κηρύσσω

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρύσσω Medium diacritics: κηρύσσω Low diacritics: κηρύσσω Capitals: ΚΗΡΥΣΣΩ
Transliteration A: kērýssō Transliteration B: kēryssō Transliteration C: kirysso Beta Code: khru/ssw

English (LSJ)

Att. κηρύττω, Dor. καρύσσω: impf.
A ἐκήρυσσον Il.2.444, Th. 1.27, -υττον And.1.112: fut. -ύξω Ar.Ec.684, Dor. καρυξῶ Id.Ach. 748: aor. ἐκήρυξα Hdt.1.194 (ἀποκηρύσσω), etc., Aeol. part. καρύξαισα Pi.I.4 (3).25: pf. κεκήρῡχα (ἐπικηρύσσω) D.19.35:—Pass., fut. κηρυχθήσομαι X.Cyr.8.4.4, Aeschin.3.230, κηρύξομαι E.Ph.1631: aor. ἐκηρύχθην S. OT737, etc.: pf. κεκήρυγμαι E.Fr.1, Th.4.38:—to be a herald, officiate as herald, κηρύσσων γήρασκε Il.17.325.
b to be an auctioneer, D. 44.4.
2 make proclamation as a herald, λαὸν κηρύσσοντες ἀγειρόντων let them convene the people by voice of herald, Il.2.438, cf. 444, Od.2.8; κήρυσσε, κῆρυξ A.Eu.566, etc.: impers., ἐκήρυξε (sc. ὁ κῆρυξ) τοῖς Ἕλλησι συσκευάζεσθαι proclamation was made... X.An.3.4.36; κηρυξάτω Id.Cyr.4.5.42.
II c. acc. pers., summon by herald, κηρύσσω ἀγορήνδε… Ἀχαιούς Il.2.51, Od.2.7; πόλεμόνδε Il.2.443; κηρύσσω τινά summon one to a place, Ar.Ach.748:—Pass., τίς ἐκηρύχθη πρώτην φυλακήν; who was summoned to the first watch? E.Rh.538 (anap.).
2 proclaim as conqueror, Plu.2.185a; Φαβωρῖνον ἡ εὐγλωττία ἐν σοφισταῖς ἐκήρυττεν Philostr.VS1.8.1:—Pass., μήτε κηρυχθήσεσθαι μήτε ἆθλα λήψεσθαι X.Cyr.8.4.4; ὥστε τὴν πόλιν κηρυχθῆναι καὶ αὐτὸν στεφανωθῆναι Lys.19.63; proclaim as a criminal, D.25.56, cf. S.El.606; κηρύσσω τὸν Ἔρωτα AP5.176 (Mel.):—Pass., of a country, to be proclaimed, be extolled, στεφάνοις ἀρετᾶς E.Tr.223 (lyr.).
3 call upon, invoke, θεούς Id.Hec.146 (anap.); κηρύξας δαίμονας κλύειν A.Ch.124a:—Pass., to be called, τοῦ κεκήρυξαι πατρός; E.Fr.1; κηρυσσομένοισι… ἀπ' ἐσθλῶν δωμάτων Id.Andr.772 (lyr.).
III c. acc. rei, proclaim, announce, τινί τι A.Ag.1349, Ch.4, 1026; αὐδάν E.Ion911 (lyr.); ἀγῶνας Ἀργείοισι S.Aj.1240; proclaim or advertise for sale, etc., Hdt.6.121 (Pass.), Plu.2.207a, etc.; κηρύσσω ἀποικίαν proclaim a colony, i.e. invite people to join as colonists, Th.1.27; κηρύσσω ὃς βούλοιτοmake proclamation for some one who would... Hdt.2.134:—Pass., of a crime, to be proclaimed, Antipho 2.3.2; τὰ κεκηρυγμένα Th.4.38.
2 declare, tell, τοῦτ' ἐκηρύχθη πόλει this news was spread in... S.OTl.c.; τοῦτο κ. πόθι παῖς ναίει Id.Tr.97 (lyr.); ὃ εἰς τὸ οὖς ἀκούετε, κηρύξατε ἐπὶ τῶν δωμάτων Ev.Matt.10.27: abs., S.El. 1105.
3 proclaim, command publicly, τινί τι A.Th.1048, S.Ant. 32, 450, etc.; εὐφημίαν, σιγὴν κηρύσσω, Id.Fr.893, E.Hec.530: c. dat. pers. et inf., κ. αὐτοῖς ἐμβαλεῖν κώπαισι Pi.P.4.200; ἐκήρυξαν, εἰ βούλονται, τὰ ὅπλα παραδοῦναι Th.4.37:—Pass., ᾔδησθα κηρυχθέντα μὴ πράσσειν τάδε; S.Ant.447.
4 of a cock, crow, AP5.2 (Antip. Thess.).
IV preach, teach publicly, Ev.Matt.3.1, al.

