θερμός

From LSJ
Revision as of 07:44, 13 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμός Medium diacritics: θερμός Low diacritics: θερμός Capitals: ΘΕΡΜΟΣ
Transliteration A: thermós Transliteration B: thermos Transliteration C: thermos Beta Code: qermo/s

English (LSJ)

θερμή, θερμόν (but
A θερμὸς ἀϋτμή h.Merc.110, Hes.Th.696): (θέρω):—hot, θ. λοετρά Il.14.6, cf. Od.8.249; θ. λουτρά Pi.O.12.19, S.Tr.634 (lyr.), Pl.Lg.761c, etc.; δάκρυα Od.19.362; of water, ib.388; of glowing wood, 9.388; θ. καύματα Hdt.3.104 (Sup.); ἦν ἄρα πυρὸς ἕτερα θερμότερα Ar.Eq.382: freq. in Att., of hot meals or drinks, TeleclId.1.8,32, Pherecr.130.8, etc.; of blood, S.OC622,Aj.1411 (anap.); θερμοτάταν αἱμάδα Id.Ph.696; of fever, θ. νόσοι Pi.P.3.66; θερμὸν σῶμα = feverish, Th.2.49.
II metaph., hot-headed, hasty, freq. of persons, A.Th.603, Eu.560 (lyr.), Ar.V.918, etc.; θ. καὶ ἀνδρεῖος Antipho 2.4.5; of actions, πολλὰ καὶ θ. μοχθήσας S.Tr.1046; θ. ἔργον Ar.Pl. 415; δρᾶν τι νεανικὸν καὶ θ. Amphis 33.10; θ. ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις S.Ant.88; θ. πόθος AP5.114 (Phld.); φάρμακον Alciphr.1.37 (Comp.): c. inf., θερμότερος ἐπιχειρεῖν Antipho 2.1.7: Sup., ὦ θερμόταται γυναῖκες Ar.Th.735.
2 still warm, fresh, ἴχνη AP9.371; ἀτυχήματα Plu.2.798f; θερμὰ κακά, opp. ἕωλα, ib.517f; γάμοι θ. καὶ ἴσως αὔριον Philostr. VA4.25.
III τὸ θερμόν = θερμότης, heat, Hdt.1.142, Pl.Cra. 413c, etc.
2 θερμόν (sc. ὕδωρ), τό, hot water, θερμῷ λοῦσθαι, θερμῷ βάπτειν, Ar.Nu.1044, Ec.216; θερμῷ κεκραμένος οἶνος Gal.11.56; also, hot drink, Arr.Epict.1.13.2.
3 θερμόν, τό, grace, favour, θ. εὑρεῖν ἐν ἐρήμῳ LXX Je.38(31).2.
4 τὰ θερμά (sc. χωρία) Hdt.4.29; but (sc. λουτρά), hot springs, X.HG4.5.3; τὰ θ. τοῦ Ἡρακλέους Str.9.4.2.
IV Adv. θερμῶς Pl.Euthd.284e: Comp. θερμότερον, ἔχειν Eub.7.1: neuter plural as adverb, θερμὰ θερμὰ πηδῶσαι Herod.4.61.

German (Pape)

