδε κρείσσω, Eur. Hel. 648; ἐπ' ἐσθλαῖς συμφοραῖσιν, Alc. 1158; εὐδαίμονες, Hel. 464; ἀγαθή, Ar. Equ. 653 Lys. 1276. – Bei Plat. auch in sittlicher Beziehung, Verbrechen, Legg. IX, 854 d XI, 934 b.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
I. contribution;
II. concours de circonstances, conjoncture, particul. :
1 en gén. événement, chance, hasard;
2 événement malheureux, malheur, accident ; συμφορῇ (ion.) χρῆσθαι HDT être malheureux ; ἐπὶ συμφορὴν ἐμπίπτειν HDT tomber dans le malheur ; συμφορὴν ποιεῖσθαί τι HDT, συμφορὰν νομίζειν XÉN, κρίνειν XÉN, ἡγεῖσθαι PLAT regarder qch comme un malheur ; en parl. de pers. être qui est le malheur de, gén;
III. rar. en b. part conséquence heureuse, dénouement favorable.
Étymologie: συμφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμφορά -ας, ἡ, Att. ook ξυμφορά, Ion. συμφορή συμφέρω (toevallige) gebeurtenis toeval, omstandigheid, lot:. συμφοραὶ βίου lotgevallen van het leven; πᾶν ἐστι ἄνθρωπος συμφορή een mens is geheel en al (speelbal van het) lot Hdt. 1.32.4; αἱ συμφοραὶ τῶν ἀνθρώπων ἄρχουσι, καὶ οὐκὶ ὥνθρωποι τῶν συμφορέων omstandigheden beheersen de mens en niet de mens de omstandigheden Hdt. 7.49.3; αἱ ξυμφοραὶ τῶν πραγμάτων de loop der dingen Thuc. 1.140.1; αἱ συμφοραὶ τῶν βουλευμάτων de gebeurtenissen die samenhangen met hun raad (d.w.z. de uitkomst van hun raad) Soph. OT 44. meestal ongunstig ongeluk, onheil, ellende, ramp:, ἡ ἐν τῇ Σικελίᾳ ξυμφορά de ramp in Sicilië Thuc. 8.96.1; συμφορὴν ποιεῖσθαι als een ongeluk of ramp beschouwen, met acc. iets; met ὅτι- zin.; eufem. voor misdrijf:. ἐν τῷ προσώπῳ... γραφεὶς τὴν συμφοράν... ἐκβληθήτω (een misdadiger) moet zijn misdrijf op zijn voorhoofd gekerfd krijgen en het land uit gezet worden Plat. Lg. 854d. zelden in positieve zin geluk, gunstige omstandigheid. bijdrage (expres in ongebruikelijke betekenis). Luc. 46.6.

Russian (Dvoretsky)

συμφορά: ион. συμφορή
1 взнос: τὸ δεῖπνον ἀπὸ συμφορῶν Luc. обед в складчину;
2 стечение обстоятельств, случайность, тж. случай, происшествие (συμφοραὶ ἐσθλαί Eur.; σ. ἄχαρις Her.): συμφοραὶ βίου Aesch., Soph. житейские превратности; πρὸς τὰς ξυμφορὰς καὶ τὰς γνώμας τρέπεσθαι Thuc. менять свои убеждения в соответствии с обстоятельствами;
3 исход: αἱ ξυμφοραὶ τῶν πραγμάτων Thuc. исход, событий; αἱ ξυμφοραὶ τῶν βουλευμάτων Soph. результат советов;
4 несчастная случайность, несчастье, беда: ἐπὶ συμφορὴν ἐμπίπτειν Her. стать жертвой несчастного случая; τῇ συμφορῇ κεχρημένος Her. постигнутый несчастьем; συμφοράν τι ποιεῖσθαι Her., νομίζειν Xen. или ἡγεῖσθαι Plat. считать что-л. несчастьем; κοινὴ τῶν Ἑλλήνων σ. Aeschin. несчастье (бич) всей Эллады;
5 счастливое происшествие, благополучный исход Aesch., Soph.: πίνειν ἐπὶ συμφοραῖς Simonides ap. Arph. пить за счастье;
6 проступок, преступление: ἐν τῷ προσώπῳ γραφεὶς τὴν συμφοράν Plat. с наложенным на лицо клеймом за преступление.

