βόσκω
English (LSJ)
impf. ἔβοσκον, Ep.
A βόσκε Il.15.548: fut. -ήσω Od.17.559, Ar.Ec.590: aor. ἐβόσκησα Gp.18.7: pf. βεβόσκηκα PMag.6.13 (iii B. C.):—Pass. and Med. (v. infr. 11); Ion. impf. βοσκέσκοντο Od.12.355: fut. βοσκήσομαι Sarap. in Plu.2.398d, Dor. βοσκησεῦμαι Theoc. 5.103: aor. ἐβοσκήθην Nic. Th.34, Babr.89.7. I prop. of herdsmen, feed, tend, αἰπόλια Od. 14.102; ταὦς Stratt.27; ὁ βόσκων the feeder, Arist.HA540a18. 2 generally, feed, nourish, βόσκει γαῖα . . ἀνθρώπους Od.11.365, cf. 14.325; γαστέρα βοσκήσεις 17.559; πάντα βόσκουσαν φλόγα . . Ἡλίου S.OT1425; maintain, keep, ἐπικούρους Hdt.6.39; ναυτικόν Th.7.48; γυναῖκας Ar.Lys.260; οἰκέτας ib.1204, Herod.7.44: metaph., β. νόσον S.Ph.313; πράγματα β. troubles, i.e. children, Ar.V.313. II Pass., of cattle, feed, graze, Od.21.49, etc.; ξύλοχον κάτα Il.5.162: c.acc., feed on, ποίην h.Merc.27,232, cf. A.Ag.118 (lyr.), Arist.HA591a16, al.; τινί A.Th.244. 2 metaph., to be fed or nurtured, ἰυγμοῖσι Id.Ch.26 (lyr.); κούφοις πνεύμασιν S.Aj. 558; ἐλπίσιν E.Ba.617; β. τινί or περί τι run riot in a thing, AP 5.271 (Paul. Sil.), prob. in 285 (Id.). (g[uglide]ō, cf. Lith. guotas 'herd'.)
German (Pape)
[Seite 454] fut. βοσκήσω, we id en, das Vieh hüten; εἰμποδας βοῦς βόσκ' ἐν Περκώτ ῃ Iliad. 15, 548; τόσα πώεα οἰῶν, τόσσα συῶν συβόσια, τόσ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες Odyss. 14, 102; passiv. geweidet, gehütet werden, Odyss. 14, 104 ἔνθα δέ τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν ἕνδεκα πάντα ἐσχατιῇ βόσκοντ', ἐπὶ δ' ἀνέρες ἐσθλοὶ ὄρονται; Iliad. 17, 62 βοσκομένης ἀγέλης βοῦν; Odyss. 21, 49 ταῦρος βοσκόμενος λειμῶνι; 12, 355 βοσκέσκονθ' ἕλικες καλαὶ βόες εὐρυμέτωποι, vgl. 12, 128 ff; von einer Insel wird Odyss. 9, 124 gesagt βόσκει δέ τε μηκάδας αἶγας; katachrestisch wird das Wort von einem Hirsche Odyss. 4, 338 gebraucht, ἔλαφος κνημοὺς ἐξερέῃσι καὶ ἄγκεα ποιήεντα βοσκομένη; von Vögeln Iliad. 15, 691, ὀρνίθων πετεηνῶν ἔθνος ποταμὸν πάρα βοσκομενάων, χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων; von Seethieren, Odyss. 12, 97 καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἕλῃσιν κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη: von Menschen, Odyss. 11, 365 οἷά τε πολλοὺς βόσκει γαῖα μέλαινα πολυσπερέας ἀνθρώπους; Odyss. 14, 325 καί νύ κεν ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ' ἔτι βόσκοι· τόσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος; vom Bauche, Odyss. 18, 364 ὄφρ' ἂν ἔχῃς βόσκειν σὴν γαστέρ' ἄναλτον; 17, 559 σῖτον δὲ καὶ αἰτίζων κατὰ δῆμον γαστέρα βοσκήσεις. – So bes. bei Folgdn meist mit verächtlicher Nebenbedeutung, ἄνδρας ἀργούς Ar. Nubb. 330; ἐπικούρους Her. 6, 39; ναυτικὸν βόσκοντες Thuc. 7, 48; Sp.; – βόσκειν νόσον Soph. Phil. 313: übertr., ἐλπὶς βόσκει φυγάδας Eur. Phoen. 399; vgl. Soph. Ant. 1241. – Pass., geweidet werden, βοσκηθείς Nic. Th. 34; vgl. Aesch. Ch. 226; Soph. Ai. 559; Plat. Rep. IX, 586 a; βοσκησεῖσθαι Theocr. 5, 103. Aber τί, Aesch. Ag. 118, verzehren; sp. D. Uebh. schwelgen in etwas, περὶ δειρήν, ἐπὶ σοῖς ἅψεσι, P. Sil. 11. 30 (V, 272. 286). – βοσκητέον, man muß ernähren, Ar. Av. 1359.