[Seite 1202] ή, όν, (θέρω), warm, von der lauen Wärme des Bades an, λοετρά, Il. 14, 6 Od. 8, 249, λουτρά, Pind. Ol. 12, 21 Soph. Tr. 631 u. in Prosa, bis zur Hitze des siedenden Wassers, Od. 19, 388, und zur Gluth allmälig verkohlendes Holzes, 9, 388; Gegensatz ψυχρός, oft bei Plat. u. A.; auch von trockener Fitze, ὦ πέτρας γύαλον θερμὸν καὶ παγετῶδες Soph. Phil. 1071; πυρὶ θερμῷ Ant. 615; θερμὰν ἀελίου ἕδραν Eur. El. 739; πνοὰς θερμὰς πνέω Herc. Für. 1092; ἐν τόποις θερμοῖς καὶ πνιγώδεσι Plut. Alex. 77. – Von Thränen, Od. 19, 362 Pind. N. 10, 75; δακρύων ῥήξασα θερμὰ νάματα, der Thränen heißer Quell, Soph. Tr. 915; Sp. – Vom Blute, θερμῷ κοπείσης φοινίῳ προσφάγματι Aesch. Ag. 1251; θερμὸν αἷμα Soph. O. C. 628, vgl. Ai. 1390; τὰν θερμοτάταν αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων Phil. 690; θερμὸς κρουνὸς αἵματος νέου Eur. Rhes. 790; πολλῶν ἔτι θερμὸν αὐτοκρατόρων αἵματι Plut. Fab. 26. – Übertr., hitzig, leidenschaftlich, verwegen, im tadelnden Sinne, ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρ ναύτῃσι θερμοῖς Aesch. Spt. 585, θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις Soph. Ant. 88, ὦ πολλὰ δὴ καὶ θερμὰ καὶ λόγῳ κακὰ μοχθήσας Tr. 1035; θερμὰ ἀτυχήματα Plut. reip. ger. praec. 2; Ar. vrbdt ὦ θερμὸν ἔργον κἀνόσιον καὶ παράνομον, Plut. 415; δρᾷ τι καὶ νεανικὸν καὶ θερμόν Amphis bei Ath. X, 448 b; ὦ θερμόταται γυναῖκες Ar. Th. 735, vgl. Vesp. 918. Auch in Prosa, θερμότερος ἐπιχειρεῖν Antiph. 2 α 7; bes. Sp., θερμόν τι διαπράττεσθαι Sext. Emp. pyrrh. 3, 193; Λυδοὶ θερμότεροι φύσει ὄντες Luc. Nigr., öfter; auch wie recens, noch frisch, τὸ ἔγκλημα ἔτι θερμὸν ἦν Luc. Peregr. 15; οὐχ ἕωλα κακά, ἀλλὰ θερμὰ καὶ πρόσφατα Plut. de curios. 6; ἴχνη Ep. ad. 417 (IX, 371). Von der Liebe, πόθος θερμός τινος ἔχει με Philodem. 2 (V, 115). – Τὸ θερμόν, die Hitze, Plat. Crat. 413 c; oft sc. ὕδωρ, warmes Wasser, auch warmes Getränk, u. τὰ θερμά, warme Bäder.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. au propre chaud ; subst. τὸ θερμόν chaleur, chaleur de l'été ; très souv. (s.e. ὕδωρ) eau chaude ; τὰ θερμά (λουτρά) thermes, bains chauds, ou (s.e. χωρία) pays chauds;
II. fig. 1 chaleureux, ardent;
2 encore chaud, càd tout récent : ἀτυχήματα PLUT infortunes toutes récentes;
3 brûlant, cuisant;
Cp. θερμότερος, Sp. θερμότατος.
Étymologie: θέρω, cf. lat. formus.

Russian (Dvoretsky)

