ἐξηγέομαι
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
A to be leader of, c. gen. pers., τῶν δ' ἐξηγείσθω Il.2.806 (for And.1.116, v. 11.3).
2 c. acc. pers., lead, govern, in Th., τὰς πόλεις 1.76; τὴν Πελοπόννησον ib.71.
b abs., Hdt.1.151, 9.11.
3 c. dat. pers. et acc. rei, show one the way to, τοῖσι ἐχθροῖσι τῆς πατρίδος ἅλωσιν Hdt.6.135; ἃ δ' ἐξηγεῖσθε τοῖς ξυμμάχοις Th.3.55: c. dat. pers. only, go before, lead, ἡμῖν S.OC1589, etc.: c. acc. loci only, lead the way to, χῶρον ib.1520.
4 c. gen. rei, ἐξηγέομαι τῆς πράξεως X.Cyr.2.1.29; with dat. pers. added, πᾶσι κάλλους τε καὶ τελειότητος Jul.Or.4.132d.
5 ἐξηγέομαι εἰς τὴν Ἑλλάδα lead an army into Greece, X.An.6.6.34.
II dictate a form of words, ἐξηγέομαι τὸν νόμον τῷ κήρυκι D.19.70; ἐξηγοῦ θεούς dictate, name them, E.Med. 745.
2 generally, prescribe, order, ποιήσουσι τοῦτο τὸ ἂν κεῖνος ἐξηγέηται Hdt. 5.23; ὅ τι χρὴ ποιέειν ἐξηγέο σύ Id.4.9, cf. 7.234; ᾗ ὁ νόμος ἐξηγεῖται Pl.R.604b: of a diviner, c. inf., order one to do, A.Eu.595; τἄλλα δ' ἐξηγοῦ φίλοις Id.Ch.552; esp. freq. of religious forms and ceremonies, οἷς τῶν ἄλλων θεῶν οἱ Μάγοι ἐξηγοῦντο, = τοῖς ἄλλοις θεοῖς οὕς . . X.Cyr.8.3.11, cf. 4.5.51,7.3.1; τί φῶ; δίδασκ' ἄπειρον ἐξηγουμένη A.Ch.118, cf. S.OC1284, etc.; οὗτος ὁ θεὸς περὶ τὰ τοιαῦτα . . ἐ. Pl.R. 427c, cf. 469a.
3 expound, interpret, ἐξηγέομαι τὸ οὔνομα καὶ τὴν θυσίην Hdt.2.49; τὸν ποιητήν Pl.Cra.407a; ἃ Ὅμηρος λέγει Id.Ion531a; ὁ τὸν Ἡράκλειτον . . ἐξηγούμενος Antiph.113.3; τὰ νόμιμα D.47.69: abs., ἄγραφοι νόμοι καθ' οὓς Εὐμολπίδαι ἐξηγοῦνται according to which they expound things, Lys.6.10, cf. And.1.116 (leg. κηρύκων ὤν); cf. ἐξηγητής ΙΙ.
III tell at length, relate in full, Hdt.2.3, A.Pr.216, 702, Th.5.26; set forth, explain, τὴν ἔλασιν the line of march, Hdt. 3.4, 7.6; ἃ μετὰ χεῖρας ἔχοι καὶ ἐξηγήσασθαι οἷός τε Th.1.138; τὰ τοῦ νομοθέτου βουλήματα Pl.Lg.802c, cf. R.474c: c. acc. et inf., explain that... S.Aj.320: followed by relat., ἐ. ὁτέῳ τρόπῳ . . Hdt.3.72. etc.; ἐ. περί τινος X.Lac.2.1.