English (Slater)

συμφορά misfortune τόθι λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκὺ Τλαπολέμῳ ἵσταται πομπὰ καὶ κρίσις (O. 7.77) πτώσσοντι συμφορᾷ δεδαγμένοι (P. 8.87) ς]υμφορᾶ[ P. Oxy. 2442, fr. 112.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφορά Ν, και ιων. τ. συμφορή Α
1. κακοτυχία, δυστυχία, ατύχημα (α. «τον βρήκε μεγάλη συμφορά» β. «ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος», Ηρόδ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που φέρνει κακοτυχία, δεινά (α. «αυτός είναι αληθινή συμφορά για τον τόπο» β. «τὸν ἄνθρωπον... κοινὴν τῶν Ἑλλήνων συμφοράν», Αισχίν.)
νεοελλ.
φρ. «συμφορά μου» — αλίμονό μου
αρχ.
1. συνάθροιση, συγκέντρωση
2. συσσώρευση («συμφορὰ νούσων μυρίων τε καὶ κακῶν», Αρετ. Χρον. Παθ.)
3. συνεισφορά
4. τυχαίο γεγονός, περίσταση, περιστατικό («εἰδὼς τοὺς ἀνθρώπους... πρὸς δὲ τὰς ξυφμορὰς καὶ τὰς γνώμας τρεπομένους», Θουκ.)
5. ασθένεια
6. ψυχικό ελάττωμα ή σφοδρό πάθοςτάδε τριῶν τῶν μεγίστων ξυμφορῶν ἀπήλλακται, ἀξυνεσίας ἢ μαλακίας ἢ ἀμελείας», Θουκ.)
7. μίασμα
8. ατιμία, αδικία, παρανομία
9. (σπανίως με καλή σημ.) ευμενής συγκυρία, ευτυχής έκβαση, ευτυχία
10. φρ. «συμφορὴν ποιεῖσθαι [ή νομίζειν ή ἡγεῖσθαι ή κρίνειν]» — θεωρώ ως συμφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφέρω. Η λ. στην Αρχαία Ελληνική είχε την έννοια του τυχαίου γεγονότος, της ασθένειας, της αδικίας, της ατιμίας, αλλά τήν χρησιμοποιούσαν και με την καλή σημ. της ευμενούς συγκυρίας, της ευτυχίας, της καλής τύχης. Στη Νέα Ελληνική, ωστόσο, η σημ. της λ. εξελίχθηκε «ἐπὶ κακῷ» και χρησιμοποιείται για να δηλώσει αποκλειστικά την κακοτυχία, τη δυστυχία, το ατύχημα].

Greek Monotonic

συμφορά: Ιων. -ή, (συμφέρω III),
1. γεγονός, περίσταση, τυχαίο γεγονός, συμβάν, σε Ηρόδ., Αττ.· αἱ ξυμφοραὶ τῶν βουλευμάτων, αποτελέσματα, εκβάσεις διαβουλεύσεων, σε Σοφ.· ξυμφορᾶς ἵν'ἕσταμεν, σε τι επικίνδυνη θέση βρισκόμαστε, στον ίδ.
2. ιδίως, ατυχής συγκυρία, ατύχημα, δυστύχημα, σε Ηρόδ., Αττ.· συμφορῇ χρῆσθαι, είμαι ατυχής, σε Ηρόδ.
3. με θετική σημασία, καλή τύχη, ευτυχές γεγονός, σε Τραγ.

Greek (Liddell-Scott)