θερμός: 3, эп. тж.
1 теплый (λοετρά Hom.);
2 горячий, жгучий (δάκρυα Hom.; πῦρ, δακρύων νάματα Soph.; αἷμα Soph., Plut.; ἱδρῶτες Arst.);
3 горячий, кипящий (ὕδωρ Hom.);
4 раскаленный (μοχλός Hom.);
5 жаркий, знойный (γύαλον πέτρας Soph.; τόποι Plut.);
6 палящий (καύματα Her.);
7 пылкий, страстный, пламенный (καρδία Soph.; πόθος Anth.; τὰ ἄρρενα τῶν θηλέων θερμότερα Arst.);
8 разнузданный, распутный (γυναῖκες Arph.);
9 разгоряченный (ὑπὸ τῶν ἐπαίνων Plut.);
10 дерзновенный, безрассудный (ναύτης Aesch.; ἔργον Plut.);
11 мучительный, трудный, тяжелый: πολλὰ καὶ θερμὰ μοχθεῖν Soph. вынести много страданий;
12 недавний, свежий (κακά Plut.; ἔγκλημα Luc.; ἴχνη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θερμός: -ή, -όν, ὡσαύτως ός, όν,.Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 110. Ἡσ. Θ. 696· (θέρω): ― θερμός, ἐπὶ τῆς ἠπίας θερμοκρασίας τοῦ ὕδατος τῶν λουτρῶν, θερμὰ λοετρὰ (βραδύτερον καλούμενα Ἡράκλεια λ.) Ἰλ. Ξ. 6, Ὀδ. Θ. 249· λουτρὰ Πίνδ., κλ., ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 3· ἢ ἐπὶ δακρύων, Τ. 362· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς ὑψηλῆς θερμοκρασίας βράζοντος τοῦ ὕδατος, αὐτόθι 388· τοῦ καίοντος ξύλου, Ι. 388· θ. καύματα, ἐπὶ μεγάλης θερμότητος, Ἡρόδ. 3. 104 · καθόλου ἀντίθετον τῷ ψυχρός, συχν. παρ’ Ἀττ., ἰδίως ἐπὶ θερμῶν μετάλλων ἢ ποτῶν, Τηλεκλείδ. ἐν Ἀμφ. 1. 8, Στερρ. 2, Φερεκρ. ἐν Περσ. 1. 8, κτλ.· ἐπὶ τοῦ αἵματος, Σοφ. Ο. Κ. 622, Αἴ. 1412 κτλ.· ἐπὶ πυρετικῶν νόσων, Πίνδ. Π. 3. 117, Θουκ. 2. 48· πρβλ. θερμαίνω, θέρμη. ΙΙ. μεταφ., θερμός, ζωηρός, ὁρμητικός, ὡς τὸ Λατ. calidus, ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Θήβ. 603, Εὐμ. 560, Ἀριστοφ. ἐν Σφηξ. 918, κτλ.· θερμὸς καὶ ἀνδρεῖος Ἀντιφῶν 119. 38· ὡσαύτως ἐπὶ πράξεων, πολλὰ καὶ θερμὰ μοχθήσας Σοφ. Τρ. 1046· θ. ἔργον Ἀριστοφ. Πλ. 415· δρᾶν τι νεανικὸν καὶ θερμὸν Ἄμφις ἐν Φιλαδέλφ. 10· θ. πόθος Ἀνθ. Π. 5. 115· φάρμακον Ἀλκιφρων 1. 37· μετ’ ἀπαρ., θερμότερος ἐπιχειρεῖν Ἀντιφῶν 115. 30· ὑπερθ., θερμόταται γυναῖκες Ἀριστοφ. Θεσμ. 735. 2) ἔτι θερμός, πρόσφατος, ἴχνη Ἀνθ. Π. 9. 371· ἀτυχήματα Πλούτ. 2. 798Ε· γάμοι Φιλόστρ. 165, ΙΙΙ. τὸ θερμὸν, = θερμότης, ζέστη, Λατ. calor, Ἡρόδ. 1. 142, Πλάτ. Κρατ. 413C, κτλ.· - «θερμόν· τὸ θέρος Βυζάντιοι» Ἡσύχ. 2) θερμὸν (ἐξυπ. ὕδωρ), τό, «ζεστὸ νερό», θερμῷ λοῦσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 1044, Ἐκκλ. 216, πρβλ. Meineke Φιλήμ. σ. 375 μεγάλ. ἔκδ.· - ὡσαύτως, θερμὸν ποτόν, Λατ. calda, Γαλην. 3) τὰ θερμὰ (ἐξυπ. χωρία) Ἡρόδ. 4. 29· ἀλλὰ (ἐξυπ. λουτρά), θερμὰ λουτρά, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 3, κτλ. IV. Ἐπίρρ. -μῶς, Πλάτ. ἐν Εὐθυδ. 284E· συγκρ., θερμότερον ἔχειν Εὔβουλ. ἐν Ἀμαλθ. 1· φθέγγεσθαι Πλάτ. Φιλήβ. 25C.

English (Autenrieth)

warm, hot.

