περισσεύω
English (LSJ)
Att. περιττεύω, impf. ἐπερίσσευον (περιέσσευον is condemned by Phryn.20), (περισσός)
A to be over and above the number, μύριοί εἰσιν ἀριθμόν... εἷς δὲ π. Hes.Fr.160; περιττεύσουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι the enemy will go beyond us, outflank us, X.An.4.8.11.
II to be more than enough, remain over, τἀρκοῦντα καὶ περιττεύοντα Id.Smp.4.35; τὸ π. [ἀργύριον] Id.Vect.4.7; ἂν ᾖ τι… περιττεῦον Pl.Lg.855b; εἴ τι π. ἀπὸ τῶν τόκων SIG672.19 (Delph., ii B. C.); ἡ περιττεύουσα τροφή Arist.HA 619a20; τὸ π. τῶν κλασμάτων Ev.Matt.14.20; τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευσε, κτλ. such abundance of reason had Pericles for his belief, Th.2.65; τοσόνδ' ἐπερίσσευσεν αὐτοῖς εὐνοίας J.AJ19.1.18; τὸ ἀνδρεῖον ἐπερίττευεν αὐτῇ D.H.3.11.
2 in bad sense, to be superfluous, τὰ περισσεύοντα τῶν λόγων S.El.1288; ἵν' ἐμοὶ περιττεύῃ, i.e. that I may be over-rich, Diog.Oen.64.
III of persons, abound in, χορηγίᾳ, opp. ἐλλείπω, Plb.18.35.5, etc.; αἱ ἐκκλησίαι ἐπερίσσευον τῷ ἀριθμῷ Act.Ap.16.5:—Med., c. gen., περισσεύονται ἄρτων have more than enough of…, Ev.Luc.15.17.
2 to be superior, περισσεύω παρά τινα to be better than... LXX Ec.3.19; περισσεύω ὑπέρ τινα ib.1 Ma.3.30 (v.l.); be better, have the advantage, 1 Ep.Cor.14.12; περισσεύω μᾶλλον = abound more and more, sc. in Christian graces, 1 Ep.Thess.4.1, ΙΙ:—Med., περισσευόμεθα, opp. ὑστερούμεθα, 1 Ep.Cor.8.8.
IV causal, make to abound, πᾶσαν χάριν π. 2 Ep.Cor.9.8; τινὰς τῇ ἀγάπῃ 1 Ep.Thess.3.12:—Pass., to be made to abound, Ev.Matt.13.12, 25.29.
2 of time, π. τὰς ὥρας make them longer, Ath.2.42b.
German (Pape)
[Seite 592] att. -ττεύω, überzählig, überflüssig sein; Hes. frg. 14, 4; τὰ μὲν περισσεύοντα τῶν λόγων ἄφες, Soph. El. 1280, laß die überflüssigen Worte; Plat. Legg. IX, 855 a; die Überzahl haben, Xen. An. 4, 8, 11 u. Folgde; τὸ περιττεῦον, im Gegensatz von λεῖπον, Pol. 4, 38, 9; auch περισσεύων τῇ χορηγίᾳ, im Gegensatz von ἐλλείπων, 18, 18, 5; Sp.; – sich auszeichnen, vorzüglich sein, τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευεν, Thuc. 2, 65, es war dem Perikles eine solche Überlegenheit, oder nach Anderen, er hatte solchen Überfluß an Hülfsquellen, daß er ohne Weiteres gesiegt haben würde, wenn er den Krieg hätte fortführen können; περιττεύει μοί τι, ich habe Überfluß woran, besitze es in hohem Grade, εἰ μὴ τὸ ἀνδρεῖον ἐπερίττευεν αὐτῇ, D. Hal. 3, 11; τινί, Überfluß an Etwas haben, Pol. 18, 18, 5; auch τινός, Luc.; – übrig sein, bleiben, N.T. – Das Augm. περιέσσευσα u. ä. ist falsch, s. Lob. zu Phryn. p. 28.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπερίσσευσα, pf. inus.
