ἀληθής

From LSJ
Revision as of 10:50, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀληθής Medium diacritics: ἀληθής Low diacritics: αληθής Capitals: ΑΛΗΘΗΣ
Transliteration A: alēthḗs Transliteration B: alēthēs Transliteration C: alithis Beta Code: a)lhqh/s

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. ἀλαθής, ές, (λήθω, A = λανθάνω: ἀληθὲς τὸ μὴ λήθῃ ὑποπῖπτον EM62.51):—unconcealed, so true, real, opp. false, apparent: I Hom., opp. ψευδής, in phrases ἀληθέα μυθήσασθαι, εἰπεῖν, ἀγορεύειν, ἀληθὲς ἐνισπεῖν, Il.6.382, Od.13.254, 3.254, 247, al.; in Hdt. and Att. τὸ ἀληθές, by Trag. crasis τἀληθές, Ion. τὠληθές (Hdt.6.68, 69), or τὰ ἀληθῆ, by crasis τἀληθῆ, etc.; ἀληθέϊ λόγῳ χρᾶσθαι Hdt. 1.14, etc.; οἱ ἀληθέϊ λόγῳ βασιλέες 1.120; ἀληθεστάτη πρόφασις Th.1.23. 2 of persons, etc., truthful, honest (not in Hom., v. infr.), ἀ. νόος Pi.O.2.92; κατήγορος A.Th.439; κριτής Th.3.56; οἶνος ἀληθής = 'in vino veritas', Pl.Smp.217e; ὁ μέσος ἀ. τις Arist.EN 1108a20. 3 of oracles, true, unerring, ἀλαθέα μαντίων θῶκον Pi. P.11.6, cf. S.Ph.993, E.Ion1537; of dreams, A.Th.710. II of qualities or events, true, real, φίλος E.Or.424; ἀ. τὸ πραχθέν Antipho 1.6; genuine, ἀ. εἶναι δεῖ τὸ σεμνόν, οὐ κενόν Men.596. 2 realizing itself, coming to fulfilment, ἀρά A.Th.944. III Adv. ἀληθῶς, Ion. ἀληθέως, truly, Simon.5.1, Hdt.1.11, al., A.Supp.315, etc. b actually, in reality, γένος τόδε Ζηνός ἐστιν ἀ. ib.585; ἀ. οὐδὲν ἐξῃκασμένα Id.Ag.1244, cf. Th.1.22, etc.; τὴν ἀ. μουσικήν (sc. οὖσαν) Antiph.209.6:—ὡς ἀληθῶς = in the true way, really, E.Or.739, Pl. Phd.63a, etc.; ἡ μὲν γὰρ ὡς ἀληθῶς μήτηρ D.21.149: Comp. ἀληθεστέρως Pl. R.347e, ἀληθέστερον Antipho 3.3.4: Sup. ἀληθέστατα X.Mem.4.8.1. 2 neut. as adverb, proparox. ἄληθες; = indeed? really? ironically, S.OT 350, Ant.758, E.Cyc.241, Ar.Ra.840, Av.174. 3 τὸ ἀληθές = truly, Ion. τὠληθές Herod.7.70. B not forgetting, careful, γυνὴ χερνῆτις ἀ. Il.12.433, cf. Nonn.D.24.233:—the sense honest is post-Hom. ἀληθίζω, dye with genuine purple, PHolm.18.6. II Med. ἀληθίζομαι = ἀληθεύω, Hdt.1.136, 3.72, Plu.2.230b, Alciphr.3.39, 59.

German (Pape)