English (Slater)

θερμός warm θερμὰ Νυμφᾶν λουτρὰ βαστάζεις (O. 12.19) οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα τόσσον (N. 4.4) ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν (N. 8.28) θερμὰ δὴ τέγγων δάκρυα στοναχαῖς (N. 10.75) “δοιὰ βοῶν θερμὰ πρὸς ἀνθρακιὰν στέψαν” i. e. still warm, just killed fr. 168. 2. θερμᾶν νόσων feverish (P. 3.66)

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό (ΑΜ θερμός, -ή, -όν, Α θηλ. και θερμός)
1. αυτός που έχει θερμοκρασία υψηλή ή ανώτερη από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος, ο ζεστός (α. «θερμές χώρες» — οι τροπικές χώρες
β. «θερμά λουτρά»)
2. αυτός που χαρακτηρίζεται από ισχυρή ενέργεια, συγκίνηση ή μεγάλη ζωηρότητα, ο έντονος, ο εκδηλωτικός (α. «θερμή γυναίκα» — η γυναίκα που είναι διαχυτική και εκδηλωτική στον έρωτα
β. «θερμός άνθρωπος» — ο άνθρωπος που εκδηλώνει με ζωηρότητα τα αισθήματα του
γ. «θερμήν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις», Σοφ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το θερμό(ν)
το ζεστό νερό
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να διατηρεί τη θερμότητα ή αυτός που περιβάλλει με θερμότητα («θερμό δωμάτιο»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο θερμός
α) θερμό νερό για πλύσιμο ρούχων ή για λουτρό
β) η αλισίβα, το σταχτόνερο
4. γεωλ. φρ. «θερμή πηγή» — σημείο εξόδου θερμού υπόγειου νερού στη γήινη επιφάνεια, η θερμοκρασία του οποίου είναι μεγαλύτερη από τη μέση θερμοκρασία τών ισημερινών περιοχών
νεοελλ.-μσν.
αυτός που εκφράζει ζωηρά και ειλικρινή αισθήματα, ο εγκάρδιος (α. «θερμή παράκληση» β. «θερμά συγχαρητήρια»)
μσν.
φρ. «θερμή αντίληψις» — ζωηρό ενδιαφέρον
αρχ.
1. θερμόαιμος, εμπαθής («ναύταισι θερμοῖς», Αισχύλ.)
2. πρόσφατος («γάμοι θερμοί», Φιλόστρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τo θερμόν
α) η θερμότητα, η ζέστη
β) η χάρη, η εύνοιαεὗρον θερμὸν ἐν ἐρήμῳ», ΠΔ).
επίρρ...
θερμώς και -ά (ΑΜ θερμῶς)
με θερμό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θερμός αντιστοιχεί επακριβώς στο αρμ. jerm με την ίδια σημ. και ανάγεται σε ΙE gwhermo- < ΙΕ ρίζα gwher- «θερμός, ζεστός» (πρβλ. θέρος, θέρομαι). Τα αρχ. ινδ. gharma-, αρχ. πρωσ. gorme «ζέστη» έχουν σχηματιστεί με την ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας (< gwhormo-), η οποία απαντά και στο λατ. formus «θερμός». Σε ορισμένες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες υπάρχουν δύο λέξεις για να δηλώσουν τη σημ. «θερμός, ζεστός», ανάλογα με τον βαθμό θερμότητας (πρβλ. αγγλ. hot «πολύ θερμός, καυτός», warm «μετρίως θερμός, υπόθερμος»), πράγμα που προέρχεται από τις γερμανικές και βαλτοσλαβικές γλώσσες. Στις περισσότερες, όμως, γλώσσες η διάκριση αυτή δεν υφίσταται. Εξάλλου, αν ληφθεί υπ' όψιν το γεγονός ότι η εξαιρετικά μεγάλη θερμότητα και το ψύχος (π.χ. ένα καυτό σίδερο και ένα κομμάτι πάγου) προκαλούν την ίδια αίσθηση, είναι πιθανό ότι μια ομάδα λέξεων με τη σημ. «ζεστός» να συνδέεται με μια αντίστοιχη με τη σημ. «κρύος». Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιούνται τόσο το επίθ. ζεστός, το οποίο στην Αρχαία σήμαινε «βρασμένος, βραστός» (< ζέω «βράζω»), όσο και το θερμός, όχι όμως με την ίδια συχνότητα και στα ίδια φραστικά περιβάλλοντα. Εκτός από ορισμένες κοινές χρήσεις, π.χ. θερμό κλίμα - ζεστό κλίμα, θερμή μέρα - ζεστή μέρα κ.λπ., το θερμός μεταφορικά χρησιμοποιείται σε στερεότυπες εκφράσεις, π.χ. θερμά συγχαρητήρια - θερμά συλλυπητήρια, και ως δηλωτικό συναισθηματικών καταστάσεων (π.χ. θερμή επιστολή, θερμή παράκληση, θερμή υποδοχή, θερμή γυναίκα κ.ά). Ως εκ τούτου η χρήση του είναι πιο σπάνια. Εν αντιθέσει, το ζεστός έχει σχεδόν αντικαταστήσει το θερμός στην κυριολεκτική, εν μέρει δε και στη μεταφορική του χρήση. Για το θερμός ως α' συνθ. βλ. θερμ(ο)-.
ΠΑΡ. θερμαίνω, θερμότητα (-της), θερμώ
αρχ.
θερμηρός, θέρμητρον, θερμώδης, θερμωλή
αρχ.-μσν.
θερμάζω
νεοελλ.
θερμούτσικος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αυτόθερμος, ομοιόθερμος, υπέρθερμος, υπόθερμος, φιλόθερμος
αρχ.
απόθερμος, διάθερμος, εύθερμος, κατάθερμος, ολιγόθερμος, παράθερμος, περίθερμος, πολύθερμος
νεοελλ.
αερόθερμος, γεώθερμος, ιδιόθερμος, ισόθερμος, ολόθερμος, ποικιλόθερμος].
(II)
το
το δοχείο που διατηρεί τη θερμοκρασία, ο θέρμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θέρμος (ΙΙ)].