συμφορά: Ἰων. -ρή, ἡ, (συμφέρω) συμφόρησις, συσσώρευσις, βελῶν Πολέμων 4. 12· περιπλοκή, νούσων Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11· ― εἰς σχολαστικὸν ὕφος ἀντὶ τοῦ συμβολή, ἔρανος, συνεισφορά, Λουκ. Λεξιφ. 6. ΙΙ. συνήθως (ἐκ τοῦ συμφέρω Α. ΙΙΙ. 4, καὶ Β. ΙΙΙ), γεγονός, περίστασις, τύχη, συμβεβηκός, πᾶν ἐστιν ἄνθρωπος συμφορὴ Ἡρόδ. 1. 32· αἱ σ. τῶν ἀνθρώπων ἄρχουσι, καὶ οὐκὶ ὥνθρωποι τῶν σ. ὁ αὐτ. 7. 49, 1· συμφορὰς βίου Αἰσχύλ. Εὔμ. 1020, πρβλ. 897· ἔν τε συμφοραῖς βίου Σοφ. Ο. Τ. 33· αἱ ξ. τῶν βουλευμάτων, τὰ ἀποτελέσματα, αἱ ἐκβάσεις αὐτῶν (τὰς συντυχίας καὶ ἀποβάσεις Σχόλ.), αὐτόθι 44· οἴμοι, φρονῶ δὴ ξυμφορᾶς ἵν’ ἕσταμεν, ἀλλοίμονον, τώρα βλέπω εἰς ποῖον σημεῖον συμφορᾶς εὑρίσκομαι, Τρ. 1145· ξυμφορᾶς τινος κυρῆσαι Εὐρ. Ἴων 530· πρὸς τὰς ξ. καὶ τὰς γνώμας τρέπεσθαι Θουκ. 1. 140· αἱ ξ. τῶν πραγμάτων αὐτόθι. 2) εἰς δήλωσιν κακοῦ συμβάντος ἢ δυστυχήματος οἱ παλαιότεροι συγγραφεῖς συνήθως προσέθετον προσδιορισμὸν ἐπιθετικόν, σ. ἄχαρις Ἡρόδ. 1. 41., 7. 190· οἰκτρά, κακή, τάλαινα, κτλ., Πινδ. Ο. 7. 141· ― ἀλλὰ κατήντησεν ἡ λέξις νὰ εἶναι ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς καὶ νῦν, συμφορᾷ δεδαιγμένοι ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 125· ὑπὸ τῆς σ. ἐκπεπληγμένος Ἡρόδ. 3. 64· συμφορῇ χρῆσθαι, εἶμαι δυστυχής, ἀτυχής, ὁ αὐτ. 1. 42, πρβλ. Ἀντιφῶντα 122. 2· ἐπὶ συμφορὴν ἐμπίπτειν, ἐπὶ πάθους ἢ νοσήματος, Ἡρόδ. 7. 88, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 885· οὕτως ἐπὶ ὑπερμέτρου ὀργῆς, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 37· ― κατ’ εὐφημισμ. ἀντὶ τοῦ ἄγος, Σοφ. Ο. Τ. 99· ἀντὶ τοῦ ἀτιμία, Ἀνδοκ. 11. 41· ἀντὶ ἐξορίας, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1. 27· ἀντὶ καταδίκης, Ἰσοκρ. 94Α· οὕτω σπανίως καὶ ἐπὶ ἠθικῆς σχέσεως, ἁμάρτημα, παράβασις. Πλάτ. Νόμ. 854D, 934B· ― συμφορὴν ἢ μεγάλην σ. ποιεῖσθαί τι, νομίζειν τι ὡς μέγα δυστύχημα, Ἡρόδ. 1. 83., 4. 79., 5. 35, κτλ., ἐπιφερομένης προτάσεως διὰ τοῦ ὅτι, ὁ αὐτ. 1. 216, κτλ.· οὕτω, σ. νομίζειν, κρίνειν, ἡγεῖσθαι Ξεν. Ἀγησ. 7, 4., 11, 9, Πλάτ. Φαίδων 84Ε· παροιμ., πῖνε. πῖν’ ἐπὶ συμφοραῖς Σιμωνίδ. (7) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 406· ― ἐπὶ προσώπου, μηδὲ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα, δηλ. ὡς ὄντα σ., Σοφ. Αἴ. 68· τὸν ἄνθρωπον… κοινὴν τῶν Ἑλλήνων σ. Αἰσχίν. 89. 39· σ. τῆς πόλεως Δείναρχ. 98. 24. 3) σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀγαθὴ τύχη, εὐτυχὴς ἔκβασις, καλὸν ἀποτέλεσμα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 24, Χο 1064, Εὐμ. 1031, Σοφ. Ἠλ. 1280· σ. ἐσθλαί, εὐδαίμονες Εὐρ. Ἄλκ. 1155, Ἠλ. 457· σ. ἀγαθὴ Ἀριστοφ. Ἱππ. 655.

Middle Liddell

συμφορά, Ionic -ή, ἡ, συμφέρω III]
1. an event, circumstance, chance, hap, Hdt., Attic; αἱ ξ. τῶν βουλευμάτων the results, issues of the counsels, Soph.; ξυμφορᾶς ἵν' ἕσταμεν in what a hazardous state we are, Soph.
2. esp. a mishap, mischance, misfortune, Hdt., Attic; συμφορῇ χρῆσθαι to be unfortunate, Hdt.
3. in good sense, good luck, a happy issue, Trag.