German (Pape)

[Seite 1435] att. κηρύττω (κηρύξομαι pass. Eur. Phoen. 1631), ein Herold sein, das Amt des Herolds verwalten; κηρύσσων γήρασκε, er wurde alt im Heroldsdienste, Il. 17, 325; als Herold ausrufen, 2, 438 Od. 2, 8 u. öfter; λαὸν ἀγορήνδε, das Volk zur Versammlung rufen, Il. 2, 51 Od. 2, 7; πόλεμόνδε II. 2, 443; daher κηρύσσειν τινά, Einen herbeirufen, Ar. Ach. 756; – verkündigen, melden, befehlen; αὐτοῖς ἐμβαλεῖν κώπαις Pind. P. 4, 200; Tragg. oft, οὐ γάρ τί μοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε Soph. Ant. 446, ἀγῶνας Ἀργείοις κηρῦξαι Ai. 1240, ταῦτ' ἐκηρύχθη πόλει, dies wurde gemeldet, O. R. 937; auch in Prosa, κεκηρυγμένα μήνυτρα Andoc. 1, 40; ἡ πόλις ἐκηρύχθη Lys. 19, 63, u. sonst, wo es auch impers. heißt κηρύσσει, sc.κήρυξ, man ruft öffentlich aus, verkündet durch Heroldsruf, Xen. An. 3, 4, 36; – laut ausrufen, öffentlich feilbieten lassen, Plut. Galb. 5 u. a. Sp.; pass. so, Her. 6, 121 χρήματα αὐτοῦ κηρυσσόμενα ὑπὸ τοῦ δημίου; κηρύσσω τὸν Ἔρωτα Mel. 91 (V, 177), wie einen entlaufenen Sklaven bekannt machen; – θεούς, laut anrufen, Eur. Hec. 148. – Vom Hahn, krähen, Antp. Sid. 5 (V, 3), vgl. κήρυξ. – Im N.T. u. bei K. S. predigen, öffentlich lehren, absol., Matth. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