I. intr. 1 être en plus, être plus nombreux ; déborder (les ailes d'une armée) gén.;
2 être de trop, être superflu, surabondant ; abs. περισσεύει, il y a en surcroît : τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευεν THC Périclès avait un tel surcroît de crédit ou selon d'autres, une telle surabondance de ressources;
II. tr. fournir en abondance ; multiplier, acc..
Étymologie: περισσός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιττεύω, Ion. περισσεύω περιττός de gebruikelijke maat te boven gaan intrans. in overvloed aanwezig zijn:; τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευσε τότε ἀφ’ ὧν αὐτὸς προέγνω zo’n overvloed (aan overwegingen) had Pericles toen waarop hij zijn voorspelling baseerde Thuc. 2.65.13; over zijn, resteren:; τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων het overschot aan stukken brood NT Mt. 14.20; med. meer dan genoeg hebben van, met gen..; περισσεύονται ἄρτων zij hebben brood in overvloed NT Luc. 15.17; toenemen:. αἱ ἐκκλησίαι ἐπερίσσευον τῷ ἀριθμῷ καθ’ ἡμέραν = de gemeenten namen dagelijks in aantal toe NT Act. Ap. 16.5. superieur zijn aan, met gen.. περιττεύσουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι de vijand zal ons de baas zijn Xen. An. 4.8.11. overbodig zijn:. τὰ... περισσεύοντα τῶν λόγων ἄφες laat overbodige woorden weg Soph. El. 1288. met acc., later overvloedig voorzien van, met dat.:; ὑμᾶς ὁ κύριος περισσεύσαι τῇ ἀγάπῃ moge de Heer u met zijn liefde overstelpen NT 1 Thes. 3.12; pass.. δοθήσεται αὐτῷ καὶ περισσευθήσεται = hem zal gegeven worden en hij zal overvloed kennen NT Mt. 13.12.
Russian (Dvoretsky)
περισσεύω: атт. περιττεύω
1 быть более многочисленным, превосходить числом: περιττεύσουσιν ἡμῶν Xen. они будут обладать численным превосходством над нами;
2 быть в остатке или быть в избытке: τἀρκοῦντα ἔχειν καὶ περισσεύοντα Xen. иметь достаточно и даже в избытке; τὸ περισσεῦον NT остаток; ἂν ᾖ τί τινος περιττεῦον Plat. если что-л. окажется в излишке в сравнении с чем-л.;
3 иметь в изобилии: τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευσε Thuc. у Перикла оказалось такое изобилие средств; π. τινί Polyb., NT и τινός Luc., NT иметь в изобилии что-л.;
4 быть излишним, бесполезным: τὰ περισσεύοντα τῶν λόγων ἄφες Soph. оставь ненужные слова;
5 преуспевать (ἔν τινι и εἴς τι NT);
6 приумножать (πᾶσαν χάριν εἴς τινα NT).
English (Strong)
from περισσός; to superabound (in quantity or quality), be in excess, be superfluous; also (transitively) to cause to superabound or excel: (make, more) abound, (have, have more) abundance (be more) abundant, be the better, enough and to spare, exceed, excel, increase, be left, redound, remain (over and above).
English (Thayer)
imperfect ἐπερίσσευον (περισσεύσειν (bez); 1st aorist ἐπερίσσευσα; passive, present περισσεύομαι (περισσευθήσεται; (περισσός, which see);
1. intransitive and properly, to exceed a fixed number or measure; to be over and above a certain number or measure: μύριοι εἰσιν ἀριθμόν ... εἷς δέ περισσεύει, Hesiod from 14,4 (clxix. (187), edition Göttling); hence,
a. to be over, to remain: τό περισσεῦον τῶν κλασμάτων, equivalent to τά περισσευοντα κλάσματα, περισσεύει μοι τί, τό περισσεῦσαν τίνι, what remained over to one, to exist or be at hand in abundance: τίνι, τό περισσεῦον τίνι, one's abundance, wealth (R. V. superfluity); opposed to ὑστέρησις), ὑστέρημα, to be great (abundant), περισσεύει τί εἰς τινα, "a thing comes in abundance, or overflows, unto one; something falls to the lot of one in large measure": περισσεύω εἰς τί, to redound unto, turn out abundantly for, a thing, ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ἐμῷ ψεύσματι ἐπερίσσευσεν εἰς τήν δόξαν αὐτοῦ, i. e. by my lie it came to pass that God's veracity became the more conspicuous, and becoming thus more thoroughly known increased his glory, to be increased, τῷ ἀριθμῷ, to abound, overflow, i. e. α. to be abundantly furnished with, to have in abundance, abound in (a thing): absolutely (A. V. to abound), to be in affluence, ὑστερεῖσθαι; Winer's Grammar, § 30,8b.; (cf. Buttmann, § 132,12)): ἄρτων, R G L T Tr marginal reading β. to be pre-eminent, to excel (cf. Buttmann, § 132,22): absolutely, ἐν with a dative of the virtues or the actions in which one excels (Buttmann, § 132,12), L T Tr WH omit ἐν); περισσεύητε μᾶλλον, to excel still more, to increase in excellence, μᾶλλον καί μᾶλλον περισσεύῃ, περισσεύσῃ ... πλεῖον, to excel more than (A. V. exceed; cf. Buttmann, § 132,20,22), περισσεύειν ὑπέρ τινα, τί ἐπερίσσευσεν ὁ ἄνθρωπος παρά τό κτῆνος; Winer's Grammar, p. 23; § 38,1), to make to abound, i. e.