[Seite 94] ές (λήθω), unverhohlen, aufrichtig, wahr; Hom. öfters ἀληθέα neutr., ἀληθέα μυθήσασθαι Iliad. 6, 882, ἀληθέα πάντ' ἀγορεύσω Od. 3, 254, ἀληθέα εἰπε 13, 254; einmal die Form ἀληθές, Od. 3, 247 σὺ δ' ἀληθὲς ἐνίσπες; einmal ἀληθής, Il. 12, 433 γυνὴ ἀληθής, ein redliches Weib; – ἀλαθεῖ νόῳ, mit aufrichtigem Sinne, Pind. O. 2, 92; ἀλ. κατήγορος Aesch. Sept. 421; θεὸς ἀλ. Eur. Ion. 1524. – Von Sachen: der Wahrheit gemäß, wirklich so beschaffen, zuverlässig und ächt, λόγος Her. 5, 41; Plat. Phaedr. 270 c, ἀρετή Phaed. 69 b; πίστις, ἐπιστήμη, dem ψευδής entgegengesetzt, Gorg. 454 d. Sehr geläufig ist die Vrbdg τἀληθές u. τἀληθῆ εἰπεῖν; πᾶν τἀλ. Soph. Trach. 453. Uebh. τὸ ἀληθές, das Wahre, die Wahrheit, auch adverb. gebraucht, in Wahrheit, wirklich, von Her. an oft. – Wahrhaftig, die Wahrheit sagend, z. B. ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ Rep. II, 382 e; – ἄληθες; mit so verändertem Ton, in ironischen Fragen: wirklich? in der That? Soph. O. R. 350 Ant. 754; Ar. Ach. 857 Ran. 840. – Adv. ἀληθῶς, ion. ἀληθέως, wirklich, in der That; auch mit subst., ὁ ἀληθῶς οὐρανὸς καὶ τὸ ἀληθῶς φῶς καὶ ἡ ὡς ἀληθῶς γῆ Plat. Phaed. 109 e; ἡ ἀλ. μουσική Antiphan. Ath. XIV, 648 e; Am häufigsten bei den Attikern ὡς ἀληθῶς, τὸν ὡς ἀληθῶς ἰατρόν Rep. I, 345 c; ἦ γάρ ἐστιν ὡς ἀληθῶς ἀφιγμένος Eur. Or. 727. ἀληθίζομαι, die Wahrheit sagen, Her. 1, 136 u. öfter, immer im praes.; Plut., Luc. Apophth. p. 230 u. Sp. brauchen das act. in derselben Bdtg.

Greek (Liddell-Scott)