Greek Monotonic

θερμός: -ή, -όν και -ος, -ον (θέρω),
I. 1. ζεστός, θερμός, θερμὰ λουτρά, σε Όμηρ.· λέγεται για δάκρυα, στον ίδ., κ.λπ.
II. 1. μεταφ., θερμός, ζωηρός, ορμητικός, διαχυτικός, όπως το Λατ. calidus, σε Αισχύλ., Αριστοφ., κ.λπ.
2. αυτός που είναι ακόμα ζεστός, φρέσκος, ἴχνη, σε Ανθ. Π.
III. 1. τὸ θερμόν = θερμότης, ζέστη, θερμότητα, Λατ. calor, σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ.
2. θερμὸν (ενν. ὕδωρ), τό, ζεστό νερό, θερμῷ λοῦσθαι, σε Αριστοφ.
3. τὰ θερμὰ (ενν. χωρία), σε Ηρόδ., αλλά (ενν. λουτρά), τα θερμά λουτρά, σε Ξεν.
IV.επίρρ. -μῶς, σε Πλάτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: warm (Il.).
Compounds: Often as 1, member, e. g. Θερμο-πύλαι (Hdt.; s. Risch IF 59, 267). On ἄ-, ἔκ-, ἔν-θερμος etc. s. below on θέρμη and θερμαίνω.
Derivatives: A. Substantives. 1. θέρμη, also -μα (s, Schwyzer 476 n. 2, Chantraine Formation 102 and 148) f. warmth, heat, heat of fever (IA) with ἄ-θερμος without warmth (Frisk Adj. priv. 11), ἔν-θερμος with warmth inside, warm (Strömberg Greek Prefix Studies 95); θερμίζω be feverish (Euboea). 2. θερμότης warmth, heat (IA). 3. θερμωλή id. (Hp.; Frisk Eranos 41, 52). 4. θερμέλη ἡ θέρμη Suid. (Strömberg Wortstudien 79). 5. θέρμασσα = κάμινος (Hdn. Gr. 1, 267; formation unclear, cf. Schwyzer 525f., Müller-Graupa Glotta 31, 129). - B. Adjectives: 1. θερμώδης lukewarm (Aret.); here Θερμώδων, -οντος river name (Boeotia, Pontos; s. Krahe Beitr. z. Namenforschung 2, 236; 3, 162). 2. θερμηρός adjunct of ποτήριον (H. s. κελέβη; to θέρμη?). - C. Verbs: 1. θέρμετο ipf. became warm (Il.), θέρμετε ipv. warmeth! (θ 426; after it Ar. Ra. 1339); on the formation cf. Schwyzer 722f. 2. θερμαίνω, aor. θερμῆναι warm (Il.), often with prefix, e. g. ἐκ-θερμαίνω warm completely (Hp., Arist.) with postverbal ἔκθερμος very hot (Vett. Val.); from there θέρμανσις heating (Arist.) with θερμαντικός fit to make warm (Pl., Arist.), θερμασία heating, warmth (Hp., Arist.; cf. Schwyzer 469), θέρμασμα warming cuff (medic.; s. Chantraine Formation 176), θερμάστρα s. θερμάζω; θερμαντήρ "warmer", kettle to cook water (Poll.) with θερμαντήριος warming (Hp., inscr.). 3. θερμάζω id. only aor. opt. med. θερμάσσαιο (Nic. Al. 587) with θερμάστρα f. furnace (Call.; also to θερμαίνω); also θερμαύστρα written through confusion with θερμαυστρίς (θέρμ-) fire-tongs (Arist., H.), cf. πυρ-αύστρα id. (αὔειν bring fire); also metaph. as name of a dance (Poll., Ath.) with θερμαυστρίζω (Critias, Luc.); from θερμάστρα: θερμαστρίς (θέρμ-) = θερμαντήρ (Eup., LXX); the forms in -αστρ-, -αυστρ- are not regularly distinguished, cf. Schulze Kl. Schr. 189 w. n. 6; through dissimilation θέρμαστις meaning unclear (Attica IVa) with θερμάστιον (Aen. Tact.).
Origin: IE [Indo-European] [493] *gʷʰermo- warm
Etymology: Inherited adjective, identical with Arm. ǰerm warm, Thrak.-Phryg. germo- (in GN, e.g. Γέρμη), IE *gʷʰermo-; also in substantivized funktion Alb. zjarm, zjarr heat. With o-vocalism, originally substantiv., IE *gʷʰormo- in Skt. gharmá- m. heat, OPr. gorme id.; sec. also adjectival in Av. garǝma-, Lat. formus, Germ., e. g. NHG warm . Uncertain Toch. A śārme heat (?). More forms in W.-Hofmann s. formus, Mayrhofer Wb. s. gharmáḥ; s. on θέρομαι, θέρος.