German (Pape)
[Seite 880] 1) ausführen, Anführer sein, τινός, Il. 2, 805; oft absolut, vorangehen, Her. 9, 11. 66; ποιήσουσι τοῦτο, τὸ ἄν κεῖνος ἐξηγέηται 5, 23, was man auch »befehlen« übersetzt; Anführer sein, die Hegemonie haben, Thuc. oft, auch mit dem acc., 1, 71. 6, 85; τοῖς συμμάχοις 3, 55; Xen. An. 4, 5, 28, oft; οὕτως ἐξηγεῖτο τῆς πράξεως Cyr. 2, 1, 29, im Handeln mit seinem Beispiel vorangehen; ὁ μάντις ἐξηγεῖτό σοι μητροκτονεῖν, rieth dazu, war der Urheber des Mordes, Aesch. Eum. 565; vgl. καλῶς γὰρ ἐξηγεῖ σύ μοι Soph. O. C. 1286; χῶρον ἐξηγήσομαι, ich werde vorangehen und dir den Ort zeigen, ibd. 1516, vgl. 1585. – Oft von Gesetzen, ᾗ ὁ νόμος ἐξηγεῖται, wie das Gesetz vorschreibt, Plat. Rep. X, 604 b; – εἰς τὴν Ἑλλάδα, nach Griechenland hinführen, Xen. An. 6, 4, 34. – 2) als Redner ausführen, τί, Thuc. 1, 138; übh. auseinandersetzen, erzählen, τοιαῦτ' ἐμοῦ λόγοισιν ἐξηγουμένου Aesch. Prom. 214; τὸν ἆθλον 704, öfter; γόους τοιούσδ' ἐξηγεῖτ' ἔχειν Soph. Ai. 313; Her. oft, wie Folgde; τὸν ποιητήν, erklären, Plat. Crat. 407 a, wie τὰ τοῦ νομοθέτου βουλήματα Legg. VII, 802 c; τὰ νόμιμα Dem. 47, 69; nach B. A. 241, 20 der eigentliche Ausdruck von den Gesetzverständigen, διηγοῦνται ἰδιῶται ἄνδρες περὶ τῶν προστυχόντων. – Bes. von Priestern, lehren, andeuten, Εὐμολπίδαι ἐξ. κατ' ἀγράφους νό μους Lys. 6, 10, τοῖς θεοῖς ἐξαιρεῖται ὅτι ἂν οἱ μάγοι ἐξηγῶνται Xen. Cyr. 8, 3, 11; von den Göttern selbst, ταύτῃ θήσομεν ᾗ ἂν ἐξηγῆται ὁ θεός Plat. Rep. V, 469 a; vgl. IV, 427 c. Aehnl. ἐξηγησαμένη τοῖς ἐχθροῖς τῆς πατρίδος ἅλωσιν Her. 6, 135, die den Feinden gezeigt hatte, wie sie einnehmen könnten; ἐξηγέο ὅτεῳ τρόπῳ πάριμεν 3, 72; – ἐξηγούμεθα καὶ διατάττομεν ἕκαστα Luc. Iup. Trag. 17.
French (Bailly abrégé)
ἐξηγοῦμαι;
I. 1 conduire, guider, τινός ou τινί ; ἃ ἐξηγεῖσθε τοῖς ξυμμάχοις THC quant aux entreprises où vous engagez vos alliés ; ἐξηγέομαι τινι τῆς πράξεως XÉN montrer à qqn par son propre exemple ce qu'il faut faire ; ἐξηγέομαι τῷ κήρυκι τὸν νόμον DÉM dicter au héraut le texte de la loi;
2 diriger, gouverner, acc.;
3 avec idée d'hostilité conduire (une armée) : εἰς τὴν Ἑλλάδα XÉN en Grèce;
II. conduire pas à pas ou jusqu'au terme :
1 exposer en détail : τι, περί τινος qch, donner des explications détaillées sur qch ; avec un relat. : ἐξηγέομαι ὅτῳ τρόπῳ HDT expliquer en détail de quelle manière ; avec une prop. inf., expliquer que;
2 expliquer, interpréter ; particul. expliquer la volonté des dieux, expliquer le sens d'un oracle;
3 ordonner, prescrire en parl. des oracles, des prêtres, des dieux ; avec un inf., ordonner de ; conseiller.