Greek (Liddell-Scott)
βόσκω: παρατ. ἔβοσκον, Ἐπ. βόσκε Ἰλ. Ο. 548· μέλλ. -ήσω
French (Bailly abrégé)
f. βοσκήσω, ao. ἐβόσκησα, pf. inus.
Pass. ao. ἐβοσκήθην;
1 mener paître, acc.;
2 donner la pâture à, nourrir ; fig. β. νόσον SOPH alimenter ou entretenir une maladie;
Moy. βόσκομαι (f. βοσκήσομαι) paître : β. λειμῶνι IL, OD se repaître de l’herbe de la prairie ; fig. se repaître de : ἰυγμοῖσι ESCHL de sanglots.
Étymologie: R. Βοτ, nourrir ; v. βοτόν, βοτάνη ; cf. lat. vescor = βόσκομαι.
English (Autenrieth)
fut. βοσκήσω, mid. ipf. (ἐ)βόσκετο, iter. βοσκέσκοντο: I. act., feed. pasture; of the herdsman, βοῦς βόσκ' ἐν Περκώτῃ, Il. 15.548, and of the element that nourishes, (νῆσος) βόσκει αἶγας, Od. 9.124; Ἀμφιτρίτη κήτεα, Od. 12.97; γαῖα ἀνθρώπους, Od. 11.365, etc.—II. mid., feed, graze, Od. 4.338, Od. 21.49.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. βοσχ- SEG 38.1236.3 (Lidia II/III d.C.)
• Morfología: [ép. impf. βόσκε Il.15.548, iterat. βοσκέσκοντο Od.12.355; med. fut. 2a plu. βώσεσθε A.R.1.685, dór. βοσκησεῖσθε Theoc.5.103]
A en v. act. tr.
I c. obj. del ser alimentado
1 apacentar c. suj. de pers. y compl. de anim. herbívoros ὁ δ' ... εἰλίποδας βοῦς βόσκ' Il.l.c., cf. Theoc.4.2, αἰπόλια Od.14.102, Theoc.5.103, βόσκε τὰ ἀρνία μου Eu.Io.21.15, cf. Nonn.Par.Eu.Io.21.15, ταὧν ... οὓς βόσκεθ' Stratt.28, χοίρους Eu.Luc.15.15
•part. subst. ὁ βόσκων el apacentador, el cuidador τὰς καμήλους Arist.HA 540a18, χοίρους Eu.Matt.8.33
•c. suj. no de pers. alimentar, nutrir μέλισσαι κηφῆνας βόσκουσι Hes.Th.595, συκῆ πετραίη πολλὰς βόσκουσα κορόνας cabrahigo que da de comer a muchas cornejas dicho irón. de una hetera, Archil.17.1, de un pájaro-hombre χρὴ ῥύγχος βόσκειν σε τὸ λοιπόν te hace falta criar pico en el futuro Ar.Au.479, (πολύποδες) ἑαυτοὺς ... βόσκουσι Ael.NA 14.26
•c. compl. de pers. νιν αὐτὸς βόσκε a Erisictión atacado de bulimia, Call.Cer.104, p. ext. tb. c. compl. de órganos digestivos o enfermedades especialmente voraces γαστέρα Od.17.559, cf. 228, 18.364, βόσκων τὴν ἀδηφάγον νόσον alimentando una enfermedad devoradora S.Ph.313, cf. 1167
•fig. ἐλπὶς γὰρ ἡ βόσκουσα τοὺς πολλοὺς βροτῶν S.Fr.948, cf. 591.4, E.Ph.396.