f. κηρύξω, ao. ἐκήρυξα, pf. inus.
Pass. f. κηρυχθήσομαι, ao. ἐκηρύχθην, pf. κεκήρυγμαι, pqp. ἐκεκηρύγμην;
A. intr. être héraut;
B. tr. I. faire une proclamation en qualité de héraut ; • impers. κηρύσσει XÉN on annonce (propr. le héraut annonce);
II. faire publier par la voix du héraut, particul.
1 appeler ou convoquer par la voix du héraut : ἀγορήνδε κ. Ἀχαιούς IL les Grecs à l'assemblée ; πόλεμόνδε IL convoquer pour le combat;
2 proclamer par la voix du héraut : τινα, qqn (comme vainqueur, etc.);
3 p. ext. annoncer, faire savoir par la voix du héraut : τι, qch ; ἀποικίαν THC annoncer la fondation d'une colonie, càd inviter les citoyens à partir comme colons ; τί τινι, faire savoir qch à qqn ; avec un relat. κ. ὅστις βούλοιτο HDT faire appel par une proclamation à qui voudrait;
4 ordonner par la voix du héraut : τινί τι, qch à qqn ; τὰ κηρυχθέντα SOPH les ordres publiés;
5 annoncer à la criée, faire vendre par le crieur public, acc.;
6 invoquer : θεούς EUR les dieux;
NT: prêcher.
Étymologie: κῆρυξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηρύττω, Ion. κηρύσσω, Dor. κᾱρύσσω [κῆρυξ] Aeol. ptc. aor. f. καρύξαισα; perf. κεκήρυχα, med.-pass. κεκήρυγμαι, plqperf. -(ἐ)κεκηρύχειν in compos., med.-pass. (ἐ)κεκηρύγμην; Dor. fut. καρυξῶ en καρύξω; act. en med. abs. heraut zijn:; κησύσσων γήρασκε hij was als heraut oud geworden Il. 17.325; als heraut aankondigen:. κήρυσσε, κῆρυξ doe de aankondiging, heraut Aeschl. Eum. 566. met acc. v. pers.: bijeenroepen, (door een heraut laten) ontbieden:. κ. ἀγορήνδε... Ἀχαιούς de Grieken naar de vergadering roepen Il. 2.51; ἐγὼν δὲ καρυξῶ Δικαιόπολιν en ik zal Dicaeopolis ontbieden Aristoph. Ach. 748. aanroepen:. κήρυσσε θεούς roep de goden aan Eur. Hec. 146. een proclamatie over iemand doen: positief, pass.:; ὥστε τὴν πόλιν κηρυχθῆναι καὶ αὐτὸν στεφανωθῆναι zodat de stad als overwinnaar werd uitgeroepen en hijzelf een overwinningskrans ontving Lys. 19.63; ongunstig:; κήρυσσέ με εἰς ἅπαντας maak mij maar openlijk bekend (als misdadiger) Soph. El. 606; bekend maken; met prolept. acc., met afh. vraagzin:. καρῦξαι τὸν Ἀλκμήνας πόθι μοι ναίει maak bekend over de zoon van Alcmene waar die toch verblijft? Soph. Tr. 97. met acc. v. zaak: aankondigen:; ἀγῶνας Ἀργείοισι wedstrijden aankondigen voor de