Étymologie: ἐξ, ἡγέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξηγέομαι:
1 предводительствовать, быть предводителем (τῶν ἀνθρώπων Hom.);
2 управлять, руководить (τοὺς ξυμμάχους τὰς πόλεις Thuc.; ἐ. καὶ διατάττειν ἕκαστα Luc.): τὴν Πελοπόννησον ἐ. Thuc. иметь господство над Пелопоннесом;
3 быть проводником, вести (τισι πᾶσιν Soph.; ἐπὶ τὴν γῆν Her.; εἰς τὴν Ἑλλάδα Xen.): τῇ ἂν ἐξηγέηται Her. куда бы он ни вел;
4 указывать, показывать (χῶρον Soph.; τοῖσι ἐχθροῖσι τῆς πατρίδος ἅλωσιν Her.): ἀγαθόν τι ἐ. τινι Xen. указывать кому-л. правильный путь; ἐ. τῆς πράξεως Xen. руководить путем личного примера; καλῶς ἐξηγῇ σύ μοι Soph. ты дал мне отличное указание;
5 указывать, приказывать, предписывать (τινι ποιεῖν τι Aesch.; ὁ νόμος ἐξηγεῖται Plat.; ποιήσουσι τοῦτο, τὸ ἂν ἐκεῖνος ἐξηγέηται Her.): ἃ δ᾽ ἐξηγεῖσθε τοῖς ξυμμάχοις Thuc. то, что по вашим указаниям совершили (ваши) союзники;
6 рассказывать, излагать (λόγοις τι Aesch.; περὶ γενέσεως Xen.): ὅ τι χρὴ ποιέειν, ἐξηγέο Her. скажи, что нужно делать; ἐ. τὸν νόμον τῷ κήρυκι Dem. диктовать закон глашатаю;
7 разъяснять, истолковывать (τὸ οὔνομα καὶ τὴν θυσίην Her.; θέσφατα Eur.; κατὰ τοὺς ἀγράφους νόμους Lys.; τὴν ποιητήν Plat.; τὰ νόμιμα Dem.): οὐδένα νόον ἔχων ἐξηγησάμενον Her. не приведя никакого разумного основания.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξηγέομαι: μέλλ. ἐξηγήσομαι, Ἀποθ., εἶμαι ἀρχηγός, μετὰ γεν. προσ.. τῶν δ’ ἐξηγείσθω, «τούτων ἡγεμὼν ἔστω» (Θ. Γαζῆς). Ἰλ. Β. 806· ἐν Ἀνδοκ. 1. 116 ὁ Reiskc διώρθωσε Κηρύκων ὤν, ὥστε τὸ ἐξηγῇ καὶ ἐξηγεῖσθαι κεῖνται κατὰ τὴν σημασ. ΙΙΙ. 3. 2) ἐξυπακουομένης γενικής, ἔχω τὴν ἡγεμονίαν τινός, ὑμεῖς γοῦν, ὦ Λακεδαιμόνιοι, τὰς ἐν τῇ Πελοποννήσῳ πόλεις ἐπὶ τὸ ὑμῖν ὠφέλιμον καταστησάμενοι ἐξηγεῖσθε (ἐξυπ. αὐτῶν) Θουκ. 1. 76· ἀπολύτ. 1. 95· χαλεπῶς ἐξ. 3. 93· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. ΙΙ. προηγοῦμαι, προπορεύομαι, ἀπολ., Ὁμ. Ὕμν. εἰς Διόνυσ. 10· ἕπεσθαι τη ἂν οὗτοι ἐξηγέωνται Ἡρόδ. 1. 151, πρβλ. 9. 11· ἐὰν αὐτὸ ἁμή γε πῃ ἱκανῶς ἐξεγησώμεθα Πλάτ. Πολ. 474C· πρβλ. ἐξαιτέω ΙΙ. 2. 