Middle Liddell

θερμός, ή, όν θέρω
I. hot, warm, θερμὰ λοετρά Hom.; of tears, Hom., etc.
II. metaph. hot, hasty, rash, headlong, like Lat. calidus, Aesch., Ar., etc.
2. still warm, fresh, ἴχνη Anth.
III. τὸ θερμόν = θερμότης, heat, Lat. calor, Hdt., Plat., etc.
2. θερμόν (sc. ὕδωῤ, hot water, θερμῷ λοῦσθαι Ar.
3. τὰ θερμά (sub. χωρίἀ, Hdt.: but (sub. λουτρά), hot baths, Xen.
IV. adv. -μῶς, Plat.

Frisk Etymology German

θερμός: {thermós}
Meaning: warm (seit Il.).
Composita: Oft als Vorderglied, z. B. Θερμοπύλαι (Hdt. usw.; vgl. Risch IF 59, 267). Zu ἄ-, ἔκ-, ἔνθερμος usw. s. unten zu θέρμη und θερμαίνω.
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. A. Substantiva. 1. θέρμη, auch -μα (dazu Schwyzer 476 A. 2, Chantraine Formation 102 und 148) f. Wärme, Hitze, Fieberhitze (ion. att.) mit ἄθερμος ohne Wärme (Frisk Adj. priv. 11 m. Lit.), ἔνθερμος mit Wärme drin, warm (Strömberg Greek Prefix Studies 95) u. a.; θερμίζω fiebern (Euböa). 2. θερμότης Wärme, Hitze (ion. att.). 3. θερμωλή ib. (Hp.; Frisk Eranos 41, 52). 4. θερμέλη· ἡ θέρμη Suid. (Strömberg Wortstudien 79). 5. θέρμασσα = κάμινος (Hdn. Gr. 1, 267; Bildung unklar, vgl. Schwyzer 525f., Müller-Graupa Glotta 31, 129). — B. Adjektiva: 1. θερμώδης lauwarm (Aret.); dazu Θερμώδων, -οντος Flußname (Böotien, Pontos; s. Krahe Beitr.· z. Namenforschung 2, 236; 3, 162). 2. θερμηρός Beiw. von ποτήριον (H. s. κελέβη; auch auf θέρμη beziehbar). — C. Verba: 1. θέρμετο Ipf. wurde warm (ep. seit Il.), θέρμετε Ipv. ‘erwärmet!’ (θ 426; danach Ar. Ra. 1339); zur Bildung vgl. Schwyzer 722f. 2. θερμαίνω, Aor. θερμῆναι erwärmen (seit Il.), oft mit Präfix, z. B. ἐκθερμαίνω ganz und gar erwärmen (Hp., Arist. usw.) mit dem postverbalen ἔκθερμος sehr heiß (Vett. Val. u. a.); davon θέρμανσις Erwärmung (Arist. u. a.) mit θερμαντικός zum Erwärmen geeignet, erwärmend (Pl., Arist., hell.), θερμασία Erwärmung, Wärme (Hp., Arist. usw.; vgl. Schwyzer 469), θέρμασμα wärmender Umschlag (Mediz.; vgl. Chantraine Formation 176), θερμάστρα s. θερμάζω; θερμαντήρ "Aufwärmer", Kessel zum Wasserkochen (Poll.) mit θερμαντήριος aufwärmend (Hp., Inschr.). 