μαστός

From LSJ
Revision as of 07:45, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστός Medium diacritics: μαστός Low diacritics: μαστός Capitals: ΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: mastós Transliteration B: mastos Transliteration C: mastos Beta Code: masto/s

English (LSJ)

ὁ, Ep., Ion. μαζός, Hom., Hdt. (exc. in 3.133, 5.18, where codd. give μαστός; twice in codd. of Trag., A.Ch.531, E.Ba.701); Dor. μασδός Theoc.3.16,48; later μασθός LXX Is.32.12 (cod.A), al., Asclep. ap. Gal.13.934, Apoc.1.13 (v.l.), IG3.238
A b, PMag.Lond.121.208, etc., also in codd. of A. Ch.545:—usage contradicts the statement of Gramm. that μαζός is the man's breast, μαστός the woman's:—breast, δεξιτερὸν κατὰ μαζόν Il.5.393; of men's breasts, βάλε δουρὶ στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο 4.528; βάλε στῆθος παρὰ μαζόν 8.121, cf. Od.22.82, X.An.1.4.17, 4.3.6.
2 more freq. of a woman's breast, μαζὸν ἀνέσχε, of Hecuba pleading with Hector, Il.22.80; εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον ib.83; γυναῖκά τε θήσατο μαζόν sucked her breast, 24.58; πάϊς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ Od. 11.448; σὺ δέ μ' ἔτρεφες… τῷ σῷ ἐπὶ μαζῷ 19.483; so φαίνουσαι τοὺς μαζούς Hdt.2.85; τοὺς μ. ἀποταμοῦσα Id.4.202; ἐπὶ τοῦ μαστοῦ ἔφυ φῦμα Id.3.133; προὔκειτο μαστῶν περονίς S.Tr.925; προσέσχε μαζόν, of the mother, A.Ch.531; μαστὸν ἀμφέχασκε, of the child, ib.545, cf. 897; μαστῶν ἀποστάς S.El.776; πῶλον ἀφέλξων σῶν ἀπὸ μαστῶν E.Hec.142 (anap.), etc.
b rarely of animals, udder, Id.Cyc.55 (lyr.), 207, Call.Jov.48.
c generally, of the breasts of all mammalia, Arist.HA521b21, PA688a18 sq., GA 752b23.
II metaph., any round, breast-shaped object:
1 round hill, knoll, Pi.P.4.8, X.An.4.2.6, Call.Del.48.
2 round piece of wool fastened to the edge of nets, X.Cyn.2.6, cf. Poll.5.29.
3 at Paphos, breast-shaped cup, Apollod. Cyren. ap. Ath.11.487b, cf. IG7.3498 (Oropus), 11(4).1307.21 (Delos).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. mamelle :
1 sein de la femme;
2 sein de l'homme;
3 mamelle des animaux;
II. p. anal. 1 sommet arrondi d'une colline, mamelon;
2 gorge ou nœud d'un filet;
3 sorte de vase à boire.
Étymologie: cf. μαζός.

German (Pape)

ὁ (vgl. μαζός, μασθός), die Brust, Mutterbrust, Aesch. Ch. 884, Soph. Tr. 921, Her. 3.133, 5.18; abweichend auch von der Männerbrust, Xen. An. 4.3.6u. 1.4.17, wo die v.l. μασθός; – μαστὸν παρέχειν, ὑπέχειν, die Brust geben, Plut.; auch von Tieren, Zitze, Enter, Arist. part. an. 4.10, H.A. 6.12 und Sp. –. übertragen, alles rund Erhabene, busenförmig Gewölbte, bes. der Hügel, Pind. P. 4.8; Xen. An. 4.2.6; Pol. 1.58.6. Auch ein Teil der Netze, Xen. Cyn. 2.7; Poll. 5.29.
Bei den Paphiern ein Trinkbecher, Ath. XI.487c.

Russian (Dvoretsky)

μαστός: и μασθός, эп.-ион. μαζός, дор. μασδός ὁ
1 (женская, реже мужская) грудь или сосец Aesch., etc.: σὺ δέ μ᾽ ἔτρεφες τῷ σῷ ἐπὶ μαζῷ Hom. ты вскормила меня своей грудью; βαλέειν στῆθος παρὰ μαζόν Hom. поразить в грудь около соска;
2 сосец, вымя Eur. etc.;
3 круглый холм, бугор Xen., Polyb.;
4 узелок (на конце шнура звероловной сети) Xen.