2) μετὰ δοτ. προσ. καὶ αἰτ. πράγμ., δεικνύω εἴς τινα τὴν ὁδόν, Ἡρόδ. 6. 135· ἐντέλλομαι, ἃ δ’ ἐξηγεῖσθε τοῖς ξυμμάχοις Θουκ. 3. 55· μετὰ δοτ. προσ. μόνον, προηγοῦμαι, ὁδηγῶ, ἡμῖν Σοφ. Ο. Κ. 1589, κτλ.· ἢ μετ’ αἰτ. τόπου μόνον, δεικνύω τὸν δρόμον εἴς τι μέρος, χῶρον μὲν αὐτὸς αὐτίκ’ ἐξηγήσομαι αὐτόθι 1520. 3) μετὰ γεν. πράγμ., ἐξ. τῆς πράξεως Ξεν. Κύρ. 2. 1, 29. 4) ὁδηγῶ ὡς ἀρχηγὸς στράτευμα εἴς τι μέσος, καὶ ἢν οἱ θεοὶ παραδιδῶσιν, ἐξηγήσομαι εἰς τὴν Ἑλλάδα, καὶ ἂν οἱ θεοὶ τὸ ἐπιτρέψωσι, θὰ σᾶς ὁδηγήσω εἰς τὴν Ἑλλάδα, Ξεν. Ἀν. 6.6, 34. ΙΙΙ. ὡς τὸ Λατ. praeïre verbis, ὑπαγορεύω εἴς τινα ὡρισμένον τινὰ τύπον λέξεων, αὐτὸς γὰρ ἐξηγεῖτο τὸν νόμον τοῦτον τῷ κήρυκι Δημ. 363. 18· ἐξηγοῦ θεούς, ὑπαγόρευσόν μοι τὰ ὀνόματα τῶν θεῶν εἰς οὓς θέλεις νὰ ὁρκισθῶ, Εὐρ. Μήδ. 745. 2) καθόλου, παραγγέλλω, κελεύω, ποιήσουσι... τὸ ἂν κεῖνος ἐξηγέηται Ἡρόδ. 5. 23· ᾗ ὁ νόμος ἐξηγεῖται Πλάτ. Πολ. 604Α: ἐπὶ μάντεως, μετ’ αἰτ., παραγγέλλω τινὰ νὰ κάμῃ τι, διατάττω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 595· τἆλλα δ’ ἐξηγοῦ φίλοις ὁ αὐτὸς Χο. 552· οἷς τῶν ἄλλων θεῶν οἱ Μάγοι ἐξηγοῦντο = τοῖς ἄλλοις θεοῖς οὓς... Ξεν. Κύρ. 8. 3, 11, πρβλ. 4. 5, 51., 7. 3, 1. 3) ὁδηγῶ τινα τί νὰ πράξη ἢ τί νὰ εἴπη, τί φῶ; δίδασκ’ ἄπειρον ἐξηγουμένη Αἰσχύλ. Χο. 118· παραινῶ, νουθετῶ, Σοφ. Ο. Κ. 1284, κτλ.· κελεύω, ᾗ ὁ νόμος ἐξηγεῖται Πλάτ. Πολ. 604Β· οὗτος γὰρ δήπου ὁ θεὸς περὶ τὰ τοιαῦτα πᾶσιν ἀνθρώποις... ἐξηγεῖται αὐτόθι 427C, πρβλ. 469Α· ποιήσουσι τοῦτο τὸ ἂν κεῖνος ἐξηγέηται Ἡρόδ. 5. 23· ὅτι χρὴ ποιέειν, ἐξηγέεο σὺ ὁ αὐτὸς 4. 9· πρβλ. 7 234· ὁ ἐξηγησάμενος τοῦ Διονύσου τό τε οὔνομα καὶ τὴν θυσίην, ὁ ἑρμηνεύσας, ὁ αὐτὸς 2. 49· τὸν ποιητὴν Πλάτ. Κρατ. 407Α· ἃ Ὅμηρος λέγει ὁ αὐτ’ ἐν Ἴωνι 531Α· ὁ τὸν Ἡράκλειτον πᾶσιν ἐξηγούμενος Ἀντιφάνης ἐν «Καρσὶ» 1· τὰ νόμιμα Δημ. 1160. 10 ἀπολ., ἄγραφοι νόμοι καθ’ οὓς Εὐμολπίδαι ἐξηγοῦνται, καθ’ οὓς οἱ Εὐμολ. ἑρμηνεύουσι τὰ πράγματα, Λυσ. 104. 9, πρβλ. Ἀνδοκ. 15. 25: πρβλ. ἐξηγητὴς ΙΙ. IV. διηγοῦμαι λεπτομερῶς, Ἡρόδ. 2. 3, Αἰσχύλ. Πρ. 214, 702, Θουκ. 5. 