a. to furnish one richly so that he has abundance: passive, WH Tr text; τί εἰς τινα, to make a thing to abound unto one, to confer a thing abundantly upon one, to make abundant or excellent: τί, to cause one to excel: τινα, with a dative of the thing, τάς ὥρας, to extend the hours beyond the prescribed time, Athen. 2, p. 42b.) (Compare: ὑπερπερισσεύω.)
Greek Monolingual
και περιττεύω ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν περισσός / περιττός
1. πλεονάζω, ξεπερνώ τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, μένω ως υπόλοιπο («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», Ησίοδ.)
2. είμαι υπερεπαρκής, αφθονώ, έχω περίσσεια, είμαι υπεραρκετός (α. «η κακία περισσεύει στην εποχή μας» β. «τὸ ἀνδρεῖον ἐπερίττευεν αὐτῇ», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
παροιμ. α) «στο καλάθι δεν χωράει, στο κοφίνι του περισσεύει» — λέγεται όταν υπάρχει δυσκολία προσαρμογής σε μια κατάσταση
β) «του τρελού το σκοινί δεν φτάνει μονό, διπλό φτάνει και περισσεύει» — αυτός που τσιγκουνεύεται για ένα αναγκαίο έξοδο, αργότερα θα χρειαστεί να ξοδέψει περισσότερα
νεοελλ.-αρχ.
1. γίνομαι περισσότερος, αφθονότερος, αυξάνομαι, πληθαίνω (α. «η παίδα του περίσευγε και μπλιο δεν είχε γνώση», Ερωτόκρ.
β. «αἱ μὲν οὖν ἐκκλησίαι ἐστερεοῦν
το καὶ ἐπερίσσευον τῷ ἀριθμῷ καθ' ἡμέραν», ΚΔ)
2. μένω ως υπόλοιπο, ως πλεόνασμα, απομένω (α. «μάς περίσσεψαν αρκετά χρήματα» β. «εἴ τι περισσεύοι ἀπὸ τῶν τόκων», επιγρ.)
3. (νεοελλ. μόνο ο τ. περιττεύω, αρχ. και ο τ. περισσεύω) είμαι περιττός, πλεονάζω ως άχρηστος, παρέλκω (α. «όταν μιλούν τα πράγματα, τα λόγια περιττεύουν» β. «τὰ μὲν περισσεύοντα τῶν λόγων ἄφες», Σοφ.)
4. είμαι ανώτερος, έχω περισσότερα πλεονεκτήματα, πλεονεκτώ, ξεπερνώ κάποιον (α. πάσα κιανείς στο δύναται τσ' άλλους να περισσεύγει», Ερωφ.
β. «καὶ τί ἐπερίσσευσεν ὁ ἄνθρωπος παρὰ τὸ κτῆνος;», ΠΔ)
αρχ.
1. (για πρόσ.) έχω κάτι άφθονο, έχω αφθονία από κάτι («περισσεύειν χορηγίᾳ», Πολ.)
2. (μτβ. για πράγμ.) καθιστώ κάτι άφθονο, παρέχω κάτι με αφθονία («δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾱς», ΚΔ)
3. (και το παθ.) περισσεύομαι
παρέχομαι, δίνομαι με αφθονία («ὅστις γὰρ ἔχῃ, δοθήσεται αὐτῶ καὶ περισσευθήσεται», ΚΔ)
4. γίνομαι ανώτερος, καλύτερος («πρὸς τὴν οἰκοδομὴν τῆς ἐκκλησίας ζητεῖται ἵνα περισσεύσητε», ΚΔ)
5. (με γεν.) υπερβαίνω, ξεπερνώ κάποιον στον αριθμό ή στην ποσότητα («περιττεύουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι», Ξεν.)