English (Woodhouse)

accident, calamity, chance, disaster, event, fortune, incident, issue, misfortune, result, accidents of life, blow of fortune, stroke of bad fortune

Lexicon Thucydideum

casus, eventus, chance, event, 1.140.1, 1.140.12.44.1, 2.87.3,
calamitas, clades, disaster, defeat, 1.70.7, 1.84.2, 1.122.4. 1.127.2, 2.17.2. 2.59.2, 2.60.1, 2.60.4, 2.61.4, 2.64.3. 2.64.6. 2.68.5, 3.38.1. 3.39.3. 3.57.3, 3.59.1, 3.104.6. 3.114.1, 4.15.1, 4.17.1. 4.18.1. 4.18.4. 4.20.2, 4.21.3. 4.22.2. 4.55.3, 4.98.6. 5.14.3, 5.17.1. 5.28.2. 5.32.1, 5.34.2. 5.75.3. 5.111.3, 6.10.2. 6.16.4, 6.58.1, 6.89.2. 7.18.2, 7.29.5, 7.47.1, 7.57.8. 7.61.2. 7.63.3, 7.63.4. 7.77.1. 7.77.3, 8.12.1, 8.24.5, 8.27.3, 8.27.6, 8.81.2, 8.96.1. 8.96.2, 8.98.2. 8.106.2, 8.106.5.

Translations

mishap

Bulgarian: злополука, лош късмет; Chinese: 意外; Mandarin: 意外, 閃失, 闪失; Dutch: ongeluk, vergissing, probleem, pech; Finnish: kommellus; French: erreur, accident; Galician: empeno, esquencia, amoladela; German: Missgeschick; Ancient Greek: συμφορά, δυσημερία, σύμπτωμα; Italian: contrattempo, incidente; Japanese: 不運; Khmer: គ្រោះ; Ottoman Turkish: قضا‎; Russian: несчастье, неудача; Spanish: percance; Swedish: missöde; Turkish: aksilik, kaza, talihsizlik

misfortune

Arabic: مُصِيبَة‎, شَقْوَة‎; Bulgarian: нещастие; Catalan: infortuni, desgràcia; Chinese Mandarin: 不幸, 禍, 祸; Dutch: tegenslag; Finnish: onnettomuus; French: mésaventure, malheur; German: Unglück, Unfall, Unheil, Mißgeschick; Ancient Greek: συμφορά, δυστύχημα; Hungarian: csapás, szerencsétlenség; Irish: amaróid, anachain, tubaiste; Italian: disgrazia; Japanese: 不幸, 災い; Korean: 불운; Kurdish Central Kurdish: لێقەومان‎; Latin: calamitas, clades, aerumma, adversa; Latvian: bēda; Malayalam: അനർത്ഥം; Maori: maiki, maikiroa; Ngazidja Comorian: ɓaya; Occitan: malparada, malabosena, malastrada; Portuguese: desgraça, infortúnio, adversidade; Romanian: pățeală, pățanie, nenorocire; Russian: несчастье, беда; Spanish: desgracia, infortunio, desventura, adversidad; Swedish: olycka

chance

Armenian: պատահականություն, դիպված; Basque: zori; Bulgarian: случайност; Catalan: atzar, casualitat; Czech: náhoda; Danish: mulighed, tilfældighed; Dutch: toeval; Esperanto: hazardo; Finnish: sattuma; French: raccroc; Georgian: შემთხვევა; German: Zufall; Greek: τύχη, σύμπτωση, περίσταση, συγκυρία; Hebrew: מִקְרֶה‎, צֵרוּף מִקְרִים‎; Hungarian: véletlen; Irish: seans; Kabuverdianu: txansa, xansa; Khmer: គ្រោះ; Korean: 우연(偶然); Latin: temeritas, accidentia, fors; Middle English: chaunce; Norwegian: mulighet, tilfeldigheter; Occitan: escasença; Portuguese: acaso; Romanian: întâmplare, accident; Russian: случайность; Spanish: azar, suerte, casualidad; Swedish: slump; Turkish: şans, fırsat, kaza