Grieken Soph. Ai. 1240;; κ. ἀποικίαν de stichting van een kolonie proclameren Thuc. 1.27.1; ptc. subst..; τὰ κεκηρυγμένα proclamatie Thuc. 4.38.1; (officieel) uitvaardigen, bevelen: met acc. en dat.:; ἀστοῖσι κηρύσσειν βοήν de burgers een officiële noodkreet te laten horen Aeschl. Ag. 1349; οὐ γάρ τί μοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε het was zeker niet Zeus die voor mij dit bevel uitvaardigde Soph. Ant. 450; pass.:; ᾔδησθα κηρυχθέντα μὴ πράσσειν τάδε; wist jij dat er een officieel verbod was om dit te doen? Soph. Ant. 447; σιγὴν... παντὶ κηρῦξαι στρατῷ aan het hele leger stilte gebieden Eur. Hec. 530; met dat. en inf.:; κηρύσσω πατρὶ κλύειν ik doe de plechtige oproep aan mijn vader te luisteren Aeschl. Ch. 4; onpers.: ἐκήρυξε τοῖς Ἕλλησι συσκευάζεσθαι het bevel kwam voor de Grieken om hun bagage te pakken Xen. An. 3.4.36. christ. verkondigen, prediken:; κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει verkondigt het evangelie over de gehele wereld NT Marc. 16.15; ptc. ὁ κηρύσσων prediker NT Rom. 10.14

Russian (Dvoretsky)

κηρύσσω: атт. κηρύττω, дор. κᾱρύσσω (fut. κηρύξω - дор. κᾱρύξω и κᾱρυξῶ, aor. ἐκήρυξα - дор. ἐκάρυξα и κάρυξα)
1 занимать должность глашатая, быть глашатаем: (Περίφας) κηρύσσων γήρασκε Hom. Перифант состарился в должности глашатая;
2 созывать (через глашатая) (ἀγορήνδε Ἀχαιούς, πόλεμόνδε τινά Hom.);
3 через глашатая объявлять, возвещать, провозглашать: (ἀγῶνας Soph.): τὰ χρήματα κηρυσσόμενα Her. имущество, объявленное к продаже (с публичных торгов); κ. ἀποικίαν Thuc. призывать к участию в основании колонии; κ. τινὶ ἀσφάλειαν καὶ προσιόντι καὶ ἀπιόντι Xen. гарантировать кому-л. безопасность при въезде или выезде;
4 провозглашать (кем-л.): победителем, преступником и пр. (κηρυχθήσεσθαι καὶ ἆθλα λήψεσθαι Xen.): ὥστε τὴν πόλιν κηρυχθῆναι Lys. и таким образом (наш) город был провозглашен (победителем);
5 через глашатая приказывать, делать распоряжение (τὰ κηρυχθεντα μὴ πράσσειν τάδε Soph.): οὐ Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε Soph. не Зевс повелел это; σιγὴν κηρῦξαί τινι Eur. приказать кому-л. умолкнуть;
6 звать, призывать (θεούς Eur.; τοὺς πολίτας εἰς τὴν ἐλευθερίαν Plut.);
7 проповедовать, учить (τισί τι и τι εἴς τινας, ἐν ταῖς πόλεσιν и εἰς τὰς συναγωγάς NT).