26· ἐκτίθημι, περιγράφω, τὴν ἔλασιν Ἡρόδ. 3. 4., 7. 6, πρβλ. 6. 135, Θούκ. 1. 138· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., διδάσκω, «ἐξηγῶ», ὅτι... Σοφ. Αἴ. 320· ἑπομένης ἀναφορ. ἀντωνυμ., ἐξ. ὅτῳ τρόπῳ... Ἡρόδ. 3. 72, κτλ.· ἐξ. περί τινος Πλάτ. Ἴων 531Α, Ξέν. Λάκ. 2, 1. 2) ἑρμηνεύω, μεταφράζω, Ἰουστίνου Μάρτ. Διάλ. πρὸς Τρύφ. 68.
English (Autenrieth)
imp. -γείσθω: lead out, w. gen., Il. 2.806†.
English (Strong)
from ἐκ and ἡγέομαι; to consider out (aloud), i.e. rehearse, unfold: declare, tell.
English (Thayer)
ἐξηγοῦμαι; imperfect ἐξηγουμην; 1st aorist ἐξηγησαμην;
1. properly, to lead out, be leader, go before (Homer, et al.).
2. metaphorically, (cf. German ausführen) to draw out in narrative, unfold in teaching;
a. to recount, rehearse: (with the accusative of the thing and the dative of person, ὅσα ἐποίησεν, καθώς, 14 (so in Greek writings from Herodotus down; the Sept. for סִפֵר, to unfold, declare: Alberti, Observationes etc., p. 207f).
Greek Monotonic
ἐξηγέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ.,
I. είμαι αρχηγός άλλων, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ. προσ., καθοδηγώ κάποιον, κατευθύνω, διοικώ, σε Θουκ.
II. 1. προηγούμαι, προπορεύομαι, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.
2. με δοτ. προσ., δείχνω σε κάποιον το δρόμο, προηγούμαι, καθοδηγώ, στον ίδ., Σοφ. κ.λπ.
3. με γεν. πράγμ., διευθύνω, διεξάγω, εκτελώ μία εργασία, σε Ξεν.
4. ἐξ. εἰς τὴν Ἑλλάδα, οδηγώ εκστρατευτικό σώμα εναντίον της Ελλάδας, στον ίδ.
III. όπως το Λατ. praeire verbis, ορίζω, διατάζω ή υπαγορεύω έναν τύπο λέξεων, σε Ευρ., Δημ.· γενικά, διατάζω, παραγγέλλω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ορίζω, διατάζω ή υπαγορεύω τον τύπο που παρατηρείται σε θρησκευτικές τελετές σε Ηρόδ., Αττ.
Middle Liddell
fut. ήσομαι
Dep.
I. to be leader of others, c. gen., Il.:—also c. acc. pers. to lead, direct, govern, Thuc.
II. to go first, lead the way, Hhymn., Hdt.
2. c. dat. pers. to show one the way, go before, lead, Hdt., Soph., etc.