II en sent. más amplio que la simple alimentación
1 criar δελφῖνάς τε ... καὶ ... μεῖζον ... κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ... Ἀμφιτρίτη Od.12.97, cf. Ael.NA 4.9, βόσκει γαῖα ... ἀνθρώπους Od.11.365, cf. E.Heracl.826, Fr.777, τὴν ... πάντα βόσκουσαν φλόγα a la llama que todo lo cría, e.d. el Sol, S.OT 1425, abs. ὁ βόσκων el criador de Febo, E.Io 137, cf. 183
•fig. πράγματα βόσκειν criar molestias dicho de un hijo, Ar.V.313 (= E.Fr.385).
2 dar de comer, mantener, sustentar c. compl. de pers., esp. mujeres, que se supone dependen de otros τὸ γένος οὐκ ἔβοσκέ με el ser de buena familia no me daba de comer E.Ph.405, γυναῖκας Ar.Lys.260
•no individualmente νύ κεν ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερον γ' ἔτι βόσκοι (riquezas) que mantendrían a uno más hasta la décima generación, Od.14.325, βοσκήσεις θ' οἵ κέ σ' ἔχωσι χειρὸς ἀπ' ἀλλοτρίης sustentarás a los que te posean por mano ajena de la isla de Delos h.Ap.59, ἐπικούρους Hdt.6.39, ναυτικόν Th.7.48, εἴκοσιν ἄνδρας Ar.V.708, αὗται (νεφέλαι) βόσκουσι σοφιστάς Ar.Nu.331, cf. 334, V.720, Lys.260, 1204, Herod.7.44.
3 administrar οἶκον LXX 3Re.12.16.
B en v. med.
I intr. y tr.
1 apacentarse c. suj. de anim.: yeguas τάων ... βοσκομενάων Il.20.223, cf. Od.16.151, ganado bovino ταῦρος βοσκόμενος λειμῶνι Od.21.49, h.Merc.193, βοσκομένης ἀγέλης Il.17.62, cf. Eu.Matt.8.30, Eu.Marc.5.11, βοσκομένας ... βόας ... Ἠελίου Od.11.108, cf. 12.128, 355, Hierocl.Facet.128, caprino y ovino (αἰπόλια) Od.14.104, cf. Call.Ap.52, μῆλα ... βόσκεται αἰεὶ Ἠελίοιο h.Ap.412, cf. Colluth.106, πρόβατα Hdt.9.93, PTeb.298.53 (II d.C.), Herm.Sim.6.2.4, ἔλαφος Od.4.338, 17.129, cf. Call.Dian.155, aves ὀρνίθων ... ποταμὸν πάρα βοσκομενάων Il.15.691
•c. suj. de pers., sent. peyor. βόσκῃ; ¿paces? e.d. ¿llevas una vida animalizada? M.Ant.9.39.
2 apacentarse de, pacer, pastar c. obj. del alimento o de la extensión en que se encuentra βόες ... βοσκόμεναι λειμῶνας ἀκηρασίους h.Merc.72, cf. Anacr.78.5, Hp.Art.8, (χέλυς) βοσκομένη προπάροιθε δόμων ἐριθηλέα ποίην h.Merc.27, cf. 232
•nutrirse, sustentarse, alimentarse de (οἰωνοί) κηρία βόσκονται h.Merc.559, (αἰετοί) βοσκόμενοι λαγίναν ... γένναν A.A.119, μύρτα Ar.Au.1099, βόσκεται τὸ πράσον (un pez) se alimenta del alga zoster Arist.HA 591a16
•c. suj. de órganos corporales ἡ γὰρ μεγάλη ἀρτηρίη βόσκεται τὴν γαστέρα pues la arteria aorta se nutre del vientre Hp.Cord.11
•fig. ἀνεθήλεεν αἴ[γλη] βοσκομένη τινὰ χῶρον floreció el resplandor (del alba) sustentándose de cierto espacio (abierto entre las nubes), Pamprepius 3.73.