Greek (Liddell-Scott)

κηρύσσω: Ἰλ. Ἀττ. κηρύττω, Δωρ. κᾱρύσσω· παρατ. ἐκήρυσσον, Ἰλ. Β. 444, Ἀττ.: μέλλ. κηρύξω Ἀττ.: ἀόρ. ἐκήρυξα Ἀττ.: πρκμ. κεκήρῡχα Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 1, (ἐπι-) Δημ. 352. 5. ― Παθ., μέλλ. κηρυχθήσομαι Ξεν., κτλ.· ἀλλὰ μέσ. μέλλ. μὲ παθ. σημασ. κηρύξομαι Εὐρ. Φοίν. 1631· ἀόρ. ἐκηρύχθην Ἀττ.· πρκμ. κεκήρυγμαι Εὐρ. Ἀποσπ. 1, Θουκ. 4. 38.· Εἶμαι κῆρυξ, ἐκτελῶ τὸ ἔργον τοῦ κήρυκος, κηρύσσων γήρασκε Ἰλ. Ρ. 325. 2) κάμνω προκήρυξιν ὡς κῆρυξ, λαὸν κηρύσσοντες ἀγειρόντων, ἂς συναθροίσωσι τὸν λαὸν διὰ τῶν κηρύκων, Ἰλ. Β. 438, πρβλ. 444, Ὀδ. Β. 8· κήρυσσε, κῆρυξ Αἰσχ. Εὐμ. 566, κτλ.· ― ὡσαύτως ἀπροσ., κηρύσσει (δηλ. ὁ κῆρυξ), γίνεται προκήρυξις, ὁ κῆρυξ προκηρύττει, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 36· κηρυξάτω ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 4. 5, 42. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., καλῶ, συγκαλῶ διᾶ τοῦ κήρυκος, κηρύσσειν ἀγορήνδε… Ἀχαιοὺς Ἰλ. Β. 51, Ὀδ. Β. 7· πόλεμόνδε Ἰλ. Β. 443· κηρύσσειν τινά, καλῶ τινα εἴς τι μέρος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 748. ― Παθ., τίς ἐκηρύχθη πρώτην φυλακήν; τίς ἐκλήθη εἰς τὴν πρώτην φυλακήν; Εὐρ. Ρῆσ. 538. 2) προκηρύσσω τινὰ ὡς νικητήν, Πλούτ. 2. 185Α· καὶ ἐν τῷ παθ., μήτε κηρυχθήσεσθαι μήτε ἆθλα λήψεσθαι Ξεν. Κύρ. 8. 4, 4· ὥστε πόλιν κηρυχθῆναι καί αὐτὸν στεφανωθῆναι Λυσ. 157. 40· ὡσαύτως, διακηρύττω ὡς κακοῦργον ἢ κατάδικον, Δημ. 787. 17, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 606, Ἀνθ. Π. 5. 177· ― ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως ἐπὶ χώρας, διακηρύττομαι ἢ ἐξαίρομαι, ἐπαινοῦμαι, στεφάνοις ἀρετᾶς Εὐρ. Τρῳ. 223. 3) ἐπικαλοῦμαι, θεοὺς ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 148· κ. τοὺς δαίμονας κλύειν Αἰσχύλ. Χο. 124. ― Παθ., καλοῦμαι (δηλ. εἶμαι)..., τοῦ κεκήρυξαι πατρός; Εὐρ. Ἀποσπ. 1, πρβλ. Ἀνδρ. 768· ἴδε καλέω ΙΙ. 2. ΙΙΙ. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., προκηρύττω, ἀναγγέλλω, τινί τι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1349, Χο 4, 1026, Εὐρ. Ἴων 911, κτλ· ἀγῶνας Ἀργείοισι Σοφ. Αἴ. 1240, Εὐρ., κλ.· ― προκηρύττω πρὸς πώλησιν, κτλ., Ἡρόδ. 6. 121, Ἀνθ. Π. 5. 177, Πλούτ. 2. 207Α, κτλ.· κ. ἀποικίαν, δηλ. προσκαλῶ ἀνθρώπους ὅπως προσέλθωσιν εἰς σχηματισμὸν ἀποικίας, Θουκ. 1. 27· κ. κήρυγμα, μήνυτρα (ἴδε τὰς λέξ.)· κ. ὅστις βούλοιτο…, κάμνω προκήρυξιν ἐάν τις θέλῃ…, Ἡρόδ. 2. 134· ὡσαύτως, ἐπὶ ἐγκλήματος, ἐν τῷ παθ., κηρύττομαι, Ἀντιφῶν 118. 13. 2) καθόλου, διακηρύττω, λέγω, τι Σοφ. Ἠλ. 1105· ταῦτ’ ἐκηρύχθη πόλει, ταῦτα διελαλήθησαν ἐν τῇ πόλει, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 737· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, κ. πόθι ναίει τις ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 97· κ. εἰ… Θουκ. 4. 37. 3) προκηρύττω ἢ παραγγέλλω δημοσίᾳ, Λατ. indicere, τινί τι Αἰσχύλ. Θήβ. 1043, Σοφ. Ἀντ. 32. 450, κτλ.· εὐφημίαν, σιγὴν κ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 764, Εὐρ. Ἑκ. 530· τὰ κηρυχθέντα, τὰ διαταχθέντα, αἱ δοθεῖσαι δημοσίᾳ διαταγαί, Σοφ. Ἀντ. 447· ― μετὰ δοτ. προσώπ. καὶ ἀπαρ., κ. αὐτοῖς ἐμβαλεῖν κώπαις Πινδ. Π. 4. 356. 3) ἐπὶ ἀλεκτρυόνος, κράζω, Ἀνθ. Π. 5. 3. IV. παρ’ Ἐκκλ., κηρύττω τὸν θεῖον λόγον, διδάσκω τὸν θεῖον λόγον, Εὐσ. ἔνθ’ ἀνωτ., κλ.