Greek (Liddell-Scott)

μαστός: ὁ· Ἰων. καὶ Ἐπικ. μαζός, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμήρ. καὶ παρ’ Ἡροδ. (πλὴν ἐν 3. 133., 5. 18, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφ. ἔχουσι μαστός)· μαστὸς εἶναι πιθανῶς ὁ μόνος τύπος παρὰ Τραγ., ἂν καὶ οἱ ἀντιγραφεῖς ἔχουσι γράψῃ μαζὸς ἐν Αἰσχύλ. Χο. 531, Εὐρ. Βάκχ. 701 (ἔνθα ἴδε Elmsl.)· Δωρ. μασδὸς Θεόκρ. 3. 16 καὶ 48· ὁ δὲ τύπος μασθὸς φαίνεται ὅτι εἶναι μεταγενέστ., ἂν καὶ εἰσήχθη εἰς τὸ κείμενον Ἀττικῶν συγγραφέων (Αἰσχύλου Χο. 545 καὶ Ξεν.)· ― ἡ χρῆσις ἐν γένει τῶν τύπων μαστὸς καὶ μαζὸς ἀντιφάσκει πρὸς τὸν ἰσχυρισμὸν τῶν Γραμματ. ὅτι δῆθεν μαζὸς μὲν εἶναιἀνδρικός, μαστὸς δὲ ὁ γυναικεῖος. Ὁ εἷς τῶν μαστῶν, δεξιτερὸν παρὰ μαζὸν Ἰλ. Ε. 393· βάλε δουρὶ στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο, ἐκτύπησε τὸ στῆθος αὐτοῦ ὑπεράνω τοῦ μαστοῦ, Δ. 133· βάλε στῆθος παρὰ μαζὸν Θ. 121, πρβλ. Ὀδ. Χ. 8, ἴδε μεταμάζιος· ἐπὶ τῶν ἀνδρικῶν μαστῶν, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 17., 4. 3, 6. 2) συνηθέστερον ἐπὶ τοῦ γυναικείου μαστοῦ, μαζὸν ἀνέσχε, ἐπὶ τῆς Ἑκάβης θρηνούσης ἐπὶ τοῦ πτώματος τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Χ. 80· εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον αὐτόθι 83· γυναῖκά τε θήσατο μαζόν, γυναικὸς ἐθήλασε μαστόν, Ω. 58· πάϊς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ Ὀδ. Λ. 448· σὺ δέ μ’ ἔτρεφες... τῷ σῷ ἐπὶ μαζῷ Τ. 483· οὕτω, φαίνουσαι τοὺς μαζοὺς Ἡρόδ. 2. 85· τοὺς μαζοὺς ἀποταμοῦσα 4. 202· ἐπὶ τοῦ μαστοῦ ἔφυ φῦμα 3. 133· καὶ παρὰ Τραγ., αὐτὴ προσέχετε μαστόν, ἐπὶ τῆς μητρός, Αἰσχύλ. Χο. 531· μαστὸν ἀμφέχασκε, ἐπὶ τοῦ τέκνου, αὐτόθι 545, πρβλ. 897· μαστῶν ἀποστὰς Σοφ. Ἠλ. 776, πρβλ. Τρ. 925· πῶλον ἀφέλξων σῶν ἀπὸ μαστῶν Εὐρ. Ἑκάβ. 144, κτλ. β) σπανίως ἐπὶ ζῴων, = οὖθαρ, τὸ βυζὶ ζῴου, «μαστάρι», ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 55, 207, Καλλ. εἰς Δία 48· ― παρ’ Ἀριστ. εἶναι τὸ γενικὸν ὄνομα τῶν μαστῶν πάντων τῶν θηλαστικῶν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 5, π. Ζ. Μορ. 4. 10, 33, π. Ζ. Γεν. 3. 2, 10, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ βουνός, πᾶν στρογγύλον καὶ κατὰ σχῆμα ὅμοιον πρὸς μαστὸν πρᾶγμα, στρογγύλος λόφος, γήφολος (Γαλλ. mamelon), Πινδ. Π. 4. 14, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 6, Καλλ. εἰς Δῆλ. 48· οὖθαρ. ―Καθ’ Ἡσύχ.: «μαστοί· τὰ ὑψηλὰ τῆς Ἀττικῆς μέρη». 2) στρογγύλον πλέγμα ἐκ λίνου προσπεπλεγμένον εἰς τὰ ἀκρωλένια τοῦ θηρευτικοῦ δικτύου, Ξεν. Κυν. 2, 6, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 29. 3) παρὰ τοῖς Παφίοις, ποτήριον ἔχον τὸ σχῆμα μαστοῦ, Ἀπολλόδ. Καρύστ. παρ’ Ἀθην. 487Β.