3. c. gen. rei, to conduct a business, Xen.
4. ἐξ. εἰς τὴν Ἑλλάδα to lead an army into Greece, Xen.
III. like Lat. praeire verbis, to prescribe or dictate a form of words, Eur., Dem.:—generally to prescribe, order, Hdt., Aesch., etc.:— to prescribe or expound the form to be observed in religious ceremonies, Hdt., Attic
IV. to tell at length, relate in full, Hdt., Attic
Chinese
原文音譯:™xhgšomai 誒克士-誒給哦買
詞類次數:動詞(6)
原文字根:出去-帶領
字義溯源:引出,詳述,述說,表明出來,解釋;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)=引領)組成;而 (ἐπιτροπεύω / ἡγέομαι)出自(ἄγω)*=帶領)。參讀 (ἀγγέλλω)同義字參讀 (ἀναδείκνυμι)同義字
出現次數:總共(6);路(1);約(1);徒(4)
譯字彙編:
1) 述說(3) 路24:35; 徒10:8; 徒15:12;
2) 述說了(1) 徒21:19;
3) 表明出來(1) 約1:18;
4) 已述說(1) 徒15:14
Lexicon Thucydideum
praeesse, imperare, to be over, command, 1.71.7, 1.76.1, 1.95.7, 2.65.5, 3.55.4, 3.93.3, 5.66.2, 6.85.2, [vulgo commonly τοὺς ἐκεῖ ξυμμάχους],
explicare, enarrare, to set forth plainly, relate, 1.138.3, 5.26.6, 7.50.4.
Translations
lead
Aghwan: 𐔰𐕀𐔰𐔺𐔱𐕒𐕄𐔴𐕚𐕒𐕡𐕎; Amharic: መራ; Arabic: قَادَ; Argobba: መረሀ; Armenian: տանել; Belarusian: вадзі́ць, павадзі́ць, весці́, павесці́, праводзіць правесці; Breton: ren, kas, bleinañ; Bulgarian: водя; Catalan: menar, dirigir; Cherokee: ᎪᎯᏁᎦ; Chinese Mandarin: 引導/引导; Cimbrian: büuran; Czech: vodit, vést; Dalmatian: menur; Dutch: leiden; Esperanto: konduki; Finnish: johdattaa, opastaa, ohjata; French: guider; Friulian: menâ, condusi; Ge'ez: መርሐ; German: führen, leiten; Gothic: 𐍄𐌹𐌿𐌷𐌰𐌽; Ancient Greek: ἄγω, ἡγέομαι, ἐξηγέομαι; Guaraní: myakã; Hebrew: הוביל; Hungarian: vezet; Ido: duktar; Italian: guidare, condurre; Japanese: 導く; Ladin: condujer, mener; Latin: duco; Latvian: vest; Lithuanian: vesti; Luxembourgish: leeden; Macedonian: води; Malayalam: നയിക്കുക; Maori: arataki, taki, arahi, takitaki, whakataki; Norwegian: føre; Occitan: menar, dirigir; Old Church Slavonic: водити, вести; Polish: wodzić, wieść, prowadzić, poprowadzić, zaprowadzić, doprowadzać, przeprowadzać; Portuguese: guiar, conduzir; Quechua: rampay; Romanian: duce; Russian: водить, вести, приводить, привести; Sanskrit: नयति; Serbo-Croatian Cyrillic: водити; Roman: voditi; Slovak: vodiť, viest'; Slovene: voditi; Sorbian Lower Sorbian: wóźiś, wjasć; Upper Sorbian: wodźić, wjesć, zawjesć; Spanish: guiar, llevar, ducir; Swedish: leda, föra; Tagalog: umakay, akayin; Tocharian B: āk-; Ukrainian: водити, поводити, вести, повести, проводити, провести; Vietnamese: dẫn, dắt; Walloon: moenner, kidure; Welsh: arwain; West Frisian: liede