II solo intr.
1 sustentarse, mantenerse, criarse c. suj. de mujeres y pers. dependientes de otros πόθεν δ' ἐβόσκου πρὶν γάμοις εὑρεῖν βίον; ¿de qué vivías antes de encontrar un medio de vida en el matrimonio? E.Ph.400, πῶς τῆμος βώσεσθε, δυσάμμοροι; de mujeres viejas, A.R.1.685
•fig. τὸ ... νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται χώροισιν αὑτοῦ la juventud se cría en espacios propios S.Tr.144, c. cierto sent. peyor. ἐν τἀγορᾷ γὰρ κρινόμενος ἐβοσκόμην Ar.Eq.1258, cf. 256.
2 intr., fig. alimentarse, cebarse c. dat. instrum. τούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται, φόνῳ βροτῶν A.Th.244, cf. S.Fr.140, ἰυγμοῖσι βόσκεται κέαρ el corazón se harta de lágrimas A.Ch.26, ἐλπίσιν ... βόσκομαι S.Ant.1246, cf. E.Ba.617, κούφοις πνεύμασιν βόσκου aliméntate de frescas brisas S.Ai.558
•cebarse, alimentar la pasión περὶ δειρὴν ... ἀργυφέην AP 5.272 (Paul.Sil.).
• Etimología: Quizá formado a partir de la r. gu̯eHu̯3- ‘vaca’ y rel. lituan. gúotas, gaujà ‘rebaño’.
English (Abbott-Smith)
βόσκω, [in LXX for רעה;]
prop., of a herdsman, to feed: Mt 8:33, Mk 5:14, Lk 8:34 15:15; metaph., of Christian pastoral care, Jo 21:15, 17. Pass., of cattle, to feed, graze: Mt 8:30, Mk 5:11, Lk 8:32.†SYN.: ποιμαίνειν, to tend, shepherd, a wider term, including oversight as well as feeding (v. Tr., Syn., §xxv).
English (Strong)
a prolonged form of a primary verb (compare βιβρώσκω, βοῦς); to pasture; by extension to, fodder; reflexively, to graze: feed, keep.
English (Thayer)
as in Greek writings from Homer down, to feed: ἀρνία, πρόβατα, ὁ βόσκων a herdsman: βοσκόμενος, cf. Winer s Grammar, § 38,2note) of flocks or herds, to feed, graze: Sept. for רָעָה.) [ SYNONYMS: βόσκειν, ποιμαίνειν: ποιμαίνειν is the wider, βόσκειν the narrower term; the former includes oversight, the latter denotes nourishment; ποιμαίνειν may be rendered tend, βόσκειν specifically feed. See Trench, § xxv.; Meyer on John as above; Schmidt, chapter 200.]
Greek Monolingual
(AM βόσκω)
Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ
2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι
3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι
4. διατρέφω, συντηρώ
νεοελλ.
1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;»)
2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι (AM βόσκομαι)
1. τρέφομαι
2. συντηρούμαι, διατηρούμαι («βόσκομαι με κούφιες ελπίδες», «βόσκομαι κούφοις πνεύμασιν» ή «... έλπίσιν»)
(αρχ. - μσν.) κατατρώγω καταστρέφοντας
αρχ.
