φτερό

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source

Greek Monolingual

το / πτερόν, ΝΜΑ
1. καθένας από τους κερατινοποιημένους επιδερμικούς σχηματισμούς-στελέχη με τριχοειδείς αποφύσεις, που καλύπτουν το σώμα τών πουλιών και είναι εξειδικευμένοι για θερμική μόνωση, πτήση, αισθητήρια υποδοχή, επίδειξη κ.ά. λειτουργίες (α. «παγώνι με χρυσά φτερά και μ' ασημένια πόδια», μοιρολόγι
β. «ἀντὶ τριχῶν πτερά φύειν», Πλάτ.)
2. συνεκδ. πτέρυγα, φτερούγα (α. «τα φτερά της νυχτερίδας» β. «τα φτερά του αεροπλάνου» γ. «τα φτερά τών εντόμων» δ. «τῆς νυκτερίδος πτεροῖσι...», Ηρόδ.)
3. (κατ' επέκτ.) το πλατύ μέρος του κουπιού («ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται», Ομ. Οδ.)
4. εξάρτημα προσαρμοσμένο στο υνί του αρότρου για την αναστροφή του χώματος, αναστρεπτήρας (α. «φτερό του αλετριού» β. «ὁλκαίῳ πτερῷ», Λυκόφρ.)
νεοελλ.
1. εξωτερική κιονοστοιχία κατά μήκος τών μακρών πλευρών αρχαίου ναού
2. πτερύγιο υδραυλικού τροχού ή άλλης συσκευής (α. «φτερά νερόμυλου» β. «φτερά ανεμόμυλου» γ. «φτερά τουρμπίνας»)
3. καθένα από τα ημικυλινδρικά ελάσματα που επιστεγάζουν τα άνω ημίσεα τών τροχών αυτοκινήτου, μοτοσυκλέτας, ποδηλάτου ή άλλου οχήματος
4. καθένας από τους πεπλατυσμένους βραχίονες έλικα
5. ξεσκονιστήρι από φτερά
6. βεντάλια από φτερά
7. μτφ. καθετί που συντελεί σε γοργή κίνηση ή σε πνευματική και ηθική εξύψωση (α. «τα φτερά της φαντασίας» β. «τα φτερά της ποίησης»)
8. φρ. α) «στο φτερό»
i) κατά την πτήση, στον αέρα
ii) γρήγορα, στα πεταχτά
β) «κάνω φτερά»
μτφ. εξαφανίζομαι
γ) «του κόπηκαν τα φτερά» — έχασε το θάρρος του ή τους υποστηρικτές του
δ) «μαζεύω τα φτερά μου» — χάνω την ορμητικότητα ή την έπαρση μου
ε) «το 'καναν φύλλο [και] φτερό» — το κατέστρεψαν εντελώς, το διέλυσαν
αρχ.
1. καθετί που έχει φτερά
2. οιωνός, πτηνό που παρέχει προφητικό σημείο («πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτερόν», Σοφ.)
3. το φύλλωμα τών δένδρων
4. σκιάδιο, παρασόλι
5. φτερωτό βέλος («τῷδ' ἄν εὐστόχῳ πτερῷ ἀπόλαυσιν εἰκοῦς ἔθανες ἄν Διὸς κόρης», Ευρ.)
6. πλευρική πτέρυγα αιγυπτιακού οικοδομήματος, ιδίως ναού («τοῦ δὲ προνάου παρ' ἑκάτερον πρόκειται τὰ λεγόμενα πτερά», Στράβ.)
7. είδος γείσου ή έπαλξης
8. σιδερόφρακτη ή σιδηροπαγής κινητή γέφυρα, που βρισκόταν μπροστά από την πύλη πόλεως
9. κάνθαρος, σκαραβαίος («ὦ Πηγάσειον, φησί, γενναῖον πτερόν», Αριστοφ.)
10. φρ. α) «πτεροῦ σῦριγξ» — το κεράτινο στέλεχος φτερού (Ιπποκρ.)
β) «πτερὸν ἱέρακος» — γραφίδα κατασκευασμένη από φτερό γερακιού, την οποία έφεραν οι ιερογραμματείς στην Αίγυπτο (Διόδ.)
γ) «ἀέθλων πτερά»
μτφ. το βραβείο, το στεφάνι της νίκης, το οποίο υψώνει τον ποιητή μέχρι τον ουρανό (Πίνδ.)
δ) «τοῦ πώγωνος τὰ πτερά» — τα άκρα του παγωνιού
ε) «πτερὰ Θεσσαλικά» — η κάτω παρυφή χλαμύδας (Πολυδ.)
11. παροιμ. φρ. α) «πόνου δ' ἴδοις ἄν οὐδαμοῡ ταὐτὸν πτερόν» — δηλώνει ότι υπάρχουν πολλές μορφές δυστυχίας (Αισχύλ)