circumstance

Albanian: rrethanë; Arabic: حَالَة‎, ظَرْف‎; Armenian: հանգամանք, պարագա; Azerbaijani: hal, vəziyyət; Belarusian: акалі́чнасць; Bengali: পরিস্থিতি, আওকাত, হালত; Bulgarian: обстоятелство; Burmese: အခြေအနေ; Catalan: circumstància; Chinese Mandarin: 情況, 情况, 狀態, 状态; Czech: okolnost; Danish: omstændighed; Dutch: omstandigheid; Esperanto: cirkonstanco; Estonian: asjaolu; Finnish: olosuhteet, olot; French: circonstance; Galician: circunstancia; Georgian: გარემოება; German: Umstand; Hebrew: נסיבות‎; Hindi: परिस्थिति; Hungarian: körülmény; Icelandic: kringumstæður; Irish: toisc; Italian: circostanza; Japanese: 状況, 事情; Kazakh: жағдай; Khmer: កាលៈទេសៈ; Korean: 상황; Kyrgyz: жагдай; Lao: ກະລະນີ, ສະຖານະ; Latin: res; Latvian: apstāklis; Lithuanian: aplinkybė; Macedonian: околност; Malay: keadaan; Mongolian Cyrillic: нөхцөл байдал; Mongolian: ᠨᠥᠬᠦᠴᠡᠯ; ᠪᠠᠶᠢᠳᠠᠯ; Norwegian Bokmål: omstendighet; Norwegian Nynorsk: omstende; Old English: ymbstandennes; Persian: حال‎, حالات‎, وضعیت‎, شرایط‎; Plautdietsch: Veheltniss; Polish: okoliczność; Portuguese: circunstância; Romanian: circumstanță, împrejurare; Russian: обстоятельство, условие, ситуация, положение; Scottish Gaelic: cor; Serbo-Croatian Cyrillic: околност; Roman: okolnost; Slovak: okolnosť; Slovene: okoliščina; Spanish: circunstancia; Swedish: omständighet; Tajik: ҳолат, вазъият, шароит, ҷиҳат; Thai: กรณี, สถานการณ์; Tigrinya: ኩነት; Turkish: durum, hâl; Ukrainian: обставина; Urdu: حال‎, حالات‎; Uyghur: ھالەت‎; Uzbek: jihat, hol, vaziyat, tomon, holat; Vietnamese: hoàn cảnh; Welsh: amgylchiad

contribution

Afrikaans: bydrae; Arabic: مُسَاهَمَة; Armenian: ներդրում, օժանդակություն, աջակցություն, ավանդ; Belarusian: унёсак, уклад; Bulgarian: принос, участие; Catalan: contribució; Chinese Mandarin: 貢獻, 贡献; Crimean Tatar: isse; Czech: příspěvek; Danish: bidrag; Dutch: bijdrage, contributie; Esperanto: kontribuo; Estonian: panus; Finnish: myötävaikutus; French: contribution; Galician: contribución; Georgian: წვლილი; German: Beitrag; Greek: εισφορά; Ancient Greek: ἀποφορά, ἀποφορή, δόσις, εἰσφορά, ἐπίδομα, ἔρανος, ἐσφορά, μερίς, μετάδοσις, ξυμφορά, σύλλεξις, συμβολή, συμφορά, συμφορή, συνείσδοσις, συνεισφορά, συντέλεσμα, τέλεσμα; Hebrew: תְּרוּמָה; Hindi: योगदान; Hungarian: hozzájárulás; Ido: kontributajo; Indonesian: peran; Italian: contributo; Japanese: 貢献; Korean: 기여(寄與), 공헌(貢獻); Latin: stips; Luxembourgish: Kontributioun; Macedonian: придонес; Malayalam: സംഭാവന; Maori: whakapoha; Navajo: akʼeʼeeshchínígíí; Nepali: योगदान; Norwegian Bokmål: bidrag; Nynorsk: bidrag; Persian: همکاری; Plautdietsch: Beschäarunk, Biedrach; Polish: wkład; Portuguese: contribuição; Romanian: contribuție; Russian: вклад, участие; Scots: contreibution; Serbo-Croatian Cyrillic: до̏принос, контрибуција; Roman: dȍprinos, kontribúcija; Slovak: príspevok; Slovene: prispevek; Spanish: contribución, aporte, cotización; Swedish: bidrag; Tagalog: ambag, tap-ong; Turkish: katkı, katılım payı; Ukrainian: внесок; Welsh: cyfraniad; Yiddish: בײַשטײַערונג