English (Slater)

μαστός breast met., hill κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν ἐν ἀργεννόεντι μαστῷ (P. 4.8)

English (Strong)

from the base of μασσάομαι; a (properly, female) breast (as if kneaded up): pap.

Greek Monolingual

ο (ΑM μαστός και μασθός, Α ιων. τ. μαζός, δωρ. τ. μασδός)
1. (ανατ.-φυσιολ.) ημισφαιρική προεξοχή, ανά μία στα δύο πλάγια της πρόσθιας επιφάνειας του θώρακα, που περιέχει τους γαλακτοπαραγωγούς αδένες οι οποίοι στη γυναίκα αναπτύσσονται πλήρως και μετά τον τοκετό εκκρίνουν γάλα, απαραίτητο για την ανάπτυξη και διατροφή τών βρεφών, ενώ στον άντρα είναι υποτυπώδεις, δεν αναπτύσσονται και δεν έχουν εκκριτική λειτουργία, βυζί
2. ζωολ. στον πληθ. οι μαστοί
αμφοτερόπλευρα και συμμετρικά αδενικά όργανα που εντοπίζονται στο στήθος, στην κοιλιά και στη βουβωνική χώρα τών θηλαστικών ζώων και τών οποίων ο αριθμός ποικίλλει
3. καθετί το οποίο είναι στρογγυλό και έχει σχήμα που μοιάζει με μαστό
νεοελλ.
1. ναυτ. μικρή προεξοχή που φέρει οπή ρύθμισης ροής υγρού
2. τεχνολ. σωληνοειδές εξάρτημα, συνήθως μεταλλικό, με εξωτερικό σπείρωμα και στα δύο άκρα για τη σύνδεση δύο σωλήνων
3. φρ. «μαστοί της Αφροδίτης» — είδος μεγάλων ροδακίνων
αρχ.
1. στρογγυλό πλέγμα τοποθετημένο στην άκρη κυνηγετικού διχτιού
2. (ιδίως στους Παφίους) είδος κυπέλλου που είχε σχήμα ημισφαιρικό και έμοιαζε με μαστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. μαστός (πιθ. < μαδτός) και μαζός (πιθ. < μαδ-jος) μπορούν να συνδεθούν με το θ. του ρήματος μαδῶ και σημασιολογικά, αν ληφθεί υπ' όψιν η διαδικασία λήψης της τροφής από τον μαστό, κατά τον θηλασμό. Ο τ. μασθός είναι δευτερεύων, σχηματισμένος αναλογικά προς λέξεις που δηλώνουν άλλα μέρη του σώματος (πρβλ. βρόχθος, κύσθος, στήθος). Μακρινή, τέλος, σύνδεση με το θ. μα- του μάμμη δεν είναι απίθανη.
ΠΑΡ. μαστάρι(-ον), μαστίο(ν), μαστώδης
νεοελλ.
μαστικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ.
μαστόδεσμος, μαστόδετον, μαστοδοτώ, μαστοφαγής
μσν.
μαστομαγερεία
νεοελλ.
μαστεκτομή, μαστογραφία, μαστοειδεκτομή, μαστοειδίτιδα, μαστοκύτταρο, μαστοπάθεια, μαστοπηξία, μαστοπλαστική, μαστοπτωσία, μαστωδυνία. (Β' συνθετικό) αρχ.
βαρύμαστος, βούμαστος, γυναικόμαστος, δεκάμαζος, μονόμαζος, ολόμαζος, φιλόμαστος, υπέρμαζος].