6. (το μέσ. με γεν.) έχω κάτι άφθονο, υπεραρκετό («πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύονται ἄρτων;», ΚΔ)
7. (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ περισσεῡον
το περίσσευμα («ἦραν τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων», ΚΔ)
8. ενεργώ, κάνω ώστε να προάγεται κάποιος, προάγω («ὑμᾱς δὲ Κύριος πλεονάσαι καὶ περισσεῦσαι τῇ ἀγάπῃ», ΚΔ)
9. μέσ. βρίσκομαι σε πλεονεκτική θέση, πλεονεκτώ («οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσευόμεθα, οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα», ΚΔ)
10. φρ. α) «περισσεύω τὰς ὥρας» — επιμηκύνω τις ώρες
β) «περισσεύω μᾶλλον» — προάγομαι, προοδεύω, προκόβω.
Greek Monotonic
περισσεύω: Αττ. -ττεύω, μέλ. -σω, παρατ. ἐπερίσσευον· (περισσός)·
I. είμαι πάνω και πέρα από τον αριθμό, με γεν., περιττεύουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι, οι εχθροί θα μας ξεπεράσουν, θα μας υπερφαλαγγίσουν, σε Ξεν.
II. 1. απόλ., είμαι περισσότερος από αρκετός, παραμένω περισσότερος, πλεονάζω, στον ίδ. κ.λπ.· τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ, σε Θουκ.
2. με αρνητική σημασία, είμαι περιττός, σε Σοφ.
III. 1. λέγεται για πρόσωπα, έχω αφθονία, αφθονώ σ' ένα πράγμα, με δοτ., σε Καινή Διαθήκη· επίσης με γεν., περισσεύω ἄρτων, έχω περισσότερο ψωμί από όσο χρειάζομαι, στο ίδ.
2. είμαι ανώτερος, έχω το πλεονέκτημα, στο ίδ.
IV. Μτβ., κάνω κάποιον να προαχθεί, να προβιβαστεί, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
περισσεύω: μεταγεν. Ἀττ. -ττεύω· παρατ. ἐπερίσσευον, μεταγν. καὶ περιέσσευον, ἀλλὰ τοῦτο μόνον κατὰ σύγχυσιν πρὸς τὸ σεύω, ἔσσευον, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 28· (περισσός). Ὑπερβαίνω τὸν ἀριθμόν, μύριοί εἰσιν ἀριθμόν…, εἷς δὲ π. Ἡσ. Ἀποσπ. 14. 4· περιττεύσουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι, οἱ ἐχθροὶ θὰ ἐκταθῶσιν ὑπὲρ ἡμᾶς, θὰ ὑπερφαλαγγήσωσιν ἡμᾶς, (πρβλ. περιέχω ΙΙ) Ξεν. Ἀν. 4. 8, 11. ΙΙ. εἶμαι πλέον ἢ ἀρκετός, πλεονάζω, τἀρκοῦντα καὶ τὰ περιττεύοντα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4. 35· τὸ π. ἀργύριον ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 4. 7· ἂν ἦ τι... περιττεῦον Πλάτ. Νόμ. 855Α· ἡ περιττεύουσα τροφὴ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 8· τὸ π. τῶν κλασμάτων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ´, 20 (πρβλ. περίσσευμα)· τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευε κτλ., τοσαύτην ἀφθονίαν λόγων καὶ ὀρθῆς γνώμης εἶχεν ὁ Περικλῆς, Θουκ. 2. 65· τοσόνδε ἐπερίσσευσεν αὐτοῖς εὐνοίας Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 18· ὡσαύτως, τὸ ἀνδρεῖον ἐπερίττευεν αὐτῇ Διον. Ἁλ., 3. 11. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἶμαι περιττός, τὰ περισσεύοντα τῶν λόγων Σοφ. Ἠλ. 1288. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἔχω ἀφθονίαν εἴς τι, τινί, ἀντίθετον τῷ ἐλλείπω, Πολύβ. 18. 18, 5, Πλούτ., κλ.· π. τῷ ἀριθμῷ Πράξ. Ἀποστ. ις´, 5· ― ὡσαύτως μετὰ γεν., π. ἄρτων. ἔχω πλέον ἢ ἀρκετούς..., Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε´, 17. 2) εἶμαι ἀνώτερος, κρείσσων, π. παρά τινα, εἶμαι ἀνώτερος ἢ..., Ἑβδ. (Ἐκκλ. Γ´, 19) εἶμαι κρείσσων, ἀνώτερος, καλλίτερος, Α´ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. η´, 8, ιδ´, 12· π. μᾶλλον, προάγομαι ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον (δηλ. εἰς τὰς χριστιανικὰς χάριτας), Α´ Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. δ´, 1 καὶ 11. IV. Μεταβατικὸν ἐνεργείας, κάμνω ὥστε νὰ προάγηταί τις, προβιβάζω, π. πᾶσαν χάριν Β´ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. θ´, 8· π. τινὰ τῇ ἀγάπῃ Α´ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. γ´, 12. ― Παθ., προβιβάζομαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ´, 12, κε´ 29. 2) ἐπὶ χρόνου, π. τὰς ὥρας, μηκύνω αὐτὰς ἐπὶ μᾶλλον, Ἀθήν. 42Β.