β) «κείρευ πτερά» — λεγόταν παραινετικά σε κάποιον για να πάψει να νομίζει ότι κάτι είναι κατορθωτό (Καλλ.)
γ) «ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλομαι» — περηφανεύομαι, κομπάζω για ξένα πράγματα (Λουκιαν.)
δ) «τοῖς ἐμαυτοῦ πτεροῖς ἁλίσκομαι» — συλλαμβάνομαι τοξευόμενος με βέλη που έχουν δικά μου φτερά (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φτερό / πτερόν ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pet- / petā «πετώ, πέφτω» (βλ. λ. πέτομαι) και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα της μονοσύλλαβης μορφής της ρίζας και επίθημα -ε-ρον (πρβλ. βλέφ-α-ρον, πενθ-ε-ρός). Η λ. πτερόν συνδέεται με τα: αρμ. ťer «πλευρά», ťir «πτήση» (από την ίδια μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας), αρχ. ινδ. patra- «φτερό, πούπουλο», λατ. (acci)-piter «γεράκι», αρχ. άνω γερμ. fedara «πούπουλο, φτερό», γερμ. Feder «πούπουλο», αγγλ. feather «φτερό» (από την απαθή βαθμίδα της ρίζας), καθώς και με τ. που εμφανίζουν επίθημα -n-, πρβλ. λατ. penna «φτερό» (< pet-na), αρχ. ινδ. patan-g-a «πετώντας» (γνωστή είναι η εναλλαγή r / n στο επίθημα, πρβλ. ὕπνος / ὗπαρ). Ο νεοελλ. τ. φτερό έχει προέλθει με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -π- στο διαρκές -φ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πταίω: φταίω).
ΠΑΡ. πτερίδιος, πτέρινος, πτέρις, πτερόεις, πτέρυγα / (-υξ), πτερώ / (-ώνω) / φτερώνω, πτέρωμα / φτέρωμα, πτερωτός / φτερωτός
αρχ.
πτέριον, πτερίσκος, πτερότης, πτέρων
νεοελλ.
φτεράω, φτεριάζω, φτερίζω, φτερούγα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πτεροειδής, πτεροποίκιλος, πτερόπους, πτερορρυώ, πτεροφόρος
αρχ.
πτεροβάμων, πτεροδόνητος, πτεροδρομία, πτεροείμων, πτεροφυής, πτερόφυτος, πτερώνυμος
αρχ.-μσν.
πτεροβόλος, πτεροποιώ
μσν.
πτερόϊππος, πτερόπλοκος, πτεροφύτευτος
μσν.- νεοελλ.
πτερόρροια
νεοελλ.
πτερανόδους, πτερασπίς, πτεροβράγχια, πτεροδάκτυλος, πτερόκαρπος, πτεροκαρύα, πτερόλεπις, πτερόμυς, πτερόποδα, πτεροπώλης, πτεροσχιδής, πτερότιλση, φτεροδέρνομαι, φτεροθορυβώ, φτεροκοπώ, φτερολογιέμαι, φτερομαδώ, φτεροπετώ, φτεροπηδώ, φτεροπόδαρος, φτεροσπαθάτος, φτεροφόρος, φτεροχτυπώ
(Β' συνθετικό) άπτερος / -φτερος, βραχύπτερος, δίπτερος, λευκόπτερος, μακρόπτερος, μελανόπτερος, μονόπτερος, ολόπτερος, περίπτερος, πυκνόπτερος, ταχύπτερος, τετράπτερος, χρυσόπτερος
αρχ.
αρβυλόπτερος, αυτόπτερος, βαθύπτερος, δερματόπτερος, δερμόπτερος, ερασίπτερος, εύπτερος, ισόπτερος, κακόπτερος, κατάπτερος, κολεόπτερος, κουφόπτερος, κυανόπτερος, κυκνόπτερος, λαχανόπτερος, λινόπτερος, μαρμαρόπτερος, μελεσίπτερος, ξενοποικιλόπτερος, ξουθόπτερος, ολιγόπτερος, ομοιόπτερος, ομόπτερος, οξύπτερος, ορθόπτερος, περκνόπτερος, ποικιλόπτερος, πολύπτερος, σαρκόπτερος, σιδηρόπτερος, σχιζόπτερος, τανύπτερος, τανυσίπτερος, τρίπτερος, υμενόπτερος, υπόπτερος, φερέπτερος, φοινικόπτερος, χαλκόπτερος, ψευδοδίπτερος, ψευδοπερίπτερος, ωκύπτερος
νεοελλ.
ανεμόπτερος, γοργόπτερος, δασύπτερος, κουτσόφτερος, μαυρόφτερος, πλατύφτερος].