Greek Monotonic

μαστός: ὁ, Ιων. και Επικ. μαζός, Δωρ. μασδός,
I. 1. ένα από τα δύο στήθη (μαστούς), δεξιτερὸν παρὰ μαζόν, σε Ομήρ. Ιλ.· βάλε στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο, χτύπησε το στέρνο του πάνω από το μαστό, στο ίδ.· βάλε στῆθος παρὰ μαζόν, στο ίδ.
2. ιδίως, στήθος γυναίκας, μαζὸνἄνεσχε, λέγεται για την Εκάβη που θρηνούσε πάνω από τον (νεκρό) Έκτορα, στο ίδ.· πάϊς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ, σε Ομήρ. Οδ.· πρόσεσχε μαστόν, λέγεται για μητέρα, σε Αισχύλ.· λέγεται για ζώα, μαστοί, μαστάρια, σε Ευρ.
II. 1. μεταφ., στρογγυλός λόφος, βουναλάκι (γαλ. mamelon), σε Πίνδ., Ξεν.
2. κομμάτι μαλλιού σφιχτά δεμένο στην άκρη των διχτυών, σε Ξεν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: nipple, motherbreast, breast, metaph. hill, hight, also name of a beaker (Apollod. Cyren. ap. Ath. 11, 487b, Oropos, Delos); cf. Jaeger RhM 102, 337ff. (on the use in Clem. Al. and Ph.).
Other forms: μαστός (posthom.), μαζός, Dor. (Theoc.) μασδός, hell. also μασθός; μαστίχη s. μάσταξ.
Compounds: Compp., e.g. φιλό-μαστος breastloving (A.), γυναικό-μαστος (-θος) with female breasts (medic.), δεκά-μαζος with ten breasts (Epigr. Gr.); μαστό-δε-τον n. breast-band (AP); cf. e.g. ἀκμό-θε-τον.
Derivatives: Diminutives: μαστίον small cup (Oropos), μαστάριον id. (Delos), also small breast (Alciphr.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The attempt to reduce μαζός, μαστός, μασθός to three different pre-forms, IE *mad-dos, *mad-tos, *mad-dhos, (Schrader KZ 30, 476; also [IE *th > θ] Specht Ursprung 224 f., 231), does not recognise the familiar character of the word. The only late attested μασθός can be explained easily as reshaping after words with comparable meaning or associated words like στῆθος (WP. 2, 231), κύσθος, βρόχθος (s. v. sub βρόξαι). The older μαζός and μαστός can be derived with i̯o- (do-?) resp. to-suffix from the root of μαδάω, but semantically this connection is rather non-committal, which is true also for the comparison with OHG mast fattening, (Germ.) Eichelmast, fodder. The nasalized form mand- suckle, breast (Alb. mënt suckle, suck posited by WP. 2, 232) is quite hypothetical; cf. W.-Hofmann s. mannus. Remote connection with the nursery word (s. μάμμη) is as well possible. - If the form is Pre-Greek, mazdos mastos only differ in voice: non voiced (and aspirated in masthos),which are no phonemic distinction in Pre-Greek.

Middle Liddell

μαστός, οῦ, ὁ,
I. one of the breasts, δεξιτερὸν παρὰ μαζόν Il.; βάλε στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο struck his chest above the breast, Il.; βάλε στῆθος παρὰ μαζόν Il.
2. esp. a woman's breast, μαζὸν ἀνέσχε, of Hecuba mourning over Hector, Il.; παῒς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ Od.; προσέσχε μαστόν, of the mother, Aesch.; of animals, the udder, Eur.
II. metaph. a round hill, knoll (French mamelon), Pind., Xen.
2. a piece of wool fastened to the edge of nets, Xen.