ἀληθής: [ᾰ], Δωρ. ἀλᾱθής, ές, (λήθω, = λανθάνω, ἀληθὲς τὸ μὴ λῆθον, εἶπεν ὁ Ἡράκλειτος), ὁ μὴ κεκρυμμένος, μὴ ἀποκρυπτόμενος, ἄρα πραγματικός, ἀντίθετον τῷ ψευδὴς ἢ τῷ κατὰ τὸ φαινόμενον: Ι. παρ’ Ὁμήρ. κατ’ ἀντίθ. τῷ ψευδής, ἐν φράσεσιν ἀληθέα μυθήσασθαι, εἰπεῖν ἀγορεύειν, ἀληθὲς ἐνισπεῖν, Ἰλ. Ζ. 382, Ὀδ. Ν. 254, Γ. 254, 247, καὶ ἀλλ., παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ. τὸ ἀληθές, παρὰ Τραγ. μετὰ κράσ. τἀληθές, Ἰων. τὠληθὲς (Ἡρόδ. 6. 68, 69), ἢ τὰ ἀληθῆ μετὰ κράσ. τἀλῃθῆ, κτλ. ἀληθέϊ λόγῳ χρεωμένῳ, Ἡρόδ. 1. 14, κτλ., ἀληθεστάτη πρόφασις, Θουκ. 1. 23. 2) ἐπὶ προσώπων, φιλαλήθης, τίμιος, εἰλικρινής, παρ’ Ὁμήρῳ ἅπαξ μόνον, ἀληθὴς γυνή, Ἰλ. Μ. 433· οὕτως, ἀλ. νόος, Πινδ. Ο. 2. 167· κατήγορος, Αἰσχύλ. Θήβ. 439· ἀλ. κριτής, Θουκ. 3. 56· οἶνος ἀλ. ἐστι, «in vino veritas», Πλάτ. Συμπ. 217Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7· ἀληθὲς εἶναι δεῖ τὸ σεμνόν, Μενάνδ. Ἄδηλ. 478. 3) ἐπὶ χρησμῶν, ἀληθής ἀψευδής, βέβαιος, Λατ. certus, ἀλαθέα μαντίων θῶκον, Πινδ. Π. 11, 11· πρβλ. Εὐρ. Ἴων 1537, Σοφ. Φ. 993· ἐπὶ ὀνείρων, Αἰσχύλ, Θήβ. 692· πρβλ. ἀλήθεια, 1. 4. ΙΙ. ἐπὶ ἰδιοτήτων ἢ ἐπὶ συμβάντων, ἀληθής, πραγματικός, φίλος, Εὐρ. Ὀρ. 414, καὶ ἀλλ., τὸ πραχθέν, Ἀντιφῶν 112. 15. 2) τὸ ἐπαληθεῦον ἑαυτό, τὸ ἐκπληρούμενον, ἀρά, Αἰσχύλ. Θήβ. 946· πρβλ. Εὐμ. 796, καὶ ἴδε ἀληθινός. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀληθῶς, Ἰων. -θέως, ἀληθῶς, Σιμων. 5, Ἡρόδ. 1. 11, καὶ ἀλλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 310, κτλ. β) πράγματι, ὄντως, γένος, τὸ δὴ Ζηνός ἐστιν ἀληθῶς, αὐτόθι 585· ἀλ. οὐδὲν ἐξῃκασμένα, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1244· οὕτω Θουκ. 1. 22, κτλ., τὴν ἀληθῶς μουσικὴν (ἐνν. οὖσαν), Ἀντιφάν. ἐν «Τριταγωνιστῇ» 1. 6· ὡσαύτως, ὡς ἀληθῶς, Εὐρ. Ὀρ. 730, Πλάτ. Φαῖδρ. 63Α, κτλ.· ἡ μὲν γὰρ ὡς ἀληθῶς μήτηρ, Δημ. 563, 3· ὡς δὴ ἀληθέως, ὡς εἰ πράγματι, Ἡρόδ. 3. 156· οὕτω καὶ οἱ ἀληθέϊ λόγῳ βασιλέες, οἱ πράγματι, ὁ αὐτ. 1. 120. 2) ὡσαύτως οὐδ. ὡς ἐπίρρ. προπαροξυτόνως, ἄληθες; = itane? πράγματι; «ἀλήθεια;» εἰρωνικῶς, Σοφ. Ο. Τ. 350, Ἀντ. 578, Εὐρ. Κύκλ. 241, Ἀριστοφ. Βάτρ. 840, Ὄρ. 174· πρβλ. ἐτεὸς ΙΙ: ― ἀλλὰ τὸ ἀληθές, κατ’ ἀλήθειαν, πράγματι, Λατ. revera, Πλάτ. Φαίδ. 102Β, κτλ.· οὕτω τὸ ἀληθέστατον, Θουκ. 7. 67.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 vrai, sincère, franc;
2 loyal, juste, équitable;
3 véridique : τὸ ἀληθές, τὰ ἀληθῆ la vérité;
4 véritable, réel ; adv. • τὸ ἀληθές PLAT véritablement, en réalité ; avec chang. d’accent dans les interr. • ἄληθες ; vraiment ? en vérité ? réellement ? ; qui se réalise : ἀρὰ ἀληθής ESCHL malédiction qui s’accomplit.
Étymologie: , λαθεῖν.

English (Autenrieth)

(λήθω): true; of a person, ‘honest,’ Il. 12.433, neut. sing. Od. 3.247, elsewhere only neut. pl.

Spanish (DGE)