explain
Albanian: shpjegoj; Arabic: شَرَحَ, فَسَّرَ, أَبَانَ; Egyptian Arabic: فهم; Aromanian: exiyisescu; Asturian: esplicar; Azerbaijani: başa salmaq, izah etmək, açıqlamaq; Belarusian: аб'ясьняць, аб'ясьні́ць, тлумачыць, растлумачыць; Bengali: বোঝান, ভাষ্য করা; Bulgarian: обяснявам; Burmese: ရှင်းပြ, ဖွင့်, လင်း, ဖြေရှင်း; Catalan: explicar; Chinese Cantonese: 解釋/解释; Mandarin: 解釋/解释, 說明/说明, 闡釋/阐释; Chuukese: awewe; Czech: vysvětlovat, vysvětlit; Danish: forklare; Dutch: uitleggen, verklaren, toelichten; Esperanto: klarigi; Estonian: seletama, selgitama; Finnish: selittää, selostaa; French: expliquer; Galician: explicar; Georgian: ახსნა, განმარტება; German: erklären, erläutern; Gothic: 𐌲𐌰𐍃𐌺𐌴𐌹𐍂𐌾𐌰𐌽; Greek: εξηγώ; Ancient Greek: ἐξηγέομαι, ἑρμηνεύω; Hebrew: הִסְבִּיר; Hindi: समझाना; Hungarian: magyaráz, megmagyaráz, elmagyaráz, kifejt; Icelandic: útskýra; Ido: explikar; Indonesian: menjelaskan; Interlingua: explicar; Irish: mínigh; Italian: spiegare, chiosare, illustrare; Japanese: 説明する, 教える; Kazakh: түсіндіру; Khmer: បន្លែ, បំភ្លឺ, ពន្យល់, សាធក; Korean: 설명하다; Kurdish Northern Kurdish: şirove kirin, îzah kirin, fesîh kirin, zelal kirin, ron kirin, şayesandin, şayes kirin, şayes dan, sêwer kirin, bas kirin, qal kirin, vegotin, derbirin, wesf dan, saloxandin, salox kirin, teswîr kirin, tesewir kirin; Kyrgyz: түшүндүрүү; Lao: ອະທິບາຍ; Latin: explano, explico; Latvian: skaidrot; Lithuanian: aiškinti, paaiškinti; Macedonian: објаснува, објасни; Malay: menjelaskan; Maori: whakamārama, whakamahuki; Mirandese: splicar; Mongolian: тайлбарлах; Norman: explyitchi; Norwegian Bokmål: forklare; Occitan: explicar; Old English: reċċan; Pashto: تشريح کول; Persian: توضیح دادن, شرح دادن; Polish: wyjaśniać, wyjaśnić, objaśniać, objaśnić; Portuguese: explicar, explanar; Quechua: alayrichiy; Romanian: explica; Russian: объяснять, объяснить; Serbo-Croatian Cyrillic: обја̀снити; Roman: objàsniti; Shan: သပ်းလႅင်း; Slovak: vysvetliť; Slovene: pojasniti; Spanish: explicar; Swedish: förklara; Tajik: эзоҳ додан, шарҳ додан; Tatar: аңлатырга; Telugu: వివరించు; Thai: อธิบาย, ชี้แจง, แจง, นิยาม; Tocharian B: ṣärp-; Turkish: açıklamak, izah etmek; Turkmen: düşündirmek; Ukrainian: пояснювати, поясняти, пояснити; Urdu: سمجھانا; Uyghur: چۈشەندۈرمەك; Uzbek: tushuntirmoq, izohlamoq; Venetian: spiegar; Vietnamese: giải thích; Walloon: espliker, spliker; Welsh: egluro; West Frisian: útlizze; Yiddish: דערקלערן, מסביר זײַן