Frisk Etymology German

μαστός: (nachhom.),
{mastós}
Forms: ep. ion. poet. μαζός, dor. (Theok.) μασδός, hell. u. sp. auch μασθός
Grammar: m.
Meaning: Brustwarze, Mutterbrust, Brust, übertr. Hügel, Anhöhe, auch Ben. eines Bechers (Apollod. Kyren. ap. Ath. 11, 487b, Oropos, Delos); vgl. Jaeger RhM 102, 337ff. (zum Gebrauch bei Clem. Al. und Ph.).
Composita: Kompp., z.B. φιλόμαστος brustliebend (A. in lyr.), γυναικόμαστος (-θος) mit weiblichen Brüsten (Mediz.), δεκάμαζος ‘mit zehn Brü-sten’ (Epigr. Gr.); μαστόδετον n. Brustband (AP); vgl. z.B. ἀκμόθετον.
Derivative: Deminutiva: μαστίον kleiner Becher (Oropos), μαστάριον ib. (Delos), auch Brüstchen (Alkiphr.).
Etymology: Der Versuch, μαζός, μαστός, μασθός auf drei ebenbürtige Urformen, idg. *mad-dos, *mad-tos, *mad-dhos, zurückzuführen (Schrader KZ 30, 476; ähnlich [idg. th > θ] Specht Ursprung 224 f., 231), trägt dem familiären Charakter des Wortes nicht Rechnung. Das erst spät belegte μασθός erklärt sich unschwer als Umbildung nach sinnverwandten oder damit assoziierten Wörtern wie στῆθος (WP. 2, 231), κύσθος, βρόχθος (s. d. unter βρόξαι m. Lit.). Die älteren μαζός und μαστός lassen sich mit i̯o- (do-?) bzw. to-Suffix an die Sippe von μαδάω anschließen, aber semantisch bleibt leider diese Zusammenstellung ziemlich nichtssagend, was auch für den Vergleich mit ahd. mast Mästung, Eichelmast, Futter gilt. Das bei WP. 2, 232 angesetzte nasalierte mand- säugen, Brust (alb. mënt säugen, saugen) ist ganz hypothetisch; vgl. W.-Hofmann s. mannus m. Lit. Entfernte Beziehung zum Lallwort (s. μάμμη) ist ebensogut denkbar.
Page 2,183

Chinese

原文音譯:mastÒj 馬士拖士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:胸
字義溯源:乳,胸,乳養;源自(μασάομαι / μασσάομαι)=咬,試作);而 (μασάομαι / μασσάομαι)出自(μασάομαι / μασσάομαι)X*=處理)
出現次數:總共(3);路(2);啓(1)
譯字彙編
1) 乳(2) 路11:27; 路23:29;
2) 胸(1) 啓1:13

English (Woodhouse)

breast, hummock of ground

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

ἐπικ. μαζός (=βυζί, ὕψωμα, λόφος). Ἀπό τό μαδῶ (=εἶμαι ὑγρός).