-ές
• Alolema(s): dór. ἀλᾱθής
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1de palabras verdadero ἀ. λόγος Hdt.1.14, 120, Gorg.B 11a.26, Pl.Cra.385b, μῦθος Theoc.2.94.
2 de pers. veraz, sincero Νηρέα δ' ἀψευδέα καὶ ἀληθέα Hes.Th.233, ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κατήγορος A.Th.439, τοὺς θεοὺς ... τίθης ... ἀληθεῖς S.Ph.993, ἀληθεῖς κριταί Th.3.56, οὐ σοφός, ἀληθὴς δ' ἐς φίλους no (soy) sabio, pero sí sincero con mis amigos E.Or.424, περὶ μὲν οὖν τὸ ἀληθὲς ὁ μὲν μέσος ἀληθής τις respecto a la verdad, el término medio (virtuoso) es ser veraz Arist.EN 1108a20, ἁ ξείνα ... ἔστι δ' ἀλαθής Theoc.2.154
de Dios veraz Meth.Symp.221
pero verdadero Meth.Arbitr.15, c. hipálage ἀλαθέα μαντίων θῶκον sede de oráculos veraces Pi.P.11.6, cf. prov. οἶνος ... ἀληθής Pl.Smp.217e
quizá tb. honesto, honrado γυνὴ χερνῆτις ἀληθής una hilandera honrada, Il.12.433
auténtico, legítimo subst. οἱ ἀληθεῖς dicho de los ciudadanos cuyos padres también lo son, op. νόθος IEryth.2C.9 (V a.C.).
3 de cosas y abstr. real, auténtico, verdadero, cierto βροτῶν δόξας, ταῖς οὐκ ἔνι πίστις ἀληθής Parm.B 1.30, Ἄρης ἀρὰν πατρῴαν τιθεὶς ἀλαθῆ Ares que hizo cierta la paterna maldición A.Th.946, ἄγαν δ' ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις A.Th.710, ὅπως τὸ πραχθὲν ᾖ ἀληθές para que se establezca la realidad de los hechos Antipho 1.6, ἡ ἀληθεστάτη πρόφασις la causa más real Th.1.23, ὁ δ' Ἐπίκουρος τὰ μὲν αἰσθητὰ πάντα ἔλεγεν ἀληθῆ καὶ ὄντα Epicuro decía que todas las cosas sensibles eran reales y existentes Epicur.Fr.244U., τὠληθὲς ἢν θέλῃς ἔργον Herod.7.70, ἀληθὲς εἶναι δεῖ τὸ σεμνόν, οὐ κενόν Men.Fr.726, ἀληθεστάτη παιδείας ἐπιθυμία LXX Sap.6.17, ἀ. χάρις τοῦ θεοῦ 1Ep.Petr.5.12, ἀληθέα μέλπετο νίκην Nonn.D.24.233
pero sincero αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ entonaré con mente sincera unas palabras avaladas por mi juramento Pi.O.2.92.
II subst. τὸ ἀ.
1 c. verbos de ‘decir’ verdad ἀληθέα μυθήσασθαι Il.6.382, Od.14.125, 17.15, 18.342, h.Cer.121, ἀληθέα γηρύσασθαι Hes.Th.28, ἀληθέα πάντ' ἀγορεύσω Od.16.61, ἀληθέα εἰπεῖν Od.13.254, ἀληθὲς ἐνίσπες Od.3.247, σοφίη ἀληθέα λέγειν Heraclit.B 112, πῶς δῆτ' ἂν εἰπὼν κεδνὰ τἀληθῆ τύχοις; ¿cómo podrías decir venturas y alcanzar verdades? A.A.622, οὐ τἀληθῆ ἔφη λέγειν Th.4.27, καλεῖς τι ἀληθῆ λέγειν καὶ ψευδῆ; Pl.Cra.385b, cf. Prm.161e.
2 en sent. ontológico realidad, verdad (cf. ἀλήθεια II 3) ᾤοντο τἀληθὲς ἐν τῷ φαίνεσθαι creían que la realidad estaba en la apariencia Arist.GC 315b9, τὸ γὰρ ἀληθὲς εἶναι τὸ φαινόμενον Arist.de An.404a28, τίνος ἔσται περὶ αὐτῶν ἄλλου τὸ θεωρῆσαι τὸ ἀληθὲς καὶ ψεῦδος; ¿a quién competirá (e.e. sino al filósofo) estudiar la verdad y el error con respecto a ellas? Arist.Metaph.997a15, cf. 1001a5, ἀδύνατον τἀληθὲς λαθεῖν Men.Fr.725, ὀμνύω τὴν τοῦ Κυρίου Κομμόδου Καίσαρος τύχην ἀληθῆ εἶναι juro por la suerte del emperador Cómodo que es verdad, BGU 2019.28 (II d.C.).
III usos adverb. del neutr. sg.
1 proparox., irón. ἄληθες; ¿de veras? ¡no me digas! S.OT 350, Ant.758, E.Cyc.241, Fr.885 (= Ar.Ra.840), Ar.Ach.557, Au.174, Eq.89, Pl.123, 429.
2 en realidad, verdaderamente τὸ δὲ ἀληθέστερον εἰπεῖν para decirlo de una manera más verdadera Plu.Ant.66 τὸ δὲ ἀληθές en realidad, POxy.2664.8 (III d.C.), PAnt.188.16 (VI/VII d.C.).
IV adv. -ῶς, jón. -έως Simon.37.1, dór. ἀλαθέως Theoc.15.72
1 verdaderamente, en verdad Simon.l.c., Hdt.1.11, A.Supp.315, Epicur.Fr.[59] 9, Theoc.l.c., PLond.1928.13, POsl.88.8 (ambos IV d.C.).
2 realmente γένος τόδε Ζηνός ἐστιν ἀληθῶς A.Supp.585, ἡ ἀληθῶς μουσική Antiph.207.6, ὡς ἀληθῶς E.Or.739, Pl.Phd.63a.
• Etimología: De ἀ- priv. y raíz de λανθάνω.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and λανθάνω; true (as not concealing): true, truly, truth.