English (Autenrieth)

proclaim as herald, summon, order, πόλεμόνδε, ἀγορήνδε. ‘In the office of herald,’ Il. 17.325.

English (Strong)

of uncertain affinity; to herald (as a public crier), especially divine truth (the gospel): preacher(-er), proclaim, publish.

English (Thayer)

imperfect ἐκήρυσσον; future κηρύξω; 1st aorist ἐκηρυξα (infinitive κηρύξαι R G Tr WH, κηρύξαι L T; cf. Lipsius, Gramm. Untersuch., p. 32ff; Tdf. Proleg., p. 101; Winer's Grammar, § 6,1f. (see references under the word κῆρυξ)); passive, present κηρύσσομαι; 1st aorist ἐκηρυχθην; 1future κηρυχθήσομαι; (κῆρυξ, which see); from Homer down; the Sept. for קָרָא; to be a herald; to officiate as herald; to proclaim after the manner of a herald; always with a suggestion of formality, gravity, and an authority which must be listened to and obeyed;
a. univ to publish, proclaim openly: something which has been done, τόν λόγον, διαφημίζειν); followed by indirect discourse, Winer's Grammar, 322 (302); (Buttmann, § 141,2)), Μωυσῆν, the authority and precepts of Moses, περιτομήν, the necessity of circumcision, Galatians 5:11.
b. specifically used of the public proclamation of the gospel and matters pertaining to it, made by John the Baptist, by Jesus, by the apostles and other Christian teachers: absolutely, Matthew 11:1; Mark 1:38; Mark 3:14; Mark 16:20; Romans 10:15; with the dative of the person to whom the proclamation is made, 1 Corinthians 9:27; 1 Peter 3:19; εἰς ( R ἐν with the dative) τάς συναγωγάς (see εἰς, A. I:5b.; cf. Winer's Grammar, 213 (200)), Mark 1:39; ( Luke 4:44 T Tr text WH); (ὁ) κηρύσσων, Romans 10:14; κηρύσσειν, with the accusative of the thing, Matthew 10:27; Luke (Luke 4:19>); Luke 12:3>; τίνι τί, Luke 4:18(Luke 4:19>); τό εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας, Matthew 4:23; Matthew 9:35; Mark 1:14 (where G L brackets TTr WH τό εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ); τό εὐαγγέλιον simply, Mark 16:15; Galatians 2:2; τό εὐαγγέλιοντοῦ Θεοῦ εἰς τινας (see above), 1 Thessalonians 2:9; passive, Matthew 24:14; Matthew 26:13; Colossians 1:23; with εἰς πάντα τά ἔθνη or εἰς ὅλον τόν κόσμον added, Mark 13:10; Mark 14:9; τόνλόγον, 2 Timothy 4:2; τό ῤῆμα τῆς πίστεως, Romans 10:8; τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, Luke 8:1; Luke 9:2; Acts 20:25 (here G L T Tr WH omit τοῦ Θεοῦ); Acts 28:31>; βάπτισμα, the necessity of baptism, Mark 1:4; Luke 3:3; Acts 10:37; μετάνοιαν καί ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, by public proclamation to exhort to repentance and promise the pardon of sins, Luke 24:47; ἵνα μετανοῶσιν ( R Gμετανοήσωσι) (see ἵνα, II:2b.; ( Buttmann, 237 (204))), Mark 6:12. τινα τισί, to proclaim to persons one whom they are to become acquainted with in order to learn what they ought to do: Χριστόν, or τόνἸησοῦν, Acts 8:5; Acts 19:13; Philippians 1:15; 1 Corinthians 1:23; 2 Corinthians 4:5 (where it is opposed to ἑαυτόν κηρύσσομεν, to proclaim one's own excellence and authority); 2 Corinthians 11:4; passive, ὁκηρυχθείς, 1 Timothy 3:16; with διά and the genitive of person added, 2 Corinthians 1:19; with the epexegetic addition, ὅτι οὗτος ἐστιν ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, Acts 9:20; ὅτι ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται, 1 Corinthians 15:12; τίνι followed by ὅτι, Acts 10:42; κηρύσσων followed by λέγων ( Matthew 3:2), with direct discourse, Matt. (Matthew 3:1> L T WH); Matthew 10:7>; Mark 1:7; κηρύσσειν καί λέγεινfollowed by direct discourse, Matthew 3:1 ( R G Tr brackets); Matthew 4:17>; κηρύσσοντα ἐν (omitted inRec.) φωνή μεγάλη, followed by direct discourse (of an angel as God's herald), Revelation 5:2; κηρύσσομεν with οὕτως added, 1 Corinthians 15:11. On this word see Zezschwitz, Petri apost. de Christi ad inferos descensu sententia. ( Lipsius 1857), p. 31ff; (Campbell, Dissert. on the Gospels, diss. 6, pt. v. Compare: προκηρύσσω.)