Middle Liddell
Attic -ττεύω fut. σω imperf. ἐπερίσσευον περισσός
I. to be over and above the number, c. gen., περιττεύσουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι the enemy will go beyond us, outflank us, Xen.
II. absol. to be more than enough, remain over, Xen., etc.; τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευε such abundance of reason had Pericles, Thuc.
2. in bad sense, to be superfluous, Soph.
III. of persons, to abound in a thing, c. dat., NTest.:—also c. gen., π. ἄρτων to have more than enough of bread, NTest.
2. to be superior, have the advantage, NTest.; π. μᾶλλον to abound more and more, NTest.
IV. Causal, to make to abound, NTest.:—Pass. to be made to abound, NTest.
Chinese
原文音譯:perisseÚw 胚里修哦
詞類次數:動詞(39)
原文字根:周圍(超越的) 相當於: (יָתַר)
字義溯源:充足,有餘,滿足,充滿,滿溢,溢,益,多,加,有餘,豐富,剩下,越多,加增,增長,增多,多得,越發,優越,勝過;源自(περισσός)=極多的); (περισσός)出自(περί / περαιτέρω)=經由,周圍,有關), (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。這字說到豐富,乃是豐富至有餘;用來表明新約的超越豐盛,和神國度來臨,豐富的光景。那餵飽五千人,剩下零碎十二籃,以及餵飽四千人,剩下零碎七筐子,這兩個事實是最好的明證。參讀 (αὐξάνω / αὔξω / ξαίνω)同義字
同源字:1) (ἐκπερισσῶς)極力地 2) (περισσεία)盈餘 3) (περίσσευμα)剩餘 4) (περισσεύω)充足有餘 5) (περισσός)極多的 6) (περισσοτέρως)更加 7) (ὑπερεκπερισσοῦ)極多的 8) (ὑπερπερισσεύω)極充分 9) (ὑπερπερισσῶς)極充分地
出現次數:總共(39);太(5);可(1);路(4);約(2);徒(1);羅(3);林前(3);林後(10);弗(1);腓(5);西(1);帖前(3)
譯字彙編:
1) 剩下的(4) 太14:20; 路9:17; 約6:12; 約6:13;
2) 越發(4) 羅3:7; 羅5:15; 羅15:13; 林後3:9;
3) 你們⋯都滿足(2) 林後8:7; 林後8:7;
4) 叫他有餘(2) 太13:12; 太25:29;
5) 越多(2) 林後1:5; 林後1:5;
6) 有餘(2) 路15:17; 腓4:18;
7) 有餘的(2) 可12:44; 路21:4;
8) 是有餘(1) 腓4:12;
9) 得以加增(1) 腓1:9;
10) 處豐富(1) 腓4:12;
11) 而越發加增(1) 腓1:26;
12) 加(1) 帖前4:10;
13) 你們⋯增長(1) 帖前4:1;
14) 他⋯充滿(1) 弗1:8;
15) 越發的(1) 林後9:12;
16) 充足(1) 帖前3:12;
17) 充滿(1) 西2:7;
18) 格外增多(1) 林後4:15;
19) 益(1) 林前8:8;
20) 加增(1) 徒16:5;
21) 豐富(1) 路12:15;
22) 剩下(1) 太15:37;
23) 多得(1) 林前14:12;
24) 多(1) 林前15:58;
25) 滿溢(1) 林後9:8;
26) 溢(1) 林後8:2;
27) 勝過(1) 太5:20;
28) 能滿溢(1) 林後9:8