Translations

breast

Acehnese: mom; Afar: angu; Afrikaans: bors; Aklanon: soso; Albanian: gji; Amal Andi: кока; Arabic: ثَدْي; Egyptian Arabic: بز; Gulf Arabic: ديد; Hijazi Arabic: صَدِر, ديس; Armenian: կուրծք, ստինք; Aromanian: sin; Assamese: স্তন; Asturian: pechu; Avar: кеке; Azerbaijani: məmə; Bashkir: имсәк; Basque: bular, titi, ugatz, papar, papo; Belarusian: грудзі; Bengali: স্তন; Bikol Central: suso; Breton: bronn; Bulgarian: гърда, гръд; Burmese: နို့; Catalan: pit, mama, mamella, teta, sina; Chamicuro: teni; Chamorro: susu; Chechen: нӏакха; Chepang: ङु; Chichewa: bere; Chinese Hokkien: 奶; Mandarin: 乳房, 胸; Chiricahua: -be'; Cimbrian: bruust, pusum; Coptic: ⲕⲓϥⲓ, ⲙⲛⲟⲧ, ⲙⲛⲟϯ; Crimean Tatar: emçek; Czech: prs, ňadro; Danish: bryst; Dutch: borst; Erzya: поте, меште; Esperanto: mamo; Estonian: rind; Evenki: хикэн, укун; Ewe: no; Faroese: bróst; Finnish: rinta; French: sein, poitrine; Friulian: stomi, pet, tete, sen; Galician: peito, seo, teta, mama; Garus: a Georgian: ძუძუ; German: Brust; Greek: στήθος, μαστός; Ancient Greek: μαστός, μασθός, μαζός, μασδός; Greenlandic: iviangeq; Guaraní: titi; Gujarati: સ્તન; Haitian Creole: sen; Hamtai: aamga; Hawaiian: ū, waiū; Hebrew: שָׁד, ציצי; Hindi: स्तन; Hittite: 𒋼𒂊𒋫𒀭; Hungarian: mell; Icelandic: brjóst, bobblingur; Ido: mamo; Inari Indonesian: payudara, buah dada, susu; Ingrian: nännä; Ingush: накха; Iranun: susu; Irish: brollach, cíoch, broinne; Old Irish: bruinne, cích; Isnag: xatat; Italian: mammella, poppa; Japanese: 胸, 乳房, にゅうぼう; Javanese: susu; Kannada: ಮೊಲೆ, ಸ್ತನ; Karok: úuchich; Kashubian: piers; Kazakh: емшек; Khmer: ដោះ, សុដន់, ថនៈ; Korean: 유방(乳房), 가슴; Kurdish Central Kurdish: مەمک; Northern Kurdish: çiçik, memik; Kyrgyz: төш, көкүрөк; Laboya: susu; Lao: ຕູ້, ເຕົ້ານົມ, ຖານາ, ນົມ; Latgalian: kryuts; Latin: mamma, sumen; Latvian: krūts; Lezgi: хур; Lithuanian: krūtis; Luhya: kamaturu; Macedonian: града, дојка; Malagasy: nono; Malay: tetek, payudara, susu, buah dada; Malayalam: മുല, സ്‌തനം; Maltese: tas-sider; Manchu: ᡥᡠᡥᡠᠨ, ᡨᡠᠩᡤᡝᠨ; Manx: kee; Maranao: soso; Meriam: nano; Minangkabau: dado; Mokilese: dihdi; Moksha: мяште; Mon: တှ်; Mongolian: мээм; Mwani: were; Nahuatl: chichihualli; Nanai: кун, тунгэн; Navajo: -be'; Neapolitan: pietto; Nepali: स्तन; Nivkh: моть; Norwegian Bokmål: bryst, pupp; Nynorsk: bryst, pupp; Occitan: pièit; Odia: ସ୍ତନ; Ojibwe: indoodooshim; Old English: brēost; Ossetian: риу; Ottoman Turkish: پستان, ثدی; Pali: thana; Pashto: تی, غلانځه, چچو; Persian: پستان, ممه; Pitjantjatjara: ipi, mimi; Plautdietsch: Brost; Polabian: börsťă; Polish: pierś, biust, cycek; Portuguese: seio, peito, mama, maminha; Quechua: ñuñu; Romagnol: pët; Romani: ćući; Romanian: piept, sân; Russian: грудь, груди, сиськи, перси, дойки, титьки, буфера; Sami Inari: njamma; Northern: čižži; Skolt: râʹdd; Sanskrit: कुच, स्तन; Sardinian: sinu; Scottish Gaelic: cìoch; Serbo-Croatian Cyrillic: гру̑ди, си̏са, пр̏са; Roman: grȗdi, sȉsa, pȑsa; Shan: ၼူမ်း; Sicilian: nennè; Slovak: prsník, prsia; Slovene: prsi, dojka; Somali: laab, naas; Sorbian Lower Sorbian: bok, prědk; Spanish: pecho, seno, teta; Sundanese: pinarep; Swahili: titi; Swedish: bröst; Tabasaran: мухур; Tagalog: suso; Tajik: пистон; Tamil: முலை; Tatar: ими; Tausug: duru; Telugu: చన్ను, స్తనము; Tetum: susun; Thai: เต้านม, นม; Tibetan: ནུ་མ; Tocharian B: päścane; Tok Pisin: susu; Tooro: ibeere, ensundu; Torres Strait Creole: susu; Tumbuka: bele; Turkish: meme; Turkmen: emjek, määme; Ugaritic: 𐎘𐎄; Ukrainian: грудь, usually plural: груди; Urdu: پستان; Uyghur: يېلىن, ئەمچەك; Uzbek: emchak, yelin; Venetian: pèto; Vietnamese: vú; Volapük: blöt; Waray-Waray: suso; Welsh: bron; West Frisian: boarst; Western Apache: -be'; Wolof: ween; Xhosa: ibele; Yagara: ammoo; Yakut: эмиий; Yámana: tapoS; Yiddish: ברוסט; Yucatec Maya: iim; Zealandic: bost; Zulu: ibele; ǃXóõ: gǂqhèẽ