Greek Monolingual

και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) κήρυξ
1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας 'Αχαιούς», Ομ. Ιλ.)
2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ, διακηρύσσω (α. «όπου βρεθεί κηρύσσει ότι θα εκδικηθεί τον πατέρα του» β. «ὃ εἰς τὸ οὗς ἀκούετε, κηρύξατε ἐπὶ τών δωμάτων», ΚΔ)
3. προκηρύσσω, αναγγέλλω επισήμως (α. «η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα» β. «ἀγῶνας Ἀργείοισι κηρῡξαι», Σοφ.)
4. διδάσκω δόγματα και ιδέες και παροτρύνω σ' αυτά, διδάσκω τον θείο λόγο («κηρύσσω τον θείο λόγο»)
5. καταξιώνω, ανακηρύσσω, αναγορεύω κάποιον σε ένα αξίωμα («φαβωρῖνον ἡ εὐγλωττία ἐν σοφισταῖς ἐκήρυττεν», Φιλόστρ.)
νεοελλ.
1. παθ. κηρύσσομαι-δηλώνομαι, φανερώνομαι
2. φρ. α) «κεκηρυγμένος εχθρός» — δεδηλωμένος εχθρός, φανερός εχθρός
β) «μού έχει κηρύξει τον πόλεμο» — μέ εχθρεύεται
μσν.
1. δίνω το σύνθημα
2. διασύρω κάποιον
3. διαδίδω κάτι
4. κατονομάζω, ορίζω
αρχ.
1. είμαι κήρυκας, ασκώ το έργο του κήρυκα («διατελεῖ γὰρ ἐν Πειραιεῖ κηρύττων», Δημοσθ.)
2. κάνω προκήρυξη ως κήρυκας («λαον κηρύσσοντες άγειρόντων κατά νήας», Ομ. Ιλ.)
3. κατακρίνω, κατηγορώκηρύσσω τὸν Ἔρωτα, τὸν ἄγριον», Ανθ. Παλ.)
4. επικαλούμαι («κηρύξας ἐμοί, τοὺς γῆς ἔνερθε δαίμονας κλύειν», Αισχύλ.)
5. παραγγέλλω, διατάζω («εὐφημίαν κηρύσσειν», Σοφ.)
β. (για τον πετεινό) κράζω, λαλώ
6. προκηρύσσω κάτι για πώληση
7. κηρύσσω κάποιον ως κακούργο ή κατάδικο
8. αναγορεύω, ανακηρύσσω κάποιον ως νικητή
9. παθ. κηρύσσομαι
α) (για χώρα) εξαίρομαι, επαινούμαι («Σικελῶν ὀρέων ματέρ', ἀκούω καρύσσεσθαι στεφάνοις ἀρετᾱς», Ευρ.)
β) παίρνω εντολή, διατάσσομαι μέσω του κήρυκα, προσκαλούμαι («τις έκηρύχθη πρώτην φυλακήν;», Ευρ.)
γ) είμαι («μὲ λέγουν ὅτι τοῦ κεκήρυξαι πατρός;», Ευρ.)
10. φρ. α) «κηρύσσω τινά» — καλώ κάποιον σε κάποιο μέρος
β) «κηρύττω ἀποικίαν» — προσκαλώ ανθρώπους για σχηματισμό αποικίας.

Greek Monotonic

κηρύσσω: σε Ομήρ. Ιλ., σε Αττ. -ττω, Δωρ. κᾱρύσσω· μέλ. -ξω, αόρ. αʹ ἐκήρυξα· αόρ. αʹ ἐκηρύχθην, παρακ. κεκήρυγμαι·
I. είμαι κήρυκας, εκτελώ το αξίωμα του κήρυκα, σε Ομήρ. Ιλ.· λαὸν κηρύσσοντες ἀγειρόντων, ας συναθροίσουν το λαό με τη φωνή των κηρύκων, στο ίδ.· κήρυσσε, κῆρυξ, σε Αισχύλ. κ.λπ.· απρόσ., κηρύσσει (ενν. ὁ κῆρυξ), γίνεται προκήρυξη, ο κήρυκας προκηρύττει, σε Ξεν.
II. 1. με αιτ. προσ., συγκαλώ με τη φωνή του κήρυκα, σε Όμηρ., Αριστοφ.
2. ανακηρύσσω ως νικητή, σε Ξεν. κ.λπ.· εκθειάζω, εγκωμιάζω, επαινώ, σε Ευρ.
3. επικαλούμαι, προσφεύγω, σε Αισχύλ., Ευρ.
III. 1. με αιτ. πράγμ., ανακηρύσσω, ανακοινώνω, τί τινι, σε Τραγ.· προκηρύττω, αναγγέλλω προς πώληση, σε Ηρόδ.· κ. ἀποικίαν, ανακηρύσσω αποικία, δηλ. προσκαλώ ανθρώπους να συμμετάσχουν στην ίδρυσή της σαν άποικοι, σε Θουκ.
2. προκηρύττω ή παραγγέλλω δημόσια, Λατ. indicere, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· τὰ κηρυχθέντα, οι δημόσιες διαταγές, σε Σοφ.