English (Thayer)

(ές (alpha privative and λήθω, λαθεῖν (λανθάνω), τό λῆθος — cf. ἀμαθής; literally, not hidden, unconcealed) (from Homer down);
1. true: ὅραμα), μαρτυρία, κρίσις, just, L T Tr WH ἀληθινή); παροιμία, χάρις, grace which can be trusted, loving the truth, speaking the truth, truthful: πλάνος); of God, ψεύστης).
3. equivalent to ἀληθινός, 1. L T Tr WH; for Rec. ἀληθῶς), as in ἀληθής Θεός is contrasted with οὕς ἐδόκουν Θεούς. Cf. Riickert, Abendmahl, p. 266f. (On the distinction between this word and the next, see Trench, § viii.; Schmidt, chapter 178,6.)

Greek Monolingual

-ές (Α ἀληθής)
1. ο μη κρυφός, φανερός, ακριβής, αψευδής, ορθός, σύμφωνος με τα πράγματα
2. (για πρόσωπα) αυτός που λέει την αλήθεια, ο φιλαλήθης
3. (για πράγματα) αυτός που ειπώθηκε με ειλικρίνεια, ο αληθινός
4. (για πρόσωπα, έννοιες και πράγματα) αυτός που πραγματικά υπάρχει, γνήσιος, αυθεντικός
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀληθές
η αλήθεια
6. επίρρ. ἀληθῶς
πραγματικά, ειλικρινά
αρχ.
1. αυτός που δεν ξεχνά, επιμελής, προσεχτικός
2. (για χρησμούς, όνειρα κ.λπ.) αυτός που επαληθεύεται, που εκπληρώνεται
3. (το ουδέτερο ως επίρρημα ειρωνικά) ἄληθες
πραγματικά, αλήθεια
4. (το επίρρ. με το ὡς για επίταση) «ὡς ἀληθῶς» — πραγματικά, αναμφισβήτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο, που αρχικά προσδιόριζε πράγματα ή γεγονότα και σήμαινε «αυτός που δεν είναι δυνατό να κρυφτεί», «πραγματικός» σε αντίθεση με το επίθ. ψευδής. Μετά τον Όμηρο το επίθ. προσδιόριζε και πρόσωπα με τη σημασία «αυτός που δεν εξαπατά, που δεν λέει ψέματα», επομένως «φιλαλήθης». Από το επίθ. ἀληθὴς προήλθε το αφηρημένο ουσιαστικό ἀλήθεια, που σημαίνει κυριολεκτικά «κατάσταση στην οποία τίποτε δεν είναι κρυφό», επομένως «πραγματική κατάσταση» σε αντίθεση με το ψεῦδος— και προκειμένου για πρόσωπα. σημαίνει «ειλικρίνεια». Η λ. αλήθεια χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα ως όρος στη φιλοσοφία, όπου συνήθως δηλώνει «κατάσταση γνώσεως, ανακλήσεως αναμνήσεως» σε αντίθεση με τη λήθη. Ετυμολογικά το επίθ. ἀληθής, που αντικατέστησε τη λ. ἐτεός, θεωρείται σύνθετο με α' συνθ. - στερητ. και β' το ουσ. λῆθος (δωρικά λᾶθος) ή λήθη «λησμονιά», χωρίς να αποκλείεται η απευθείας σύνδεση του επιθ. με το ρ. λήθω) (παράλληλος τ. του ρ. λανθάνω).
ΠΑΡ. αλήθεια, αληθεύω, αληθινός
αρχ.
ἀληθίζομαι
μσν.
ἀληθικός.
ΣΥΝΘ. αληθογνωσία. αληθοποιώ
αρχ.
ἀληθόμαντις, άληθόμυθος, ἀληθορκώ, ἀληθουργής
μσν.
ἀληθοσοφία
νεοελλ.
αληθομανής, αληθοφανής, αληθοφοβία, αναλήθης, φιλαλήθης.