3. θερμάζω ib. nur Aor. Opt. Med. θερμάσσαιο (Nik. Al. 587) mit θερμάστρα f. Ofen (Kall. u. a.; auch auf θερμαίνω beziehbar); auch θερμαύστρα geschrieben durch Vermischung mit θερμαυστρίς (θέρμ-) Feuerzange (Arist., H.), vgl. πυραύστρα Feuerzange (αὔειν Feuer holen); auch übertr. als N. eines Tanzes (Poll., Ath.) mit θερμαυστρίζω (Kritias, Luk.); von θερμάστρα: θερμαστρίς (θέρμ-) = θερμαντήρ (Eup., LXX); die Formen auf -αστρ-, -αυστρ- werden indessen nicht auseinandergehalten, vgl. Schulze Kl. Schr. 189 m. A. 6; durch Dissimilation θέρμαστις Bed. unklar (Attika IVa) mit θερμάστιον (Aen. Tact. u. a.).
Etymology: Altererbtes Adjektiv, mit arm. ǰerm warm, thrak.-phryg. germo- (in ON, z. B. Γέρμη) identisch, idg. *ghermo-; dazu noch in substantivischer Funktion alb. zjarm, zjarr Hitze. Daneben mit o-Vokal, ursprünglich substantivisch, idg. *ghormo- in aind. gharmá- m. Hitze, apreuß. gorme ib.; sekundär auch adjektivisch in aw. garəma-, lat. formus, germ., z. B. nhd. warm (anders Zupitza u. A.; s. WP. 1, 688). Unsicher toch. A śārme ‘Hitze (?)’. Weitere Formen mit Lit. bei W.-Hofmann s. formus, Mayrhofer Wb. s. gharmáḥ; s. noch θέρομαι, θέρος.
Page 1,664-665

English (Woodhouse)

hot, impetuous, rash, vehement, warm

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό θέρω (=ζεσταίνω) ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ θερμός: θερμαίνω, θέρμανσις, θερμαντέος, θερμαντήρ, θερμαντήριος, θερμαντικός, θερμαντός, θερμασία (=ζέστη), θερμάστρα (=καμίνι), θερμαστρίς (=τσιμπίδα γιά τή φωτιά), θέρμη (=πυρετός), θερμότης.

Translations

feverish

Burmese: ဖျား; Catalan: febril; Czech: horečnatý; Danish: febril, febersyg, feberhed, feber-; Dutch: koortsig; French: fiévreux; German: fiebrig, febril, fieberhaft; Greek: εμπύρετος; Ancient Greek: ἐμπύρετος, θερμός, πυρετώδης, πυρίβλητος; Irish: fiabhrasach; Italian: febbricoso; Latin: febriculentus; Maori: tūhauwiri; Norwegian Bokmål: febril; Nynorsk: febril; Plautdietsch: feebrich; Portuguese: febril; Spanish: febril; Welsh: poeth