Middle Liddell

I. to be a herald, officiate as herald, Il.; λαὸν κηρύσσοντες ἀγειρόντων let them convene the people by voice of herald, Il.; κήρυσσε, κῆρυξ Aesch., etc.:—impers., κηρύσσει (sc.κῆρυξ) he gives notice, proclamation is made, Xen.
II. c. acc. pers. to summon by voice of herald, Hom., Ar.
2. to proclaim as conqueror, Xen., etc.: to extol, Eur.
3. to call upon, invoke, Aesch., Eur.
III. c. acc. rei, to proclaim, announce, τί τινι Trag.:— to proclaim or advertise for sale, Hdt.; κ. ἀποικίαν to proclaim a colony, i. e. to invite people to join as colonists, Thuc.
2. to proclaim or command publicly, Lat. indicere, Aesch., Soph., etc.; τὰ κηρυχθέντα the public orders, Soph.

Chinese

原文音譯:khrÚssw 咳呂所
詞類次數:動詞(61)
原文字根:宣告 相當於: (קֹול‎ / קֹל‎) (קָרָא‎)
字義溯源:宣布*,大聲宣告,傳講,宣講,講說,宣揚,報信,報告,告訴,宣告,傳,傳道。這字不僅是傳道,傳;也包含宣告,宣揚。神的子民應當剛強的起來宣揚神的國。參讀 (ἀγγέλλω)同義字參讀 (ἀναδείκνυμι)同義字
同源字:1) (κήρυγμα)宣告 2) (κῆρυξ)宣講者 3) (κηρύσσω)宣布 4) (προκηρύσσω)預先宣布
出現次數:總共(61);太(9);可(14);路(9);徒(8);羅(4);林前(4);林後(4);加(2);腓(1);西(1);帖前(1);提前(1);提後(1);彼前(1);啓(1)
譯字彙編
1) 傳(11) 太4:23; 太10:7; 太26:13; 可1:4; 可13:10; 可14:9; 可16:15; 林前1:23; 林後11:4; 加5:11; 帖前2:9;
2) 傳講(8) 可16:20; 路4:44; 徒8:5; 徒10:37; 徒15:21; 徒20:25; 羅10:15; 林前15:12;
3) 傳揚(5) 太9:35; 可5:20; 路8:39; 徒9:20; 腓1:15;
4) 傳道(5) 太3:1; 太4:17; 太11:1; 可1:39; 路8:1;
5) 我們⋯傳(3) 羅10:8; 林前15:11; 林後4:5;
6) 所傳(2) 徒19:13; 林後1:19;
7) 報告(2) 路4:18; 路4:19;
8) 宣講(2) 可1:14; 路3:3;
9) 宣告(1) 啓5:2;
10) 他⋯宣講過(1) 彼前3:19;
11) 你要傳講(1) 提後4:2;
12) 被傳(1) 提前3:16;
13) 我⋯傳(1) 加2:2;
14) 我⋯傳道(1) 可1:38;
15) 將要⋯被宣揚(1) 路12:3;
16) 傳給了(1) 西1:23;
17) 他們⋯傳道(1) 可6:12;
18) 我們⋯傳過的(1) 林後11:4;
19) 你們要⋯宣揚(1) 太10:27;
20) 他傳講(1) 徒28:31;
21) 去傳道(1) 可3:14;
22) 講說了(1) 可1:45;
23) 他傳道(1) 可1:7;
24) 要傳(1) 太24:14;
25) 傳開了(1) 可7:36;
26) 去傳講(1) 路9:2;
27) 傳講的(1) 羅10:14;
28) 講說(1) 羅2:21;
29) 傳給(1) 徒10:42;
30) 要傳講(1) 路24:47;
31) 我傳講(1) 林前9:27

Mantoulidis Etymological

(=ἀναγγέλλω). Ἀπό τό κήρυξ. Θέμα κηρυκ+ πρόσφυμα j + ω → κηρυκj-ω καί μέ τροπή τοῦ κj σέ ττ ἤ σσ → κηρύττω ἤ -σσω.
Παράγωγα: κήρυγμα, κηρυκτέος, κηρυκτός, ἀκήρυκτος, κήρυξις καί σύνθετα: (ἀνακήρυξις, διακήρυξις, ἐπικήρυξις, προκήρυξις).

English (Woodhouse)

proclaim, give notice, proclaim as herald

⇢ Look up "κηρύσσω" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

per praeconem edicere, to proclaim by herald, 1.27.1, 4.37.2. 4.68.3, [libri books κηρύξαι] 4.106.2. 4.116.2. 5.115.2. 6.50.4, [vulgo commonly κηρύξαι]
PASS. 4.38.1, 6.50.5.