Greek Monotonic

ἀληθής: [ᾰ], Δωρ. ἀ-λᾱθής, -ές (α- στερητικό, λήθω = λανθάνωφανερός, εμφανής, αληθινός·
I. αληθινός, αντίθ. προς το ψευδής, σε Όμηρ.· τὸ ἀληθές, με κράση τἀληθές, Ιων. τὠληθές και τὰ ἀληθῆ, με κράση τἀληθῆ, η αλήθεια, σε Ηρόδ., Αττ.
2. λέγεται για πρόσωπα, ειλικρινής, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
3. λέγεται για χρησμούς κι άλλα παρόμοια, αληθής, αυτός που επαληθεύεται, πραγματοποιείται, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. επίρρ. ἀληθῶς, Ιων. -θέως,
1. αληθινά, ειλικρινά, πραγματικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. πράγματι, όντως, στην πραγματικότητα, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· ομοίως και, ὡς ἀληθῶς, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.
III. ουδ. ως επίρρ., προπαροξ. ἄληθες; itane? πράγματι; αλήθεια; πραγματικά; ειρων. σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
2. τὸ ἀληθές, πράγματι, Λατ. revera, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και τὸ ἀληθέστατον, πραγματικά, όντως, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀληθής: дор. ἀλᾱθής
1) говорящий правду, правдивый (γυνή Hom.; κατήγορος Aesch., Plut.; κριτής Thuc.);
2) истинный, верный, подлинный, достоверный (λόγος Her.; πρόφασις Theocr.; φίλος Eur.; ἀρετή Plat.; μαρτυρία Plut.): ἀρὰν ἀλαθῆ θεῖναι Aesch. осуществить проклятье;
3) искренний (νόος Pind.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: true, real (Il.).
Dialectal forms: Dor. ἀλαθής
Derivatives: ἀληθείη, -εία and ἀλήθεια (younger, Schwyzer 469) truth, reality. - Verb: ἀληθεύω speak the truth (S.)
Origin: IE [Indo-European] [651] *leh₂dʰ- be hidden
Etymology: ἀληθής can be a compound with α privativum and *λῆθος, Dor. λᾶθος, or λήθη, or λήθω, with λαθ- meaning be hidden, be unknown. Cf. W. Luther "Wahrheit" und "Lüge". Borna-Leipzig 1935; Frisk GHÅ 41 (1935: 3), 18.

Middle Liddell

privat.,, λήθω = λανθάνω
unconcealed, true:
I. true, opp. to ψευδής, Hom.; τὸ ἀληθές, by crasis τἀληθές, ionic τὠληθές, and τὰ ἀληθῆ, by crasis τἀληθῆ the truth, Hdt., attic
2. of persons, truthful, Il., attic
3. of oracles and the like, true, coming true, Aesch., etc.
II. adv. ἀληθῶς, ionic -θέως, truly, Hdt., etc.
2. really, actually, in reality, Aesch., Thuc., etc.; so, ὡς ἀληθῶς Eur., Plat., etc.
III. neut. as adv., proparox. ἄληθες; itane? indeed? really? in sooth? ironically, Soph., Eur., etc.
2. τὸ ἀληθές really and truly, Lat. revera, Plat., etc.; so, τὸ ἀληθέστατον in very truth, Thuc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀληθής -ές, Dor. ἀλᾱθής [ἀ-, λανθάνω Ion. adv. ἀληθέως, Dor. ἀλαθέως
1. waar:; ἀληθέϊ … λόγῳ χρεωμένῳ ‘om precies te zijn’ Hdt. 1.14.2; ἆρ ’ ἀληθὲς ἢ μάτην; is het waar of onzin? Eur. Ion 275; van voorspellende verschijnselen, m. n. dromen en orakels; ook van een vloek:; ἀρὰν πατρῴαν τιθεὶς ἀλαθῆ die de vloek van de vader waarheid heeft gemaakt (d.w.z. in vervulling heeft doen gaan) Aeschl. Sept. 946; waarachtig, eerlijk, oprecht, van personen; ook overdr. van wijn, d.w.z. die personen de waarheid doet spreken; Plat. Smp. 217e; subst. n. τὸ ἀληθές, crasis τἀληθές (Ion. τὠληθές) de waarheid; ook plur. τἀληθῆ.
2. werkelijk, echt:; ἡ ἀληθεστάτη πρόφασις de meest wezenlijke oorzaak Thuc. 1.23.6; ὡς ἀληθῶς werkelijk, echt; οἱ ἀληθῶς φιλόσοφοι de echte of ware filosofen Plat. Phaed. 64b; adv. acc. n. proparoxyt. in vragen: ἄληθες; werkelijk? echt?
3. oplettend, nauwgezet:. γυνή... ἀληθής een nauwgezette vrouw Il. 12.433.