φρ. «βόσκομαί τινι» ή «... περί τινι» — έχω παραδοθεί στον έρωτα κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. βόσκω και ο μέλλ. βοσκήσω μαρτυρούνται ήδη στην ομηρική ποίηση, ενώ τα εβοσκήθην, εβόσκησα, βεβόσκηκα αποτελούν μετακλασικούς τύπους. Ο αρχικός φθόγγος β- θα πρέπει να ανάγεται σε χειλοϋπερωικό σύμφωνο, γεγονός που πιστοποιείται από τους μυκην. τύπους su-qo-ta-o =συβόταο ή συβοτᾱων, qo-u-qo-ta-=βουβότᾱ-. Υποστηρίζεται ότι το βŏ-, βόσκω (ασθενής βαθμίδα) συνδέεται ετυμολογικά με τα λιθ. gaujὰ «αγέλη, κοπάδι, ορδή» και guotas «αγέλη, κοπάδι». Περαιτέρω ο συσχετισμός με το βους (< gw-ou-s) δημιουργεί σημασιολογικές δυσχέρειες, δεδομένου ότι το βόσκω δεν χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τα βόδια. Χαρακτηριστικό είναι το γενικευμένο σ' όλη την κλίση του βόσκω επίθημα -σκ-, η λειτουργία του οποίου συνίσταται στη δήλωση μιας επαναλαμβανόμενης διαδικασίας που αποσκοπεί σ' ένα τέλος. Ομόρριζο του βόσκω αποτελεί η λ. βοτάνη, εφόσον προέρχεται < βοτόν (< θ. βο-, βόσκω). Εξάλλου μαρτυρούνται πολλά σύνθετα με β' συνθετικό σε -βοτος (πρβλ. αιγίβοτος, πολύβοτος και πολύβωτος), σε -βότης και -βώτης (πρβλ. αιγιβότης, συβώτης). Τέλος στο ήδη ομηρ. σύνθ. βωτι-άνειρα «αυτή που τρέφει άντρες, ήρωες» απαντά ως α΄ συνθετικό το βωτι-, σχηματισμός ομοιόμορφος με μια αρχική μορφή συνθέσεων (πρβλ. αρχ. ινδ. dativāra — «αυτός που δίνει θησαυρούς».
ΠΑΡ. βοσκή, βόσκημα, βόσκηση (-ις) - αρχ. βόσις, βοσκάς, βοτόν
(αρχ. -μσν.) βοτήρ
νεοελλ.
βοσκάρης, βοσκάρι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό: βωτι-) αρχ. βωτιάνειρα. (Β' συνθετικό: «βόσκω) αρχ. διαβόσκω, εκβόσκω, καταβόσκω παραβόσκω
νεοελλ.
ξενοβόσκω, υποβόσκω. (Β΄ συνθετικό: -βοτος) αρχ. άβοτος, αιγίβοτος, βούβοτος, δαμαλήβοτος, δουλόβοτος, ελεφαντόβοτος, εύβοτος, θερείβοτος, θηρόβοτος, ιππόβοτος, ιχθύβοτος, καλλίβοτος, λεοντόβοτος, μεγαλόβοτος, μηλόβοτος, μελισσόβοτος, αναγρόβοτος, πάμβοτος, πολύβοτος και πολύβωτος. (Β' συνθετικό: -βότης και -βώτης)
αρχ.
αγροβότης, αιγοβότης, βουβότης, μηλοβότης, ιπποβότης και ιπποβώτης, ουρεσιβώτης, συβότης και συβώτης, υοβότης].
Greek Monotonic
βόσκω: παρατ. ἔβοσκον, Επικ. βόσκε, μέλ. -ήσω — Παθ., Ιων. παρατ. βοσκέσκοντο, μέλ. βοσκήσομαι, Δωρ. βοσκοῦμαι.
I. 1. λέγεται για τους ποιμένες, εκτρέφω, φυλάω, φροντίζω ζώα, Λατ. pasco, σε Ομήρ. Οδ.
2. γενικά, εκτρέφω, θρέφω, συντηρώ, ενισχύω· χρησιμοποιείται και για το έδαφος, τη γη, στο ίδ.· ομοίως λέγεται και για τον ήλιο, σε Σοφ.· χρησιμ. και για τους στρατιώτες, διατηρώ, σε Ηρόδ., Θουκ.· μεταφ., βόσκω νόσον, σε Σοφ.· πράγματα βόσκω, βρίθω φροντίδων, αναθρέφω παιδιά, σε Αριστοφ.