Frisk Etymology German

ἀληθής: {alēthḗs}
Forms: dor. ἀλαθής
Meaning: wahr, wirklich (allg. seit Hom.).
Derivative: Adjektivabstraktum ἀληθείη, -εία und ἀλήθεια (jünger, Schwyzer 469) Wahrheit, Wirklichkeit. Zur Begriffsentwicklung Bultmann Zeitschr. f. neut. Wiss. 27, 113ff. — Denominative Verba: ἀληθεύω die Wahrheit reden (ion. att.), ἀληθίζομαι ib. (Hdt., sp. Prosa). Außerdem ἀληθίζω (PHolm.) in der technischen Bedeutung ‘mit (wahrem) Purpur färben’, vgl. ngr. dial. ἀληθινός rot (Rohlfs ByzZ 13, 544); anders Lagercrantz ad loc. — Von ἀληθεύω weiterhin die spät belegten ἀλήθευσις Wahrhaftigkeit (S. E.) und ἀληθευτής der stets die Wahrheit spricht (Max. Tyr.); außerdem das Adj. ἀληθευτικός wahrheitsliebend, aufrichtig (Arist. u. a.). — Neben ἀληθής stehen die erweiterten Bildungen ἀληθινός (ion. att., vgl. Chantraine Formation 201) und ἀληθικός (Ps.-Kallisth.).
Etymology: ἀληθής kann ein Bahuvrihikompositum von α privativum und *λῆθος, dor. λᾶθος (Theok.), oder λήθη (seit Hom.) sein; direkte Beziehung auf λήθω (seit Hom.) ist indessen auch möglich. Eigentliche Bedeutung somit wer nicht verborgen ist, offenbar. Vgl. W. Luther "Wahrheit" und "Lüge" im ältesten Griechentum. Borna-Leipzig 1935, Frisk GHÅ 41 (1935: 3), 18.
Page 1,71

Chinese

原文音譯:¢lhq»j 阿-累帖士
詞類次數:形容詞(25)
原文字根:不-忘記的 相當於: (אֱמֶת‎) (טָבַב‎ / טִבָּה‎ / טֹוב‎ / טֹובָה‎) (צֶדֶק‎)
字義溯源:真實的,誠實的,合乎真理的,可信任的,真正的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(λανθάνω)*=隱藏)組成。這字在原文中有下面各含意:
1)真理乃是完全沒有隱藏的
2)用在人際的來往上,乃是一種真誠的感受
3)說真理,乃是沒有錯誤的 4)真理乃是描述歷史真實的內容。參讀 (ἀληθεύω)同源字
出現次數:總共(25);太(1);可(1);約(13);徒(1);羅(1);林後(1);腓(1);多(1);彼前(1);彼後(1);約壹(2);約叄(1)
譯字彙編
1) 真實的(18) 約3:33; 約5:32; 約7:18; 約8:13; 約8:14; 約8:16; 約8:17; 約8:26; 約10:41; 約19:35; 約21:24; 徒12:9; 羅3:4; 腓4:8; 多1:13; 約壹2:8; 約壹2:27; 約叄1:12;
2) 誠實的(3) 太22:16; 可12:14; 林後6:8;
3) 真實(3) 約5:31; 彼前5:12; 彼後2:22;
4) 是真實的(1) 約4:18

English (Woodhouse)

correct, true

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)