II. 1. Παθ., λέγεται και για κοπάδια βοοειδών, εκτρέφομαι, βόσκομαι, Λατ. pascor, σε Όμηρ.· με αιτ., τρέφομαι με κάτι, σε Αισχύλ.
2. μεταφ., τρέφομαι, ζω σε βάρος κάποιου άλλου, σε Τραγ.· βόσκομαί τινι ή βόσκομαι περί τι, οργιάζω σε κάτι, αποχαλινώνομαι, σε Ανθ. (εμφανίζεται να είναι √ΒΟΤ, πρβλ. βοτήρ, βοτόν, βοτάνη).
Russian (Dvoretsky)
βόσκω:
1) пасти (βούς ἐν Περκώτῃ Hom.); med.-pass. пастись (ἀγέλη βοῦν βοσκομένη Hom.);
2) кормить, питать (κήτη Hom.): β. τὴν ἀδηφάγον νόσον Soph. быть снедаемым изнурительной болезнью;
3) содержать (ἐπικούρους Her.; ναυτικὸς πολύ Thuc.; ἄνδρας οὐδὲν δρῶντας Arph.);
4) поддерживать (ἡ πάντα βόσκουσα φλὸξ ἡλίου Soph.; ἐλπίδες βόσκουσι φυγάδας Eur.);
5) med.-pass. кормиться, питаться (ποταμὸν πάρα Hom.);
6) med.-pass. поедать (ποίην HH; τοὺς μύρμηκας Arst.);
7) med.-pass. упиваться, наслаждаться (περί τι и ἐπί τινι Anth.): ἐλπίσιν βόσκεσθαι Eur. обольщаться надеждами; ἰυγμοῖσι βόσκεσθαι Aesch. беспрерывно вздыхать.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: feed, tend ( Germ. weiden), Med. feed oneself (Il.).
Other forms: Fut. βοσκήσω (Od., but s. Chantr. Gramm. hom. 1, 446), ἅπ. λεγ. βώσεσθε (A. R. 1, 685; below); ἐβοσκήθην, βεβόσκηκα, ἐβόσκησα Hell. and late.
Dialectal forms: Myc. suqotao \/sugʷotaon\/, qouqota \/gʷougʷotai\/\/
Compounds: in comp. -βώτης and -βότης (συ-βώ-της, ἱππο-βό-της, Fraenkel 1, 35); αἰγὶβοτος browsed by goats; πουλυβότειρα. As first member in βωτι-άνειρα feeding men (Il.); s. Risch, Wortbildung 174.
Derivatives: βοσκή fodder, meadow (A.); βόσκημα cattle tended (Trag.). - βοσκός shepherd (Aesop.) decomp., s.. Schwyzer 541; fem. βοσκάς feeding itself (Nic.). - βόσις fodder (Τ 268); βοτόν cattle, esp. sheep (Il.), βοτάνη fodder (Chantr. Form. 199), βοτέω tend (Nic., H.); βοτήρ shepherd (o 215; fem. βότειρα (Eust.); βώτωρ (Il.), Benveniste Noms d'agent 29 on the difference between -τωρ and -τήρ).
Origin: IE [Indo-European] [483] *gʷeh₃- feed, tend
Etymology: Old IE verb. Nearest is Lith. gúotas herd (*gʷeh₃-to-) cf. βοτόν (*gʷh₃-to-). From this root prob. βοῦς (q.v.)
Middle Liddell
I. of the herdsman, to feed, tend, Lat. pasco, Od.
2. generally, to feed, nourish, support, of earth, Od.; of the Sun, Soph.; of soldiers, to maintain, Hdt., Thuc.: metaph., β. νόσον Soph.; πράγματα β. to feed up troubles, i. e. children, Ar.
II. Pass., of cattle, to feed, graze, Lat. pascor, Hom., c. acc.:— to feed on, Aesch.
2. metaph. to be fed or nurtured, Trag.; β. τινί or περί τι to run riot in athing, Anth. (The Root appears to be !βοτ, cf. βοτήρ, βοτός, βοτάνη.)